Ο δημοσιογράφος Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος είναι σήμερα ο μοναδικός μεταφραστής Αρχαίων Ελληνικών κειμένων στην σύγχρονη, ζωντανή νέα ελληνική γλώσσα ο οποίος συνδυάζει την ευρωπαϊκή νοοτροπία με την διατήρηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ομιλίας και σύνταξης. Μεταφράζει απευθείας από το πρωτότυπο τα κείμενα των Ελληνικών αρχετύπων γραπτών χειρογράφων κατά τρόπο απολύτως κατανοητό ώστε το νόημα και η σημασία των ρητών και των εκφράσεων να γίνεται αμέσως αντιληπτή από τον σημερινό νέο αναγνώστη (σημειώνεται ότι τα γραπτά ρητά των Ελλήνων αντιστοιχούν στους θησαυρούς των επιγραφών των αρχαίων Ελληνικών αγγείων και ευρημάτων των αρχαιολογικών ερευνών και έχουν τεθεί στα μνημεία για την τεκμηρίωση της ταυτότητας του ιδιοκτήτη και του ποιητή τους ενώ, φυσικά, από την χρήση της γλώσσας προκύπτει και το λεγόμενο "νόμισμα" της κάθε χώρας). Είναι ο δημιουργός του Πανεπιστημίου Λεχαίου, αφιερωμένου στην έρευνα του πλούτου της Ελληνικής γλώσσας και της ετυμολογίας των λέξεων αλλά αποκλειστικά ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ και τους νόμους του Νεοελληνικού Κράτους και της εκάστοτε Κυβέρνησης και ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ και τους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εκάστοτε Κυβέρνησής της.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

"ΠΕΡΙ ΔΑΙΜΟΝΙΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ" ΠΡΟΚΛΟΣ μετάφραση Χρήστου Παπαχριστόπουλου

ΠΡΟΚΛΟΣ

Σωκράτους ρητά περί δαιμονίου

«ΦΕΡΕ ΔΗ∙ ΔΙΑΝΟΕΙ ΓΑΡ,
ΩΣ ΕΓΩ ΦΗΜΙ, ΠΑΡΙΕΝΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΣΩΝ ΑΘΗΝΑΙΟΙΣ
ΕΝΤΟΣ ΟΥ ΠΟΛΛΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»
«Αλκιβιάδης», Πλάτωνος διάλογος

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος


Αυτό το οποίο πρόκειται να προηγηθεί σε σχέση με όλα τα προσεχώς/προσεκτικώς τυπωμένα ρητά του Σωκράτους
είναι η κάθαρση (των λόγων) της διανοίας μας από την διπλήν άγνοια
καθώς και η αφαίρεση/αφηρημένη σκέψη επί των όσων (ανθρώπων ή πραγμάτων)
θέτουν επιπρόσθετα εμπόδια στην ανάκτηση της αληθούς επιστήμης.
Είναι αδύνατον τα ατελή να τύχουν της εαυτών τελειότητος εάν πρωτύτερα
δεν ακολουθήσουν την οδό της εαυτών καθάρσεως των εμποδίων.
Διότι το «καθαίρειν» έχει απανταχού της οικουμένης την δύναμην αυτή.
Εξάλλου, η αληθινή κάθαρση της ψυχής γίνεται ρητά ρητή και κατηγορηματική με 3 είδη:
–η πρώτη μορφή δια της τελεστικής/των τελετών περί της οποίας μιλά ο Σωκράτης
στον «Φαίδρο»/σε κατάσταση φαιδρότητας.
–η δεύτερη μορφή δια της φιλοσοφίας, περί της οποίας έχουν ειπωθεί πολλά στον «Φαίδωνα»
εκεί όπου έχει επονομαστεί ως (κατά κάποιον τρόπο) «καθαρμός»
η φρόνηση και κάθε μια από τις άλλες αρετές.
–η τρίτη μορφή της αληθινής κάθαρσης της ψυχής ασκείται
μέσω αυτής της επιστήμης της διαλεκτικής/του διαλόγου/της διαλέκτου
που οδηγεί σε αντίφαση, ελέγχει την ανομολογία (δηλαδή, την παρανομία, την έλλειψη ομολογίας και συμφωνίας)
μεταξύ των δογμάτων (ή) ελέγχει τα ανομολόγητα δόγματα) και απαλλάσσει από την διπλή μας άγνοια.
Άρα, αφού η κάθαρση είναι 3 μορφών, ο Σωκράτης εδώ μεταχειρίζεται τον Αλκιβιάδη σε συμφωνία με την τρίτη.
Διότι η ωφέλεια γεννιέται μέσω αυτού του τρίτου είδους καθάρσεως σε όσους νοσούν από την διπλήν αμάθεια.
Επειδή συγκρούουν τους λόγους με τους λόγους
και νικούν την σαθρότητα των οικείων τους μέσω αυτών των δογμάτων με τα οποία ανατράφηκαν.
Να γιατί κι ο Σωκράτης δεν λέει τίποτα για τα αληθινά (δόγματα)
πριν να αφαιρέσει τις δοξασίες που εμποδίζουν την ψυχή από την κατάληψη/κατανόηση της αλήθειας. Αυτό, λοιπόν, έχει ως αποτέλεσμα –αφενός μεν να γινόμαστε πιο μέτριοι/μετριοπαθείς και περισσότερο κόσμιοι και ελάχιστα αδαείς και φορτικοί προς τους οικείους/τους συγγενείς/τους πλησίον μας, –αφετέρου δε μας καθιστά και πιο έτοιμους/ετοιμόλογους/ετυμολόγους προς την επιστήμη διότι η απλή άγνοια βρίσκεται, κατά κάποιον τρόπο, μεταξύ της επιστήμης και της διπλής αμάθειας η πρώτη μετάβαση επιτελείται από την επιστήμη στην απλήν άγνοια και η προσεχής/προσεκτική άνοδος από την απλήν άγνοια στην επιστήμη. –συνάμα, μας απομακρύνει από την δοξασία που αποτείνεται προς τα εξωτερικά, τα αντικείμενα εκτός της ψυχής, ενώ επιστρέφει την ψυχή εις εαυτήν και την κάνει να εξετάζει τα οικεία της δόγματα/τα δόγματα των οικείων, να αφαιρεί ό,τι εμποδίζει στην γνώση και να συμπληρώνει ό,τι της λείπει. –επιπλέον, παρέχει βεβαιότητα και μονιμότητα μέσω της ωφέλειας των λόγων που θα ειπωθούν. Διότι όπως ένα σώμα, το οποίο ενοχλείται από αλλότριους χυμούς, πολλές φορές την τροφή που δέχεται την φθείρει ενώ την ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν την μετατρέπει σε βλάβη, έτσι και η ψυχή ταράζεται από την ψευδήν οίηση και δέχεται την βοήθεια που της ενδίδει/προδίδει η επιστήμη με τρόπον οικείο προς την προσωπική της έξη με αποτέλεσμα να την κάνει αρχή μείζονος ψευτοδοξασίας και απάτης.
Η προηγούμενη, λοιπόν, η λεγόμενη «κάθαρση των λόγων» είναι αυτή που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης –για τους παραπάνω λόγους– και μοιάζει με τις τελεστικές καθάρσεις που μας απελευθερώνουν από όλα τα μιάσματα που έχουμε επισύρει από την γένεσή (μας). Οι τελεστικές αυτές καθάρσεις γίνονται πριν από τα έργα τα ιερά και μας προετοιμάζουν για την μετουσία του Θείου. Η μετουσία του Θείου γίνεται κατά την διαλεκτική μέθοδο, μας οδηγεί σε αντίφαση και ελέγχει την απάτη που συσκοτίζει τις διάνοιές μας ενώ προχωρά δια μέσου των πιο γνώριμων και καθολικών λημμάτων προς τα αναμφισβήτητα συμπεράσματα: τις μείζονες, τις μεγαλύτερες (των προτάσεων) τις λαμβάνει εκ της κοινής εννοίας, τις ελάσσονες, τις μικρότερες τις θέτει εκ της ομολογίας/συμφωνίας του διαλεγομένου (προσώπου ή πράγματος) ενώ συνάπτει μεταξύ τους, αλλήλοις, τα άκρα δια των μέσων. Όσα απαρνείται των μειζόνων όρων, αυτά αρνείται και στους ελάσσονες. Όσα υπάρχουν των κατηγορουμένων, αυτά αξιώνει να υπάρχουν και στα υποκείμενα.
*
Πώς, λοιπόν, διασώζει όλα αυτά τα θεωρήματα ο Σωκράτης στην συγκεκριμένη περίπτωση με την απόδειξη των λόγων του; Πρόκειται, λοιπόν, να αποδείξει ότι ο Αλκιβιάδης τίποτε δεν γνωρίζει από τούτα που νομίζει πως γνωρίζει ούτε και για όσα επαγγέλλεται ότι θα συμβουλεύσει τους Αθηναίους. Πρώτα καταδεικνύει ποιος είναι ( ή) ότι ο πρώτος τυχών είναι αυτός που ταιριάζει να είναι «αγαθός σύμβουλος», και λέει:
«ΚΑΘΕ ΑΓΑΘΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΣΤΑΤΑΙ ΤΑΥΤΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙ. Και ακόμη περισσότερο μάλλον γνωρίζει και επίσταται υπεράνω αυτών. Διότι ούτε κι αν τους/τα γνώριζε ελάχιστα, δεν θα αξίωνε να είναι σύμβουλος εκείνων που έχουν καλύτερη γνώση το προσωπικό συμφέρον (ή) του προσωπικού τους συμφέροντος –γιατί το τοιούτο είναι ένδειξη μανίας, δηλ. το προσωπικό συμφέρον του εαυτού να είναι σύμβουλος. Ομοίως, ούτε και γίνεται σύμβουλος αν τους/τα γνωρίζει σε όμοιον βαθμό/ομοίως εκείνων που βλέπουν και γνωρίζουν ομοίως με αυτόν για αυτούς/αυτά που εκείνοι γνωρίζουν ομοίως με αυτόν διότι το εγχείρημα είναι περιττό και μάταιο. Αυτό που υπολείπεται και μένει, άρα, είναι ότι ο Σύμβουλος( ΓΙΝΩΣΚΕΙΝ) πρέπει να έχει γνώση/να διαβάζει καλύτερα το συμφέρον αυτών που συμμετέχουν στην μέθεξη αυτουνού της γνώμης και απολαμβάνουν την συμβουλή του (ή) να έχει γνώση/να διαβάζει καλύτερα από την γνώμη και από τις συμβουλές αυτών που συμβουλεύει. Όμως, ο κάθε επιστήμων οποιουδήποτε μα οποιουδήποτε πράγματος ή δια της μαθήσεως ανέλαβε εκ νέου αυτήν την επιστήμη ή δια ευρέσεως. Διότι δεν μένει κάποια άλλη οδός με σκοπό την απόκτηση της φρόνησης (ή) διότι, σε σχέση με την φρόνηση, δεν μένει κάποια άλλη οδός για την απόκτηση της επιστήμης αλλά πρέπει κανείς ή να μάθει ή να βρίσκει ό,τι αγνοεί (ή) πρέπει αυτός που αγνοεί ή να μαθαίνει ή να ευρίσκει είτε επιστρέφοντας προς τους εαυτούς μας και, δια εαυτών, ανευρίσκοντας το αληθές είτε να ανακινηθούμε και να βοηθηθούμε από άλλους προς την κατανόηση της επιστήμης εκ νέου. Άρα, ο αγαθός είναι σύμβουλος και είτε τα έμαθε αυτά που επίσταται είτε τα βρήκε (αν, βέβαια, είναι επιστήμων στα ζητήματα στα οποία είναι ανεπιστήμονες αυτοί που παίρνουν την συμβουλή του)». Διότι και οι άνθρωποι βρήκαν πολλά (όπως οι πρώτοι που έβαλαν τα πράματά τους σε κάποιους τεχνικούς για έργα –ή σε κάποιους επιστημονικούς για θεωρήματα– τομείς) και αυτούς τους θαυμάζουμε χάριν της επίνοιας και των νοερών επιβο(υ)λών τους ενώ άλλοι γνωρίζουν/διαβάζουν πολλά δια της μαθήσεως ωφελούμενοι από άλλους τους, τελειότερους (ή) άλλους: τους τελειοτέρους (ή) από τα τελειότερα. Κι από τις φύσεις οι ερρωμενέστερες, οι ρωμαλέες, δια των εαυτών τους θεώνται το αληθές και είναι εφευρετικότερες «σωζόμενες από την ατομική τους ικανότητα» που λέει ο λόγος ή «ΣΩΖΟΜΕΝΑΙ ΔΙ’ ΕΗΣ ΑΛΚΗΣ», όπως λέει –ως φύση (ή) ως ρήση– το χαλδαϊκό λόγιο ενώ οι ασθενέστερες φύσεις χρειάζονται, επιπλέον, και διδασκαλία και την ανάμνηση από άλλους που κατέχουν το τέλειο για αυτούς/για αυτά στα οποία είναι ατελείς.
**
Σε τούτον τον συλλογισμό, ας προσθέσουμε λοιπόν και έτερον τοιούτον: «Προτιμότερο είναι κάθε ένας που μαθαίνει ή βρίσκει, να έχει ζητήσει προηγουμένως παρά να έχει κάνει χρήση διδασκαλίας/δοσμένων σκαλιών. Διότι είναι φυσική ανάγκη (ή) είναι φυσική ανάγκη της ευρέσεως της ευρέσεως να προηγείται η αναζήτηση (ή) η αναζήτηση της μαθήσεως και της μαθήσεως η διδασκαλία (ή) να προηγείται η αναζήτηση της μεθόδου ευρέσεως και η διδασκαλία της μεθόδου μάθησης. Διότι η εύρεση είναι κυνήγι/θήρα/θύρα του ζητηθέντος και επιτυχία στην επαφή μαζί του (ΣΥΝ-ΕΝΤΕΥΞΙΣ) ενώ η μάθηση είναι μετάληψη τελειότητος από του διδάσκοντος προερχομένη. Αν, επομένως, ο αγαθός σύμβουλος αυτά στα οποία είναι σύμβουλος ή τα έμαθε ή τα βρήκε (και, ασφαλώς, αυτός που έμαθε κάτι ή βρήκε κάτι είτε το ζήτησε είτε φοίτησε σε διδασκάλους), είναι άρα ανάγκη πάντοτε να είναι σύμβουλος ο αγαθός είτε τα αισθάνεται, τα βλέπει, τα γνωρίζει (ΕΙΔΕΝΑΙ) αυτά στα οποία είναι σύμβουλος δια της αναζητήσεως είτε δια μέσου της διδασκαλίας από άλλους».
***
Τρίτον, λοιπόν, συλλογισμό –κατά πρόσθεση άλλης προτάσεως– ας εννοήσουμε τοιούτον: «Κάθε ένας που έχει ζητήσει κάτι ή έχει χρησιμοποιήσει διδασκάλους για κάτι φοίτησε, προφοίτησε, προφήτεψε, προεφύτευσε και χρησμοδότησε μέσω κάποιων σκαλιών, κλίμακας διδασκαλίας και μπορεί να μιλήσει για κάποιον χρόνο κατά τον οποίον κάποτε νόμιζε ότι αυτά δεν τα γνώριζε. Και το αίτιο είναι αυτό: ότι και στην αναζήτηση ορμούν οι άνθρωποι όταν αντιληφθούν και πιστέψουν και στερεώσουν καλά-επιστήσαντες- την άγνοια των εαυτών τους (ή) λόγω της άγνοιας και στις θύρες των διδασκάλων φοιτούν όταν απιστήσουν –απιστήσαντες- και δεν πιστέψουν ότι είναι επαρκής ο εαυτός τους για την απαλλαγή από την άγνοια (ή) για να απαλλάξουν την άγνοια από το δικό τους βάρος (ή) δεν πιστέψουν ότι η άγνοια απαλλάσσει από ευθύνες. Υπάρχει, επομένως, κάποιος χρόνος και προ της ζητήσεως και προ της διδασκαλίας κατά τον οποίο νόμιζαν ότι δεν γνωρίζουν αυτά ακριβώς που και τα ζήτησαν και που τα έμαθαν. Αν, λοιπόν, ο αγαθός σύμβουλος αυτά για τα οποία είναι σύμβουλος τα γνώρισε/τα διάβασε είτε επειδή τα ζήτησε είτε επειδή τα διδάχθηκε και αυτός που ζήτησε ή διδάχθηκε υπήρχε κάποιος χρόνος κάποτε που δεν νόμιζε ότι τα ξέρει αυτά, τότε υπάρχουν 3 ερμηνείες α) δεν μένει παρά ότι ο αγαθός σύμβουλος έχει χρόνο και μπορεί να μιλήσει για κάποιον χρόνο κατά τον οποίον δεν είχε νομίσει ότι γνωρίζει αυτά για τα οποία είναι αγαθός σύμβουλος (ή) β) δεν μένει παρά ότι ο αγαθός σύμβουλος έχει στην διάθεσή του κάποιον χρόνο -ως σύμβουλο- κατά τον οποίον δεν νόμιζε ότι είχαν συμβεί αυτά για τα οποία είναι αγαθός σύμβουλος (ή) γ) δεν απομένει «παρά κάποιος» χρόνος».
Ιδού, λοιπόν, αυτοί οι 3 συλλογισμοί που ελήφθησαν δια των ελαχίστων και συνεχών/με συνοχή προτάσεων. Κι αν πρέπει μετά κι απ’ αυτόν τον συλλογισμό που ήταν σε τρίτη συμφωνία με βάση το συνθετικό λεγόμενο (σχήμα) να φτιάξουμε και ένα λήμμα ή ένα σχήμα σύνθετο από όλα τα λήμματα, και εφεξής με συλλογισμό θα προχωρήσουμε προς το φως, μ’ αυτόν εδώ τον «συγκείμενο» συλλογισμό ή το λεγόμενο «συγκείμενο σχήμα» και κατά τον ακόλουθο τρόπο καθώς οι πρώτες προτάσεις θα επιβάλλονται στους πρώτους συλλογισμούς∙ διότι όλοι οι συλλογισμοί βρίσκονται στο πρώτο σχήμα που μπορεί, άρα, να λεχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ως ακολούθως: «Κάθε αγαθός σύμβουλος γνωρίζει/βλέπει/είδε/οίδε περί αυτών των οποίων συμβουλεύει∙ κάθε ένας που γνωρίζει/βλέπει/είδε/οίδε περί αυτών που συμβουλεύει,γνωρίζει/βλέπει/είδε/οίδε είτε μαθών είτε ευρών∙ κάθε μαθών ή ευρών είτε προσήλθε σε διδασκάλους είτε ζήτησε και αιτήθηκε ο ίδιος∙ κάθε ένας που προσήλθε σε διδασκάλους ή αιτήθηκε, ο ίδιος μπορεί να πει ποιος είναι ο χρόνος κατά τον οποίον δεν νόμιζε ότι γνώριζε αυτά περί των οποίων συμβουλεύει». Με/Σε τούτον τον συλλογισμό, λοιπόν, πρέπει να συμπλέκεται κανείς μέσα στις ελάσσονες, τις μικρότερες προτάσεις και ιδιαιτέρως ο καθένας/η καθεμιά και από κοινού με όλους/με όλες. Για παράδειγμα: «ΑΦΟΥ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΟΥΤΕ ΕΖΗΤΗΣΕ ΟΥΤΕ ΗΤΗΘΗ ΟΥΤΕ ΕΔΙΔΑΧΘΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑ ΑΓΑΘΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ;» Και κάνεις και ακολουθείς τους ομοίους της συμπλοκής τρόπους. Και πάλι: «ΑΦΟΥ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΠΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΕ ΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑ Ο ΑΓΑΘΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ;»
Εμείς, λοιπόν, από κάθε έναν (συλλογισμό) προσλάβαμε την μικρότερη, την ελάσσονα (πρόταση) και βγάλαμε το ίδιο συμπέρασμα (ή) βγάλαμε τον ελάσσονα συλλογισμό (ή) βγάλαμε το έλασσον συμπέρασμα ενώ ο Σωκράτης με έναν μόνο, τον μεγαλύτερο, των όρων/ορισμών της συμφωνίας κατέληξε στην άρνηση (ή) στην άρνηση των ωρών (ή) στην απόρριψη των ορών (ή) από τους όρους κατέληξε στην άρνηση και αναίρεσε όλους τους μικρότερους (όρους) (ή) διέφθειρε όλους τους μικρότερους-ες (ώρες). Διότι εάν ο Αλκιβιάδης δεν έχει τον χρόνο να πει πότε δεν νόμιζε ότι γνώριζε αυτά για τα οποία έδινε συμβουλές, άρα ούτε ρώτησε ούτε ητήθη ούτε σε διδασκάλους προσήλθε. Κι αν μήτε ζήτησε μήτε συνομίλησε με κάποιους διδασκάλους, τότε ούτε έμαθε ούτε βρήκε. Κι αν μήτε έμαθε μήτε βρήκε, άρα δεν γνώρισε. Κι αν δεν γνώρισε, άρα δεν είναι αγαθός σύμβουλος για αυτούς/για αυτά για τα οποία δεν έχει να πει τον χρόνο εκείνον όταν δεν νόμιζε ή δεν είχε διανοηθεί ότι τα γνώριζε. Και βλέπεις πως εάν έτσι προχωρούσε η λογική, τότε στην μια περίπτωση οδεύουμε κατά σύνθεσιν και στην άλλη περίπτωση κατά ανάλυσιν. Στην πρώτη λέμε τα καταφατικά με συνθετικό τρόπο και στην άλλη τα αρνητικά με αναλυτικό τρόπο. Αυτά, λοιπόν –η σύνθεση και η ανάλυση– προσήκουν απόλυτα στην φύση της ψυχής, η οποία κατέρχεται από τα/τους τελειότερα/τελειοτέρους προς τα ατελέστερα δια της συνθέσεως λόγων και προσθέσεως κάποιων αλλοτρίων χιτώνων ώσπου να περιστοιχηθεί από τον παχύ και αντίτυπον αυτόν (δεσμό) και η οποία ανέρχεται δια της αναλύσεως και αφαιρέσεως αυτών που καθόλου δεν της προσήκουν ώσπου να μείνει γυμνή –που λέει ο λόγος και να συναφθή με τα ίδια τα άϋλα και ξεχωριστά είδη (ή) αυτούς που είδαν/οίδαν και γνωρίζουν. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ, επομένως, και ο συλλογισμός που γίνεται δια των καταφάσεων προχωρά από τα/τους τελειοτέρους/α προς τα ατελέστερα και ο συλλογισμός που γίνεται δια των αποφάσεων, ο αποφατικός και αρνητικός, αντιστρόφως.
****
Διότι το να είναι κανείς αγαθός είναι τελειότερο από την γνώση που βρίσκεται μόνη της μέσα του (ή) Διότι το να είναι κανείς αγαθός είναι καλύτερη συμβουλή/σύμβολο σε σχέση με την σκέτη γνώση. Επειδή το ένα δημιουργεί μόνο μέθεξη του νου (δηλ. η γνώση) ενώ το άλλο δημιουργεί μέθεξη και της ιδίας, της πρώτιστης αρχής (δηλ. η αγαθότητα) Και να αμέσως που και πάλι το ΕΙΔΕΝΑΙ (η γνώση, η όραση, η αντίληψη, η αίσθηση, η ηδονή) υπάρχει πολύ πιο σεμνό σε σχέση με την μάθηση και την εύρεση (ή) η χαρούμενη γνώση της μάθησης και της εύρεσης είναι πολύ πιο σεμνή/ανώτερη από την ίδια την μάθηση και εύρεση. Διότι εκείνο, δηλ, η ΕΙΔΗΣΗ (το να γνωρίσεις με χαρά και ηδονή) κείται/πρόκειται να είναι εμπρός ως σκοπός, τέλος ενώ η μάθηση και η εύρεση είναι, κατά κάποιον τρόπον, οδοί προς την γνώση: οι οδοί αυτές είναι απολύτως ατελείς γιατί εξακολουθούν να συμμετέχουν στην έλλειψη (που είναι αντίθετη της ολοκλήρωσης, του σκοπού, του τέλους). Κι, όμως, να που και η μάθηση και η εύρεση τούτου (της είδησης, του σκοπού και της ολοκλήρωσης) είναι αντικείμενο της αναζήτησης και είναι κάτι καλύτερο, ανώτερο από την διδασκαλία. Διότι εκείνα (η ζήτηση και η διδαχή) υπάρχουν ένεκα τούτων (της μάθησης και της εύρεσης) ενώ αυτά (η μάθηση και η εύρεση) –αν και είναι κινήσεις προς την είδηση– ωστόσο αποτελούν τον σκοπό εκείνων (της ζήτησης και της διδασκαλίας)! Και επιπλέον πάλι, το να αναζητά και να διδάσκεται κανείς υπερέχει σε αξία από την άγνοια (ή) …………………...το να αναζητά και να διδάσκεται κανείς την άγνοια υπερέχει κατά την αξίαν. Διότι η ζήτηση και η διδασκαλία αποτελούν αρχές της γνώσεως ενώ η άγνοια –τουναντίον – αποτελεί έκπτωση της γνώσεως (ή) ενώ η άγνοια της γνώσεως αποτελεί έκπτωση του αντιθέτου της γνώσεως, της άγνοιας, δηλαδή διώχνει την ά(γ)νοια.
Επομένως, εάν αυτά τα είπαμε ορθώς ο καταφατικός συλλογισμός προχωρά από το/τον τελειότερο προς το ατελέστερο και γι’ αυτό μοιάζει με κάθοδο (ή) ο καταφατικός συλλογισμός του τελειοτέρου προχωρά προς το ατελέστερο ενώ ο αποφατικός/των αποφάσεων/αρνητικός συλλογισμός μοιάζει με άνοδο καθώς προχωρά προς τα τελειότερα. Και πάλι, ο καταφατικός συλλογισμός προχωρά χωρίς να αναιρεί τα καλύτερα (σε σχέση με την κατά φύσιν υπόσταση) των πραγμάτων ενώ ο αποφατικός/αρνητικός συλλογισμός ανατρέπει τα/τις μεγαλύτερα/ες (τις μείζονες προτάσεις) –σε σχέση με την παρά φύση διάθεση– προερχόμενος από τα μικρότερα (τις ελάσσονες προτάσεις) των πραγμάτων. Και στις δύο, πάντως, περιπτώσεις: η κατά φύση υπόσταση και η παρά φύση διάθεση συνάδουν με τα παθήματά μας κατά το είδος της πλοκής των συλλογισμών και κατά τα πράγματα. Αυτά, λοιπόν προλογικά περί των συλλογισμών. Στην συνέχεια, ας θεωρήσουμε τα πράγματα, έχοντας ήδη εκθέσει την λέξη.
*****
Το αγαθό άνωθεν –επειδή ακριβώς είναι ιδρυμένο επέκεινα της νοεράς φύσεως– ΔΗΛ. ΤΟ ΦΩΣ προχωρά (εάν είναι θεμιτό να το πούμε) μέχρις των εσχάτων και τα πάντα πάντοτε καταλάμπει και τα πάντα πάντοτε σώζει και κοσμεί και επιστρέφει προς εαυτό. Και πρώτα μεν παρίσταται/η παρουσία του βρίσκεται με/σε αυτά που όντως υπάρχουν, κατά δεύτερο λόγο με/σε θείες ψυχές, κατά τρίτην απόσταση στα καλύτερα γένη, μετά από αυτά στις δικές μας ψυχές και στα ζώα και στα φυτά και σε όλα τα σώματα, ακόμα και στην ίδια την υποστάθμη των όντων απάντων, την άμορφη/αμόρφωτη ύλη. Αυτό είναι που κατ’ εξοχήν λάμπει –κρυφίως και αρρήτως– πριν/μπροστά σε κάθε τάξη, μια έκλαμψη που κατευθύνεται σε όλες τις υπάρξεις κατά την οικεία της δόση ενώ όλες αυτές μετέχουν –κατά την δική τους τάξη– στο αγαθό: Άλλα πράγματα άλλως και όπως εκ φύσεως πέφυκε και ορίστηκε στο κάθεν ον, άλλα πιο αμυδρά, άλλα πιο εναργώς: τα πρώτα ενοειδεστέρως, δηλαδή με ενιαίο τρόπο, διανοητικά και τα δεύτερα μεμερισμένως, τα πρώτα αϊδίως ενώ τα δεύτερα κατά μεταβολή. Τα θειότερα των πραγμάτων κατέχουν ενωμένο και αδιαίρετο το αγαθό όπως ακριβώς έχουν και την ουσία τους αμέριστη, ενιαία, ολοκληρωμένη. Αυτά που πόρρω απέχουν από τις αρχές έλαχαν το εαυτών αγαθό (θεωρούμενο/α σε διάσταση, μεμερισμένο/α, σκόρπιο/α) όθεν προκύπτει ότι αυτά έχουν ανάγκη τόσο από την σύνοδό τους με το εαυτών αγαθό όσο και της σύμπνοιας μεταξύ τους έτσι ώστε το καθένα τους –επειδή δεν είναι αύταρκες, κάτι το οποίο είναι στοιχείον του αγαθού– με την ανάμεσά τους κοινωνία και σύνταξη να αναπληρώσει αυτό που λείπει στην φύση του, (προσπαθεί) να δεχθεί μέσω της σύμπνοιας τον μύθο ως παρηγόρια για την ασθένεια και έλλειψή του εξαιτίας του διαχωρισμού και να επανακληθεί προς το δυνατόν και το τέλειον.
******
Για αυτόν ακριβώς τον λογισμό είναι που συνέρχονται και άνθρωποι που καθ’ εαυτοί είναι ασθενείς και βουλεύονται από κοινού περί των συμφερόντων τους, συναθροίζοντας τον διαιρεμένον νου και σπεύδοντας να ανάψουν ένα φως από πολλούς σπινθήρες και να συνεισφέρουν στην κοινήν ευπραγία το αγαθό που διαμοιράστηκε στον καθέναν τους. Και τούτο είναι το αίτιο του γεγονότος ότι και στις πόλεις μηχανεύθηκαν κάποια κοινοβούλια. Και επειδή άλλος κατ’ άλλο μέτρο του αγαθού μετέχει κι ο ένας περισσότερο και ο δεύτερος λιγότερο κι ο ένας έλαχε τελειότερον νουν (των αγαθών) ως κριτή (των αγαθών) κι ο δεύτερος ατελέστερον –διότι ο νοήσας νους είναι αυτός που δύναται να θεωρεί το αγαθόν– φύεται κάποιος μέσα στους πολλούς που την έχει εξηρημένη/εξαιρετική/εξαίρετη/σε έξαρση/εξαιρεμένη την διάνοια σε σχέση με το πλήθος και που μετέχει σε μεγάλο βαθμό στο αγαθό και στον νου και που έχει ολοκληρωμένη ψυχή. Αυτός, λοιπόν, αξιώνει να είναι και σύμβουλος των πολλών ώστε να συνάγει το αγαθό που βρίσκεται διασκορπισμένο σε αυτούς, να συνάψει τον διαχωρισμό των μερών σε κοινωνία και να ανακαλέσει και να ανασυγκροτήσει την ένδεια σε αυτάρκεια. Διότι και πώς θα μπορούσε, άραγε, το πλήθος αυτό καθ’ εαυτό να τύχοι του κοινού συμφέροντος εάν δεν συντασσόταν γύρω από ένα κατιτίς το καλύτερο στοιχείο του, το κρατιστεύον; Επειδή τούτο (το κρατιστεύον) είναι δυνατόν να θεωρεί κανείς σε κάθε τάξη των όντων (ή) Επειδή τούτο των όντων είναι δυνατόν να θεωρεί κανείς σε κάθε τάξη: ότι δηλαδή το πλήθος απανταχού της οικουμένης συμφύεται με τον/το ένα και, δια μέσω του ομοφυούς ενός, ανατείνει προς την εξηρημένην/υπερβατικήν ένωση. Έτσι, επομένως, και το πλήθος των βουλευομένων τυγχάνει του σκοπού, του τέλους της ολοκληρώσεως όταν σπεύδει να κατακτήσει το αγαθό «δια μέσω του συμβούλου/συμβόλου» (ή) Έτσι, επομένως, και το πλήθος των βουλευομένων πεθαίνει όταν –δια μέσω του συμβούλου/συμβόλου– σπεύδει να σκοτώσει το αγαθό, δηλαδή σκοτώνει το(ν) σύμβουλο/σύμβολο για να καταστρέψει, έμμεσα, το αγαθό. Διότι ο/το ένα(ς), αυτό(ς) που είναι συντεταγμένο(ς) με αυτούς είναι ο σύμβουλος/το σύμβολον αυτό(ς) που έχει λάχει και της επωνυμίας αυτής επειδή είναι για τους βουλευομένους ο αίτιος του συμπεράσματος και της ενώσεως.
Διότι όπως ακριβώς σε όλα τα όντα που υπάρχουν και η ένωση και το αγαθό επέρχονται/φυτρώνουν από μιας αρχής, έτσι ακριβώς και στους ανθρώπους ο ίδιος/το ίδιο: προτείνει κοινωνία και μετάδοση του νου των αγαθών. Και όπως ο πρώτος/το πρώτο (των αγαθών) γεννά τον νου (των αγαθών), έτσι και ο σύμβουλος/το σύμβολον είναι για τους βουλευομένους χορηγός φρονήσεως.
*******
Ευλόγως, άρα, και η παλαιά φήμη εκάλεσε την συμβουλή/συμβολή «ΙΕΡΟΝ ΧΡΗΜΑ» διότι είναι κάτι το ένθεο και στοχάζεται το αγαθό και κοσμεί τα πιο αδύνατα «ανάλογον» με εκείνο. Να γιατί όσοι με βάση το αγαθό προτιμούν το συμβουλευτικό/συμβολικό είδος σε σχέση με το επιδεικτικό και με το δικανικό, μου φαίνονται ότι τυγχάνουν πιο πολύ της αληθείας. Διότι το συμβουλευτικό/συμβολικό είδος εξαρτάται από το(ν) αγαθό, έχει σκοπό/τέλος το(ν) αγαθό –διότι το συμφέρον ανήκει και αυτό στα χαρακτηριστικά της μοίρας του αγαθού (ή) το συμβουλευτικό/συμβολικό είδος συν-φέρει μαζί του την μοίρα του αγαθού– οπότε το επιδεικτικό εξαρτάται από τον νου (στον οποίο διαλάμπει το αληθινό κάλλος) και βλέπει εις το καλόν και το δικανικό στοχάζεται του δικαίου. Άρα, το δικανικό εξαρτάται από την ψυχή, στην οποία συνυπάρχουν το δίκαιο και όλες οι αναλογίες και η διαίρεση η κατ’ ουσίαν. Άρα, το αγαθόν αποτελεί τον σκοπό/τέλος/ολοκλήρωση και των συμβουλευομένων και του συμβούλου/συμβόλου. Άλλωστε, ο σύμβουλος των στοιχείων είναι πλήρης σε όλα ως προς την μετάδοση του αγαθού (ή) είναι πλήρης από όλα τα στοιχεία της μεταδόσεως του αγαθού (ή) ο σύμβουλος της μετάδοσης είναι πλήρης από όλα τα στοιχεία. Διότι αυτός πρέπει και προαίρεση αγαθοειδέστατη να έχει και επιστήμη τελειοποιημένη και δύναμη νεανικότατη.
******
Έτσι, μπορεί να αποτείνεται προς τον οικείο του τελικό σκοπό και μπορεί να τυγχάνει του σκοπού δια της επιστήμης και μπορεί να εμφανίζει προς όσους την χρησιμοποιούν την «ΕΑΥΤΟΥ ΓΝΩΣΙΝ». Και έτσι, δια της αγαθοειδούς προαιρέσεως, να εξομοιούται με το θείο, δια της επιστήμης με το νοερό και δια της δυνάμεως με τις ψυχές.
Διότι η αγαθότητα είναι αυτή που ανήκει πρωτίστως στους θεούς, η γνώση στην νοερή φύση και η λογική δύναμη ολοκληρωτικά στις ψυχές, επειδή ο λόγος είναι ο γόνος που προέρχεται από την ψυχή, όπως και το κάθε είδος της διαλεκτικής δύναμης (ή) ενώ την δύναμην όλην την παρέχει η διαλεκτική.
*****
Από τα 3 που είναι ανάγκη να είναι στην κατοχή του συμβούλου/συμβόλου, ένα(ν) εκλέγει τούτων των παρόντων ο Σωκράτης: –την επιστήμη– και, σύμφωνα με αυτό– καταδεικνύει ότι ο Αλκιβιάδης δεν είναι αγαθός σύμβουλος επειδή υπολείπεται σε επιστήμη, μιας και είναι ανάγκη ο σύμβουλος να είναι επιστήμων περί τούτων των οποίων είναι σύμβουλος και μάλιστα – όχι απλά να έχει γνώση του συμφέροντος αλλά να την έχει την γνώση του τελειότερη και πιο μεγάλη σε σύγκριση με αυτούς που θα μεταλάβουν της συμβουλής. Και, εκ των προτέρων, ο Σωκράτης λαμβάνει ως στοιχειώδες περί του συμβούλου αυτό εδώ: την είδηση, έτσι ώστε αν ο νεανίσκος δειχθεί ότι την έχει (αυτήν την είδηση), να αποφανθή ως αγαθός σύμβουλος ένεκα της επιστήμης ενώ, αν αμαρτήσει και του διαφύγει η είδηση, τότε να στερηθεί παντελώς και την ιδιότητά του ως σκέτος σύμβουλος. Έπεται τούτων, λοιπόν, ότι πρέπει τα μέλλοντα να κρίνονται με βάση την επιστήμη και ότι, εν τούτοις, το κάθε τι είναι αγαθό εφόσον ο σύμβουλος είναι φρόνιμος ενώ και ότι, εν τούτοις, το κάθε τι είναι κακό εφόσον ο σύμβουλος είναι άφρων. Ας μην λέει κανείς, λοιπόν, ότι ο Σωκράτης δεν τα ορίζει αυτά ορθώς (διότι δεν πρέπει επιστήμη να κατέχουν οι σύμβουλοι/τα σύμβολα μόνο αλλά και οι συμμετρίες των παθών) ούτε και να λέει κανείς ότι οι αρετές δεν είναι επιστήμες μόνο και μόνον επειδή χρειάζονται και την ομολογία ή συμφωνία και των αλόγων δυνάμεων: διότι και οι αρετές όλα εξαρτώνται από το φρόνημα που τις δαμάζει και τις ηγεμονεύει, γύρω από αυτήν την φρόνηση αποκτούν την υπόστασή τους και από αυτήν ορμώνται.
****
Άλλωστε, το ότι η δύναμη του «ΔΙΑΓΙΓΝΩΣΚΕΙΝ» (δηλ. η γνώση και το διάβασμα) των αγαθών και των κακών κειμένων είναι έργο της φρονήσεως μόνης, ο ίδιος ο Σωκράτης το δείχνει και στον «Χαρμίδη» και στον «Μένωνα».
Επομένως, εάν ο σύμβουλος των αγαθών και των κακών εξεταστής είναι όλων των συμφερόντων και ζημιογόνων, εύλογον είναι ότι ανήγαγε εξ ολοκλήρου την προετοιμασία του στο ζήτημα της φρονήσεως.
Αυτά περί των πραγμάτων.
***
Αξίζει, ωστόσο, να θαυμάσει κανείς και τον χειρισμό των λόγων: το ποσό των ρητών που είναι εναργές, το ποσό που είναι πληκτικό και το ποσό που είναι επιστημονικό. Διότι η φράση «ΩΣ ΕΓΩ ΦΗΜΙ» επαναφέρει την κρύψη και την αοριστία του νεανίσκου στον οικείον όρο/ορισμό, λέγοντας –και αυτό καθόλου εμφανώς– ότι στους σοφούς είναι γνώριμη η έξη των πολλών και τίποτε –ό,τι κι αν είναι αυτό– δεν τους διαφεύγει από τους «χείρονες».
**
Επιπλέον, το «ΕΝΤΟΣ ΟΥ ΠΟΛΛΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» είναι από τις φράσεις που πλήττουν. Διότι, αν επιπηδά επί των κοινών πριν καν γίνει ο νεανίσκος 20 ετών πώς, άραγε, δεν είναι καταπληκτική η ορμή του; Μα και το άλλο εκείνο επεισόδιο παρέχει πολλήν ενάργεια –μιλώ για την σκηνή εκείνην όπου λέει ότι θα ανέβει ακόμα και πάνω στο Ιερό Βήμα της Εκκλησίας του Δήμου για να οδηγήσει ακόμα και τον ίδιο τον λαό υπό κατηγορία έτσι ώστε να σπεύσει αυτός να καταλάβει τον χώρο του συμβούλου/συμβόλου για να κυριαρχείται ο λαός από αυτόν που χρησιμοποιεί τον λόγο ως χαλινάρι στην ορμή! Αυτό καθιστά συνάμα ολοφάνερο ότι τίποτε δεν ταιριάζει να πράττει κανείς ανεξετάστως και ούτε να κρίνει κανείς τους άλλους ότι πρέπει να επανορθώσουν προκειμένου να τους τιμωρήσει, πριν να έχει την «ΕΑΥΤΟΥ ΓΝΩΣΙΝ».
*
Ας είναι, λοιπόν! ο Λόγος ηγεμόνας των πράξεων έτσι ώστε να καθιστά πλέον φρόνιμη την φιλότιμην έξη και να οδηγεί σε βάσανο και κρίση την ανυπεύθυνην ορμή. Κι αφού απευθύνουμε ένα «ΧΑΙΡΕ» προς το Ιερό Βήμα και τον Δήμο, ας εμπεδώσουμε τον δήμο μέσα μας ορθώς. Κι αφού «κόψουμε» τον θόρυβο των παθών μας, ας ακούσουμε τις συμβουλές/τα σύμβολα του νου –διότι αυτός είναι ο αληθής σύμβουλος των ψυχών. Αφού επιστρέψουμε προς τούτον, ας ξαναερευνήσουμε για το αγαθό.
Γιατί η έξη (που έχει γίνει άπληστη από την άγνοια και ταράζεται από τα πάθη) δεν δύναται να προσπορίζει ούτε στον εαυτό της ούτε στους άλλους το αγαθόν.
Όμως, οι ψυχές –δια του νου –θεώνται το αγαθό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου