Ο δημοσιογράφος Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος είναι σήμερα ο μοναδικός μεταφραστής Αρχαίων Ελληνικών κειμένων στην σύγχρονη, ζωντανή νέα ελληνική γλώσσα ο οποίος συνδυάζει την ευρωπαϊκή νοοτροπία με την διατήρηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ομιλίας και σύνταξης. Μεταφράζει απευθείας από το πρωτότυπο τα κείμενα των Ελληνικών αρχετύπων γραπτών χειρογράφων κατά τρόπο απολύτως κατανοητό ώστε το νόημα και η σημασία των ρητών και των εκφράσεων να γίνεται αμέσως αντιληπτή από τον σημερινό νέο αναγνώστη (σημειώνεται ότι τα γραπτά ρητά των Ελλήνων αντιστοιχούν στους θησαυρούς των επιγραφών των αρχαίων Ελληνικών αγγείων και ευρημάτων των αρχαιολογικών ερευνών και έχουν τεθεί στα μνημεία για την τεκμηρίωση της ταυτότητας του ιδιοκτήτη και του ποιητή τους ενώ, φυσικά, από την χρήση της γλώσσας προκύπτει και το λεγόμενο "νόμισμα" της κάθε χώρας). Είναι ο δημιουργός του Πανεπιστημίου Λεχαίου, αφιερωμένου στην έρευνα του πλούτου της Ελληνικής γλώσσας και της ετυμολογίας των λέξεων αλλά αποκλειστικά ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ και τους νόμους του Νεοελληνικού Κράτους και της εκάστοτε Κυβέρνησης και ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ και τους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εκάστοτε Κυβέρνησής της.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013


"ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΩΝ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ"

ΣΙΜΟΝ ΒΕΪΛ 

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Η ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΣ ΣΚΕΨΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Οι ρίζες του στοχασμού του Πυθαγόρα
Αποσπάσματα Φιλολάου, Πλάτωνος, Αναξιμάνδρου, Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου
α) Το κλειδί των εξισώσεων, αναλογίες και ταυτότητες
β) Γεωμετρία, Αριθμός και Λόγος
γ) Η επιστήμη και η αρχή της μουσικής αρμονίας
δ) Τα μαθηματικά και τα μυστήρια της φύσεως
ε) "Φιλίαν είναι εναρμόνιον ισότητα"
στ)Ο θάνατος ενός σκλαβωμένου και η αγάπη
ζ) Η εμφάνιση στην Ελλάδα της γεωμετρίας
η) Χάρις, ενότητα, προοπτική και η υπερφυσική διακιοσύνη
θ) Η αντίληψη των ψευδαισθήσεων, το ηλιακό ρολόϊ και ο κύβος
ι) Αρχιμήδειο ύδωρ, θαύματα και βάπτισμα
ια)Αναγκαιότητα - Δημιουργία - Τέχνη
ιβ)Η ομορφιά του κόσμου και η σημερινή τεχνολογία
ιγ)Σταυρός, Κύκλος και το Μυστικό
ιδ)Το υπερφυσικό στην φύση και η κλείδα της γνώσεως
ιε)Άγιο Πνεύμα, Ενσάρκωση, Αισθήσεις και Αποκάλυψη

2. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
α) Τα όμοια τρίγωνα
β) Το αναλογικό και το γεωμετρικό μέσο
γ) Παραβολές και Ολοκληρωτικός Λογισμός
δ) Αστρονομία και Γλυπτική του Θεού
ε) Ο Αρχιμήδης, ο Χριστός και η Έλξη του Κόσμου

Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ
&
η Επιστήμη των Ελλήνων
της
SIMONE WEIL
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η διδασκαλία του Πυθαγόρα αποτελεί για εμάς το μεγάλο μυστήριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Εμφανίζεται παντού μπροστά μας, πάλι και πάλι.
Γονιμοποιεί σχεδόν όλην την ποίηση, σχεδόν όλην την φιλοσοφία (και ειδικά τον Πλάτωνα, τον οποίο θεωρούσε ως καθαρό Πυθαγόρειο ο Αριστοτέλης). Η μουσική, η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, όλες οι επιστήμες της Αρχαίας Ελλάδος προέρχονται από αυτήν, όπως και η αριθμητική, η γεωμετρία, η αστρονομία, η μηχανική και η βιολογία (η επιστήμη αυτή που έκτοτε παραμένει ως και σήμερα ουσιαστικά η ίδια).
Η πολιτική σκέψη του Πλάτωνα –στην πιο αυθεντική της μορφή, όπως δηλαδή διαμορφώθηκε στον διάλογο «ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ»– αντλεί επίσης από την διδασκαλία του Πυθαγόρα, η οποία περίκλειε σχεδόν ολόκληρη την εγκόσμιο ζωή. Τότε, υπήρχε ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της ζωής του κόσμου καθώς και ανάμεσα στο σύνολο της ζωής του κόσμου και στον υπερφυσικό κόσμο τόση ενότητα όσο και στην σημερινή εποχή υπάρχει διαχωρισμός.
Οι ρίζες της Πυθαγορείου σκέψεως εκτείνονται βαθειά στο παρελθόν. Ο Πλάτων αναφέρεται σχετικώς σε μιαν πανάρχαια αποκάλυψη, ίσως την πρώτη, στον «ΦΙΛΗΒΟ». Ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Πυθαγόρειοι δανείστηκαν τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι των πεποιθήσεών τους από την Αίγυπτο.
Ένας άλλος ιστορικός της Αρχαιότητος, ο Διόδωρος ο Σικελός –νομίζω– καταδεικνύει τις αναλογίες μεταξύ της σκέψεως του Πυθαγόρα και των Δρυϊδών που, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, θεωρείτο από ορισμένους ως μια εκ των πηγών της Ελληνικής φιλοσοφίας. Παρεμπιπτόντως, αυτό μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε την θρησκεία που είχαν οι Δρυΐδες ως Ιβηρικής καταγωγής (από Καύκασο), όπως ακριβώς και το μεταφυσικό και θρησκευτικό κομμάτι του Ελληνικού πολιτισμού προέρχεται από τους Πελασγούς.
Ας αναφέρουμε παρενθετικά πως φαίνεται ότι οι Ίβηρες και οι Πελασγοί –δηλαδή οι ΑιγαιοΚρήτες– και οι Τρώες όπως και όσοι αφομοιώθηκαν μαζί τους (οι Φοίνικες, οι Σουμέριοι, οι Αιγύπτιοι), πριν από τους ιστορικούς χρόνους, είχαν σχηματίσει γύρω από την Μεσόγειο έναν ομογενή πολιτισμό γονιμοποιημένο από μιαν υπερφυσική και αγνή πνευματικότητα.
Οι περισσότεροι από τους λαούς αυτούς συγκαταλέγονται στην Βίβλο ανάμεσα στους απογόνους του Χαμ. Σύμφωνα με την μαρτυρία των Ελλήνων συγγραφέων, οι Έλληνες έφθασαν στην Ελλάδα αγνοώντας κάθε είδους πνευματικότητα. Από αυτό, μπορεί ίσως κανείς να βγάλει ένα πολύτιμο συμπέρασμα για το σύνολο των ΙνδοΕυρωπαίων. Η Βίβλος δείχνει ότι υπήρχε ελάχιστη πνευματικότητα στο Ισραήλ μέχρι και την Έξοδο. Μεταξύ των ΙνδοΕυρωπαϊκών πληθυσμών –που, εν γένει, συνδέονται με τον Ιαφέθ– και αυτών που η Βίβλος θεωρεί ως Σημίτες, υπάρχουν 2 είδη: α) μερικοί εξ αυτών έμαθαν και αφομοίωσαν την πνευματικότητα των αιχμαλώτων λαών που κατέκτησαν. Αυτοί ήταν οι Κέλτες, οι Έλληνες και οι Βαβυλώνιοι, β) άλλοι, παρέμειναν πεισματικά κωφοί. Αυτοί ήταν οι Ρωμαίοι και, πιθανόν, οι Ασσύριοι και οι Εβραίοι, τουλάχιστον μέχρι την Έξοδο.
Έχοντας υπ’ όψιν τα άνωθεν, αν κοιτάξει κανείς το επεισόδιο με τους 3 γιους του Νώε, φαίνεται ότι ο Νώε –επειδή ήταν ένα πλάσμα αγνό, δίκαιο και τέλειο– είχε μιαν μεθυστική, μυστικιστική εμπειρία πνεύματος που συνοδευόταν από μια γύμνια ψυχής, υπό την μυστικιστικήν έννοια. Φαίνεται πως ο Νώε είχε μιαν αποκάλυψη στην οποία συμμετείχε ο Χαμ αλλά αρνήθηκαν να συμμετάσχουν οι άλλοι 2 γιοι. Επομένως, η κατάρα που έπεσε στους απογόνους του Χαμ μάλλον είναι αυτό που στον κόσμον αυτόν που ζούμε θεωρείται ως ο κλήρος όσων είναι πολύ αγνοί. Οι Εβραίοι θα διαμόρφωναν έτσι την ιστορία ώστε να δικαιολογούν την σφαγή των Χαναανιτών αλλά, όμως, ο Ιεζεκιήλ συγκρίνει ρητώς την Αίγυπτο με το Δένδρο της Ζωής του Επιγείου Παραδείσου ενώ –τουλάχιστον στην αρχή της εξιστόρησής του– συγκρίνει την φοινικιά με το Χερουβείμ που στεκόταν στο πλευρό του Δένδρου της Ζωής.
Αν είναι αυτή η οπτική για το ζητούμενο σωστή, τότε ένα ρεύμα εντελώς αγνής πνευματικότητας πρέπει να διαπέρασε την Αρχαιότητα, διασχίζοντάς την από την προϊστορικήν Αίγυπτο έως και τον Χριστιανισμό. Αυτό το ρεύμα πέρασε μέσω του Πυθαγορισμού. Σημειώστε ότι υπάρχει πράγματι μια αποκάλυψη που συνδέεται με τον Νώε: η Βίβλος αναφέρει ότι ο Θεός έκανε μια συμφωνία με την ανθρωπότητα μέσω του Νώε, μια συμφωνία που έχει σύμβολό της το ουράνιο τόξο[1]. Δεν μπορεί να υπάρχει συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου δίχως αποκάλυψη.
Ο Δευκαλίων, ο Έλλην Νώε, είναι ο γιος του Προμηθέως στον οποίον αποδίδουν μιαν αποκάλυψη ο Αισχύλος και ο Πλάτων.
Σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό το βάθος της διδασκαλίας του Πυθαγόρα παρά μόνον εάν εξασκηθεί μια μορφή διαίσθησης: και δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτήν την ενόραση παρά μόνον από μέσα –δηλαδή, μόνον εάν κανείς αντλήσει πραγματικά πνευματική ζωή από τα κείμενα που θα μελετήσει. Τα βασικά κείμενα είναι 2-3 αποσπάσματα από τον Φιλόλαο, ένα κείμενο από τον «Γοργία», δύο από τον «ΦΙΛΗΒΟ» και ένα από την «ΕΠΙΝΟΜΙΔΑ» του Πλάτωνα. Υπάρχουν, ακόμα, μερικού τύποι ή εξισώσεις που μας κληροδότησε ο Αριστοτέλης και ο Διογένης Λαέρτιος. Επίσης, ένας νόμος του Αναξίμανδρου, αν και δεν ανήκει στον Πυθαγόρα –αφού κανείς θα πρέπει, όσο το δυνατόν, να έχει υπ’ όψιν του το σύνολο του Ελληνικού πολιτισμού. Ακολουθούν τα κείμενα:
ΦΙΛΟΛΑΟΣ
· Κάθε πραγματικότητα είναι αναγκαστικά είτε πεπερασμένη είτε άπειρη.
Ειδάλλως, είναι και άπειρη και πεπερασμένη.
Άπειρη και απεριόριστη σκέτα, δεν μπορεί να είναι –διότι, είναι φανερό ότι η πραγματικότητα δεν εξελίσσεται μόνον απ’ ό,τι περιορίζει ούτε μόνον απ’ ό,τι είναι απεριόριστο.
· Είναι φανερό ότι η τάξη του κόσμου –και όλων των πραγμάτων που περιέχονται σε αυτόν έχουν δεθεί αρμονικά, ξεκινώντας από αυτό που περιορίζει και από αυτό που είναι απεριόριστο.
· Αν όλα ήταν απεριόριστα, δεν θα υπήρχε εξαρχής τίποτε που να μπορεί να γνωρίσει κανείς.
· Ό,τι είναι γνωστό, συνδέεται με τον αριθμό. Δίχως αριθμό, τίποτε δεν μπορεί να γνωρίσει ή να σκεφτεί κανείς.
· Η ενότητα είναι η αρχή του παντός.
· Το πρώτο που πρέπει να μπαίνει σε διάταξη, στο κέντρο της σφαίρας, ονομάζεται «εστία».
· Η ουσία του αριθμού και της αρμονίας μένουν εντελώς ανεπηρέαστα από το λάθος, διότι το λάθος δεν ανήκει στις ιδιότητές τους. Το σφάλμα και η ζήλεια ανήκουν στην φύση του απείρου, του αδιανόητου, του δίχως αναλογίες.
· Το λάθος ποτέ δεν προβάλλει το πνεύμα του σε αριθμό –διότι ο αριθμός είναι εξ ανάγκης εχθρός του λάθους. Στην ίδια ρίζα και στο ίδιο γένος με τον αριθμό ανήκει μόνον το αληθές.
· Η ουσία που περιέχεται στον αριθμό παράγει νόημα, κάτι που καθοδηγεί όποιον αγνοεί ή έχει μπερδευτεί για κάτι. Αν δεν υπήρχε ο αριθμός και η ουσία του, τότε δεν θα υπήρχε σαφήνεια στα πράγματα ούτε από μόνα τους ούτε στις σχέσεις τους.
· Ο αριθμός θέτει όλα τα πράγματα στην ψυχή μέσω των αισθητηριακών αντιλήψεων και τους δίνει νόημα. Τα κάνει κατανοητά και τα φέρνει σε συμφωνία. Τους δίνει σώμα ενώ διαλύει με την βία κάθε σχέση μεταξύ απείρων και πεπερασμένων πραγμάτων.
· Αρμονία είναι η ένωση του μείγματος. Είναι η κοινή σκέψη αυτού που είναι ξεχωριστό αντικείμενο σκέψεως.
· Η αιώνια ουσία των πραγμάτων και η Φύση μπορεί να γίνει γνωστή μόνο στην Θεότητα και όχι στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο την βασική ουσία των πραγμάτων (άλλων πεπερασμένων και άλλων απείρων) από τα οποία αποτελείται η τάξη του κόσμου, αλλιώς καμιά πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να γίνει γνωστή. Εφόσον οι αρχές που στηρίζουν την βασική ουσία των πραγμάτων δεν είναι ίδιες ούτε έχουν την ίδια ρίζα, θα ήταν αδύνατο να βασιζόταν πάνω τους η τάξη του κόσμου: για τον λόγον αυτό, με κάποιο ενδιάμεσο, τίθεται σε αυτά η αρμονία. Τα πράγματα που είναι ίδια και έχουν την ίδια ρίζα, δεν χρειάζονται αρμονία. Αυτά που δεν είναι ίδια, που δεν έχουν την ίδια ρίζα ούτε τον ίδιο βαθμό, πρέπει να ενώνονται μαζί με ένα «κλειδί» από μιαν αρμονία ώστε να μπορούν να διατηρηθούν στην παγκόσμιο τάξη.
Ο Πλάτων μας διδάσκει αρκετές θαυμαστές αντιλήψεις σχετικά με την Θεότητα μέσω των μαθηματικών Ιδεών. Και η Πυθαγόρειος σοφία, επίσης, αξιοποιεί τις μαθηματικές Ιδέες ως προκάλυμμα για να κρύψει την μυστικιστικήν οδό της θείας διδασκαλίας. Αυτό συμβαίνει σε ολόκληρον τον λεγόμενον «ΙΕΡΟ ΛΟΓΟ» όπως και στο κείμενο του Φιλολάου και στις «ΒΑΚΧΕΣ» και για ολόκληρη την μέθοδο διδασκαλίας του Πυθαγόρα για την Θεότητα.
ΓΟΡΓΙΑΣ
· Όλοι πρέπει να ξεφύγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την ακολασία και να μην αφήσουν έκλυτες τις επιθυμίες ή την ηδονή, αυτές που αποτελούν ένα ατέλειωτο κακό και συνιστούν έναν ληστρικό βίο. Όποιος υποχωρεί στις επιθυμίες του, δεν μπορεί να έχει στενή φιλία με έναν άλλον άνθρωπο ή με τον Θεό, διότι είναι ανίκανος επικοινωνίας. Για όποιον δεν υπάρχει επι-κοινωνία, δεν υπάρχει φιλία. Καλλικλή, σύμφωνα με τους σοφούς, είναι η επικοινωνία που συνενώνει τους ουρανούς και την γη, τους θεούς και τους ανθρώπους στην φιλία, την τάξη, το μέτρο, την δικαιοσύνη. Αυτός είναι ο λόγος που το σύμπαν ονομάζεται Κόσμος και όχι αταξία και έκλυση. Μου φαίνεται, όμως, ότι αυτά τα πράγματα δεν τα προσέχεις αν και σου έχω δώσει οδηγίες. Δεν παρατηρείς πόσο ισχυρή δύναμη έχει μεταξύ των θεών και των ανθρώπων η ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΙΣΟΤΗΣ. Εσύ νομίζεις ότι πρέπει να αγωνιστείς για να την αποκτήσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν προσέχεις την γεωμετρία.
ΦΙΛΗΒΟΣ, Πλάτωνα
· Δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει πιο όμορφη οδός. Διαρκώς την ακολουθώ αλλά συχνά μου ξεφεύγει και με εγκαταλείπει, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Σε αυτό το σημείο υπάρχει το δώρο των θεών προς τους ανθρώπους, αυτό τουλάχιστον είναι σαφές. Από όποια εστία των θεών κι αν έριξε αυτό το δώρο ο Προμηθεύς, την ίδια στιγμή κι ένα λαμπρό, φωτεινό πυρ. Οι αρχαίοι, που ήταν καλύτεροι από εμάς και ζούσαν πιο κοντά στους θεούς, μετέδωσαν την παράδοση σε εμάς. Να ποια είναι αυτή η παράδοση: οι πραγματικότητες που λέγονται αιώνιες προκύπτουν από την μονάδα και από την πολλαπλότητα και φέρουν έμφυτο μέσα τους το πεπερασμένο που έχει όρια και το απεριόριστο. Εφόσον αυτή είναι η αιώνια τάξη των πραγμάτων, εμείς άρα πρέπει να εμφυτέψουμε σε κάθε μέρος μιαν ενότητα. Θα την βρούμε –διότι βρίσκεται ήδη εκεί. Όταν θα την έχουμε βρει, πρέπει να εξετάσουμε την δυάδα (αν υπάρχει) ή την τριάδα ή κάποιον άλλον αριθμό. Τότε πρέπει σε κάθε μια από τις υποδεέστερες ενότητες να γίνουν οι ίδιες υποδιαιρέσεις. Τελικά, αυτό που στην αρχή φαινόταν ταυτόχρονα να είναι ένα και πολλαπλό και απεριόριστο, τώρα ορίζεται με ένα συγκεκριμένον αριθμό. Δεν πρέπει, όμως, η ιδέα του απεριορίστου να εφαρμόζεται στην πολλαπλότητα παρά μόνο όταν γίνει τέλεια κατανοητός ο αριθμός αυτής της πολλαπλότητας, ο αριθμός που αποτελεί δηλαδή το ενδιάμεσο που μεσολαβεί ανάμεσα στο άπειρο και στην ενότητα. Μόνο τότε πρέπει κανείς να αφήσει την ιδιαίτερην ενότητα όλων των πραγμάτων και να αφεθεί μέσα στο απεριόριστο άπειρο. Οι θεοί μετέδωσαν αυτήν την μέθοδο έρευνας για να την χρησιμοποιούμε στην μάθηση και στην διδασκαλία. Οι μορφωμένοι της εποχής μας θέτουν τυχαία την ενότητα ενώ την πολλαπλότητα πιο γρήγορα ή πιο αργά απ’ ό,τι θα έπρεπε κι έτσι περνούν από την ενότητα σε πράγματα που είναι απεριορίστως άπειρα. Τους ξεφεύγει το ενδιάμεσο.
· Οι εποχές και κάθε τι το όμορφο σε εμάς παράγονται από την πρόσμειξη ή εναλλαγή του απεριορίστως απείρου με αυτό που έχει όρια.
· Όριο είναι «η ουσία του ίσου και του διπλού και όλων όσων αποτρέπουν τα αντίθετα από το να αποκλίνουν μεταξύ τους αλλά τα φέρνει σε αναλογία και συμφωνία μέσω της εντύπωσης αριθμού και μέτρου σε αυτά».
· Όταν στους ζωντανούς διαλύεται η αρμονία, διαφθείρεται η ίδια η φύση και εμφανίζεται ο πόνος. Όταν αποκαθίσταται η αρμονία μέσω μιας επιστροφής στην αρχέγονο κατάσταση, τότε εμφανίζεται η χαρά (αν επιτρέπεται για τόσο σπουδαία ζητήματα να μιλά κανείς σύντομα και με λίγα λόγια).
ΕΠΙΝΟΜΙΣ, Πλάτωνα
· Όποιος έχει μάθει την επιστήμη της αριθμητικής, θα πρέπει κατόπιν να περάσει αμέσως στην επιστήμη που ονομάζεται με την γελοία λέξη «γεωμετρία». Πρόκειται για την αντιπαραβολή και ταυτοποίηση αριθμών που δεν μοιάζουν εκ φύσεως μεταξύ τους, για μιαν σύγκριση που γίνεται φανερή όταν αναφέρεται στις ιδιότητες των επίπεδων σχημάτων. Σε οποιονδήποτε μπορεί να σκεφτεί, είναι σαφές ότι αυτό το θαύμα δεν είναι ανθρώπινο αλλά θεϊκό. Υπάρχει, κατόπιν, μια άλλη τέχνη που –όταν ανακαλύφθηκεονομάστηκε «στερεομετρία»: και από αυτήν προκύπτουν οι κύβοι των αριθμών ώστε να αποκτούν τις ιδιότητες των στερεών και να ταιριάζουν με αυτούς που δεν τους μοιάζουν. Αυτό που για όσους μπορούν να στοχαστούν και να σκεφτούν είναι υπερφυσικό και θαυμαστό είναι το ότι, ενώ η δύναμη αενάως περιστρέφεται γύρω από τον αναδιπλασιασμό της, ολόκληρη η Φύση χαρακτηρίζεται από την μορφή και την ουσία της σχέσεως μεταξύ των αντιθέτων, σύμφωνα με την κάθε αναλογία α) την αναλογία του αριθμητικού διπλού, την σχέση του 1 με το 2, που είναι διπλή, β) την αναλογία ως προς την δύναμη που είναι επίσης διπλή και φτάνει ακόμα και σε ό,τι είναι στέρεο και απτό ενώ εκτείνεται από το 1 ως το 8 και γ) την αναλογία μεταξύ της μονάδας και της δυάδας. Εκεί υπάρχουν τα ενδιάμεσα: ο αριθμητικός μέσος όρος, σε ίσην απόσταση ανάμεσα στο έλασσον και στο μείζον, και ο αρμονικός μέσος όρος που υπερβαίνει το έλασσον και τον ξεπερνά το μείζον σύμφωνα με την ίδιαν αναλογία. Δηλαδή, μεταξύ του 6 και του 12 οι ενδιάμεσοι, αριθμητικός και αρμονικός μέσος όρος, είναι το 8 και το 9. Σε ίση απόσταση και μεταξύ αυτών των δύο όρων βρίσκεται αυτός ο λόγος, η αναλογία (“ratio”) για την οποία μιλώ και μέσω της οποίας οι άνθρωποι έλαβαν κλήρο στην γνώση της συμφωνίας των φωνών και της αναλογίας στην μάθηση του ρυθμού και της αρμονίας. Αυτό είναι ένα δώρο από την ευλογημένη χορωδία των Μουσών.
ΤΙΜΑΙΟΣ, Πλάτωνα
· Στην διάταξη ή διευθέτηση δύο οποιωνδήποτε πραγμάτων, είναι αδύνατον (εφόσον είναι μόνο δύο) αυτά να είναι όμορφα δίχως την διαμεσολάβηση ενός τρίτου. Πρέπει οπωσδήποτε στην μέση τους να παρεμβάλλεται ένας δεσμός που να τα φέρνει σε ένωση. Ο πιο ωραίος από τους δεσμούς είναι αυτός που φέρνει την τέλεια ενότητα και σε αυτόν αλλά και στα συνδεόμενα μέρη. Λόγω της ουσίας της, πιο όμορφη για να επιτευχθεί αυτό είναι η γεωμετρική αναλογία: διότι όταν από τρία (αριθμούς, σύνολα ή οποιαδήποτε άλλη ποσότητα) το ενδιάμεσο είναι για το έσχατο ό,τι και το πρώτο για το έσχατο –και αντιστρόφως, το έσχατο είναι για το ενδιάμεσο ό,τι και το ενδιάμεσο για το πρώτο τότε το μέσο γίνεται και πρώτο και έσχατο. Επιπλέον, το έσχατο και το πρώτο γίνονται και τα δύο ενδιάμεσα. Άρα, όλα επιτυγχάνουν ταυτότητα αναγκαστικά και, αφού αμοιβαίως ταυτίζονται, θα γίνουν όλα ένα.
ΣΥΜΠΟΣΙΟ, Πλάτωνα
· Ο Έρως είναι μεγάλος δαίμων. Ό,τι είναι «δαίμων», αποτελεί ενδιάμεσο μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Καθώς βρίσκεται στην μέση, συμπληρώνει την απόσταση με έναν τρόπο τέτοιον ώστε το σύνολο δένεται μαζί από μόνο του.
Απόσπασμα Αναξίμανδρου
· Αυτό είναι το σημείο απ’ όπου ξεκινά η γέννηση των πραγμάτων καθώς και η συνθήκη της καταστροφής τους που συμβαίνει σε συμφωνία με την ανάγκη, διότι υφίστανται μια ποινή και μια εξιλέωση μεταξύ τους εξαιτίας της αδικίας τους, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
· XVII, 11,21,22,23
ΠΑΤΕΡ ΑΓΙΕ, ΤΗΡΗΣΟΝ ΑΥΤΟΥΣ ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΣΟΥ Ω ΔΕΔΩΚΑΣ ΜΟΙ, ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ, ΚΑΘΩΣ ΗΜΕΙΣ…ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙ, ΚΑΘΩΣ ΣΥ ΠΑΤΕΡ, ΕΝ ΜΟΙ ΚΑΓΩ ΕΝ ΣΟΙ, ΙΝΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΕΝ ΗΜΙΝ ΕΝ ΩΣΙΝ…ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΗΝ ΔΟΞΑΝ ΗΝ ΔΕΔΩΚΑΣ ΜΟΙ ΔΕΔΩΚΑ ΑΥΤΟΙΣ, ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ ΚΑΘΩΣ ΗΜΕΙΣ ΕΝ ΕΣΜΕΝ, ΕΓΩ ΕΝ ΑΥΤΟΙΣ ΚΑΙ ΣΥ ΕΝ ΕΜΟΙ, ΙΝΑ ΩΣΙ ΤΕΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΙΣ ΕΝ.
· XVII, 18
ΚΑΘΩΣ ΕΜΕ ΑΠΕΣΤΕΙΛΑΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ, ΚΑΓΩ ΑΠΕΣΤΕΙΛΑ ΑΥΤΟΥΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ.
· X, 14,15
ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΠΟΙΜΗΝ Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΓΙΝΩΣΚΩ ΤΑ ΕΜΑ ΚΑΙ ΓΙΝΩΣΚΟΜΑΙ ΥΠΟ ΤΩΝ ΕΜΩΝ, ΚΑΘΩΣ ΓΙΝΩΣΚΕΙ ΜΕ Ο ΠΑΤΗΡ ΚΑΓΩ ΓΙΝΩΣΚΩ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ.
· XV, 9,10
ΚΑΘΩΣ ΗΓΑΠΗΣΕ ΜΕ Ο ΠΑΤΗΡ, ΚΑΓΩ ΗΓΑΠΗΣΑ ΥΜΑΣ. ΜΕΙΝΑΤΕ ΕΝ ΤΗ ΑΓΑΠΗ ΤΗ ΕΜΗ. ΕΑΝ ΤΑΣ ΕΝΤΟΛΑΣ ΜΟΥ ΤΗΡΗΣΕΤΕ, ΜΕΝΕΙΤΕ ΕΝ ΤΗ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΚΑΘΩΣ ΕΓΩ ΤΑΣ ΕΝΤΟΛΑΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΤΕΤΗΡΗΚΑ ΚΑΙ ΜΕΝΩ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΤΗ ΑΓΑΠΗ.
Οι αρχαίοι ιστορικοί της φιλοσοφίας έχουν κληροδοτήσει τους Πυθαγορείους λόγους σε εμάς, μερικούς σαφείς και θαυμασίους όπως αυτόν που ίσως αφορά τον σαρκικό θάνατο αλλά που, οπωσδήποτε, έχει να κάνει με έναν αποχωρισμό: «ΜΗΔ’ ΑΠΟΔΗΜΟΥΝΤΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΣΘΑΙ», δηλαδή ΔΕΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟΔΗΜΗΣΕΙ (παράβαλε και «Κατά Λουκάν» IX, 62: «ΟΥΔΕΙΣ ΕΠΙΒΑΛΛΩΝ ΤΗΝ ΧΕΙΡΑ ΑΥΤΟΥ ΕΠ’ ΑΡΟΤΡΟΝ ΚΑΙ ΒΛΕΠΩΝ ΕΙΣ ΤΑ ΟΠΙΣΩ ΕΥΘΕΤΟΣ ΕΣΤΙΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ») και «Αφήστε τον άνθρωπο που εισέρχεται στον ναό να λατρεύει και ούτε να μιλά ούτε να ασχολείται με ό,τι πρόσκαιρο» και «Αυτός που ακολουθεί τον Θεό είναι, πρωτίστως, κυρίαρχος της γλώσσας του» (παράβλεπε και Επιστολή Αγ. Ιακώβου «ΟΥ ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΤΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΣΑΣ ΕΝ ΕΣΟΠΤΡΩ»). Αυτό σημαίνει ίσως να μην σκέφτεται κανείς τον εαυτό του όταν σκέφτεται τον Θεό.
Επιπλέον, «μην χάνετε την πίστη σας σε κανένα θαύμα σχετικά με τους θεούς και το θείο δόγμα», «Μην κατατρώγετε την ψυχή σας», «το πιο δίκαιο είναι η θυσία, το πιο σοφό είναι ο αριθμός».
Αυτό ακούγεται κάπως περίεργο: «Μην χαλάτε το ψωμί, διότι δεν δίνει πλεονέκτημα στην κρίση του άλλου κόσμου».
Ορισμένα λόγια του Πυθαγόρα είναι πολύ ασαφή, όπως αυτή η φράση που αναφέρει απαξιωτικά ο Αριστοτέλης: «Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΙΣΑΚΙΣ ΙΣΟΣ» ή αυτή που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος «ΦΙΛΙΑΝ ΕΝΑΡΜΟΝΙΟΝ ΙΣΟΤΗΤΑ».
Το κλειδί σε αυτές τις δύο εξισώσεις όπως και στις προαναφερόμενες είναι η ιδέα του αναλογικού μέσου και της διαμεσολάβησης με την θεολογικήν έννοια, εφόσον το αναλογικό μέσο αποτελεί το σύμβολο, την εικόνα της διαμεσολάβησης. Είναι γνωστό ότι για τους Πυθαγορείους η Μονάδα είναι το σύμβολο του Θεού. Αρκετές μαρτυρίες (όπως και ο Αριστοτέλης) το επιβεβαιώνουν αυτό ότι ισχύει για τον Πλάτωνα.
Ο Ηράκλειτος, εξ άλλου, που βρίσκεται από πολλές απόψεις κοντά στους Πυθαγορείους –αντίθετα με ό,τι νομίζει η κοινή γνώμη– είπε: «Το Εν, η μοναδική σοφία, επιθυμεί και δεν επιθυμεί να καλείται Ζευς» Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ότι κάθε ένα από τα πλάσματα της δημιουργίας είχαν ως σύμβολο έναν αριθμό. Λίγη σημασία έχει πως συνελάμβαναν αυτόν τον αριθμό, όπως και ο σύνδεσμος μεταξύ αυτού του αριθμού και του πράγματος.
Από τους αριθμούς αυτούς, ορισμένοι έχουν έναν ιδιαίτερον δεσμό με την ενότητα. Είναι οι αριθμοί που είναι υψωμένοι στην δευτέρα δύναμη, στο τετράγωνο. Μέσω ενός αναλογικού μέσου, υπάρχει μεταξύ αυτών των αριθμών και της ενότητας μια ισότητα σχέσεων = .
Όταν ο υϊός του Θεού βρίσκεται σε ένα λογικό όν, όπως ο πατέρας στον Υϊό, αυτό το ον είναι απολύτως δίκαιο. Ο Πλάτων λέει στον «ΘΕΑΙΤΗΤΟ» ότι η Δικαιοσύνη αποτελεί συνένωση με τον Θεό. Η ομοιότητα, με την γεωμετρικήν έννοια, σημαίνει αναλογία. Η μυστηριώδης εξίσωση των Πυθαγορείων και αυτή του Πλάτωνα που είναι πιο σαφής έχουν την ίδια σημασία.
Όποιος είναι δίκαιος γίνεται για τον Υϊό του Θεού ό,τι και ο Υϊός για τον Πατέρα.
Αναμφίβολα, αυτή η ταυτοποίηση σχέσεων δεν είναι κυριολεκτικά εφικτή, όμως κάπως παρόμοια είναι η προσπάθεια τελειοποίησης που προτείνεται στον άνθρωπο, διότι σε πολλά σημεία του κηρύγματος του Αγ. Ιωάννη οι ίδιες λέξεις επαναλαμβάνονται για να διαμορφώσουν την σχέση των μαθητών του Ιησού με τον Χριστό και του Ιησού με τον πατέρα του[2].
Είναι προφανής ο υπαινιγμός σε μια μαθηματική ισότητα αναλογίας.
Το κείμενο του «ΤΙΜΑΙΟΥ» για την αναλογία μπορεί να ερμηνευθεί στενά, ως αποκλειστικά εφαρμοστέο στα μαθηματικά. Υπάρχουν, όμως, αρκετές ενδείξεις για το αντίθετο. Κατ’ αρχάς, στο ίδιο το κείμενο: «Ο πιο ωραίος από τους δεσμούς είναι αυτός που φέρνει την τέλεια ενότητα και σε αυτόν αλλά και στα συνδεόμενα μέρη».
Αυτή η συνθήκη ικανοποιείται πλήρως όχι μόνο όταν ο πρώτος όρος είναι ένας αλλά μόνον όταν ο ίδιος ο δεσμός είναι ένας, δηλαδή Θεός.
Αλήθεια είναι ότι αυτή η ερμηνεία δεν είναι αυταπόδεικτη. Όμως, ο Πλάτων χρησιμοποιεί την ίδια δεσμευτική φράση στο «ΣΥΜΠΟΣΙΟ» για να ορίσει την διαμεσολαβητική λειτουργία του έρωτος μεταξύ Θεότητας και ανθρώπου.
Άλλωστε, τα λόγια του Πρόκλου είναι σαφή: «Ο Πλάτων μας διδάσκει πολλά θαυμάσια σχετικά με την Θεότητα μέσω των μαθηματικών Ιδεών».
Ακόμη πιο ευκρινής είναι η παρακάτω φράση του Φιλόλαου, που πρέπει να συνυπολογιστεί με τις άνωθεν: «ΙΔΟΙΣ ΔΕ ΟΥ ΜΟΝΟΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΔΑΙΜΟΝΙΟΙΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΙΣ ΠΡΑΓΜΑΣΙ ΤΗΝ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΦΥΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΝ ΙΣΧΥΟΥΣΑΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΚΟΙΣ ΕΡΓΟΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙΣ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΑΣ ΤΕΧΝΙΚΑΣ ΠΑΣΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗΝ».
Δηλαδή, αν κανείς ανατρέξει στο «ΣΥΜΠΟΣΙΟ», τα δαιμόνια και θεία πράγματα αναφέρονται σε θρησκευτικά και θεία ζητήματα, στον Θεό και στον Παράκλητο.
Αυτό είναι σαφές.
Είναι σαν να μας είπε ο Φιλόλαος ότι είναι σφάλμα να πιστεύουμε ότι τα Μαθηματικά εφαρμόζονται μόνο στην Θεολογία. Εφαρμόζονται κατ’ επέκτασιν, ως αποτέλεσμα μιας αξιοθαύμαστης σύμπτωσης, και στις ανθρώπινες υποθέσεις, στην μουσική και στις τέχνες.
Αν το κείμενο του «ΤΙΜΑΙΟΥ» έχει –εκτός από το εμφανές νόημα– και μια θεολογική σημασία, τότε αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη εκτός από τα λόγια του Χριστού στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, που είναι τόσο πολύ παρόμοια. Η νύξη είναι προφανής. Όπως ο Χριστός αναγνώρισε στον εαυτό του τον άνθρωπο της θλίψεως (του Ησαΐα) και τον Μεσσία (όλων των προφητών του Ισραήλ) επιπλέον αναγνώρισε στον εαυτό του εκείνο το «αναλογικό μέσο» που στοχάζονταν επί αιώνες βαθύτατα οι Έλληνες.
Αν κανείς εξετάσει τους ακέραιους αριθμούς, θα δει ότι υπάρχουν δύο είδη ακέραιων: αυτοί που συνδέονται με ενότητα μέσω ενός αναλογικού μέσου (όπως 4,9,16) –και όλοι οι υπόλοιποι. Αν οι πρώτοι αποτελούν εικόνα της τέλειας δικαιοσύνης, όπως λένε οι Πυθαγόρειοι, εμείς μοιάζουμε με τους υπολοίπους καθώς είμαστε στην αμαρτία. Άραγε, οι Έλληνες ανακάλυψαν την Γεωμετρία ερευνώντας τόσο πολύ για μιαν έμμεση διαμεσολάβηση, στοχαζόμενοι όλους αυτούς τους αριθμούς; Μια τέτοια ερμηνεία για την καταγωγή της Γεωμετρίας θα ταίριαζε με το άνωθεν κείμενο του Φιλόλαου (όπως και με την φράση του Πλάτωνα στην «ΕΠΙΝΟΜΙΔΑ») που είναι πλούσιο σε ρητά από την διδασκαλία του[3].
Εξ ων και προκύπτει ο ορισμός της Γεωμετρίας ως της επιστήμης των πραγματικών αριθμών (όπως, χάρη παραδείγματος, η τετραγωνική ρίζα ή οποιουδήποτε άλλου αριθμού ΜΗ υψωμένου στο τετράγωνο. Συγκεκριμένα, προκύπτει ο ορισμός της Γεωμετρίας ως της επιστήμης των α-λόγων, ασύμμετρων τετραγωνικών ριζών. Η αντίληψη που αποδίδεται στον Θαλή περί ομοίων τριγώνων έχει σχέση με τις αναλογίες αλλά όχι με την αναλογία. Υπονοεί, απλούστατα, μιαν αναλογία 4 όρων: .
Λόγω έλλειψης ντοκουμέντων, δεν μπορεί κανείς ούτε να δεχθεί ούτε να απορρίψει την πιθανότητα ότι ο Θαλής με τις έρευνές του σκόπευε να διευκολύνει την μελέτη του ζητήματος των αναλογιών, δηλαδή της αναλογίας 3 όρων: .
Έχοντας υπ’ όψιν μόνο τις προϋποθέσεις της ομοιότητας των τριγώνων, είναι σίγουρο ότι αν τεθεί το πρόβλημα της ευρέσεως του αναλογικού μέσου μεταξύ 2 τμημάτων, τότε οι αυστηρές συντεταγμένες της σκέψεως θα οδηγήσουν στην αλλαγή της διατύπωσης του προβλήματος ως εξής:
«Πώς θα κατασκευαστεί ένα ορθογώνιο τρίγωνο με δεδομένη την υποτείνουσα και την θέση της βάσεως της καθέτου;». Την απάντηση σε αυτό το δεύτερο πρόβλημα δίνει η εγγραφή ενός ορθογωνίου τριγώνου σε έναν κύκλο μέσω ενός οργάνου. Αυτό είναι το θεώρημα για το οποίο λέγεται ότι ο Πυθαγόρας πρόσφερε θυσίες και σπονδές. Τέλος πάντων, η Γεωμετρία έκανε το θαύμα αυτό –είτε είχε εξ αρχής ως στόχο την έρευνα για διαμεσολάβηση είτε όχι– παρέχοντας ένα αναλογικό μέσο για τα νούμερα εκείνα που το στερούνταν εκ φύσεως. Λέγεται ότι το θαύμα αυτό αποτέλεσε για αρκετό καιρό ένα από τα ύψιστα Πυθαγόρεια απόρρητα. Για την ακρίβεια, το μυστικό των Πυθαγορείων ήταν η ασυμμετρία των όρων αυτής της αναλογίας. Λάθος πίστευαν ότι το κρατούσαν μυστικό επειδή ανέτρεπε το σύστημά τους. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να ήταν ένοχοι μιας τέτοιας μικρότητας. Για τους Πυθαγορείους, οι λέξεις «αριθμός» και «λόγος» ήταν συνώνυμες. Τις παράλογες σχέσεις τις αποκαλούσαν «λόγοι άλογοι».
Προκειμένου να δεθούν με την ενότητα οι αριθμοί αυτοί που δεν ήταν υψωμένοι στο τετράγωνο, απαιτείτο μια διαμεσολάβηση που να προέρχεται από έξω, από έναν χώρο ξένον ως προς τα νούμερα –και αυτή η λειτουργία του οργάνου μπορούσε να επιτελεστεί μόνο με αντίτιμο μιαν αντίφαση των όρων, όπως λέγεται –διότι αυτή η διαμεσολάβηση μεταξύ ενότητας και αριθμού είναι φαινομενικά κάτι το κατώτερο σε σχέση με τον αριθμό, κάτι το απεριόριστο.
Ένας «λόγος άλογος»[4] είναι σκάνδαλον, ένας παραλογισμός, κάτι αντίθετο στην Φύση.
Οι Έλληνες είχαν μιαν ακόμα εκπληκτική εμπειρία, όπως μαρτυρά η «ΕΠΙΝΟΜΙΣ», όταν στην εμπειρική Φύση βρήκαν ότι αυτή η διαμεσολάβηση αποτελεί το σημάδι, την σφραγίδα της υπέρτατης αλήθειας.
Για παράδειγμα, η μουσική. Η κλίμακα δεν περιέχει το γεωμετρικό μέσο σαν μια νότα –αλλά κλίνει συμμετρικά γύρω από αυτό το μέσο. Ανάμεσα σε μίαν νότα και στην οκτάβα υπάρχει το ίδιο γεωμετρικό μέσο όπως μεταξύ της τετάρτης και της πέμπτης. Το βλέπει κανείς αυτό άμεσα με τους αριθμούς 6,8,9,12 επειδή = .
Η τετάρτη και η πέμπτη αποτελούν από μόνες τους 2 είδη μέσου ανάμεσα στις νότες της οκτάβας, επειδή
= και 12 – 9 = 9 – 6.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα στην «ΕΠΙΝΟΜΙΔΑ», αυτή είναι η αρχή της μουσικής αρμονίας.
Στο «ΣΥΜΠΟΣΙΟ» λέγεται ότι η αρμονία είναι μια ταυτότητα λόγων, «ομολογία», ένας όρος που πρέπει να χαρακτηρίζει, με την πιο αυστηρή του έννοια, την αναλογία. Ολόκληρη η Ελληνική επιστήμη σε όλους της τους τομείς αποτελεί μια μελέτη αναλογιών, είτε 3 είτε 4 όρων. Έτσι, επομένως, εφηύραν οι Έλληνες την έννοια περί λειτουργικής συνάρτησης.
Λειτουργική Συνάρτηση είναι, πολύ απλά, η ιδέα 2 ποσοτήτων που διαφέρουν αναλογικά δίχως να παύουν να συνδέονται με μια καθορισμένη σχέση.
Η πρώτη και πιο λαμπρή εφαρμογή αυτής της ιδέας στην έρευνα της Φύσεως είναι η θεωρία του Αρχιμήδη περί των μετεώρων σωμάτων, μια καθαρά γεωμετρική θεωρία.
Αυτό που εμείς, με την επιστημονική σύλληψη του κόσμου, αποκαλούμε «νόμο», δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή στην Φύση αυτής της ιδέας της λειτουργικής συνάρτησης. Η επίδειξη είναι η ψυχή της επιστήμης μας. Η πειραματική μέθοδος διαφέρει από τον πιο χονδροειδή εμπειρικισμό μόνον ως προς τον ρόλο που εκεί παίζει η επαγωγή, μέσω της εξαγωγής.
Σύμφωνα με τα γραπτά κείμενα που όντως διαθέτουμε, φαίνεται ότι οι Έλληνες ήταν κι οι πρώτοι που έθεσαν την επίδειξη εκτός του χώρου των ακεραίων αριθμών μέσω της εφεύρεσης της Γεωμετρίας και της εισαγωγής της –εφηρμοσμένα– στην μελέτη της Φύσης.
Είναι θαυμάσιο, είναι απερίγραπτα μεθυστικό να σκέφτεται κανείς πως η αγάπη και το πάθος για τον Χριστό προκάλεσαν να ξεπηδήσει στην Ελλάδα η εφεύρεση της επίδειξης.
Όσο οι σχέσεις γραμμών και επιφανειών ερευνώνταν μόνο με την τεχνικήν εφαρμογή δεν υπήρχε ανάγκη σιγουριάς και προσέγγισης. Οι Έλληνες είχαν τόσο ανάγκη την σιγουριά ως προς τις θεϊκές αλήθειες που έπρεπε να φθάσουν στο μάξιμουμ της βεβαιότητας ακόμα και στην απλή θέα αυτών των αληθειών.
Ίσως οι άνθρωποι να θεωρούσαν από την αρχή της Ιστορίας τους ακέραιους ως κατάλληλους να εξυπηρετήσουν ως πρότυπα των αιωνίων αληθειών λόγω της τέλειας ακρίβειάς τους, λόγω της βεβαιότητας που προσέφεραν και –ταυτόχρονα– λόγω του μυστηρίου που υπήρχε στις σχέσεις τους. Τα αποδεικτικά στοιχεία για τις σχέσεις των ακέραιων αριθμών είναι, πάντως, ακόμα απρόσιτα στην επίγνωση μέσω των αισθήσεων.
Οι Έλληνες, μέσω της μελέτης των μη-αριθμητικών αναλογιών, βρήκαν αποδείξεις ενός πολύ υψηλοτέρου επιπέδου, αποδείξεις σχεδόν τόσο ακριβείς όσο κι εκείνες για τις περιπτώσεις όπου όλοι οι όροι είναι ακέραιοι αριθμοί. Έτσι, λοιπόν, βρήκαν ένα ακόμα πιο κατάλληλο και ταιριαστό μοντέλο των θείων αληθειών.
Το γεγονός ότι η αφοσίωσή τους στην Γεωμετρία ήταν θρησκευτικής φύσεως γίνεται αντιληπτό όχι μόνον από τα ελάχιστα κείμενα που το μαρτυρούν αλλά, επιπλέον, από το μυστηριώδες γεγονός ότι δεν είχαν άλγεβρα μέχρι την εμφάνιση του Διόφαντου (ενός συγγραφέα που έζησε κατά την περίοδο της παρακμής).
Περίπου 2000 χρόνια πριν την Χριστιανικήν εποχή, οι Βαβυλώνιοι διέθεταν άλγεβρα με εξισώσεις αριθμητικών συντελεστών 2ου, 3ου και 4ου βαθμού. Αναμφίβολα, οι Έλληνες γνώριζαν αυτήν την άλγεβρα αλλά δεν την χρειάζονταν. Η αλγεβραϊκή τους γνώση, που ήταν πολύ προχωρημένη, περιέχεται όλη στην Γεωμετρία τους.
Από την άλλη πλευρά, δεν ήταν τα αποτελέσματα που τους ενδιέφεραν ούτε η ποσότητα και η σπουδαιότητα των θεωρημάτων που ανακάλυπταν αλλά μόνον η ορθότητα των επιδείξεών τους –ειδικά ως προς τις αποδείξεις. Αυτούς που υστερούσαν ως προς αυτήν την στάση του νου, τους περιφρονούσαν.
Η έννοια των πραγματικών νούμερων –στην οποία είχαν φθάσει μέσω της διαμεσολάβησης μεταξύ ενότητας και οποιουδήποτε αριθμού– ήταν το αντικείμενο για μιαν επίδειξη τόσο λιτή κι απέριττη που τίποτε άλλο να μην είναι πιο εναργές στην αριθμητική τους: την ίδια στιγμή, όμως, ήταν ακατανόητη για την φαντασία. Η έννοια αυτή πιέζει την σκέψη ώστε να ασχοληθεί επακριβώς με τις σχέσεις εκείνες που είναι για την ακρίβεια ανίκανη να αναπαραστήσει στον εαυτό της.
Πρόκειται, εδώ, για μιαν αξιοθαύμαστην εισαγωγή[5] στα μυστήρια της πίστεως.
Με την εισαγωγήν αυτή, μπορεί κανείς να συλλάβει έναν βαθμό βεβαιότητας, να ξεκινήσει από αβέβαιες και εύκολα αντιληπτές σκέψεις για τον αισθητόν κόσμο και να προχωρήσει σε σκέψεις για τον Θεό που είναι απολύτως σίγουρες και απολύτως ακατανόητες.
Τα Μαθηματικά, με έναν διπλόν τρόπο, αποτελούν ένα μέσο διαμεσολάβησης μεταξύ αυτών των 2 ειδών σκέψεως. Έχουν τον ενδιάμεσον βαθμό σιγουριάς και ακατανοησίας. Περιλαμβάνουν, σε σύνοψη, την φυσικήν ανάγκη που κυβερνά τα αισθητά πράγματα καθώς και τις εικόνες των θείων αληθειών. Τέλος, έχουν για πυρήνα τους την κατ’ εξοχήν ιδέα της διαμεσολάβησης. Εύκολα γίνεται κατανοητό πως –όταν οι Έλληνες αντιλήφθηκαν αυτήν την ποίηση– μέθυσαν από αυτήν. Είχαν το δικαίωμα να δουν σ’ αυτήν μιαν αποκάλυψη.
Σήμερα εμείς δεν μπορούμε πλέον να το συλλάβουμε αυτό –διότι έχουμε χάσει κάθε ιδέα περί του ότι η απόλυτη σιγουριά ανήκει μόνο στα θεϊκά όντα. Για τα υλικά όντα θέλουμε την σιγουριά. Για τα πράματα που αφορούν τον Θεό, μένουμε ικανοποιημένοι με την δοξασία.
Είναι αλήθεια ότι η απλή πίστη επιτυγχάνει πολύ καλά να έχει την ισχύ της ασφαλείας όταν πυρπολείται από την φωτιά των συλλογικών συναισθημάτων, παρ’ όλ’ αυτά όμως παραμένει απλή δοξασία. Η ισχύς της είναι απατηλή. Η διάνοιά μας έχει καταντήσει τόσο άξεστη που δεν μπορούμε πλέον να διανοηθούμε ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια αυθεντική, αυστηρή σιγουριά αναφορικά με τα ακατανόητα Μυστήρια.
Σε αυτό εδώ το σημείο θα ήταν απείρως πολύτιμη η αξιοποίηση των μαθηματικών που είναι αναντικατάστατοι, από την άποψιν αυτή, δεδομένου ότι η απαίτηση και αξίωση να είναι τέλεια ορθοί –αξίωμα που είχε τεθεί υπό των Ελλήνων γεωμετρών– έχει χαθεί μαζί τους (και τώρα μόνο μέσα στα τελευταία 50 χρόνια επιστρέφουν σ’ αυτήν οι μαθηματικοί).
Σήμερα αυτή η αυστηρότητα υπάρχει ανάμεσά τους ως τίποτε παραπάνω από ένα ιδανικό, ανάλογο με το ιδανικό της τέχνης για την τέχνη στους ποιητές του «Παρνασσού»[6]. Είναι, όμως, αυτό ένα από τα κενά μέσω των οποίων ο πραγματικός Χριστιανισμός μπορεί και πάλι να περάσει –σαν με κάποιο φίλτρο– στον σύγχρονον κόσμο.
Η αξίωση αυτή –το αξίωμα ή θεώρημα– για αυστηρότητα μεθόδου δεν είναι κάτι το υλικό. Όταν είναι απόλυτο, ο τρόπος που χρησιμοποιείται στα μαθηματικά δεν είναι προφανώς σε αναλογία με το αντικείμενό τους. Αντικείμενο των μαθηματικών είναι οι ποσοτικές σχέσεις. Προϋπόθεσή τους είναι μια αξιωματική αναγωγή όλων των θεωρημάτων σε λίγα αυθαιρέτως επιλεγμένα αξιώματα. Στα μαθηματικά, η αξίωση αυτή αυτοκαταστρέφεται. Αναγκαστικά κάποιαν ημέρα φαίνεται σαν μια αξίωση που εξασκείται στο κενό. Εκείνην την ημέρα θα πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της. Η απαίτηση για βεβαιότητα θα έλθει τότε σε επαφή με το πραγματικό της αντικείμενο.
Το έλεος του Θεού σώζει τους μαθηματικούς από το να πνιγούν μέσα στην ίδια τους την τεχνική.
Διότι, όποτε η μαθηματική επιστήμη καλλιεργείται μόνο στο τεχνικό επίπεδο, δεν υπάρχει κανέναν επίτευγμα ούτε καν σε αυτό το τεχνικό επίπεδο.
Το πείραμα αυτό έγινε στην Ρωσσία. Οι τεχνικές εφαρμογές, μέσω της πραγματικής επιστήμης, συνδέονται με έναν αριθμό πραγμάτων που προσεγγίζονται μόνο με προέκταση και που κανείς ποτέ δεν βρίσκει αν τα αναζητά ευθέως. Αυτή η διαρρύθμιση εξασφαλίζει –σαν μια πρόνοια– στην ψυχή του χαμερπώς υλικού πολιτισμού μας έναν αυστηρόν και αγνόν πυρήνα θεωρητικής επιστήμης.
Αυτός ο πυρήνας είναι ένα από τα ανοίγματα μέσω των οποίων μπορεί να διέλθει η ανάσα και το φως του Θεού.
Ένα άλλο άνοιγμα είναι η έρευνα για την Ομορφιά στην τέχνη.
Ένα τρίτο είναι η θλίψη, η οδύνη.
Από αυτά τα ανοίγματα πρέπει να εισέλθει., όχι από τα γεμάτα μέρη.
*
Το ρητό «ΦΙΛΙΑΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΡΜΟΝΙΟΝ ΙΣΟΤΗΤΑ» είναι γεμάτο από θαυμαστά νοήματα σε σχέση με τον Θεό, με την κοινωνία με τον Θεό και τον άνθρωπο αλλά και τους ανθρώπους, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνεται υπ’ όψιν το Πυθαγόρειο νόημα της λέξεως «Αρμονία». Αρμονία σημαίνει Αναλογία, η ενότητα των αντιθέτων.
Για να εφαρμοστεί αυτό το ρητό στον Θεό, πρέπει να αντιπαραβληθεί με έναν ορισμό της αρμονίας που –εκ πρώτης όψεως– είναι πολύ περίεργος: «ΔΙΧΑ ΦΡΟΝΕΟΝΤΩΝ ΣΥΜΦΡΟΝΗΣΙΣ», δηλαδή η κοινή φρόνηση αυτών που σκέπτονται χωριστά. Για αυτούς που σκέπτονται ξεχωριστά αλλά από κοινού υπάρχει αυστηρώς και κατ’ αποκλειστικότηταν ένα μόνον παράδειγμα: η Τριάδα.
Ο ορισμός του Αριστοτέλη «Σκέψη είναι η σκέψη της σκέψεως» δεν συλλαμβάνει την Τριάδα διότι το ουσιαστικό μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί και να εκληφθεί στην ενεργητική ή στην παθητική φωνή.
Το ρητό του Φιλόλαου την κατανοεί επειδή το ρήμα είναι ενεργητικό.
«Αρμονία είναι η κοινή σκέψη αυτού που είναι ξεχωριστό αντικείμενο σκέψεως».
Ο στοχασμός του ρητού αυτού οδηγεί στην καλύτερη μέθοδο για την διαφώτιση της σκέψεως για το δόγμα της Τριάδος.
Αν σκεπτόμαστε τον Θεό μόνον ως μονάδα τότε τον σκεπτόμαστε είτε ως ένα αντικείμενο (οπότε δεν ενεργεί) είτε ως ένα υποκείμενο (οπότε, για να δράσει, χρειάζεται ένα αντικείμενο).
Σε διαφορετική περίπτωση, η δημιουργία θα ήταν μια φυσική ανάγκη και όχι αγάπη, ο Θεός δεν θα ήταν αποκλειστικά αγάπη και καλό.
Εμείς οι άνθρωποι, επειδή είμαστε υποκείμενα που ερχόμαστε σε διαρκήν επαφή με ένα αντικείμενο, δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον Θεό ως τέλειο –παρά μόνο αν τον σκεφτούμε σαν να είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο. Ο Θεός, όμως, είναι επί της ουσίας υποκείμενο, σκεπτόμενο και όχι αντικείμενο σκέψεως.
Το όνομά του είναι «ο Ων». Αυτό είναι το όνομά του ως υποκειμένου, ως αντικειμένου αλλά και ως επικοινωνίας με το υποκείμενο και το αντικείμενο.
Όλες οι ανθρώπινες σκέψεις προϋποθέτουν 3 όρους:
· ένα σκεπτόμενο υποκείμενο, πρόσωπο
· ένα αντικείμενο σκέψεως
· την ίδια την σκέψη που φέρνει σε επαφή το υποκείμενο και το αντικείμενο.
Το ρητό του Αριστοτέλη «Η σκέψη είναι η σκέψη της σκέψεως» σηματοδοτεί αυτούς τους 3 όρους υπό την προϋπόθεση ότι εκλαμβάνεται η λέξη «σκέψη» κάθε φορά με διαφορετικό νόημα.
Για να αναπαραστήσουμε στους εαυτούς μας τον Θεό ως μιαν σκεπτόμενην διάνοια –και όχι ως ένα αντικείμενο, πρέπει να αναπαραστήσουμε αυτούς τους 3 όρους στην θεϊκή σκέψη.
Το αξίωμα του Θεού, όμως –η θεϊκή αξιοπρέπεια– απαιτεί ότι κάθε ένας από αυτούς τους 3 όρους πρέπει να είναι ένα Πρόσωπο, αν και υπάρχει ένας Θεός.
Για το αξίωμα του Θεού δεν επιτρέπεται η λέξη «σκέψη», όταν αναφέρεται στον Θεό, να εκλαμβάνεται ποτέ στην παθητική φωνή. Όταν ο Θεός είναι το υποκείμενο, το ρήμα «σκέπτεσθαι» πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο στην ενεργητική φωνή.
Αυτό που σκέπτεται ο Θεός είναι επίσης ένα Όν που σκέπτεται. Να γιατί λέμε ότι αυτό είναι ο Υϊός ή η Εικόνα ή η Σοφία του Θεού.
Αυτή είναι η τέλεια σκέψη στην έκταση που εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να καταλάβουμε τον ασύλληπτο χαρακτήρα της. Κάθε άλλη αναπαράσταση που μπορούμε να έχουμε είναι πιο εύκολη για την φαντασία μας αλλά έχει τεράστια έλλειψη τελειότητας. Αυτός είναι ο λόγος που η διάνοια μπορεί να αφοσιωθεί πλήρως –και δίχως την ελάχιστην βεβαιότητα– στο δόγμα της Τριάδος, αν και είναι ανίκανη να το κατανοήσει.
Αν η φιλία ερμηνεύεται ως μια ισότητα που αποτελείται από αρμονία (και χρησιμοποιηθεί ο ορισμός της αρμονίας ως η κοινή σκέψη ξεχωριστών υποκειμένων) τότε η ίδια η Τριάδα αποτελεί την υπέρτατη φιλία καθ’ υπερβολήν. Η ισότητα είναι η ισότητα μεταξύ της μονάδας και του πολλαπλού, μεταξύ της μονάδας και της δυάδας.
Τα αντίθετα (η αρμονία των οποίων συνθέτει την ενότητα) είναι η ενότητα με την πολλαπλότητα –που είναι το πρώτο ζεύγος αντιθέτων.
Να γιατί ο Φιλόλαος μιλά αφ’ ενός για την «μονάδα» ως πρώτη αρχή και αφ’ ετέρου για την ενότητα ως το πρώτο δημιούργημα. Αυτό είναι που ονόμασε «Εστία», την κεντρική πηγή θερμότητας, την φωτιά της εστίας –και η φωτιά συμπίπτει πάντοτε με το Άγιο Πνεύμα.
Η ισότητα «ΦΙΛΙΑΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΡΜΟΝΙΟΝ ΙΣΟΤΗΤΑ» συμπεριλαμβάνει, άλλωστε, τις 2 σχέσεις που εντοπίζει στην Τριάδα ο Αγ. Αυγουστίνος, δηλ. ισότητα και σύνδεση.
Η Τριάδα είναι η υπέρτατη αρμονία και φιλία.
Αρμονία είναι η ενότητα των αντιθέτων.
Το πρώτο ζεύγος αντιθέτων είναι η μονάδα και η δυάδα, η ενότητα και η πολλαπλότητα που συνθέτουν την Τριάδα (αναμφίβολα, ο Πλάτων είχε την Τριάδα υπ’ όψιν ως την πρωταρχικήν αρμονία όταν στον «ΤΙΜΑΙΟ» κατονόμασε τους όρους του πρώτου ζεύγους αντιθέτως ως «το όμοιον» και «το έτερον».
Το δεύτερο ζεύγος αντιθέτων είναι η αντίθεση ανάμεσα στον δημιουργό και στο δημιούργημα.
Με την γλώσσα του Πυθαγόρα, αυτή η αντίθεση εκφράζεται με τον συσχετισμό μεταξύ αυτού που θέτει όρια και αυτού που δεν επιδέχεται ορίων αλλά δέχεται όρια από έξω.
Η αρχή όλων των ορίων είναι ο Θεός.
Η Δημιουργία είναι ύλη που τίθεται σε τάξη από τον Θεό –και αυτή η ενέργεια του Θεού, η ενέργεια να δια-τάσσει συνίσταται στην επιβολή ορίων.
Πράγματι, αυτή είναι και η άποψη που εκφράζεται στο βιβλίο της «Γενέσεως».
Αυτά τα όρια είναι είτε ποσότητες είτε κάτι ανάλογο με το ποσό[7].
Άρα, εκλαμβάνοντας την λέξη «αριθμός» με την ευρείαν έννοια. Μπορούμε να πούμε ότι το όριο είναι αριθμός.
Από εδώ προκύπτει η φράση του Πλάτωνα: «Αριθμός είναι το ενδιάμεσο μεταξύ της μονάδας και του απείρου».
Η υπέρτατη Μονάς είναι η Θεότητα και ο Θεός είναι που θέτει τα όρια.
Στον «ΦΙΛΗΒΟ» ο Πλάτων δείχνει τα πρώτα δύο ζεύγη αντιθέτων κατά σειρά και υπογραμμίζει την ιεραρχία που τα διακρίνει όταν γράφει: «Η αιώνια πραγματικότητα προκύπτει από την μονάδα και την πολλαπλότητα και στις ρίζες της έχει το όριο και το άπειρο». Το πεπερασμένο και το απεριόριστο, αυτή είναι η δημιουργία που οι ρίζες της βρίσκονται στον Θεό.
Η μονάς και η πολλαπλότητα είναι η Τριάδα, η πρώτη αρχή.
Ο αριθμός εμφανίζεται στην Τριάδα ως ο δεύτερος όρος της αντιθέσεως και, αν ταυτίζεται με το όριο, στην αρχή της δημιουργίας εμφανίζεται ως ο πρώτος όρος. Τότε πραγματικά μοιάζει με το αναλογικό μέσο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στα ελληνικά «αριθμός» και «λόγος» είναι 2 ακριβώς συνώνυμοι όροι.
Η αντίληψη που αναπτύσσει ο Πλάτων στην αρχή του «ΦΙΛΗΒΟΥ» –μια αντίληψη θαυμαστού βάθους και ευφορίας– είναι ότι κάθε έρευνα και κάθε τεχνική (π.χ. η έρευνα της γλώσσας, του αλφαβήτου, της μουσικής κ.τ.λ.) θα πρέπει να αναπαράγει, η κάθε μια στον τομέα της, την τάξη αυτής της αρχέγονης ιεραρχίας.
Αυτή είναι η ενότητα, ο αριθμός στην πιο ευρεία και απεριόριστην έννοια.
Οπότε, η διάνοια είναι η απεικόνιση της πίστεως.
Εφόσον στον Θεό ως δημιουργό υπάρχει ένα δεύτερο ζεύγος αντιθέτων, υπάρχει άρα και σε Αυτόν μια αρμονία και μια φιλία που δεν καθορίζονται αποκλειστικά από το δόγμα της Τριάδος. Θα πρέπει να υπάρχει επίσης στον Θεό ενότητα μεταξύ της δημιουργικής και της κοσμικής αρχής της ορίων της τάξης σε σχέση με την απεριόριστην αδρανήν ύλη. Για τον λόγον αυτό πρέπει να είναι θεϊκά Πρόσωπα όχι μόνο η αρχή των ορίων αλλά τόσο η αδρανής ύλη όσο και η συνένωση αυτών των 2 –εφόσον στον Θεό δεν μπορεί να υπάρχει σχέση που οι όροι της να μην είναι Πρόσωπα όπως άλλωστε Πρόσωπο πρέπει να είναι και ο δεσμός που τα συνδέει[8].
Όμως, η αδρανής ύλη δεν σκέφτεται, δεν μπορεί να είναι ένα Πρόσωπο.
Οι άλυτες δυσκολίες επιλύονται ξεπερνώντας το όριο.
Υπάρχει μια τομή, μια διασταύρωση ανάμεσα σε ένα Πρόσωπο και στην αδρανήν ύλη.
Αυτή η σταύρωση είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη την στιγμή του θανάτου, όταν οι περιστάσεις που προηγούνται του θανάτου έχουν γίνει τόσο βίαιες ώσπου να κάνουν αυτό το πρόσωπο πράγμα. Πρόκειται για τον θάνατο ενός σκλαβωμένου, μιας άθλιας σάρκας καρφωμένης πάνω σε έναν σταυρό.
Αν ο σκλαβωμένος αυτός είναι ο Θεός, αν είναι το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, αν είναι ενωμένος με το πρώτο πρόσωπο μέσω του θεϊκού δεσμού που είναι το τρίτο πρόσωπο, προκύπτει η τέλεια αρμονία όπως την συνέλαβαν οι Πυθαγόρειοι, μια αρμονία στην οποία βρίσκεται η μέγιστη απόσταση και η μέγιστη ενότητα μεταξύ των αντιθέσεων.
«Η κοινή σκέψη διακριτών υποκειμένων σκέψης». Δεν μπορεί να υπάρχει πιο ενιαία σκέψη από την σκέψη του μοναδικού Θεού.
Δεν μπορεί να υπάρχουν σκεπτόμενα όντα πιο διακριτά από τον Πατέρα και τον Υϊό την στιγμή που ο Υϊός βγάζει την αιώνιον κραυγή: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» Αυτή η στιγμή είναι η ακατανόητη τελειότητα της αγάπης. Είναι ο έρωτας που ξεπερνά κάθε κατανόηση.
Η οντολογική απόδειξη, η απόδειξη μέσω της τελειοποίησης (που, επιπλέον, δεν αποτελεί απόδειξη για την διάνοιαν αφ’ εαυτή παρά μόνο για την διάνοια που εμπνέεται από αγάπη), αυτή η απόδειξη όχι μόνον εγκαθιδρύει την πραγματικότητα του Θεού αλλά και την πραγματικότητα των δογμάτων της Τριάδας, της Ενσάρκωσης και του Πάθους.
Αυτή η βεβαίωση δεν σημαίνει ότι τα δόγματα θα μπορούσαν να βρεθούν από την ανθρώπινην διάνοια δίχως αποκάλυψη. Από την στιγμήν, όμως, που έκαναν την εμφάνισή τους τα δόγματα –επιβάλλονται από μόνα τους πάνω στην διάνοια (αν αυτή φωτίζεται από την αγάπη) με μιαν σιγουριά τέτοια που δεν μπορεί αυτή να αρνηθεί να δεθεί με αυτά, ακόμα και αν αυτά τα δόγματα βρίσκονται έξω από το πεδίο της και η διάνοια δεν μπορεί να τα επιβεβαιώσει ή να τα αρνηθεί.
Ο Θεός δεν είναι τέλειος –παρά μόνον ως Τριάδα. Και η αγάπη[9] που συνθέτει την Τριάδα βρίσκει την τελειοποίησή της μόνο στον Σταυρό. Ο Θεός επιθυμούσε να δώσει στον Υϊό του πολλά αδέρφια.
Ο Πυθαγόρειος ορισμός της φιλίας εφαρμόζει υπέροχα στην φιλία μας με τον Θεό και στις φιλίες μεταξύ ανθρώπων.
*
«ΦΙΛΙΑΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΡΜΟΝΙΟΝ ΙΣΟΤΗΤΑ». Αν κανείς εκλάβει την αρμονία υπό την έννοια του γεωμετρικού μέσου, αν κανείς κατανοήσει ότι ο μοναδικός διαμεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπου είναι ένα πλάσμα ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος, τότε περνά ευθέως[10] από αυτήν την Πυθαγόρειον ισότητα στο θαυμαστό κήρυγμα του Κατά Ιωάννην.
Μέσω της εξομοίωσης με τον Χριστό που είναι ένα με τον Θεό, το ανθρώπινο ον που έχει πεταχτεί στα βάθη της δυστυχίας του κατορθώνει ένα είδος ισότητας με τον Θεό, μια ισότητα που είναι η αγάπη.
Ο Αγ. Ιωάννης του Σταυρού, μιλώντας με την αυθεντία της πείρας για τους πνευματικούς γάμους, επαναλαμβάνει διαρκώς ότι στην υπέρτατην ένωση ο Θεός επιθυμεί να εγκαθιδρύσει ένα είδος ισότητας ανάμεσα στην ανθρώπινην ψυχή και στον ίδιο μέσω της αγάπης.
Ο Αγ. Αυγουστίνος λέει, επίσης: «Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο με τον σκοπό να γίνει ο άνθρωπος Θεός».
Η αρμονία είναι ο κανόνας για αυτό το είδος ισότητας, η αρμονία που είναι ο δεσμός μεταξύ των αντιθέτων, το αναλογικό μέσον, ο Χριστός.
Δεν είναι ευθέως μεταξύ Θεού και ανθρώπου που υπάρχει κάτι το ανάλογο με έναν δεσμόν ισότητος, είναι μεταξύ 2 σχέσεων που βρίσκεται.
Όταν ο Πλάτων στον «ΓΟΡΓΙΑ» μιλά για γεωμετρική ισότητα, αυτή η φράση είναι αναμφιβόλως ακριβώς ισοδύναμη με την έκφραση του Πυθαγόρα περί αρμονικής ισότητος.
Και οι 2 αυτές έννοιες συνιστούν αναμφιβόλως τεχνικές ορολογίες που το νόημά τους καθοριζόταν αυστηρά από την ισότητα μεταξύ 2 αναλογιών που είχαν ένα κοινό στοιχείο όπως ο τύπος .
Ως προς το επίθετο «γεωμετρική» (όταν χρησιμοποιείται σε όρους όπως «γεωμετρικό μέσο» και «γεωμετρική πρόοδος»), αυτό υποδεικνύει αναλογίες.
Οι φράσεις του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου που αναφέρθηκαν άνωθεν διακατέχονται τόσο καθαρά και εντατικά από την οπτική μιας αλγεβραϊκής εξίσωσης που είναι έκδηλο τι υπονοείται.
Ο Πλάτων δικαίως θα έλεγε οπωσδήποτε: «Η γεωμετρική ισότητα έχει μεγάλη δύναμη σε θεούς και ανθρώπους».
Αμέσως μετά από τον ορισμό περί φιλίας, την ίδια σημασία έχει και η επόμενη έκφραση στο ίδιο κείμενο: «Η φιλία ενώνει ουρανούς και γη, τους θεούς και τους ανθρώπους».
Επιγράφοντας στην πύλη της Σχολής του «ΜΗΔΕΙΣ ΑΓΕΩΜΕΤΡΗΤΟΣ ΕΙΣΙΤΩ», ο Πλάτων επιβεβαίωνε αναμφιβόλως με την μορφή ενός αινίγματος –και, άρα, ως ένα λογοπαίγνιο– την αλήθεια που εξέφρασε ο Χριστός με την φράση «ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΛΘΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΠΛΗΝ ΕΜΟΥ».
Η άλλη Πλατωνική εξίσωση «ΘΕΟΣ ΑΕΙ ΓΕΩΜΕΤΡΕΙ» είναι φανερό ότι έχει διπλήν έννοια και, ταυτογχρόνως, αναφέρεται στην τάξη του κόσμου και στην διαμεσολαβητική λειτουργία του Λόγου.
*
Συνοπτικά, η εμφάνιση στην Ελλάδα της Γεωμετρίας είναι η πιο εκτυφλωτική από όλες τις προφητείες που είχαν προμαντέψει την έλευση του Χριστού.
Μπορεί έτσι να καταλάβει κανείς πως η επιστήμη, εξαιτίας της απιστίας της, ενεπλάκη εν μέρει στην ρίζα του κακού όπως ο διάβολος εισήλθε στον Ιούδα όταν δέχθηκε ψωμί από το χέρι του Χριστού.
Τα αδιάφορα παραμένουν αδιάφορα για πάντα. Τα θεϊκά πράγματα είναι οι υποθέσεις αυτές που –όταν απαρνηθούν την αγάπη– αποκτούν διαβολικήν αποτελεσματικότητα. Στην αδιαφορία που έδειξε, μετά την Αναγέννηση, η επιστήμη προς την πνευματική ζωή φαίνεται πως υπάρχει κάτι το διαβολικό.
Θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε αυτό να το επανορθώσουμε μέσω μιας απόπειρας να κρατήσουμε την επιστήμη αποκλειστικά στο Βασίλειο της Φύσης.
Είναι λάθος ότι η επιστήμη ανήκει εξ ολοκλήρου σε αυτήν την σφαίρα. Ανήκει εκεί μόνο μέσω των αποτελεσμάτων και των πρακτικών της εφαρμογών αλλά όχι μέσω της έμπνευσής της –διότι στην επιστήμη, όπως στην τέχνη, κάθε πραγματική καινοτομία αποτελεί έργο της πνευματικής ιδιοφυΐας. Και η μεγαλοφυΐα είναι υπερφυσική, σε αντίθεση με το ταλέντο.
Η επιστήμη δεν ανήκει στο πεδίο της Φύσης ούτε μέσω της δράσης της πάνω στην ψυχή, διότι την πίστη είτε την δέχεται[11] είτε την απορρίπτει –ενώ δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορη ως προς αυτήν. Αν θα έπρεπε η επιστήμη να ξαναγίνει πιστή στην καταγωγή και στον προορισμό της, θα έπρεπε για την Χάρη να είναι η ορθότητα της επιδεικτικής μεθόδου στα Μαθηματικά ό,τι είναι για την Χάρη η μουσική τεχνική στο Γρηγοριανό μέλος. Στις Γρηγοριανές ψαλμωδίες υπάρχει υψηλότερος βαθμός μουσικής τεχνικής απ’ ό,τι στον ίδιο τον Μπαχ και τον Μότσαρτ. Το Γρηγοριανό μέλος είναι, ταυτόχρονα, καθαρή τεχνική και αγνή αγάπη, κάτι που συμβαίνει σε κάθεν υψηλή τέχνη.
Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στην επιστήμη η οποία, όπως η τέχνη, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια ειδική αντανάκλαση της Ομορφιάς του Κόσμου.
Αυτό συνέβαινε στην Ελλάδα.
Στην Τέχνη της Γεωμετρίας η αυστηρότητα στην επίδειξη είναι το υλικό της –όπως στην γλυπτική το υλικό της είναι ο λίθος.
Ο Πυθαγόρειος ορισμός της φιλίας όταν εφαρμοστεί μεταξύ Θεού και ανθρώπου εμφανίζει την διαμεσολάβηση ουσιαστικά ως αγάπη και την αγάπη ουσιαστικά ως τον διαμεσολαβητή. Αυτό εκφράζει ο Πλάτων στο «ΣΥΜΠΟΣΙΟ».
Ο ίδιος ορισμός εφαρμόζεται και στην φιλία μεταξύ ανθρώπων (αν και αυτό είναι «πλέον» δύσκολο) αφού λέει ο Φιλόλαος «ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΓΕΝΟΥΣ, ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΡΙΖΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΘΕΣΕΩΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑΣ».
Είναι σημαντικό ότι οι Πυθαγόρειοι διάλεξαν για την φιλία έναν ορισμό που δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων παρά μόνο σε έσχατη ανάγκη. Η φιλία είναι πρωτίστως φιλία στον Θεό ανάμεσα σε θεϊκά πρόσωπα. Έπεται η φιλία ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο. Μόνο στο τέλος υπάρχει φιλία μεταξύ 2 ή περισσοτέρων ανθρώπων.
Αυτή η ιεραρχία δεν εμποδίζει το ότι υπήρξε ανθρώπινη φιλία στους Πυθαγορείους στον τέλειον βαθμό, αφού σε αυτούς ανήκε το πιο φημισμένο ζεύγος φίλων, ο Δάμων και ο Φιντίας[12].
Εμπνευσμένος από την Πυθαγόρειο παράδοση ώστε να τοποθετεί την φιλία στις αρετές ήταν αναμφιβόλως ο Αριστοτέλης. Εάν δεν υπερέβαλε ο Ιάμβλιχος, οι Πυθαγόρειοι αναγνώριζαν, και εφήρμοζαν μεταξύ τους σε θαυμαστήν κλίμακα, μιαν εντολή παρόμοια με την τελευταία εντολή που έδωσε ο Χριστός στους μαθητές του: «ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ»,
Ο Πυθαγόρειος ορισμός ισχύει για τους ανθρώπους επειδή –αν και στην πραγματικότητα ανήκουν κι αυτοί στο ίδιο γένος, στην ίδια ρίζα και στην ίδια θέση– δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο σκέψεως.
Για κάθεν άνθρωπον, ο εαυτός του είναι το ΕΓΩ και όλοι οι υπόλοιποι είναι οι ΑΛΛΟΙ.
Το ΕΓΩ του είναι το κέντρο του κόσμου.
Αυτή η κεντρική θέση αντιπροσωπεύεται στον χώρο από την προοπτική.
Οι ΑΛΛΟΙ, δηλαδή αυτά τα τμήματα του διαστήματος στο σύμπαν που είναι περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά –ανάλογα με το αν είναι περισσότερο ή λιγότερο πλησίον του ΕΓΩ– ως επί το πλείστον δεν έχουν σημασία.
Μπορεί να συμβεί ώστε ένας άνθρωπος να μεταφέρει την κεντρική θέση εκτός του εαυτού του, σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, γνωστό ή άγνωστο προσωπικά στον ίδιο, και σε αυτό να βάλει τα πλούτη και την καρδιά του. Τότε, αυτός ο ίδιος γίνεται απλά ένα τμήμα του σύμπαντος, άλλοτε σχετικά σημαντικό και άλλοτε πάρα πολύ μικρό. Ο ακραίος φόβος, όπως και ένα ορισμένο είδος αγάπης, μπορεί να έχει αυτό το αποτέλεσμα. Και στις 2 αυτές περιπτώσεις, όταν ένας άνθρωπος βρει το κέντρο του σύμπαντος σε έναν άλλο, αυτή η μεταφορά είναι πάντοτε το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού μηχανικών δυνάμεων που υποτάσσουν βίαια τον πρώτο στον δεύτερο. Το αποτέλεσμα προκύπτει αν ο συνδυασμός δυνάμεων είναι τέτοιος που κάθε σκέψη του πρώτου για το μέλλον, ζητήματα ελπίδας και φόβου, διαβούν αναγκαστικά μέσω του δευτέρου.
Υπάρχει, ουσιαστικά, μια ταυτότητα στον βίαιο και μηχανικό χαρακτήρα της υποταγής όταν υπάρχουν σχέσεις φαινομενικά τόσο διαφορετικές που συνδέουν έναν σκλάβο στον δεσπότη του, έναν αδύναμο σ’ έναν ευεργέτη,[13] έναν γέρο-στρατιώτη στον Ναπολέοντα, έναν συγκεκριμένον τύπο εραστή, έναν πατέρα, μια μητέρα, μια αδελφή, έναν φίλο κ.ο.κ. Μια τέτοιου είδους σχέση μπορεί να συνδέσει 2 ανθρώπους για ένα μικρό χρονικό διάστημα, έναν μήνα, μια μέρα, λίγα λεπτά –εκτός περιπτώσεων όπου ένας άνθρωπος υποτάσσεται με την βία σε έναν άλλον που τον στερεί για κάποιον χρόνο από την ικανότητα σκέψεως σε πρώτο πρόσωπο, ο καθένας μεταχειρίζεται τους άλλους όπως μεταχειρίζεται τα αδρανή αντικείμενα (είτε το μπορεί είτε αν το σκέπτεται). Αυτό συμβαίνει όταν 2 άνθρωποι συναντώνται κάτω από συνθήκες τέτοιες που κανείς δεν υπακούει στον άλλο και που κάθε ένας έχει ανάγκη εξίσου την συγκατάθεση του άλλου. Τότε ο κάθε ένας, δίχως να πάψει να σκέφτεται το ΕΓΩ, κατανοεί πράγματι ότι και ο άλλος σκέφτεται το ΕΓΩ. Τότε επέρχεται ως ένα φυσικό φαινόμενο η Δικαιοσύνη. Ο σκοπός του νομοθέτη είναι –πρέπει να είναι– να κάνει αυτές τις περιστάσεις όσο το δυνατόν περισσότερες. Ωστόσο, η Δικαιοσύνη που προκαλείται με τον τρόπον αυτό, δεν συνιστά αρμονία και είναι δικαιοσύνη χωρίς φιλία. Τις φυσικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων προσδιορίζει στην εντέλεια μια φράση που θέτει ο Θωκοδίδης στο στόμα κάποιων Αθηναίων: «Εφόσον έτσι έχει το ανθρώπινο μυαλό, η δικαιοσύνη ενός ζητήματος εξετάζεται μόνο αν υπάρχει μια ίση ανάγκη και από τις δύο πλευρές. Αντιθέτως, αν ο ένας είναι δυνατός και ο άλλος αδύναμος, η πιθανή δικαιοσύνη εκτελείται από τον πρώτο και γίνεται αποδεκτή από τον δεύτερο». Και προσθέτει: «Όπως το γνωρίζουμε για τον άνθρωπο, πιστεύουμε ότι και για τους θεούς ισχύει ότι αναγκαίος νόμος της φύσεώς τους είναι να εξουσιάζουν όποτε το μπορούν».
Εκτός των περιπτώσεων όπου και στις δύο πλευρές υπάρχει εξίσου ανάγκη, η Δικαιοσύνη είναι μια υπερφυσική φιλία που προκύπτει από την αρμονία. Η αρμονία είναι η ενότητα των αντιθέτων. Τα αντίθετα είναι ο Θεός και ο άνθρωπος, το ον που είναι το κέντρο του κόσμου και το ον που είναι ένα μικρό κομμάτι του κόσμου. Ενότητα μπορεί να υπάρχει μόνο αν η σκέψη –σε ό,τι συμπεριλαμβάνει– κάνει ένα εγχείρημα ανάλογο με αυτό που επιτρέπει την αντίληψη του χώρου: ωθώντας προς τα πίσω τις ψευδαισθήσεις της προοπτικής στην πραγματική τους θέση.
Εκείνο που πρέπει να αναγνωριστεί είναι πως τίποτε στον κόσμο δεν είναι το κέντρο του κόσμου, πως το κέντρο του κόσμου βρίσκεται εκτός του κόσμου, πως τίποτε δω κάτω δεν έχει το δικαίωμα να λέει ΕΓΩ. Για χάρη του Θεού, λόγω της αγάπης για τον Θεό και την αλήθεια, πρέπει κανείς να αποκηρύξει αυτήν την απατηλήν ικανότητα που ο Θεός μας χορήγησε ώστε να σκεφτόμαστε σε πρώτο πρόσωπο. Μας την παραχώρησε ώστε να καταστεί για εμάς εφικτό να την απαρνηθούμε μέσω της αγάπης.
Μόνον ο Θεός έχει το δικαίωμα να λέει «ΕΓΩ άρχω» –«ο Ων» είναι το όνομά του και δεν ανήκει σε κανένα άλλο ον. Αυτή η απάρνηση, όμως, δεν έγκειται στο να μεταφέρει κανείς αξιωματικά στον Θεό την δική του θέση στο κέντρο του κόσμου, όπως μερικοί άνθρωποι την μεταφέρουν σε έναν άλλον άνθρωπο. Αυτό θα ισοδυναμούσε με το να αγαπά κανείς τον Θεό όπως ο Ιππόλυτος την Φαίδρα, όπως ο Πυλάδης τον Ορέστη. Ορισμένοι έτσι αγαπούν τον Θεό.
Το «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ» του Θεού (που είναι πραγματικό) διαφέρει απείρως από το ψεύτικο «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ» των ανθρώπων. Ο Θεός δεν είναι πρόσωπο με τον τρόπο που πιστεύει ο άνθρωπος. Εδώ, αναμφιβόλως, βρίσκεται η έννοια αυτού του βαθυστόχαστου Ινδουϊστικού ρητού που λέει ότι ο Θεός πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως προσωπικός και απρόσωπος ταυτόχρονα. Μόνο η αληθινή απάρνηση της ικανότητας να σκέφτεται τα πάντα σε πρώτο πρόσωπο, η απάρνηση που δεν αποτελεί μιαν απλή μεταφορά, χαρίζει σε έναν άνθρωπο την γνώση ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι σύντροφοί του. Αυτή η απάρνηση είναι αγάπη για τον Θεό, είτε είναι το όνομά του παρόν στην σκέψη είτε όχι. Αυτός είναι ο λόγος που οι 2 εντολές τελικά καταλήγουν σε 1. Τυπικά, η αγάπη για τον Θεό τίθεται πρώτη. Στην πραγματικότητα, όμως, καθώς κάθε συγκεκριμένη σκέψη των ανθρώπων έχει ένα πραγματικό αντικείμενο, αυτή η απάρνηση εξ ανάγκης λειτουργεί όταν η σκέψη εφαρμόζεται είτε σε αντικείμενα είτε σε ανθρώπους.
Στην πρώτη περίπτωση, η αγάπη για τον Θεό εμφανίζεται πρωτίστως ως μια εμμονή, μια αφοσίωση, στην Ομορφιά του Κόσμου. Είναι η αντίληψη των Στοϊκών[14] για την αγάπη του πεπρωμένου «amor fati», η προσκόλληση σε αυτήν την διανομή φωτός και υγρασίας που γίνεται χωρίς διακρίσεις και που εδώ κάτω εκφράζει την τελειότητα του ουράνιου πατέρα μας. Στην δεύτερη περίπτωση, η αγάπη για τον Θεό εμφανίζεται πρωτίστως ως αγάπη για τον πλησίον και, πάνω απ’ όλα, για τους αδύναμους και δυστυχείς που –σύμφωνα με τους νόμους της φύσης– δεν προσέχουμε καν όταν περνούμε δίπλα τους. Κατά τα λοιπά, όπως είναι υπερφυσική η πραγματική συμπόνοια, το ίδιο υπερφυσική είναι και η πραγματική ευγνωμοσύνη. Η αποκήρυξη της ικανότητας σκέψεως σε α΄ πρόσωπο είναι η εγκατάλειψη όλων των επίγειων αγαθών προκειμένου κανείς να ακολουθήσει τον Χριστό. Ολόκληρος ο θησαυρός ενός ανθρώπου είναι απλά το Σύμπαν ολόκληρο όταν το αντικρύσει με τον ίδιον ως κέντρο.
Οι άνθρωποι αγαπούν τα πλούτη, την ισχύ και το κοινωνικό κύρος μόνο και μόνον επειδή ενισχύουν την ικανότητα σκέψεως του ΕΓΩ. Αν κανείς, όπως ο Αγ. Φραγκίσκος της Ασσίζης, αποδεχθεί την φτώχεια, δηλαδή την απορία –με την κυριολεκτική σημασία της λέξεως– τότε αυτό ισοδυναμεί με το να αποδεχθεί πως δεν είναι τίποτε ο ίδιος από πλευράς του τρόπου με τον οποίον εμφανίζεται στους άλλους και στον εαυτό του (όπως και όντως δεν είναι τίποτα). «Αν ένας άνθρωπος ήθελε να γίνει αόρατος, το μόνο σίγουρο μέσο είναι να γίνει άπορος», λέει ένα Ισπανικό φολκλόρ τραγούδι. Μια τέτοια αποδοχή είναι ο υψηλότερος βαθμός αγάπης και αλήθειας.
Όταν κάποιος εφαρμόζει το ρητό «ΦΙΛΙΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΡΜΟΝΙΟΝ ΙΣΟΤΗΤΑ» στους ανθρώπους, η αρμονία έχει το νόημα της ενότητας των αντιθέτων. Τα αντίθετα είναι το ΕΓΩ και ο ΑΛΛΟΣ, αντίθετα τόσο απόμακρα, 2 άκρα, που αποκτούν ενότητα μόνο στον Θεό.
Η φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους και η δικαιοσύνη είναι το ένα και το ίδιο πράγμα (εκτός της περιπτώσεως όπου η δικαιοσύνη επιβάλλεται από εξωτερικές περιστάσεις).
Και ο Πλάτων στο «ΣΥΜΠΟΣΙΟ» δείχνει αυτήν την ταυτότητα μεταξύ τέλειας δικαιοσύνης και αγάπης. Τα Ευαγγέλια εναλλάσσουν την χρήση των λέξεων «Δικαιοσύνη» και «Αγάπη» με την ίδια νοηματοδότηση όποτε τίθεται ζήτημα για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων. Εκεί η λέξη «Δικαιοσύνη» χρησιμοποιείται αρκετές φορές για να αναφερθεί η ελεημοσύνη. «Δίκαιοι» αποκαλούνται εκείνοι που ευχαριστεί ο Χριστός επειδή του έδωσαν τροφή όταν αυτός πεινούσε.
Τέλειοι φίλοι είναι 2 άνθρωποι που –ενώ έχουν συχνή επαφή κατά ένα σημαντικό τμήμα της ζωής τους– είναι πάντοτε δίκαιοι ο ένας προς τον άλλον. Μια πράξη δίκαια αποτελεί μια φωτεινή λάμψη φιλίας που την κάνει να υψωθεί μεταξύ 2 ανθρώπων μια φευγαλέα περίσταση.
Η μονόπλευρη δικαιοσύνη είναι ακρωτηριασμένη.
Ο Θεός είναι ο διαμεσολαβητής σε κάθε μια από τις 3 σχέσεις που υπονοούνται με την λέξη «ΦΙΛΙΑ»: είναι μεσολαβητής με τον εαυτό του, μεσολαβητής με τον άνθρωπο και μεταξύ των ανθρώπων. Ο Θεός είναι ουσιαστικά διαμεσολάβηση. Ο Θεός είναι ο μοναδικός κανόνας αρμονίας. Να γιατί κατάλληλο για την εξύμνησή του είναι το τραγούδι.
Ο Χριστός, λέγοντας «ΟΥ ΓΑΡ ΕΙΣΙ ΔΥΟ Η΄ ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΗΓΜΕΝΟΙ ΕΙΣ ΤΟ ΕΜΟΝ ΟΝΟΜΑ, ΕΚΕΙ ΕΙΜΙ ΕΝ ΜΕΣΩ ΑΥΤΩΝ», υποσχέθηκε στους φίλους του, κατ’ επέκτασιν, τον απείρως πολύτιμο θησαυρό της ανθρώπινης φιλίας. Σε οποιοδήποτε, όμως, σημείο του χρόνου και του χώρου κι αν βρεθούν 2 πραγματικοί φίλοι –εξαιρετικά σπάνιο– ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσά τους οποιοδήποτε κι αν είναι το όνομα του Θεού που επικαλούνται. Κάθε αληθινή φιλία προέρχεται από τον Χριστό.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια μορφή απάρνησης της προσωπικότητας και ένα είδος φιλίας όπου ο Χριστός ποτέ δεν είναι παρών, ακόμα κι αν επικαλούνται το όνομά του κατηγορηματικά και με πάθος. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιος αποκηρύξει το α΄ ενικό πρόσωπο μόνο και μόνο για να το αντικαταστήσει με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο.
Τότε, οι όροι που συνδέονται δεν είναι πια «ΕΓΩ» και ο «ΑΛΛΟΣ» ή ακόμα «ΕΓΩ» και οι «ΑΛΛΟΙ» αλλά ομογενή κομμάτια μας. Έτσι, οι όροι αυτοί είναι ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΕΙΔΟΥΣ, ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΡΙΖΑΣ, ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ.
Άρα, έπεται από το αξίωμα του Φιλόλαου ότι δεν μπορούν να συνενωθούν με αρμονία.
Συνδέονται από μόνοι τους και δίχως διαμεσολάβηση.
Δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσά τους, δεν υπάρχει κενό διάστημα αναμεταξύ τους ώστε να εισέλθει ο Θεός.
Τίποτε δεν είναι πιο αντίθετο στην φιλία από την αλληλεγγύη, είτε αυτή η αλληλεγγύη βασίζεται στην συντροφικότητα ή την προσωπική συμπάθεια είτε στην συμμετοχή σε μιαν κοινή κοινωνικήν ομάδα ή στις ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις είτε στο ίδιο έθνος ή στην ίδια θρησκευτικήν πίστη.
Οι σκέψεις που, ρητά ή σιωπηρά, συμπεριλαμβάνονται στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο απομακρύνονται απεριόριστα έτι περαιτέρω από την δικαιοσύνη σε σχέση με αυτές που συμπεριλαμβάνουν το α΄ ενικό πρόσωπο –διότι το α΄ πληθυντικό πρόσωπο δεν επιδέχεται εμπλοκή σε μια σχέση 3 όρων όπου ο μεσαίος όρος είναι ο Θεός.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Πλάτων –πολύ πιθανόν, εμπνευσμένος από τους Πυθαγορείους– αποκαλούσε ό,τι το συλλογικό «κτηνώδες».
Αυτό το τέχνασμα είναι το πιο επικίνδυνο από όλες τις παγίδες που έχουν στηθεί εδώ κάτω.
Αμέτρητοι Χριστιανοί έχουν πέσει στην παγίδαν αυτή στην πορεία των αιώνων, πέφτουν σε αυτήν ακόμα και στην εποχή μας.
Η υπερφυσική δικαιοσύνη, φιλία ή αγάπη βρίσκονται κρυμμένες σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις όπου (χωρίς να υπάρχει μια ισότητα δύναμης ή ανάγκης) υπάρχει μια διερεύνηση για αμοιβαία συνεννόηση. Ο πόθος για αμοιβαία συγκατάθεση είναι φιλευσπλαγχνία. Πρόκειται για μιαν απομίμηση της ακατανόητης φιλανθρωπίας που πείθει τον Θεό να μας παραχωρήσει την αυτονομία μας.
Εκτός από την Χάρη της Τριάδας, την Χάρη της Ενσάρκωσης, την Χάρη μεταξύ Θεού και ανθρώπου[15] και την Χάρη μεταξύ ανθρώπων, υπάρχει και μια πέμπτη μορφή αρμονίας που αφορά τα πράγματα. Αυτά περιβάλλουν επίσης τον άνθρωπο στον βαθμό που και ο άνθρωπος –δηλαδή, ο ολόκληρος άνθρωπος, ψυχή τε και σώματι (πλην της ικανότητας της ελεύθερης αποδοχής)– είναι ένα πράγμα. Αυτή η πέμπτη μορφή αρμονίας περιβάλλει σφαιρικά ό,τι αποκαλείται από τον καθέναν «εαυτός».
Δεν αφορά πρόσωπα, δεν αφορά φιλία.
Αυτή συνδέεται με 2 αντίθετα: με την αρχή που θέτει όρια και με την αρχή που δέχεται όρια απ’ έξω, δηλαδή με τον Θεό και την αδρανήν ύλη.
Το ενδιάμεσο είναι το όριο, το δίκτυ των ορίων, το οποίο συγκρατά όλα τα πράγματα σε ενιαία τάξη και για το οποίο ο Λάο-Σου είπε «Το δίχτυ του ουρανού είναι τεράστιο αλλά κανείς δεν μπορεί να το διαπεράσει».
Η ιδέα για αυτό το ζεύγος των αντιθέτων δεν είναι προφανής, εκ πρώτης όψεως μάλιστα, είναι πολύ σκοτεινή αλλά και πολύ βαθειά.
Συνοψίζει όλες τις σημαντικές κατασκευές που οικοδομήθηκαν δια μέσω των αιώνων κάτω από το όνομα «θεωρίες της γνώσης».
Σύμφωνα με τον Φιλόλαο, ο αριθμός είναι που δίδει σώμα στα πράγματα. Και προσθέτει ότι ο αριθμός κατορθώνει να έχει αυτήν την επίδραση ώστε να τα καθιστά κατανοητά.
Αυτό προβλέπεται από την φύση του αριθμού ως γνώμονα. Η λέξη «γνώμων» -εάν εκληφθεί υπό την πρωταρχική της σημασία– είναι ο κατακόρυφος στύλος πάνω στην πλάκα του ηλιακού ρολογιού[16]. Αυτός ο στύλος παραμένει ακίνητος ενώ η σκια του περιστρέφεται και αλλάζει μήκος. Η μεταβολή της σκιας καθορίζεται από την σταθερότητα του στύλου εξαιτίας της κίνησης του Ηλίου που γυρίζει.
Αυτήν την σχέση σήμερα οι μαθηματικοί την χαρακτηρίζουν με τις ονομασίες «αμετάβλητο» και «σύνολο μεταβλητών». Αυτή είναι μια από τις θεμελιώδεις ιδέες του ανθρώπινου μυαλού.
Προκαλεί έκπληξη το να διαβάζει κανείς ότι ο αριθμός δίδει σώμα στα πράγματα. Θα περιμέναμε να δίδει σχήμα. Όμως, το ρητό του Φιλόλαου είναι κυριολεκτικά ορθό.
Κάθε περιεκτική και σωστή ανάλυση της αντίληψης, των ψευδαισθήσεων, της φαντασίας, των ονείρων, όλων εκείνων των καταστάσεων που πλησιάζουν λιγότερο ή περισσότερο τις παραισθήσεις δείχνουν ότι η αντίληψη του πραγματικού κόσμου διαφέρει από τις πλάνες που της μοιάζουν, μόνο και μόνον επειδή το πραγματικό εμπεριέχει την επαφή με την φυσικήν ανάγκη (σε αυτό το σημείο, την μεγαλύτερην αντίληψιν ώστε να διακρίνουν σωστά την έδειξαν οι Maine de Biran, Lagneau και Alain).
Η αναγκαιότητα[17] μας εμφανίζεται πάντοτε ως ένα σύνολο νόμων μεταβολής που καθορίζονται από παγιωμένες σχέσεις και σταθερές. Για τον ανθρώπινον νου, η πραγματικότητα είναι επαφή με την αναγκαιότητα. Εδώ υπάρχει μια αντίφαση, διότι η αναγκαιότητα είναι νοητή –όχι ψηλαφητή.
Έτσι, το συναίσθημα της πραγματικότητας συνθέτει μιαν αρμονία και ένα μυστήριο.
Πείθουμε τους εαυτούς μας για την πραγματικότητα ενός αντικειμένου γυρίζοντας τριγύρω του ολόγυρα, ένα εγχείρημα που επιτυγχάνει να παράγει ποικίλα φαινόμενα: αυτά καθορίζονται από την σταθερότητα μιας μορφής που από κάθεν οπτική γωνία φαίνεται διαφορετική αλλά που διαφέρει απ’ ό,τι μας φαίνεται, είναι εξωτερική αυτού και το υπερβαίνει. Με τον τρόπον αυτό, ξέρουμε ότι το αντικείμενο είναι πραγματικό και όχι μια οπτασία, ότι έχει σώμα.
Πράγματι, το σώμα του πράγματος αυτού το αποτελούν οι ποσοτικές σχέσεις, οι οποίες παίζουν τον ρόλο του γνώμονος. Ο Lagneau (στον οποίο, αναμφιβόλως, ο Φιλόλαος και το ρητό του ήταν άγνωστοι) έκανε την ανάλυσην αυτή μέσω ενός κύβου. Καμιά από τις φαινομενικές όψεις ή θεάσεις του κουτιού δεν είχε την μορφή ενός κύβου αλλά όποιος περιέστρεφε το κουτί ολόγυρα ήξερε ότι η κυβική μορφή είναι αυτή που αποφασίζει για την μεταβλητότητα της κάθε φαινομενικής όψεως.
Αυτός ο καθοριστικός παράγοντας συνθέτει τόσο καλά στα μάτια μας το σώμα του αντικειμένου που, κοιτάζοντας το κουτί, πιστεύουμε ότι βλέπουμε έναν κύβο –κάτι, όμως, που ποτέ δεν συμβαίνει (ποτέ δεν βλέπουμε κύβο, δηλαδή).
Από τις φαινομενικές όψεις που παράγει η προοπτική ποτέ δεν προκύπτει σχέση με τον κύβο.
Η σχέση του κύβου μοιάζει με την σχέση του στύλου στην πλάκα του ηλιακού ρολογιού με τις σκιες.
Το παράδειγμα του κύβου ίσως είναι ακόμη πιο όμορφο.
Κάθε μια από αυτές τις σχέσεις μπορεί –μέσω μιας μετάθεσης κατ’ αναλογίαν– να παράσχει την κλείδα, το κλειδί για το σύνολο της ανθρώπινης γνώσεως.
Προκύπτει μεγάλο όφελος αν κανείς σκεφτεί απεριόριστα για αυτές τις σχέσεις.
Για εμάς, η πραγματικότητα του Σύμπαντος είναι η αναγκαιότητα της οποίας η δομή είναι αυτή του γνώμονος όταν υποστηρίζεται από κάτι. Η αναγκαιότητα πρέπει να έχει ένα στήριγμα διότι αφ’ εαυτής είναι εξαρτημένη από κάτι άλλο. Δίχως μια βάση, δεν είναι παρά αφηρημένη, αφαίρεση.
Πάνω σε μιαν βάση, αποτελεί την ίδια την πραγματικότητα της δημιουργίας.
Για την βάσην αυτή δεν μπορούμε να έχουμε την παραμικρήν ιδέα.
Οι Έλληνες, ωστόσο, είχαν.
Οι Έλληνες είχαν την λέξη «άπειρον» που σημαίνει ταυτόχρονα «απεριόριστο» και «ακαθόριστο».
Είναι αυτό που ο Πλάτων αποκαλεί «υποδοχέα», «δοχείο», «μήτρα», «καλούπι», μάτριξ, «εντύπωση», «πρότυπο», «αρχέτυπο»: την ουσία που είναι η μητέρα όλων των πραγμάτων και, ταυτόχρονα, μένει πάντα αδιάφθορο, πάντα παρθένο. Το νερό, το ύδωρ, είναι η καλύτερη απεικόνισή του διότι δεν έχει ούτε μορφή ούτε χρώμα, αν και είναι ορατό και απτό.
Είναι αδύνατον εδώ να μην παρατηρήσουμε ότι οι λέξεις «ύλη-matter», «μητέρα-μήτρα-mother», «θάλασσα-mare-mer», «παρθένος-mere-αγνός», Μαρία, μοιάζουν μεταξύ τους τόσο πολύ που μοιάζουν ταυτόσημες. Αυτός ο χαρακτήρας του ύδατος λαμβάνεται στο βάπτισμα υπ’ όψιν λόγω της συμβολικής του χρησιμότητας και λιγότερο λόγω της ικανότητάς του να καθαίρει.
Για εμάς, η ύλη είναι απλά και μόνον ό,τι υπόκειται στην αναγκαιότητα. Τίποτε άλλο δεν ξέρουμε γι’ αυτήν.
Η αναγκαιότητα για εμάς συνίσταται στους ποσοτικούς νόμους της μεταβολής των φαινομενικών όψεων. Όπου δεν υπάρχει ποσότητα, υπάρχει κάτι το ανάλογο: ένας ποσοτικός νόμος μεταβολής, δηλαδή μια λειτουργική συνάρτηση. Συνάρτηση είναι αυτό που οι Έλληνες αποκαλούσαν ως αριθμό ή σχέση, «αριθμός» ή «λόγος» και είναι αυτό που αποτελεί το όριο.
Η πιο κατανοητή εικόνα για αυτήν την συνάρτηση παρέχεται μέσω μιας συνεχόμενης σειράς τριγώνων που έχουν τις ίδιες γωνίες.
Αυτό αποτελεί μιαν αναλογία.
Η ιδέα της λειτουργικής συνάρτησης αποκαλύπτεται μέσω της Γεωμετρίας.
Η αναγκαιότητα είναι εχθρός του ανθρώπου όσο αυτός σκέφτεται στο α΄ πρόσωπο. Η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος έχει με την αναγκαιότητα τα 3 είδη σχέσεων που έχει με τους άλλους ανθρώπους. Στην φαντασία του ή μέσω της άσκησης κοινωνικής ισχύος φαίνεται πως είναι υπόδουλη σε αυτόν. Στις αντιξοότητες, στις στερήσεις, στις οδύνες αλλά –πάνω απ’ όλα– στην θλίψη του, φαίνεται ως ένας απόλυτος και βίαιος αφέντης.
Στην μεθοδική δράση υπάρχει ένα σημείο ισοζυγίου όπου η αναγκαιότητα, λόγω του εξαρτημένου της χαρακτήρα, παρέχει στον άνθρωπο τόσο εμπόδια όσο και μέσα ως προς τους σκοπούς που εν μέρει επιδιώκει. Εκεί υπάρχει ένα είδος εξίσωσης ανάμεσα στην θέληση του ανθρώπου και στην γενικότερην αναγκαιότητα.
Αυτό το σημείο ισοζυγίου αποτελεί για τις σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο ό,τι αποτελεί η φυσική δικαιοσύνη για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στην οργάνωση της εργασίας, της τεχνολογίας, κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας θα πρέπει κανείς όσο το δυνατόν να φτάσει αυτό το σημείο ισορροπίας.
Το συγκεκριμένο καθήκον του νομοθέτη είναι να δημιουργήσει στην κοινωνική ζωή, στην πληρέστερην έκταση του εφικτού, τις φυσικές εικόνες-πρότυπα των υπερφυσικών αρετών.
Αυτό το ενεργό ισοζύγιο μεταξύ ανθρώπου και γενικότερης αναγκαιότητας, ενωμένο με την ισορροπία ισχύος και απαιτήσεων μεταξύ ανθρώπων, θα αποτελούσε την φυσικήν ευτυχία (αν μπορούσε κάτι τέτοιο να υπάρξει για πολύν καιρό). Η φιλοδοξία για την φυσικήν ευτυχία είναι θετική, υγιής και πολύτιμη, όπως είναι καλό για την υγεία ενός παιδιού να ελκύεται προς την τροφή από την μυρωδιά της (αν και είναι η χημική σύνθεση που αποτελεί το καλό στην τροφή και όχι η μυρωδιά).


[1] Σημείωμα του μεταφραστή: Βλ. τα έργα και τις μεταφράσεις: «Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ», «ΕΝΑ ΒΕΛΟΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ» (Α. Καίσλερ), «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ» (Α.Καμύ - Α.Καίσλερ), «ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΝ» (Α.Καμύ). Παραθέτω από τον «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ»: «Το τόξο λυγίζει, το ξύλο φωνάζει. Στην κορυφή της υψηλότερης έντασης, θα ξεπηδήσει η ορμή ενός ευθυτενούς βέλους, η πιο σκληρή κι ελεύθερη τροχιά».
[2] Σημείωμα του μεταφραστή: κανονικά, ο Ιωσήφ. Το κείμενο –ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ, νομίζω ακράδαντα– λέει ευθέως ότι άλλος είναι ο Ιησούς (ΕΙΣ ΟΥΣ) και άλλος ο Χριστός. Εξυπακούεται ότι έχει κανείς υπ’ όψιν του την Αίγυπτο αλλά και την φράση «πηγή χρηστού», δηλ χρήστη.
[3] Σημείωμα του μεταφραστή: η ερμηνεία είναι ότι εννοεί τον Χριστό. Βλ. και μετάφραση Τζωρτζ Όργουελ: «ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» και «Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΡΩΣΣΙΑ» περί των ρητών και της διδασκαλίας του. Βλ. και την απόλυτη ταύτιση ως κυβερνητικού και εκκλησιαστικού οργάνου του Υπουργείου Πληροφοριών (Ministry of Information-M.O.I.) Όργουελ («1984») και Καμύ (“COMBAT”).
[4] Σημείωμα του μεταφραστή: βλ. Αλμπέρ Καμύ «ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΑΛΟΓΟΝ». Για το θέμα της αρμονίας βλ. την θεωρία Χρήστου Παπαχριστόπουλου ότι ο Καμύ ΕΙΝΑΙ ο αρχαίος Κάδμος, αδελφός της Ευρώπης, σύζυγος της Αρμονίας, ιδρυτής των Αθηνών και των Θηβών.
[5] Σημείωμα του μεταφραστή: βλ. την εισαγωγή στην διπλωματική εργασία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ:Ελληνισμός και Χριστιανισμός (Πλωτίνος και Αγ. Αυγουστίνος)» με αναφορές στις Χρυσές Πλάκες του Κρότωνος των Πυθαγορείων, το θεατρικό έργο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» και το άρθρο «ΠΡΟΟΙΜΙΟ-ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» (μεταφράσεις Α. Καμύ).
[6] Σημείωμα του μεταφραστή: βλ. το ζήτημα συνδέεται με τον ορθολογική ερμηνεία των Ευαγγελίων, με τις αρχιτεκτονικές καμπύλες του Παρθενώνος και το «αξίωμα του Θεού». Βλ. την διάλεξη στον Παρνασσό με θέμα «ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ», την διάλεξη στην Στοκχόλμη για την Τέχνη με θέμα «ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΝ», το δοκίμιο «ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ» και τα ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ ΤΡΙΑ (μεταφράσεις Α. Καμύ). Ακόμα, το δοκίμιο «Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» της Σιμόν Βέϊλ.
[7] Σημείωμα του μεταφραστή: μετά την αναφορά σε «αποδείξεις», «ομολογίες» και «συμφωνίες», επισημαίνεται η χρήση των λέξεων «όριο», «αριθμός» και «ποσό» και ακολουθεί η «εκπλήρωση όρων».
[8] Σημείωμα του μεταφραστή: Βλ. για τον δεσμόν αυτό με την σταύρωση, τα συνταγματικά άρθρα και το Σύμβολο της πίστεως την «προκλητική» μετάφραση του Πρόκλου «ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ», όπερ εστί μεθερμηνευόμενον «το δαιμόνιον». Από ζωγραφικής πλευράς και σε σχέση με τα γεωμετρικά αγγεία, τις ληκύθους και την ζωφόρο του Παρθενώνος, βλ. την εισαγωγή και τον επίλογο στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» περί «τοιχογραφιών» και «καταθέσεων» αλλά και τον πίνακα του Edvard Munck “Η Κραυγή”.
[9] Σημείωμα του μεταφραστή: βλ. την μετάφραση Α.Καμύ με τίτλο: «ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ» αλλά και τον Σταυρό στο έργο των Διονυσίου Σολωμού («ΥΜΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»)-Άγγελου Σικελιανού-Νίκου Καζαντζάκη.
[10] Σημείωμα του μεταφραστή: σημειώνω την αρχική αναφορά της συγγραφέως στο Χερουβείμ του Δένδρου (ή Βίβλου) της Ζωής, την αναφορά του Ευαγγελίου «Εισέλθητε δια της στενής πύλης» και το ρητό του Πλάτωνος στην πύλη της Ακαδημίας «ΜΗΔΕΙΣ ΑΓΕΩΜΕΤΡΗΤΟΣ ΕΙΣΙΤΩ». Συγκρίνετε τα επεισόδια Σταύρωσης και Βάπτισης Θεοφανείων.
[11] Σημείωμα του μεταφραστή: βλ. ομιλία προς τους Δομινικανούς μοναχούς με τίτλο «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ» και το «ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ» (μετάφραση Καμύ) και το έργο της Σιμόν Βέίλ «Η ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΗ».
[12] Σημείωμα του μεταφραστή: είναι έκδηλο το λεξιπαίγνιο Δάμων=δαίμων και Φιντίας=Φειδίας.
[13] Σημείωμα του μεταφραστή: η έννοια του Ευεργέτη (Benefactor) είναι κοινή στα κείμενα των Τζωρτζ Όργουελ και –κυρίως– του Ευγενίου Ζαμυάτιν. Κατά περίεργο τρόπο, και οι 2 εξυπονοούν βασικά τον Στάλιν.
[14] Σημείωμα του μεταφραστή: οι Στοϊκοί είναι οι φιλόσοφοι της Ποικίλης Στοάς η οποία διαθέτει τοιχογραφίες. Η Στωϊκή διδασκαλία προκύπτει από την φράση του Αρχιμήδους «ΔΟΣ ΜΟΙ ΠΑ ΣΤΩ ΚΑΙ ΤΑΝ ΓΑΝ ΚΙΝΑΣΩ» (Δωρικός τύπος), «ΔΟΣ ΜΟΙ ΠΟΙ ΣΤΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ ΚΙΝΗΣΩ» (Ιωνικός τύπος) και επειδή πους = πόδι/μονάδα μέτρησης μήκους η φράση, λόγω του μοχλού, έγινε «ΔΟΣ ΜΟΙ ΠΟΥ ΣΤΩ ΚΑΙ ΤΑΝ ΓΑΝ ΚΙΝΑΣΩ». Εάν υπολογιστεί και το «αναλογικό μέσο», τότε οπωσδήποτε έχει βάση η ερμηνεία του Ιωνικού ρητού περί στήριξης δορυφορικού συστήματος ναού από «πιστό».
[15] Σημείωμα του μεταφραστή: σημειώνω το ρητό «ΧΑΡΙΤΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΘΕΟΥ ΘΝΗΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΑΧΕΙΝ ΕΙΚΟΣ ΕΣΤΙΝ», βλ. μετάφραση Φίλωνος Αλεξανδρείας «ΠΕΡΙ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ ΚΟΣΜΟΥ».
[16] Σημείωμα του μεταφραστή: συνοψίζω ως σώμα κειμένου τις Χρυσές Πλάκες του Κρότωνος Σικελίας, τις Πλάκες του Ηλιακού Ωρολογίου, την απόδειξη του Πυθαγορείου θεωρήματος, τον Μίδα, τον Ευκλείδη, τον Θαλή, τον Αρχιμήδη, τον Γαλιλαίο, τον Χριστό, την Αίγυπτο, τις Πυραμίδες, την Λάρνακα, τις Κατακόμβες, τους «κρατήρες», τα Γεωμετρικά Αγγεία, τους πίνακες τέχνης και την Ποικίλη Στοά των Στοϊκών. Βλ. και σχόλια για Ηράκλειτο και Εμπεδοκλή στο κείμενο: «Η ΗΛΙΑΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΑΡΧ. ΕΛΛΗΝΩΝ» (μετάφραση Καμύ).
[17] Σημείωμα του μεταφραστή: βλ. και το έργο του φίλου του Καμύ, Jacques Monod: «Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ». Για τα θέματα της στήριξης και της βάσης, βλ. την ιστορία στήριξης για το «αυγό του Κολόμβου» και του Filippo Bruneleschi. Επίσης, το έργο του Χρήστου Παπαχριστόπουλου συνδυάζει τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης της Ευρώπης με τους πίνακες της τέχνης και την Αναγέννηση (βλ. στην συνέχεια το θέμα του πίνακα «Μυστικού Δείπνου»). Κυρίως, βλ. την συστηματικήν ανάλυση περί «του επίπεδου κόσμου», της «επιστημονικής μεθόδου» και των «κινητηρίων μοχλών εξουσίας» στο έργο των μεταφράσεων Όργουελ. Ο Άϊνστάϊν έλεγε: «Ζούμε στην εποχή των μηδενικών σκοπών αλλά των τελείων μέσων».

Η εμπειρία και η απόλαυση της υπερφυσικής χαράς δεν καταστρέφει την φιλοδοξία της ψυχής για φυσική ευτυχία αλλά της προσδίδουν πληρότητα και νόημα. Η φυσική ευτυχία δεν έχει αληθινήν αξία παρά μόνο όταν της προστίθεται μια τελείως αγνή απόλαυση μέσω του συναισθήματος της Ομορφιάς. Την φιλοδοξία για την φυσικήν απόλαυση την καταστρέφουν για πάντα το έγκλημα και ο πόνος, το κάθε ένα με διαφορετικόν τρόπο –αλλά με την ίδιαν αποτελεσματικότητα.
Η ισορροπία ανάμεσα στην ανθρώπινη θέληση και στην αναγκαιότητα αποτελεί για την μεθοδική δράση μόνο μια απεικόνιση. Αν κανείς την εκλάβει ως πραγματική, είναι ψέμα.
Είναι αξιοσημείωτο πως ό,τι ο άνθρωπος εκλαμβάνει ως σκοπό, αυτό απλά είναι το μέσο.
Η κούραση τον εξαναγκάζει να καταφύγει στην ψευδαίσθηση. Σε μιαν κατάσταση έντονης κούρασης, ο άνθρωπος παύει να κρέμεται από τις δικές του πράξεις ή ακόμα και από την ατομική του θέληση. Βλέπει τον εαυτό του σαν ένα πράγμα που κινεί τα υπόλοιπα επειδή και το ίδιο κινείται από κάτι εξαναγκαστικό. Ως αποτέλεσμα, η ανθρώπινη θέληση –αν και μια ορισμένη αίσθηση επιλογής παραμένει αμείωτα δεμένη με αυτήν– είναι απλά ένα φαινόμενο μαζί με όλα όσα υπακούουν στην αναγκαιότητα. Η απόδειξη είναι ότι η θέληση αποδέχεται όρια. Μόνο το άπειρο βρίσκεται έξω από την αυτοκρατορία της αναγκαιότητας.
Στο σύμπαν, ο άνθρωπος έχει την εμπειρία της αναγκαιότητας μονάχα στην έκταση που αυτή αποτελεί συνάμα εμπόδιο και προϋπόθεση για να κάνει το θέλημά του.
Άρα, η εμπειρία της αναγκαιότητας δεν είναι ποτέ εντελώς ελεύθερη από ψευδαισθήσεις που αναποφεύκτως συνδέονται με την εξάσκηση της θέλησης. Για να σκεφτεί κανείς την αναγκαιότητα με έναν τρόπο απολύτως καθαρό, θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από την ύλη που την υποστηρίζει και να γίνει αντιληπτή σαν ένα ύφασμα που αποτελείται από αλληλένδετα δεμένους κόμπους, δηλαδή τις συνθήκες-προϋποθέσεις της αναγκαιότητας.
Η αναγκαιότητα, τόσον η απολύτως καθαρή όσο και η εξηρτημένη, είναι το πραγματικό αντικείμενο των Μαθηματικών καθώς και μερικών λειτουργιών της σκέψης που έχουν αναλογίες με τον τρόπο σκέψης των μαθηματικών: είναι εξίσου θεωρητικές, καθαρές και μεθοδικές όσο τα Μαθηματικά αλλά δεν τους δίδεται συγκεκριμένο όνομα επειδή δεν μπορούν να διακριθούν και να εντοπιστούν.
Αντιθέτως με μιαν αρκετά διαδεδομένη προκατάληψη της εποχής μας, τα Μαθηματικά είναι πριν απ’ όλα μια Επιστήμη της Φύσεως –ή μάλλον, Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ της Φύσεως– η μοναδική. Κάθε άλλη επιστήμη είναι απλά μια μερική εφαρμογή των Μαθηματικών.
Αν η αναγκαιότητα γίνεται αντιληπτή ως εξηρτημένη, ο άνθρωπος δεν είναι παρών κατά κανέναν τρόπο σε ό,τι μπορεί να την επηρεάσει, δεν συμμετέχει καθόλου σε αυτήν παρά μόνον όταν σκέφτεται την όλη διαδικασία. Η ικανότητα με την οποία προχωρά η σκέψη του ανθρώπου μπορούμε να καταλάβουμε ότι δεν επηρεάζεται από την αναγκαιότητα ούτε από τα όρια ή τους αριθμούς.
Η καθαρά εξαρτώμενη πρόοδος της αναγκαιότητας είναι η ίδια η πρόοδος της επίδειξης.
Αν θεωρηθεί με τον τρόπον αυτό, η αναγκαιότητα για τον άνθρωπο δεν είναι πλέον ούτε εχθρός ούτε αφέντης.
Υπάρχει, ωστόσο, κάτι περίεργο σε αυτό που επιβάλλει την παρουσία του.
Η γνώση των αισθητών φαινομένων αποτελεί, κατά τρόπον ανεπανάληπτο, την αναγνώριση σε αυτά τα φαινόμενα πως υπάρχει κάτι ανάλογο με την καθαρά εξαρτημένην αναγκαιότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα ψυχολογικά και κοινωνικά φαινόμενα. Τα γνωρίζει κανείς στον βαθμό που –συγκεκριμένα και με ακρίβεια κάθε φορά– αναγνωρίζει σε αυτά την παρουσία μιας αναγκαιότητας ανάλογης με την μαθηματικήν αναγκαιότητα.
Αυτός είναι ο λόγος που οι Πυθαγόρειοι έλεγαν ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα πέραν του αριθμού. Αποκαλούσαν την μαθηματικήν αναγκαιότητα ως «αριθμό» ή «σχέση» («λόγος» ή «λογισμός»). Η μαθηματική αναγκαιότητα αποτελεί ένα ενδιάμεσο ανάμεσα σε ολόκληρο το φυσικό κομμάτι του ανθρώπου (που είναι σωματική και ψυχική ύλη) και σε εκείνο το απεριορίστως μικρό κομμάτι του που δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο.
Ο άνθρωπος, αν και αγωνίζεται –συχνά εις μάτην– για να διατηρήσει μέσα του την αντίθετην ψευδαίσθηση δω κάτω είναι σκλαβωμένος στις φυσικές δυνάμεις που τον υπερβαίνουν επ’ άπειρον.
Η δύναμη αυτή που κυβερνά τον κόσμο και κάνει όλους τους ανθρώπους να την υπακούουν –όπως είναι σίγουρο ότι κάποιος που κρατά μαστίγιο κάνει τον δούλο να υπακούει– είναι η ίδια δύναμη με αυτήν που ο ανθρώπινος νους αντιλαμβάνεται με το όνομα «αναγκαιότητα», «αιτιοκρατία», «ντετερμινισμός».
Η σχέση ανάγκης προς την διάνοια δεν είναι η σχέση μεταξύ αφέντη και δούλου. Ούτε το αντίθετο. Ούτε είναι η σχέση μεταξύ 2 ελεύθερων ανθρώπων. Είναι η σχέση του σκεπτόμενου αντικειμένου ως προς την σκέψη. Αυτή η ικανότητα ενατένισης του ανθρώπου με την οποία παρατηρεί την πιο βίαια δύναμη –όπως κοιτά κανείς έναν πίνακα– και την ονομάζει «αναγκαιότητα», δεν είναι το κομμάτι του που ανήκει στον άλλον κόσμο.
Αυτή η ικανότητα βρίσκεται στην διασταύρωση των 2 κόσμων.
Αυτή, όμως, η ικανότητα που δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο είναι η ικανότητα της συγκατάθεσης.
Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποδεχθεί ή όχι την αναγκαιότητα. Αυτή η ελευθερία δεν του ανήκει πραγματικά παρά μόνο όταν αντιλαμβάνεται την δύναμη ως αναγκαιότητα, δηλαδή όταν την σκέπτεται με ενατένιση. Δεν είναι ελεύθερος να αποδεχθεί την βία ως τέτοιαν: ο σκλάβος που βλέπει το μαστίγιο να επικρέμαται πάνω του δεν το δέχεται ούτε αρνείται να δώσει την συναίνεσή του –τρέμει.
Κι όμως, ο άνθρωπος αποδέχεται την ωμήν βία στην πραγματικότητα (κάτω από το όνομα της αναγκαιότητας) και, όταν το κάνει, υποκύπτει στην μαστίγωση.
Ουδείς τον υποκινεί, κανένα κίνητρο δεν είναι αρκετό για να δώσει μιαν τέτοια συναίνεση. Αυτή η αποδοχή είναι τρέλλα, η ειδική ατομική τρέλλα του ανθρώπου, ο παραλογισμός που ανήκει στον άνθρωπο –ενώ η Δημιουργία, η Ενσάρκωση και συνάμα τα Πάθη αποτελούν την ατομική τρέλλα του Θεού.
Υφίσταται ανταπόκριση μεταξύ αυτών των 2 τρελλών, της μιας και της άλλης.
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος της οδύνης –κατ’ εξοχήν– διότι, χωρίς να επικρέμαται εις το διηνεκές η καταστροφή, καμιά ανθρώπινη τρέλλα δεν θα μπορούσε να απαντήσει στην ηχώ της τρέλλας του Θεού που ήδη περιλαμβάνεται πλήρως στην πράξη της Δημιουργίας.
Διότι με την Δημιουργία ο Θεός απαρνήθηκε να είναι ο ίδιος τα πάντα, άφησε λίγο από την ύπαρξή του σε ό,τι είναι άλλο, πέραν του ιδίου. Η Δημιουργία είναι απάρνηση μέσω της αγάπης.
Η πραγματική απάντηση στην υπερβολή της αγάπης του Θεού δεν συνίσταται στην εθελούσια επιβολή οδύνης πάνω στον εαυτό μας, επειδή τα βάσανα που υποφέρει κανείς με το θέλημά του (είτε είναι έντονα είτε μακρόχρονα είτε βίαια) δεν είναι καταστροφικά. Δεν είναι στις δυνάμεις του ανθρώπου η αυτοκαταστροφή.
Η πραγματική απάντηση για τον άνθρωπο συνίσταται μόνο στην αποδοχή της πιθανότητας να καταστραφεί, δηλαδή της πιθανότητας να καταστραφεί ολοκληρωτικά, είτε αυτή η καταστροφή πράγματι συμβαίνει είτε όχι.
Κανείς ποτέ δεν επιβάλλει στον εαυτό του την καταστροφή ούτε από αγάπη ούτε από διαστροφή. Το πολύ-πολύ, μπορεί κανείς κάτω από την μια ή την άλλην έμπνευση να αμφιταλαντευτεί και να κάνει υποσυνείδητα δύο-τρία βήματα προς το γλιστερό σημείο όπου κανείς γίνεται λεία στην βαρύτητα και πέφτει σε πέτρες που του σπάνε την πλάτη.
Η συγκατάθεση στην αναγκαιότητα είναι αγνή αγάπη και, ακόμα και με έναν ορισμένον τρόπο, υπερβολή αγάπης. Η αγάπη αυτή δεν έχει ως αντικείμενο την αναγκαιότητα καθ’ εαυτή ούτε τον ορατόν κόσμο του οποίου αποτελεί το υλικό.
Δεν ανήκει στις δυνάμεις του ανθρώπου να αγαπά την ύλη ως τέτοιαν.
Όταν ο άνθρωπος αγαπά ένα πράγμα, αυτό συμβαίνει είτε επειδή με την σκέψη του έχει εναποθηκεύσει ένα μέρος της περασμένης ζωής του σε αυτό ή, μερικές φορές, και ένα επιθυμητό μέλλον είτε επειδή αυτό το αντικείμενο συνδέεται με κάποιον άλλον άνθρωπο. Μπορεί κανείς να αγαπά ένα αντικείμενο που του θυμίζει ένα αγαπημένο πρόσωπο ή ένα έργο Τέχνης που αποτελεί έργο μιας ιδιοφυΐας.
Το Σύμπαν αποτελεί για εμάς μιαν ανάμνηση. Μας θυμίζει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο;
Το Σύμπαν είναι ένα έργο Τέχνης. Ποιός καλλιτέχνης το δημιούργησε;
Δεν έχουμε απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις.
Όμως, όταν υπάρχει μέσα μας η αγάπη από την οποία προέρχεται η συγκατάθεση στην αναγκαιότητα, τότε διαθέτουμε πειραματικήν απόδειξη ότι υπάρχει μια απάντηση.
Διότι στην αναγκαιότητα δεν υποκύπτουμε λόγω της αγάπης για τους άλλους ανθρώπους –αυτή η αγάπη είναι, υπό μίαν έννοιαν, εμπόδιο σε αυτήν την αποδοχή αφού η αναγκαιότητα συντρίβει κι αυτούς και μας) αλλά λόγω της αγάπης μας για κάτι που δεν είναι ένα ανθρώπινο πρόσωπο και που, ωστόσο, μοιάζει κάπως με ένα πρόσωπο. Διότι αυτό που δεν μοιάζει με ένα πρόσωπο δεν είναι αντικείμενο της αγάπης.
Όποια κι αν είναι η ομολογία πίστεως ενός ανθρώπου σε σχέση με τα θρησκευτικά ζητήματα (της αθεΐας συμπεριλαμβανομένης), όπου υπάρχει πλήρης, αυθεντική και άνευ όρων υποταγή στην αναγκαιότητα, υπάρχει πληρότητα αγάπης για τον Θεό –και πουθενά αλλού.
Αυτή η συγκατάθεση αποτελεί συμμετοχή στον σταυρό του Χριστού.
Όταν ο Ιωάννης ονόμασε «Λόγο» το ανθρώπινο και θεϊκό ον που αγαπούσε πάνω απ’ όλα και από το οποίο διακατεχόταν, συνόψισε σε μία λέξη (μαζί με αρκετές άλλες υπερπολύτιμες σκέψεις) ολόκληρη την Στωϊκή διδασκαλία περί «αγάπης του πεπρωμένου-amor fati».
Αυτή η λέξη «Λόγος», δανεισμένη από τους Έλληνες Στοϊκούς που την είχαν λάβει από τον Ηράκλειτο, έχει αρκετές έννοιες αλλά η πρωταρχική είναι αυτός ο ποσοτικός νόμος της μεταβολής που συνιστά την αναγκαιότητα. Επιπλέον, οι σημασίες των λέξεων «fatum» και «λόγος» συνδέονται. «Fatum» είναι ο χρησμός, η μοίρα, το πεπρωμένο ενώ ο «λόγος» συνιστά αναγκαιότητα και είναι το πραγματικό όνομα για ό,τι αγαπούμε διακαώς.
Η αγάπη που έτρεφε ο Ιωάννης για Αυτόν που υπήρξε ο φίλος και ο Κύριός του όταν στηριζόταν στην αγκαλιά του στον Μυστικόν Δείπνο είναι η ίδια αγάπη που θα έπρεπε να τρέφουμε προς την μαθηματική πρόοδο των αιτιών και των αποτελεσμάτων που, από καιρού εις καιρόν, μας κάνουν να τρέμουμε σαν ζελές.
Αυτό είναι προδήλως παράλογο.
Αποκαλύπτει τον παραλογισμόν αυτόν ένα από τα πιο βαθυστόχαστα και σκοτεινά ρητά του Χριστού.
Η πιο πικρή κατηγορία που κάνουν οι άνθρωποι για αυτήν την αναγκαιότητα είναι η απόλυτη αδιαφορία ως προς τις ηθικές αξίες.
Δίκαιοι και άδικοι απολαμβάνουν εξίσου τα οφέλη του ήλιου και της βροχής. Δίκαιοι και άδικοι εξίσου παθαίνουν ηλίαση και πνίγονται στους κατακλυσμούς.
Ακριβώς αυτήν την αδιαφορία μας προσκαλεί να παρατηρήσουμε και να μιμηθούμε ως την κατ’ εξοχήν έκφραση της τελειότητας του ουράνιου Πατέρα μας. Να μιμηθούμε αυτήν την αδιαφορία σημαίνει απλά να δώσουμε την συγκατάθεσή μας.
Δηλαδή, να δεχθούμε την ύπαρξη όλων όσων υπάρχουν (συμπεριλαμβανομένου του κακού) και να εξαιρούμε μονάχα το κακό εκείνο που έχουμε την πιθανότητα ή δυνατότητα και καθήκον να αποτρέψουμε.
Με αυτόν τον απλό λόγο συνδέθηκε με το σύνολο της σκέψεως των Στοϊκών και, άρα, με όλον τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα.
Κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι ένας τέτοιος παραλογισμός όπως η συγκατάθεση στην αναγκαιότητα θα μπορούσε να είναι εφικτός. Μπορούμε εμείς μονάχα να την αναγνωρίσουμε.
Υπάρχουν όντως και ψυχές που την αποδέχονται.
Η αναγκαιότητα είναι ακριβώς το ενδιάμεσο ανάμεσα στην φύση μας και στην απεριορίστως μικρήν ικανότητά μας για ελεύθερη συναίνεση, διότι η φύση μας πειθαρχεί σε αυτήν και η συναίνεσή μας την αποδέχεται.
Ακόμα κι έτσι –όταν σκεπτόμαστε το Σύμπαν, σκεπτόμαστε επίσης ότι η αναγκαιότητα είναι το ενδιάμεσο ανάμεσα στον Θεό και στην ύλη. Καθώς εμείς συγκατατιθέμεθα στην αναγκαιότητα, έτσι πρώτος ο Θεός συγκατατίθεται σε αυτήν με μιαν αέναη πράξη.
Αυτό, όμως, που για εμάς το λέμε «συγκατάθεση», για τον Θεό το λέμε «θέλημά του».
Ο Θεός είναι που προκαλεί την ύπαρξη της αναγκαιότητας ώστε αυτή να διασκορπιστεί στον χώρο και στον χρόνο μέσω της σκέψεώς του. Η σκέψη του Θεού είναι Θεός και, με την έννοιαν αυτή, ο Υϊός είναι η εικόνα του Πατέρα.
Η σκέψη του Θεού είναι, εξάλλου, η τάξη του Κόσμου και, με την έννοιαν αυτή, ο Λόγος είναι ο Κοσμοκράτωρ –διότι στον Θεό όλα υπόκεινται, είναι υποκείμενα, πρόσωπα.
Όπως ο Χριστός είναι αφενός ο διαμεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπου και αφετέρου ο διαμεσολαβητής μεταξύ του ανθρώπου και του πλησίον του, με τον ίδιον τρόπον η μαθηματική αναγκαιότητα είναι αφενός ο διαμεσολαβητής μεταξύ Θεού και πραγμάτων και αφετέρου μεταξύ των πραγμάτων.
Αυτή η αναγκαιότητα αποτελεί μιαν τάξη όπου το κάθε τι, όταν είναι στην θέση του, επιτρέπει σε όλα τα άλλα να υπάρχουν.
Για τα υλικά αντικείμενα, διατήρηση των ορίων αποτελεί σε ισοδυναμία ό,τι αποτελεί για το ανθρώπινο πνεύμα η συγκατάθεση στην ύπαρξη των άλλων: Χάρη προς τον πλησίον.
Επιπλέον, για τον άνθρωπο –εφόσον αυτός υπόκειται στην Φύση– η διατήρηση εντός των ορίων είναι η δικαιοσύνη.
Τάξη σημαίνει ισορροπία και σταθερότητα.
Το Σύμπαν, καθώς υπόκειται στον χρόνο, είναι ένα διαρκές «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ».
Η ενέργεια που το κινεί είναι η αρχή της ρήξης της ισορροπίας.
Ωστόσο, αυτό το «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ» που αποτελείται από τις ρήξεις του ισοζυγίου είναι στην πραγματικότητα επίσης ένα ισοζύγιο ισορροπίας επειδή οι ρήξεις αντισταθμίζονται και αλληλοεξουδετερώνονται.
Αυτό το «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ» είναι η διάθλαση του ισοζυγίου στον χρόνο.
Αυτό εκφράζει η εκπληκτική και ανεξιχνιάστου βάθους φράση του Αναξίμανδρου: «Η γένεσις των πραγμάτων ξεκινά από το άπειρο και η φθορά τους επέρχεται με μιαν επιστροφή στο άπειρο, σε συμφωνία με την αναγκαιότητα, διότι υποκύπτουν σε μιαν ποινή και αποζημιώνει το ένα το άλλο εξαιτίας της αδικίας του, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου».
Εξεταζόμενη αφ’ εαυτής, η κάθε μεταβολή (και, άρα, κάθε φαινόμενο) οσοδήποτε μικρή, συμπεριλαμβάνει την αρχή της καταστροφής της γενικότερης τάξης.
Αντιστρόφως, εξεταζόμενη σε σχέση με όλα τα φαινόμενα που περιλαμβάνονται στο σύνολο του χώρου και του χρόνου (σχέση που της θέτει όρια και την θέτει σε συνάρτηση με μιαν όμοια αλλά και αντίθετη ρήξη ισορροπίας) η κάθε μεταβολή (και, άρα, κάθε φαινόμενο) συμπεριλαμβάνει αφ’ εαυτής την συνολική παρουσία της τάξης του Κόσμου.
Εφόσον η αναγκαιότητα είναι ο διαμεσολαβητής μεταξύ ύλης και Θεού, αντιλαμβανόμαστε ως 2 διαφορετικές σχέσεις το θέλημα του Θεού ως προς την αναγκαιότητα και το θέλημα του Θεού ως προς την ύλη.
Για την ανθρώπινη φαντασία, η διαφορά αυτή εκφράζεται (με έναν ελαττωματικό τρόπο, αναπόφευκτα) μέσω του μύθου περί του πρωταρχικού χάους όπου εκεί ο Θεός εγκαθίδρυσε την Τάξη.
Κακώς κατηγορήθηκε για τον μύθον αυτό η αρχαία σοφία (ίχνη του μύθου βρίσκονται επίσης στην «Γένεσιν»).
Ένας άλλος τρόπος για να εντοπιστεί αυτή η διαφορά είναι να συσχετιστεί η αναγκαιότητα με το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδας που θεωρείται είτε ως ο Κοσμοκράτωρ είτε ως η ψυχή του κόσμου.
Η Ψυχή του Κόσμου είναι η Τάξη του Κόσμου εάν θεωρηθεί ως πρόσωπο.
Ένας ορφικός στίχος υποδεικνύει την ίδια διαφορά, λέγοντας: «Ο Ζευς δημιούργησε το Σύμπαν και ο Βάκχος το ολοκλήρωσε».
Βάκχος[1] είναι ο Λόγος.
Αν και η ύλη υπάρχει μόνον επειδή το θέλησε ο Θεός, η αναγκαιότητα είναι πιο κοντά στο θέλημα του Θεού επειδή είναι διαμεσολαβητής.
*
Αναγκαιότητα είναι η υπακοή της ύλης στον Θεό.
Άρα, το ζεύγος των αντιθέτων αποτελείται από αναγκαιότητα στην ύλη & ελευθερία στον άνθρωπο και διασταυρώνεται στην υπακοή
διότι για εμάς να είμαστε ελεύθεροι σημαίνει να επιθυμούμε να υπακούμε στον Θεό.
Κάθε άλλη ελευθερία είναι ψευδής.
Όταν τα πράγματα γίνουν έτσι αντιληπτά, η ιδέα ενός θαύματος δεν είναι πλέον κάτι που μπορούμε να δεχθούμε ή να αρνηθούμε.
Για την ακρίβεια, δεν έχει την ελάχιστη σημασία –ή μάλλον, δεν έχει καμίαν άλλη σημασία πλην του ότι πρόκειται για μιαν εμφάνιση που εξασκεί μιαν ορισμένην επιρροή επάνω σε ψυχές σε ένα ορισμένο επίπεδο, μιαν επιρροή με μείγμα καλού και κακού.
Όταν εμείς σκεπτόμαστε στο α΄ πρόσωπο, βλέπουμε την αναγκαιότητα από κάτω, από μέσα, μας περικλείει από όλες τις πλευρές όπως η επιφάνεια της Γης και ο ουράνιος θόλος.
Από την στιγμή που αρνούμαστε να σκεπτόμαστε στο α΄ πρόσωπο και συναινούμε στην αναγκαιότητα, την βλέπουμε από το εξωτερικό, από κάτω μας –διότι έχουμε περάσει στο πλευρό του Θεού.
Η πλευρά που η αναγκαιότητα μας έδειχνε πριν και που εξακολουθεί να εμφανίζει σχεδόν σε όλην μας την ύπαρξη –στο φυσικό κομμάτι του εαυτού μας– είναι η ωμή βία.
Η πλευρά που η αναγκαιότητα μας εμφανίζει μετά από αυτήν την διαδικασία –στο τμήμα του μυαλού μας που έχει περάσει στην άλλη πλευρά– είναι η απλή υπακοή.
Έχουμε γίνει οι Υϊοί στον Οίκο του Θεού –και αγαπούμε την υποταγή του σκλάβου αυτού (της αναγκαιότητας) που πρώτα την εκλαμβάναμε σαν αφέντη[2].
Ωστόσο, η πιθανότητα μιας τέτοιας αλλαγής στην οπτική γωνία θέασης είναι αδιανόητη δίχως εμπειρία.
Την στιγμή που είμαστε αποφασισμένοι να συναινέσουμε στην αναγκαιότητα, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τους καρπούς αυτής της συγκατάθεσης.
Η παραδοχή αυτή είναι, κατ’ αρχάς, πραγματικά καθαρός παραλογισμός. Επίσης, είναι όντως υπερφυσική. Είναι μόνο και μόνον έργο της Χάριτος.
Ο Θεός εργάζεται μέσα μας –χωρίς εμάς– αρκεί να του επιτρέψουμε να το κάνει. Όταν εμείς αποκτούμε συνείδηση για αυτό, το έργο έχει ήδη γίνει, βρίσκουμε τους εαυτούς μας δεσμευμένους δίχως ποτέ να έχουμε αναλάβει μίαν δέσμευση. Δεν μπορούμε πλέον να αποστραφούμε τον Θεό –εκτός με μιαν πράξη έσχατης προδοσίας.
Όπως ένα οριζόντιο επίπεδο είναι η ενότητα της ανώτερης και της κατώτερης όψης του, η αναγκαιότητα είναι για την ύλη η διασταύρωση της υπακοής στον Θεό κα της υπακοής στην ωμήν βία που υποδουλώνει τα πλάσματα.
Στο ίδιο αυτό επίπεδο της διασταύρωσης, η αναγκαιότητα συμμετέχει από την μια όψη κάτω από περιορισμό και από την άλλην όψην ελεύθερη στην διάνοια, στην δικαιοσύνη, στην Ομορφιά και στην πίστη. Είναι προφανής η συμμετοχή στον περιορισμό. Για παράδειγμα, υπάρχει κάτι σκληρό, μεταλλικό, άγαρμπο και χοντροκέφαλο που σε τίποτε άλλο δεν μπορεί το μυαλό να το αναγάγει όταν εξετάζει την σύνδεση μεταξύ των διαφορετικών ιδιοτήτων του τριγώνου και του κύκλου.
Ωστόσο, όπως η Τάξη του Κόσμου είναι για τον Θεό ένα θείο πρόσωπο –που μπορεί να ονομαστεί «ΚΟΣΜΟΚΡΑΤΩΡ ΛΟΓΟΣ» ή «Ψυχή του Κόσμου»– έτσι σε εμάς, τα νεώτερα αδέρφια, η αναγκαιότητα είναι μια σύνδεση, δηλαδή σκέψη εν δράσει.
Σύμφωνα με τον Σπινόζα, «τα μάτια της ψυχής αποτελούν από μόνα τους την απόδειξη».
Δεν ανήκει στις δικές μας δυνάμεις να αλλάξουμε σε ένα ορθογώνιο τρίγωνο το άθροισμα των τετραγώνων των πλευρών του –αλλά δεν υπάρχει καν άθροισμα αν το μυαλό δεν το επεξεργαστεί, σκεπτόμενο την απόδειξη.
Άλλωστε, στο πεδίο των ακέραιων αριθμών, είναι δυνατόν το 1 και το 1 να παραμένει το ένα δίπλα στο άλλο εις τους αιώνας των αιώνων. Ποτέ δεν θα κάνουν 2 –εκτός αν μία διάνοια εκτελέσει την πράξη της πρόσθεσης.
Μόνον η προσεκτική διάνοια έχει την δύναμη να βρει τις συνδέσεις ενώ, μόλις αυτή η προσοχή ατονήσει, οι συνδέσεις διαλύονται.
Αναμφιβόλως, υπάρχουν στον νου μας πάρα πολλές συνδέσεις που ανήκουν στην μνήμη, στην αντιληπτικότητα των αισθήσεων, στην φαντασία, στην συνήθεια, στην πίστη: αλλά αυτές δεν συμπεριλαμβάνουν την αναγκαιότητα.
Οι αναγκαίες διασυνδέσεις που συνιστούν την ίδια την πραγματικότητα του Κόσμου δεν έχουν από μόνες τους ουδεμία πραγματικότητα –εκτός ως αντικείμενα της διανοητικής προσοχής εν δράσει.
Αυτός ο συσχετισμός μεταξύ αναγκαιότητας και της ελεύθερης πράξης (και της προσοχής) είναι ένα θαύμα. Όσο μεγαλύτερη είναι η απαραίτητη προσπάθεια για προσοχή, τόσο περισσότερο ορατό γίνεται το θαύμα.
Και μάλιστα –αυτό γίνεται περισσότερο προφανές ως προς τις θεμελιώδεις εκείνες αλήθειες που αφορούν τις ποσότητες εκείνες που ονομάζονται «παράλογες», δηλ. αριθμούς ασύμμετρους όπως η και λιγότερο ως προς τις θεμελιώδεις αλήθειες, τα «fundamentals», των ακέραιων.
Αρκετά μεγαλύτερη προσπάθεια της προσοχής απαιτείται για να συλλάβει κανείς το παράλογο με την ίδιαν μεθοδικότητα που συλλαμβάνει το ολοκλήρωμα, δηλ. το ολοκληρωμένο και να το θεωρήσει ως αυστηρά αναγκαίο –και είναι πολύ πιο πολύτιμο αυτό.
Η αρετή της ολοκληρωμένης προσοχής την καθιστά απεικόνιση της σοφίας του Θεού.
Ο Θεός δημιουργεί μέσω της πράξης της σκέψεως.
Εμείς, μέσω της διανοητικής προσοχής, δεν δημιουργούμε, δεν παράγουμε κάποιο αντικείμενο, όντως -ωστόσο– στην δική μας σφαίρα, πραγματικά (με κάποιαν έννοια) δίνουμε γέννηση στην πραγματικότητα.
Αυτή η διανοητική προσοχή βρίσκεται στην διασταύρωση μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού τμήματος της ψυχής. Έχοντας ως αντικείμενο την εξαρτώμενη από όρια αναγκαιότητα, αυτή η διανοητική προσοχή παράγει μόνο μια ημι-πραγματικότητα. Όταν σε αυτήν την προσοχή, προσθέτουμε μια προσοχή ακόμα υψηλότερου βαθμού –την αποδοχή, την συγκατάθεση, την αγάπη– τότε απονέμουμε στα πράγματα και στα άτομα γύρω μας ό,τι έχουμε από την πληρότητα της πραγματικότητας.
Ήδη, όμως, το γεγονός πως η διασύνδεση που συνθέτει τον ιστό της αναγκαιότητας εξαρτάται από την πράξη της δικής μας προσοχής, κάνει αυτό το ύφασμα της αναγκαιότητας κάτι που ανήκει σε μας, ένα πράγμα που μπορούμε να το αγαπήσουμε.
Επιπλέον, κάθε άνθρωπος που υποφέρει μπορεί κάπως να ανακουφιστεί –αν απλώς έχει μιαν ορισμένην εξύψωση πνεύματος– όταν αντιληφθεί καθαρά την αναγκαία σύνδεση αιτίων και αποτελεσμάτων που προκαλούν τον πόνο του.
Επίσης, η αναγκαιότητα συμμετέχει στην δικαιοσύνη –και όμως, υπό μιαν έννοια, είναι το αντίθετο της δικαιοσύνης.
Τίποτα δεν έχουμε καταλάβει όσο δεν ξέρουμε πόσο μεγάλη απόσταση υπάρχει –όπως λέει ο Πλάτων– ανάμεσα στις ουσίες του αναγκαίου και του καλού.
Για τον άνθρωπο, η δικαιοσύνη παρουσιάζεται πρωτίστως ως μια επιλογή: διαλέγει το καλό, απορρίπτει το κακό.
Η αναγκαιότητα είναι η απουσία επιλογής. Η αδιαφορία. Και όμως, αυτή είναι η αρχή της συνύπαρξης.
Βασικά, η υπέρτατη δικαιοσύνη είναι για εμάς η αποδοχή της συνύπαρξης όλων των πλασμάτων και των πραγμάτων που συναποτελούν το υπαρκτό –μαζί με μας.
Επιτρέπεται να έχουμε εχθρούς αλλά όχι να επιθυμούμε αυτοί να μην υπάρχουν. Αν ένα άνθρωπος πράγματι δεν έχει τέτοια επιθυμία, τίποτε δεν θα κάνει για να θέσει τέρμα στην ύπαρξη των εχθρών του. Δεν θα τους κάνει κακό (πέραν των αυστηρώς υποχρεωτικών καταστάσεων).
Τίποτα άλλο δεν χρειάζεται εφόσον γίνει αντιληπτό ότι: Για να μην κάνει κάποιος το καλό σε κάποιον άλλο ενώ έχει την ευκαιρία, μπορεί να το αποφύγει και, άρα, να του κάνει κακό.
Αν αποδεχθούμε την συνύπαρξη των ανθρώπων και των πραγμάτων μαζί με εμάς, δεν θα επιθυμούμε αχόρταγα την κυριαρχία ή τα πλούτη –αφού η κυριαρχία και τα πλούτη στο μόνο που χρησιμεύουν είναι να ρίχνουν ένα πέπλο πάνω σε αυτήν την συνύπαρξη και να ελαττώνουν την μοίρα όλων των άλλων έξω από το ΕΓΩ.
Όλα τα εγκλήματα, όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα είναι μορφές αυτής της άρνησης στην συνύπαρξη.
Αρκεί μια προσεκτική ανάλυση σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση για να το αποδείξει αυτό.
*
Υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στην πίστη ενός ορθογωνίου τριγώνου προς την σχέσην αυτήν που του απαγορεύει να βγει εκτός του κύκλου εκείνου του οποίου η διάμετρος ισούται με την υποτείνουσά του και στην πίστη ενός ανθρώπου που απέχει από την απόκτηση εξουσίας ή χρημάτων για να μην διαπράξει απάτη. Το πρώτο είδος πίστης μπορεί να θεωρηθεί ως ένα τέλειο υπόδειγμα για το δεύτερο είδος πίστης. Αυτό αρκεί – όταν κανείς έχει αντιληφθεί την μαθηματικήν αναγκαιότητα στην Φύση (όπως και το παράδειγμα της πίστης των επιπλεόντων σωμάτων που βγαίνουν έξω από το νερό ακριβώς τόσο όσο απαιτεί η πυκνότητά τους, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο).
Ο Ηράκλειτος λέει: «Ο ήλιος δεν θα υπερβεί τα όριά του. Ειδάλλως, οι Ερινύες –υπηρέτες της Δικαιοσύνης– θα τον προφθάσουν επ’ αυτοφώρω» (flagrante delicto).
Υπάρχει μια αδιάφθορη πίστη στην θέση των πραγμάτων στην Τάξη του Κόσμου, μια πίστη στην οποία μπορεί ο κάθε άνθρωπος να εμφανίσει την δική του ισοδύναμη πίστη μόλις φτάσει και αυτός στην τελειότητα και αναγνωρίσει τον προορισμό του. Για να επιτύχει αυτήν την πίστη, ένα πανίσχυρο μέσο είναι η ενατένιση της πίστης μεταξύ των αντικειμένων είτε στον ορατόν κόσμο είτε στις μαθηματικές τους σκέψεις είτε στις αναλογίες. Το πρώτο μάθημα σε αυτήν την παρατήρηση είναι να μην διαλέγει κανείς αλλά να συναινεί, αμερόληπτα, στην ύπαρξη όλων όσων υπάρχουν. Η γενική αποδοχή είναι το ίδιο με την απόρριψη. Κάθε προσήλωση, επίσης (ακόμη και η πιο μέτρια και φαινομενικά νομιμοποιημένη) αποτελεί για αυτήν την συγκατάθεση εμπόδιο.
Να γιατί δεν πρέπει ποτέ να λησμονηθεί ότι ο ήλιος λάμπει αμερόληπτα για κάθε ον και πράγμα.
Επομένως, είναι η εικόνα της δημιουργικής θελήσεως του Θεού που συγκρατεί εξίσου ό,τι υπάρχει. Σε αυτήν την δημιουργικήν βούληση είναι που πρέπει να εμμείνει η συγκατάθεσή μας. Αυτό που μας επιτρέπει να σκεπτόμαστε και να αγαπούμε την αναγκαιότητα είναι η Ομορφιά του Κόσμου. Δίχως Ομορφιά, αυτό δεν θα ήταν δυνατόν –διότι ακόμα κι αν αυτή η συγκατάθεση είναι η κατ’ εξοχήν λειτουργία του υπερφυσικού τμήματος της ψυχής –δεν μπορεί να λειτουργήσει πραγματικά δίχως κάποιαν συνενοχή από το φυσικό τμήμα της ψυχής (και του σώματος, ακόμα). Η πληρότητα αυτής της συνενοχής είναι η πληρότητα της χαράς. Αντιθέτως, η ακραία δυστυχία καθιστά εντελώς ανέφικτη (τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα) αυτήν την συνενοχή. Όμως, ακόμη και εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν το απεριόριστα πολύτιμο προνόμιο συμμετοχής στον Σταυρό του Χριστού δεν θα μπορούσαν να κατορθώσουν να τον ανορθώσουν αν δεν είχαν περάσει μέσα από την χαρά.
Ο Χριστός γνώριζε την τέλειαν ανθρώπινη χαρά πριν γκρεμιστεί στα βάθη της ανθρώπινης αγωνίας.
Η αγνή χαρά δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συναίσθημα της Ομορφιάς. Η Ομορφιά είναι ένα Μυστήριο. Είναι ό,τι πιο μυστηριώδες υπάρχει δω κάτω. Είναι, όμως, ένα γεγονός. Ο καθένας (συμπεριλαμβανομένου του πιο διεφθαρμένου ή του πιο φαύλου) αναγνωρίζει την ισχύ της, αν και πολύ λίγοι ξέρουν πώς να την καταλαβαίνουν και να την αξιοποιούν. Την Ομορφιά επικαλούνται και στο πιο ποταπό διαφθορείο. Με έναν γενικόν τρόπον, όλα τα ανθρώπινα όντα χρησιμοποιούν λέξεις που αναφέρονται στην Ομορφιά για να χαρακτηρίσουν όλα τα πράγματα που (σωστά ή λάθος) εκτιμούν, όποια κι αν είναι η φύση αυτής της αξίας που τους δίνουν. Μπορεί κανείς να πιστέψει πως θεωρούν την Ομορφιά ως την υπέρτατην αξία. Για την ακρίβεια, εδώ κάτω υπάρχει μια μόνον Ομορφιά, δηλαδή η Ομορφιά του Κόσμου. Όλες οι άλλες ομορφιές είναι αντανακλάσεις αυτής της μοναδικής (ακόμη κι αν είναι τίμιες και αγνές, παραμορφωμένες και βρώμικες ή και διαβολικά διεστραμμένες). Στην πραγματικότητα, ο Κόσμος είναι Όμορφος. Όταν είμαστε μόνοι στην καρδιά της Φύσης και διατεθειμένοι να της δώσουμε την προσοχή μας, κάτι μέσα μας κλίνει να μας κάνει να αγαπήσουμε ό,τι μας περιβάλλει αν και αυτό αποτελείται μόνον από ύλη ακατέργαστην, αδρανή, βουβή και κωφή. Και τόσο πιο άπληστα μας αγγίζει όλους η Ομορφιά όταν εμφανίζεται μπροστά μας με τον πιον έκδηλον τρόπο η αναγκαιότητα (χάρη παραδείγματος, στις πτυχώσεις των ορέων που έχει χαράξει η βαρύτητα, στα κύματα της θάλασσας ή στις τροχιές των άστρων). Άλλωστε, και στα απλά Μαθηματικά η αναγκαιότητα εκπέμπει Φως Ομορφιάς. Αναμφιβόλως, η ίδια η ουσία της αντίληψης της Ομορφιάς είναι εκείνο το συναίσθημα της αναγκαιότητας που η μια της όψη είναι ο περιορισμός από την βία και η άλλη όψη η υπακοή στον Θεό. Χάρη σε μιαν οικτίρμονα πρόνοια, η αλήθεια αυτή γίνεται πασιφανής στο σαρκικό τμήμα της ψυχής μας και, με κάποιον τρόπο, και στα σώματά μας.
Αυτό το μπουκέτο θαυμάτων τελειοποιείται μέσω της παρουσίας –κάτω από τις απαραίτητες διασυνδέσεις[3] που αποτελούν την συμπαντική τάξη– θεϊκών αληθειών συμβολικά εκπεφρασμένων. Εδώ βρίσκεται το θαύμα των θαυμάτων και, μεταφορικά μιλώντας, η μυστική υπογραφή του καλλιτέχνη[4]. Όταν κανείς θεωρεί τα Μαθηματικά μόνο σαν μια λογική και αφηρημένη σπέκουλα, τότε τους κάνει διπλό κακό γιατί, εκτός αυτού, είναι επιπλέον η ίδια η Επιστήμη της Φύσεως, μια επιστήμη απολύτως συνεκτική, και –ακόμη– είναι ένας μυστικισμός –όλα αυτά μαζί και αξεχώριστα. Όταν κανείς αναλογίζεται εκείνην την ιδιότητα που κάνει τον κύκλο τον γεωμετρικόν εκείνον τόπον όπου συναντώνται οι κορυφές των ορθογωνίων τριγώνων που έχουν την ίδια υποτείνουσα και όταν κανείς σχεδιάσει ταυτόχρονα ένα σημείο που να βρίσκεται στο περίγραμμα του κύκλου καθώς και την προβολή αυτού του σημείου πάνω στην διάμετρο, τότε ο διαλογισμός πρέπει να επεκταθεί πολύ μακριά σε βάθος και ύψος. Η συγγένεια και η έλξη των κινήσεων αυτών των 2 σημείων –η μια κυκλική και η άλλη μεταβαλλόμενη– περιλαμβάνει την δυνατότητα μεταμόρφωσης και μετασχηματισμού των κυκλικών κινήσεων σε εναλλασσόμενες, μεταβαλλόμενες –και αντιστρόφως. Αυτές είναι οι βάσεις της σημερινής τεχνολογίας[5].
Είναι η αρχή στην οποία στηρίζεται το ακόνι για να οξύνει, να λειάνει τα μαχαίρια.
Από την άλλην πλευρά, αν κανείς συλλάβει στην σκέψη του όχι ένα σημείο αλλά έναν ολόκληρον κύκλο να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του, τότε η κυκλική κίνηση είναι η τέλεια απεικόνιση της αιωνίας πράξεως που αποτελεί την ζωή της Τριάδας: αυτή η κίνηση εκτελεί μία λειτουργία δίχως καμία μεταβολή και καμπυλώνεται, στρέφεται από μόνη της: Εδώ υπάρχει ακίνητη ισορροπία εν δράσει.
Η πρώτη κίνηση, αυτή του σημείου που η θέση του μεταβάλλεται καθώς μετακινείται πάνω στην διάμετρο που περικλείεται από τον κύκλο, είναι η κίνηση του «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ» δω κάτω, μια εικόνα που αποτελείται από διαδοχικές και αντιτιθέμενες ρήξεις της ισορροπίας: Εδώ υπάρχει μεταβλητή ισορροπία εν δράσει.
Στην πραγματικότητα, αυτό το «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ» είναι η προβολή πάνω στην Γη της θείας ζωής. Καθώς ο κύκλος περίκλειε το μετακινούμενο σημείο πάνω στην διάμετρο, ο Θεός προκαθορίζει ένα όριο, έναν σκοπό ή τέλος σε όλα όσα γεννώνται στον κόσμον αυτό. Όπως λέει η Βίβλος: «ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΜΑΝΗΤΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ».
Το τμήμα εκείνο της ορθής γωνίας, που ενώνει το σημείο στον κύκλο με την προβολή του[6] πάνω στην διάμετρο, αποτελεί σχηματικά ένα ενδιάμεσο ανάμεσα στον κύκλο και στην διάμετρο. Ταυτόχρονα (από την άποψη των ποσοτικών, αριθμητικών μεγεθών) αποτελεί το ενδιάμεσο –το αναλογικό μέσο– μεταξύ των 2 τμημάτων της διαμέτρου εκατέρωθεν του σημείου.
Αυτή είναι η εικόνα του Λόγου.
Κατά έναν γενικόν τρόπο, ο κύκλος είναι απαραίτητος για την κατασκευή οποιουδήποτε αναλογικού μέσου μεταξύ αριθμητικών ποσοτήτων που η σχέση τους ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ένας συμμετρικός αριθμός υψωμένος στο τετράγωνο.
Το αναλογικό μέσο δίνεται τότε με μιαν κατακόρυφο που ενώνει ένα σημείο του κύκλου με την διάμετρο.
Αν η κατακόρυφος ή κάθετος προεκταθεί στην άλλην πλευρά, παίρνουμε έναν σταυρό εγγεγραμμένον σε έναν κύκλο: εάν οι όροι –μεταξύ των οποίων αναζητείται ένα ενδιάμεσο– είναι σε αναλογία 1 προς 2, τότε εύκολα μπορεί να αποδειχθεί ότι την λύση δεν μπορεί να την δώσει κανένας ακέραιος αριθμός, διότι θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και άρτιος και περιττός.
Άρα, μπορεί κανείς να πει ότι το αριθμητικό μέγεθος που αποτελεί αυτό το ενδιάμεσο –και που είναι το μέτρον[7] αυτού του κομματιού της ορθής γωνίας– είναι ταυτόχρονα ένας αριθμός και μονός και ζυγός.
Οι Πυθαγόρειοι αυτήν την αντίφαση[8] ανάμεσα σε άρτιους και περιττούς αριθμούς την θεωρούσαν ως μιαν απεικόνιση της αντίθεσης ανάμεσα στο υπερφυσικό και στο φυσικό, λόγω της συγγένειας του παραδόξου με την ενότητα.
Αυτά όλα συμπεριλαμβάνονται στην τέχνη του ακονίσματος ή του αργαλειού, όπου ο τροχός κινείται μέσω ενός πεντάλ. Όλα αυτά εδώ είναι εδώ μόνον ένα μικρό παράδειγμα.
Κατά έναν γενικότερον τρόπο και με την πιο ευρείαν έννοια, τα Μαθηματικά –και κάτω από τον τίτλο αυτόν περιλαμβάνεται κάθε αυστηρώς μεθοδική και άδολη μελέτη των αναγκαίων σχέσεων– αποτελούν ταυτόχρονα την μοναδική γνώση του υλικού σύμπαντος όπου υπάρχουμε καθώς και την εναργέστερην αντανάκλαση των θεϊκών αληθειών μέσω του στοχασμού.
Καμία οπτασία, καμία προφητεία –δεν συγκρίνονται με το θαύμα αυτής της αρμονικής συγχορδίας στις καρδιές μας. Για να συλλάβει την έκταση αυτού του θαύματος, πρέπει να καταλάβει κανείς ότι η ίδια η αντίληψη των αισθητών από τους ανθρώπους –ακόμα και η ελάχιστα αναπτυγμένη– περιέχει σιωπηρά έναν μεγάλον αριθμό μαθηματικών σχέσεων που υπονοούνται και αποτελούν την προϋπόθεση για να υπάρχει αυτή η αντιληπτικότητα. Επίσης, ότι ακόμα και η πλέον πρωτόγονη τεχνική είναι πάντοτε σε έναν βαθμό εφηρμοσμένα μαθηματικά, τουλάχιστον συγκεκαλυμμένα. Ακόμη, ότι ο μεθοδικός χειρισμός των μαθηματικών σχέσεων είναι ο μόνος που μπορεί, τώρα και παλαιότερα, να προσδώσει στον άνθρωπο –όταν η μέθοδος αυτή εφαρμοστεί στις σχέσεις με τις οποίες κινούνται η εργασία και η τεχνολογία– αυτό το αίσθημα αρμονίας με τις δυνάμεις της Φύσεως που ανταποκρίνεται στην φυσικήν ευτυχία. Η αξιοποίηση αυτών των μαθηματικών σχέσεων είναι η μοναδική που μας επιτρέπει να σκεπτόμαστε ότι ο αισθητός κόσμος αποτελείται από αδρανήν ύλη και όχι από αναρίθμητες θεότητες που κάνουν το καπρίτσιο τους.
Αυτά είναι τα ίδια Μαθηματικά που, πάνω απ’ όλα, αποτελούν ένα είδος μυστικού ποιήματος που έχει συνθέσει ο Θεός ο ίδιος.
Όλα αυτά είναι τόσον υπέροχα που μπαίνει κανείς στον πειρασμό ώστε να αμφιβάλη για το εάν ένα τόσο σημαντικό ζητούμενο είναι τόσο πρόσφατο και ίσως να υποθέση ότι οι Έλληνες δεν εφηύραν αλλά εν μέρει απλώς διέδωσαν και εν μέρει επανανακάλυψαν την Γεωμετρία.
Καταλήγει κανείς εν τέλει σε μιαν εξαιρετικά απλήν εικόνα για το Σύμπαν.
Ο Θεός δημιούργησε όχι έχοντας παράγει ο ίδιος κάτι έξω από αυτόν αλλά έχοντας αποσυρθεί ο ίδιος επιτρέποντας σε ένα κομμάτι της πλάσης να είναι κάτι άλλο από Αυτόν. Σε αυτήν την άρνηση, την εγκατάλειψη, από τον Θεό της δημιουργίας ανταποκρίνεται η υπακοή από τον άνθρωπο. Όλο το Σύμπαν είναι μία συμπαγής μάζα υπακοής. Αυτή η μάζα είναι ραντισμένη με σημεία φωτός. Κάθε ένα από αυτά τα φωτεινά σημεία αποτελεί το υπερφυσικό κομμάτι της ψυχής εκείνης ενός λογικού όντος που αγαπά τον Θεό και συγκατατίθεται να υπακούει. Η υπόλοιπη ψυχή συγκρατείται στην συμπαγή μάζα. Τα όντα που έχουν το χάρισμα της λογικής και δεν αγαπούν τον Θεό είναι απλώς και μόνο κομμάτια της συμπαγούς και σκοτεινής μάζας. Και αυτοί υπακούουν ολοκληρωτικά αλλά μόνο με τον τρόπο μιας πέτρας που πέφτει. Η ψυχή τους είναι ύλη, ψυχική ύλη, που έχει υποταχθεί ταπεινωτικά σε έναν μηχανισμό τόσον άκαμπτο όσο και ο μηχανισμός της βαρύτητας. Ακόμα και η πίστη τους στην προσωπική τους ελεύθερη κρίση, οι ψευδαισθήσεις της περηφάνειας τους, η περιφρόνηση που δείχνουν, οι εξεγέρσεις τους είναι όλα απλώς φαινόμενα τόσο αυστηρώς ντετερμινιστικά και προκαθορισμένα όσον η διάθλαση του φωτός. Αν θεωρηθούν με τον τρόπον αυτόν –δηλαδή, ως αδρανής ύλη– οι χειρότεροι εγκληματίες συναποτελούν ένα μέρος από την τάξη του κόσμου και, άρα, από την ομορφιά του κόσμου.
Το κάθε τι υπακούει τον Θεό, άρα το κάθε τι είναι τέλεια Ομορφιά. Το να το ξέρουμε αυτό, να το ξέρουμε πραγματικά –σημαίνει να είμαστε τέλειοι όπως είναι τέλειος ο ουράνιος πατέρας. Αυτή η αγάπη για τα πάντα ανήκει μόνο στην ικανότητα της ψυχής για ενατένιση[9]. Αυτός που πραγματικά αγαπά τον Θεό, αφήνει σε κάθε τμήμα της ψυχής του την ορθή του λειτουργία.
Κάτω από την ικανότητα της υπερφυσικής σκέψεως, βρίσκεται ένα κομμάτι της ψυχής που είναι στο επίπεδο του χρέους και για το οποίο η αντίθεση καλού-κακού πρέπει να βρίσκεται σε πλήρην ισχύ. Ακόμα πιο χαμηλά είναι το ζωώδες τμήμα της ψυχής, το οποίο πρέπει να εκπαιδευθεί μεθοδικά μέσω ενός σοφού συνδυασμού καρότου και μαστιγίου. Σε εκείνους που αγαπούν τον Θεό –ακόμη και σε αυτούς που είναι τέλειοι– το φυσικό τμήμα της ψυχής είναι πάντοτε υποκείμενο στην μηχανική αναγκαιότητα. Όμως, η παρουσία στην ψυχή της υπερφυσικής αγάπης αποτελεί έναν νέον παράγοντα και συντελεστή στον μηχανισμό –και τον μεταμορφώνει[10].
Είμαστε σαν τους ναυαγούς που έχουν αρπαχτεί από ξύλα μέσα στην θάλασσα και κλυδωνίζονται με έναν εντελώς παθητικόν τρόπο από κάθε κίνηση των κυμάτων.
Από τα ύψη τ’ ουρανού, ο Θεός ρίχνει στον καθέναν ένα σχοινί. Αυτός που πιάνει το σχοινί και δεν το αφήνει, παρά τον πόνο και τον φόβο, παραμένει όπως και οι υπόλοιποι υποκείμενος στα χτυπήματα των κυμάτων –μόνο που γι’ αυτόν, τα χτυπήματα συνδυάζονται στην καρδιά του σαν να έχει αγγιχτεί από την έντασην μια χορδή σ’ έναν αυλό ώστε να ανυψωθεί και να σχηματιστεί ένα διαφορετικό μηχανικό σύνολο.
Επομένως, αν και το υπερφυσικό δεν κατεβαίνει στην επικράτεια της Φύσεως, ωστόσο η Φύση αλλάζει από την παρουσία Του. Η Αρετή (που είναι κοινή σε όλους όσους αγαπούν τον Θεό) καθώς και τα πιο εκπληκτικά θαύματα ορισμένων αγίων εξηγούνται ομοίως από αυτήν την επιρροή του υπερφυσικού που είναι τόσο μυστηριώδες όσο και η Ομορφιά και ανήκει στο ίδιο εκπληκτικό είδος. Και η Ομορφιά και η επιρροή αποτελούν την αντανάκλαση σκέψης του υπερφυσικού στην Φύση.
Όταν κανείς συλλάβει το Σύμπαν ως μιαν αχανή μάζα τυφλής υπακοής ραντισμένης με σημεία συγκατάθεσης, τότε μπορεί κανείς να σκεφτεί και τον εαυτό του ως αποτελούμενον από μια μικρή μάζα τυφλής υπακοής με ένα σημείο συγκατάθεσης στο κέντρο. Αυτή η συναίσθηση είναι η υπερφυσική αγάπη, είναι το πνεύμα του Θεού μέσα μας. Η τυφλή υπακοή είναι η αδράνεια της ύλης, η οποία αναπαρίσταται τέλεια στην φαντασία μας από ένα στοιχείο που είναι ταυτογχρόνως ανθεκτικό και υγρό, δηλαδή το νερό, το ύδωρ.
Την στιγμή που συναινούμε στην υπακοή, γεννιόμαστε «ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ». Είμαστε, στο εξής, ΕΝΑ ΟΝ που αποτελείται αποκλειστικά «ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ».
Η συγκατάθεσή μας στην υπακοή είναι ο διαμεσολαβητής μεταξύ τυφλής υπακοής και Θεού. Η τέλεια συγκατάθεση είναι αυτή του Χριστού. Η συγκατάθεσή μας μπορεί να είναι στην σκέψη μας μόνο μια αντανάκλαση αυτής του Χριστού.
Ο Χριστός είναι διαμεσολαβητής ανάμεσα στον Θεό και εμάς αφενός, ανάμεσα στον Θεό και στο Σύμπαν αφετέρου. Παρομοίως κι εμείς, στον βαθμό που μας έχει παραχωρηθεί να μιμηθούμε τον Χριστό, έχουμε αυτό το προνόμιο να είμαστε σε κάποιον βαθμό μεσολαβητές ανάμεσα στον Θεό και στην δημιουργία Του.
Ο Χριστός είναι ο Παράκλητος και η Αρμονία.
Ο Φιλόλαος είπε: «Πράγματα που δεν έχουν το ίδιο είδος ούτε την ίδια φύση ούτε την ίδια θέση, πρέπει να συνενωθούν με μία κλείδα μέσω μιας αρμονίας ικανής να τα διατηρήσει σε τάξη».
Αυτό το κλειδί που συνενώνει τον Δημιουργό και την Δημιουργία είναι ο Χριστός.
Εφόσον η γνώση είναι η σκέψη της ύπαρξης, για τον ίδιον λόγο ο Χριστός αποτελεί το κλειδί της γνώσης.
«ΟΥΑΙ ΥΜΙΝ ΤΟΙΣ ΝΟΜΙΚΟΙΣ, ΟΤΙ ΗΡΑΤΕ ΤΗΝ ΚΛΕΙΔΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ», λέει το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.
Ο Χριστός ήταν αυτή η κλείδα, αυτός που επί αιώνες τον είχαν αγαπήσει πριν έρθει και που οι Φαρισαίοι αρνήθηκαν και θανάτωσαν.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η θλίψη είναι η κατάλυση της αρμονίας, ο διαχωρισμός των αντιθέτων. Η χαρά είναι η επανένωση των αντιθέτων.
Η Σταύρωση του Χριστού σχεδόν άνοιξε την θύρα, από την μια σχεδόν διαχώρισε από δω τον Πατέρα και τον Υϊό κι από κεί τον Δημιουργό και την Δημιουργία.
Η θύρα μισάνοιξε. Η Ανάσταση την ξανάκλεισε.
Όσοι έχουν το τεράστιο προνόμιο να συμμετέχουν με όλην τους την ύπαρξη στον Σταυρό του Χριστού, διασχίζουν αυτήν την θύρα∙ και περνούν στην πλευρά όπου θα βρουν τα μυστικά του ίδιου του Θεού.
Γενικότερα, ωστόσο, κάθε μορφή στενοχώριας και κυρίως κάθε είδος καταστροφής που υπομένει ο άνθρωπος καθιστά εφικτό το πέρασμα στην άλλην πλευρά, κάνει ορατό το πρόσωπο της Αρμονίας.
Αυτό το πρόσωπο, το οποίο είναι στραμμένο προς τα ύψη, αίρει ένα από τα πέπλα που μας διαχωρίζουν από την Ομορφιά του Κόσμου και του Θεού.
Αυτό αποκαλύπτεται στο τέλος του Βιβλίου του Ιωβ, ο οποίος μετά την αγωνία του (που –παρά τα φαινόμενα– την υπέμεινε ορθώς) δέχεται την αποκάλυψη της Ομορφιάς του Κόσμου.
Επιπλέον, υπάρχει ένα είδος αντιστοιχίας ανάμεσα στην Χαρά και στο Πάθος. Η Χαρά –η Χάρις– είναι αποκάλυψη της Ομορφιάς.
Το κάθε τι μπορεί να ανυψώσει τον άνθρωπο που κρατά τα μάτια του πάντοτε προσηλωμένα στην κλείδα της γνώσεως.
Στην ανθρώπινη ζωή υπάρχουν 3 μυστήρια για τα οποία έχουν –περισσότερο ή λιγότερο– γνώση όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και οι πιο μέτριοι ή ημιμαθείς.
Το ένα είναι η Ομορφιά.
Το άλλο είναι το έργο μιας καθαρής διάνοιας όταν, για να κατανοήσει τον Κόσμο, εφαρμοστεί πάνω στην ενατένιση της θεωρητικής ανάγκης και αυτές τις θεωρητικές αντιλήψεις τις ενσωματώσει και τις εφαρμόσει στην τεχνική και στην εργασία.
Υπάρχουν, τέλος, κι αυτές οι εκλάμψεις δικαιοσύνης, συμπόνοιας, χάριτος που υψώνονται μερικές φορές στις ανθρώπινες σχέσεις, παρά την τραχύτητα και την μεταλλικήν παγερότητα.
Αυτά είναι τα 3 υπερφυσικά Μυστήρια διαρκώς παρόντα στην ανθρώπινη φύση. Είναι 3 αινίγματα που δίνουν ευθεία πρόσβαση στην κεντρική θύρα που είναι ο Χριστός.
Λόγω της παρουσίας τους στην ανθρώπινη φύση, δεν υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα να κάνει ένας άνθρωπος εδώ κάτω μιαν βέβηλη ή αγνή ζωή και να είναι αθώος.
Υπάρχει μόνον η πίστη σε αυτά τα Μυστήρια (ρητά ή συγκεκαλυμμένα) –ή, αλλιώς, η προδοσίας τους.
Πάνω και πέρα από το Σύμπαν δεν πρέπει κανείς να βλέπει τίποτα άλλο παρά την διαμεσολάβηση του Θεού.
Ο Θεός μεσολαβεί μεταξύ Θεού και Θεού, μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου, μεταξύ Θεού και πραγμάτων, μεταξύ πραγμάτων και πραγμάτων –ακόμα και μεταξύ της κάθε ψυχής με τον ίδιον της τον εαυτό.
Δεν μπορεί κανείς να περάσει από το τίποτα στο τίποτα δίχως να περάσει μέσω του Θεού.
Ο Θεός είναι ο μόνος δρόμος. Είναι η Οδός. Οδός, «ΤΑΟ» ήταν το όνομά του στην Αρχαία Κίνα.
Ο άνθρωπος αυτήν την θεϊκή λειτουργία της διαμεσολάβησης δεν μπορεί να την καταλάβει, μόνο να την αγαπήσει μπορεί. Ωστόσο, η διάνοιά του συλλαμβάνει με έναν εντελώς ξεκάθαρον τρόπο μιαν υποβαθμισμένην εικόνα αυτής της διαμεσολάβησης: την σχέση.
Ακόμα κι όταν αναφερόμαστε στα αντικείμενα των αισθήσεων, αμέσως μόλις αναλύσουμε επαυστηρώς την αντίληψη αυτών των αντικειμένων, γίνεται ευκρινές ότι αυτά που αποκαλούμε «αντικείμενα των αισθήσεων» είναι απλώς ομάδες συσχετισμών που επιβάλλονται στον νου μέσω της παρέμβασης των αισθήσεων.
Το ίδιο συμβαίνει με τα συναισθήματα, τις ιδέες και το συνολικό περιεχόμενο της ανθρώπινης συνείδησης.
Μέσα μας και γύρω μας υπάρχουν μόνο σχέσεις. Στο μισοσκόταδο όπου είμαστε βυθισμένοι, όλα όσα μας αφορούν είναι σχέσεις –ενώ στο φως της πραγματικότητας όλα είναι θεϊκή διαμεσολάβηση.
Η σχέση είναι μια αναλαμπή της διαμεσολάβησης του Θεού που την αντικρύζουμε φευγαλέα μέσα από το σκοτάδι μας.
Αυτή είναι η Ταυτότητα που εξέφρασε στο Ευαγγέλιο ο Ιωάννης όταν έδωσε στον Χριστό το όνομα της σχέσης, «λόγος» –και που οι Πυθαγόρειοι την εξέφρασαν με το ρητό: «ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΡΙΘΜΟΣ».
Όταν το μάθουμε αυτό, τότε γνωρίζουμε ότι ζούμε με την διαμεσολάβηση του Θεού –όχι σαν ένα ψάρι μέσα στην θάλασσα αλλά ως μια σταγόνα νερού μέσα στην θάλασσα.
Μέσα μας, έξω από μας, εδώ κάτω –στο Βασίλειο του Θεού πουθενά, δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Αυτή η διαμεσολάβηση έχει την ίδια Ταυτότητα με την Αγάπη.
Η υπέρτατη διαμεσολάβηση είναι αυτή του Αγίου Πνεύματος που –μέσα από άπειρες αποστάσεις– ενώνει τον Υϊό του Θεού με τον Πατέρα.
Ο Υϊός, όμως, έχει αδειάσει την Θεότητά του και είναι καρφωμένος σε ένα σημείο στον χώρο και στον χρόνο.
Αυτή η άπειρη απόσταση αποτελείται από το σύνολον του χώρου και του χρόνου.
Αυτό το μικρό τμήμα του χώρου γύρω μας που περιορίζεται από τον κύκλο του ορίζοντος –το κομμάτι του χρόνου μεταξύ της γέννησης και του θανάτου μας που το ζούμε δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο και είναι το υλικό της ζωής μας– είναι ένα τμήμα, ένα απόσπασμα αυτής της άπειρης απόστασης που το διαπερνά πέρα ως πέρα η θεϊκή αγάπη.
Η ύπαρξη και η ζωή του καθενός μας αποτελούν μαζί ένα περιορισμένο κομμάτι αυτής της ευθείας γραμμής με άκρα τα 2 πρόσωπα της Τριάδος και τον μοναδικόν Θεό –αυτή η ευθεία που την διατρέχει η Αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός.
Εμείς είμαστε ένα σημείο μέσα από το οποίο περνά η Αγάπη του Θεού για τον εαυτό του.
Τίποτα άλλο δεν είμαστε –κατά κανέναν τρόπο.
Όμως, αν το ξέρουμε και συγκατατιθέμεθα, τότε όλη μας η ύπαρξη –όλα όσα μέσα μας εμφανίζουν τον εαυτό μας– γίνονται απεριορίστως πιο ξένα, πιο αδιάφορα και πιο απόμακρα σε σύγκριση με αυτό το αδιάκοπο πέρασμα της Αγάπης του Θεού.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Έκπληξη πιθανόν να προκαλεί η παρουσίαση σε αυτές εδώ τις σελίδες της Ενσαρκώσεως όχι ως προορισμένης για τους ανθρώπους αλλά, αντιθέτως, ως κάτι με το οποίο συνδέεται το πεπρωμένο, το γραφτό, του ανθρώπου.
Μεταξύ αυτών των 2 αντίστρόφών σχέσεων, δεν υπάρχει καμία ασυμβατότητα.
Όταν λέμε ότι η Ενσάρκωση είναι η προορισμένη για τον άνθρωπο, αυτό πρωτίστως το κάνουμε για τον προφανή λόγο ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τον εαυτό τους παρά για τον Θεό.
Όταν λέμε ότι ο Άνθρωπος είναι ο προορισμένος για την Ενσάρκωση, το κάνουμε με το ξεκάθαρο και συγκεκριμένον τρόπο που το είπε ο Απόστολος Παύλος: «Ο Θεός ήθελε να δώσει στον Υϊό του πολλούς αδερφούς».
Αυτό ισχύει, λοιπόν, περισσότερο διότι ο Θεός –από κάθε άποψη– προηγείται του Ανθρώπου. Ίσως αυτό να εξηγεί καλύτερα τα μυστήρια της ανθρώπινης ζωής. Αυτή η ορολογία οδηγεί σε μιαν νέαν ενόραση για το ριζικό μας και, ιδιαιτέρως, για τις σχέσεις μεταξύ πόνου και αμαρτίας. Είναι όντως ακατανόητη η δυστυχία και τα αποτελέσματά της πάνω σε αθώες ψυχές που υποφέρουν –εκτός και αν αναλογιστούμε ότι έχουμε δημιουργηθεί ως αδέρφια του Εσταυρωμένου Χριστού.
Είναι ακατανόητη η απόλυτη κυριαρχία σε ολόκληρο το Σύμπαν μιας μηχανικής, μαθηματικής, απολύτως βουβής και τυφλής αναγκαιότητας –εκτός και αν πιστεύει κανείς ότι, στο σύνολο του χώρου και του χρόνου, το Σύμπαν ολόκληρο έχει δημιουργηθεί ως ο Σταυρός του Χριστού. Εδώ βρίσκεται, πιθανόν, το βαθύ νόημα της φράσης του Χριστού για τον άνθρωπο που γεννήθηκε τυφλός και για την αιτία της οδύνης του. Όταν η ψυχή υποφέρει από την οδύνη, το πρωταρχικό αποτέλεσμα είναι να πιεστεί ώστε να κραυγάσει «Γιατί;» (όπως το έκανε ο ίδιος ο Χριστός) και να επαναλαμβάνει ακαταπαύστως αυτήν την κραυγή ώσπου να διακοπεί από την εξουθένωση.
Δεν υπάρχει καμία απάντηση. Όταν κανείς βρει μίαν βολική απάντηση, είναι επειδή την έχει φτιάξει από μόνος του. Το γεγονός ότι έχει την δύναμη να την κατασκευάσει δείχνει ότι ο πόνος, όσο έντονος κι αν είναι, δεν έχει φτάσει σε εκείνον τον βαθμό ώστε να τον συντρίψει (όπως ακριβώς το νερό δεν βράζει στους 99 βαθμούς Κελσίου).
Αν η λέξη «Γιατί;» εξέφραζε την αναζήτηση μιας αιτίας, η απάντηση θα έμοιαζε εύκολη. Αυτό που εκφράζει, όμως, είναι η αναζήτηση για έναν σκοπό. Ολόκληρο αυτό το Σύμπαν είναι κενό από κάποιον τελικόν σκοπό. Η ψυχή που –λόγω του ότι ξεσχίζεται από τα βάσανα– κραυγάζει διαρκώς αναζητώντας αυτόν τον τελικόν σκοπό, αγγίζει το κενό.
Αν δεν αρνηθεί να αγαπά, συμβαίνει κάποια μέρα να ακούσει όχι μιαν απάντηση στην ερώτηση –διότι δεν υπάρχει καμιά απάντηση– αλλά την ίδια την σιωπή ως κάτι απείρως πιο πλήρες νοήματος από οποιαδήποτεν απάντηση σαν να απαντούσε ο ίδιος ο Θεός.
Η ψυχή ξέρει τότε ότι η απουσία του Θεού εδώ κάτω είναι το ίδιο με την μυστικήν παρουσία στην Γη του Θεού ο οποίος βρίσκεται στον Παράδεισο.
Για να ακούσει, όμως, κανείς την σιωπή του Θεού θα πρέπει να έχει εξωθηθεί να ψάξει εις μάτην για έναν τελικόν σκοπό –και την ισχύ να το κάνουν αυτό, την έχουν μόνο δύο πράγματα: είτε η συντριβή είτε η αγνή Χαρά που πηγάζει από την αντίληψη της Ομορφιάς. Η Ομορφιά έχει αυτήν την ισχύ διότι –αν και δεν περιέχει κάποιον ειδικόν σκοπό– δίνει το κυρίαρχο συναίσθημα της παρουσίας ενός τελικού σκοπού. Η οδύνη μαζί με την ακραίαν, αγνή Χαρά είναι οι δύο μοναδικές οδοί (και είναι ισοδύναμες) –όμως, η οδός της οδύνης είναι η οδός του Χριστού. Η κραυγή του Χριστού και η σιωπή του Πατρός συνιστούν μαζί αυτήν την υπέρτατην αρμονία της οποίας όλη η μουσική τέχνη δεν αποτελεί παρά μια απομίμηση, αυτήν την αρμονία προς την οποία όλες οι μελωδίες μας –αυτές που είναι συνάμα οι πιο συγκινητικές και οι πιο γλυκές για την καρδιά– φέρουν μιαν απεριόριστα απόμακρη και αμυδρήν ομοιότητα.
Το Σύμπαν ολόκληρο –μαζί με τις ατομικές μας υπάρξεις ως μικροσκοπικά κομματάκια του– είναι απλώς η δόνηση αυτής της Αρμονίας. Σε κάθε σύγκριση αυτού του είδους που φαίνεται να διαλύει την πραγματικότητα του Σύμπαντος υπέρ του Θεού, υπάρχει κίνδυνος για το σφάλμα του Πανθεϊσμού. Ως προς αυτό, όμως, μια τέλεια μεταφορά –που την έχει προκατασκευάσει για εμάς ο Θεός– την δίνει το παράδειγμα με την ανάλυση της αντίληψης ενός κουτιού με την μορφή κύβου. Δεν υπάρχει οπτική γωνία θέασης από την οποία το κουτί να δίνει την όψη ενός κύβου. Κανείς ποτέ δεν βλέπει[11] παρά επίπεδες πλευρές. Οι γωνίες δεν δείχνουν ίσιες, οι πλευρές δεν φαίνονται αν είναι ίσες. Κανείς ποτέ δεν έχει δει –ούτε θα δει ποτέ– έναν κύβο. Κανείς ποτέ δεν έχει βάλει το δάκτυλό του –ούτε θα το κάνει ποτέ– επί τον τύπον (για τους ίδιους λόγους) ενός κύβου. Αν κανείς πάει γύρω από το κουτί, τότε γεννιώνται μια απεριόριστη ποικιλία φαινομενικών μορφών. Καμιά, όμως, από αυτές τις όψεις δεν είναι κύβος. Η μορφή του κύβου διαφέρει από όλες αυτές, είναι έξω από αυτές, υπερβαίνει το επίπεδό τους. Την ίδια στιγμή, όμως, η μορφή του κύβου συνθέτει την ενότητά τους. Επίσης, συνιστά την αλήθειά τους. Το γνωρίζουμε αυτό τόσο καλά, με όλην μας την καρδιά: ότι κάθε φορά που βλέπουμε ένα κουτί, εμείς πιστεύουμε ότι βλέπουμε άμεσα και πραγματικά έναν κύβο. Αυτό γίνεται με ένα είδος μεταβίβασης της αίσθησης της πραγματικότητας –και πάλι, αυτή η έκφραση είναι υπερβολικά αδύναμη. Έχουμε την βεβαιότητα μιας επαφής, ευθείας και πραγματικής, μεταξύ της σκέψης μας και της ύλης με την μορφή του κύβου. Με τον τρόπον αυτόν, ο Θεός έθεσε τις σωματικές αισθήσεις στην διάθεσή μας για να τις χρησιμοποιούμε και μας έδωσε ένα τέλειο μοντέλο της αγάπης που του οφείλουμε. Συμπεριέλαβε στην ίδια την αντιληπτικότητα των αισθήσεών μας μιαν αποκάλυψη.
Όπως κοιτώντας το κουτί από οποιανδήποτε οπτική γωνία δεν βλέπουμε πλέον όλες τις οξείς ή αμβλείες γωνίες ούτε τις άνισες γραμμές αλλά μόνον 1 κύβο, έτσι και έχοντας την εμπειρία οποιουδήποτε συμβάντος στον Κόσμο –και ανεξαρτήτως σε ποιαν ψυχική κατάσταση βρισκόμαστε οι ίδιοι– με πολύ μεγάλη δυσκολία αντιλαμβανόμαστε αυτά τα συμβάντα αλλά απλώς βλέπουμε σε αυτά μιαν ενιαία, σταθερή και αμετάβλητη τάξη στον Κόσμο∙ αυτή η Τάξη δεν είναι μια μαθηματική μορφή αλλά ένα πρόσωπο∙ και το πρόσωπο αυτό είναι ο Θεός.
Καθώς ένα παιδί –μαθαίνει την χρήση των αισθήσεων, την γνώση των αισθητηριακών αντιλήψεων, την αντίληψη των πραγμάτων που το περιβάλλουν, καθώς αργότερα αποκτά τον ανάλογο μηχανισμό μεταφοράς και μεταβίβασης που συνδέεται με την ανάγνωση ή την καινούργια ευαισθησία που συνοδεύει τον χειρισμό των εργαλείων του, κατά τον ίδιον τρόπο η αγάπη του Θεού συνεπάγεται μιαν μαθητεία. Ένα παιδί μαθαίνει πρώτα ότι κάθε γράμμα αντιστοιχεί με έναν ήχο. Αργότερα, κοιτώντας μιαν σελίδα, ο ήχος μιας λέξης έρχεται αμέσως στο μυαλό του μέσω της όρασης. Έτσι ακριβώς ξεκινάμε, αφηρημένα στην αρχή, να μαθαίνουμε ότι πρέπει να αγαπάμε τον Θεό σε όλα τα πράγματα. Μόνο μετά μπαίνει κάθε δευτερόλεπτο στο κέντρο της ψυχής μας η αγαπημένη παρουσία του Θεού, μέσω όλων των γεγονότων –μεγάλων ή μικρών– που αποτελούν το υλικό της καθημερινότητας. Το πέρασμα σε αυτήν την κατάσταση είναι μια λειτουργία ανάλογη με εκείνην μέσω της οποίας ένα παιδί μαθαίνει να διαβάσει, μέσω της οποίας ένας μαθητευόμενος μαθαίνει την τέχνη του και, ανάλογη, πρωτίστως με την λειτουργία εκείνην μέσω της οποίας ένα πολύ νεαρό παιδί μαθαίνει να αντιλαμβάνεται τα αισθητά. Για να βοηθήσουμε τα πολύ νεαρά παιδιά, τους δίνουμε αντικείμενα κανονικής μορφής, εύκολα στον χειρισμό, στην εξερεύνηση και στην αναγνώριση (όπως μπάλες και κύβους). Έτσι κι ο Θεός –διευκολύνει την μαθητεία των ανθρώπων παρέχοντάς τους στην κοινωνική ζωή θρησκευτικές τελετές και τα Μυστήρια ενώ στο άψυχο Σύμπαν την Ομορφιά.
Ολόκληρη η ανθρώπινη ζωή, η πιο κοινή, η πιο αγνή φυσική ζωή, έτσι είναι φτιαγμένη. Όταν την αναλύουμε, βρίσκουμε ένα υφαντό Μυστηρίων ολοκληρωτικά αδιαπέραστων για την διάνοια.
Αυτά αποτελούν απεικονίσεις των υπερφυσικών Μυστηρίων για τα οποία μπορούμε να έχουμε μιαν ιδέα μόνο μέσω αυτής της ομοιότητας.
Η ανθρώπινη σκέψη και το Σύμπαν συνθέτουν τα βιβλία της Αποκαλύψεως κατ’ εξοχήν αν η προσοχή, φωτισμένη από αγάπη και αφοσίωση, γνωρίζει πώς να τα αποκρυπτογραφήσει. Η ανάγνωσή τους είναι μια απόδειξη –και, για την ακρίβεια, η μόνη σίγουρη απόδειξη.
Αφού διαβάσει κανείς στα Ελληνικά την «Ιλιάδα», ούτε στα όνειρά του δεν θα απορήσει αν ο καθηγητής που του δίδαξε την Ελληνικήν Αλφάβητο τον είχε εξαπατήσει.
Η Επιστήμη των Ελληνικών
Η Ελληνική Επιστήμη ξεκίνησε με την ιδέα των ομοίων τριγώνων που αποδίδεται στον Θαλή. Ο Θαλής ήταν δάσκαλος του Αναξίμανδρου, ο οποίος ενέπνευσε τους Πυθαγορείους. Ο Θαλής και ο Φερεκύδης (που είπε ότι «ο Ζευς στην Δημιουργία μεταμορφώθηκε σε Έρωτα») έθεσαν το Ύδωρ ως την αρχή των πάντων, μια αρχή που ο Φερεκύδης ονόμαζε Χάος. Αν το Ύδωρ του Θαλή ταυτίζεται με το Χάος, τότε ανταποκρίνεται πλήρως στην «Γένεσιν»[12].
Όμοια είναι τα τρίγωνα με τις ανάλογες πλευρές . Αν δύο όμοια τρίγωνα έχουν 2 πλευρές ίσες χωρίς όμως να υπάρχει αναλογία, τότε υπάρχει σχέση 3 όρων: των 2 ακραίων και του μέσου. .
Αν, τώρα, τεθεί το ζήτημα: Να κατασκευαστεί ένα τρίγωνο που να μπορεί να διαιρεθεί σε 2 όμοια τρίγωνα με μιαν κοινήν πλευρά, τότε δημιουργείται το ορθογώνιο τρίγωνο του Πυθαγορείου θεωρήματος. Τότε, το ύψος είναι το γεωμετρικό μέσο ανάμεσα στα τμήματα που ορίζει η υποτείνουσα. Για να έχουμε το γεωμετρικό μέσο, αρκεί το ορθογώνιο τρίγωνο να εγγραφεί σε κύκλο[13].
Τα Πυθαγόρεια θεωρήματα προκύπτουν από τα όμοια τρίγωνα. Έτσι μπόρεσε ο Θαλής να μετρήσει το ύψος των Πυραμίδων μέσω της σκιας και του ύψους του ανθρώπου με την αναλογία (λόγος-ratio). Η αναλογία καθιστά τα πράγματα μετρήσιμα. Έπεται ότι υπάρχει το ύψος, μια απαγορευμένη διάσταση (με μιαν έννοια κατανοητή για τον άνθρωπο) που οδηγεί στον Παράδεισο. Ακόμη και την μέτρηση των αποστάσεων μεταξύ των άστρων, τα θεωρήματα για τα όμοια τρίγωνα την δίνουν. Επιπλέον, βοήθησαν στην ανεύρεση ενός «μέσου αναλόγου» μεταξύ οποιωνδήποτε ακέραιων.
Ακολούθησε το ερώτημα εάν στην έρευνα για το «γεωμετρικό μέσο» θα συνεισέφερε η αριθμητική, ένα γεωμετρικό σχέδιο ή η Γεωμετρία. Εύκολα αποδεικνύεται ότι το μέσο που κινείται μεταξύ 1 και 2 έχει μια σχέση αναλογίας με την ενότητα τέτοιαν που κανείς δεν μπορεί να βρει 2 οποιουσδήποτε ακέραιους ενωμένους με αυτήν την αναλογική σχέση: διότι ο ακέραιος της μορφής , που είναι δηλαδή το διπλάσιον ενός τετραγώνου, ποτέ δεν είναι ακέραιος. Για να διπλασιαστεί ένα τετράγωνο, πρέπει οπωσδήποτε να κατασκευαστεί γεωμετρικά ένα μέσο γεωμετρικό. Εύκολα αποδεικνύεται ότι αυτό ισχύει τόσο για το κινούμενο μέσο μεταξύ 1 και 2 όσο και για το μέσο μεταξύ του 1 και οποιουδήποτε άλλου αριθμού που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ υψωμένος στο τετράγωνο.
Άρα, μόνο στην Γεωμετρία στηρίζονται όλα αυτά τα μέσα.
Έπρεπε, επομένως, αυτά τα ποσοτικά στοιχεία να καθοριστούν επακριβώς –και ως προς τα αριθμητικά μεγέθη.
Αυτό γίνεται από τον Ευκλείδη αλλά αποδίδεται στον Εύδοξο, μαθητή του Πλάτωνα και του Πυθαγορείου γεωμέτρη Αρχύτα.
Εκεί βρίσκεται τελειοποιημένη η θεωρία των πραγματικών αριθμών, η οποία χάθηκε μετά την καταστροφή του Ελληνικού πολιτισμού –αν και ο Ευκλείδης υπήρχε ανέκαθεν αλλά κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι νοητική διάθεση ανταποκρίνονταν όσα έγραφε[14].
Τα τελευταία 50 χρόνια, οι μαθηματικοί ανακάλυψαν και πάλι την ανάγκη για μεθοδικότητα και ξαναεφηύραν αυτήν την θεωρία –αφού κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχε στον Ευκλείδη. Μετά το κατάλαβαν.
Η ουσία αυτής της θεωρίας είναι ότι ορίζει απλά την αναλογία μέσω της ιδέας του μεγαλύτερου μεγέθους και του μικρότερου.
Λέει ότι το Α είναι προς το Β ό,τι είναι το Γ για το Δ, εάν ΜΑ>ΝΒ συνεπάγεται πάντα ότι ΜΓ>ΝΔ και εάν ΜΑ<ΝΔ συνεπάγεται πάντα ότι ΜΓ<ΝΔ –ό,τι κι αν είναι ή σημαίνει το άθροισμα Μ και Ν. Αποδεικνύεται εύκολα ότι αυτό ισχύει για τα όμοια τρίγωνα.
Άρα, το ύψος ενός ορθογωνίου τριγώνου είναι το αναλογικό μέσο μεταξύ των τμημάτων της υποτείνουσας.
Έτσι, η αναλογία ή λόγος ή αριθμός (για τους πραγματικούς αριθμούς) ορίζεται μέσω μιας αντιστοιχίας που συνδέει 4 ομάδες απεριορίστων όρων.
Ο αριθμός ή λόγος παρουσιάζεται πράγματι ως μία διαμεσολάβηση μεταξύ της ενότητας και του άπειρου.
Την εποχή του Πλάτωνα, ο Απόλλων[15] είχε δώσει έναν χρησμό που επέτασσε να διπλασιάσουν τον ναό του στην Δήλο[16] που είχε σχήμα κύβου. Οι Έλληνες γεωμέτρες αντιμετώπισαν το πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου. Έπρεπε, άρα, να γυρίσουν πίσω για να ανακαλύψουν 2 γεωμετρικούς «αναλογικούς μέσους» που να βρίσκονται μεταξύ 2 και 1 έτσι ώστε . Ο Μέναιχμος, μαθητής του Πλάτωνα, το έλυσε και εφηύρε την Παραβολή και την Ισόπλευρην Υπερβολή. Μέσω της διασταύρωσης αυτών των 2 με τις καμπύλες, επεξεργάστηκε το ζητούμενο του διπλασιασμού του κύβου. Τώρα, αν κανείς μελετήσει το πρόβλημα της εύρεσης 2 αναλογικών μέσων με εστίαση στο κατάλληλο για αυτόν σχήμα, στον κύκλο, τότε κατασκευάζει μιαν παραβολή ως ένα κωνικό τμήμα που συμπεριλαμβάνει έτσι τον αλγεβραϊκόν τύπο ή εξίσωση. Ο Μέναιχμος είναι πολύ πιθανόν ότι ανακάλυψε αυτά τα κωνικά τμήματα και τους τύπους τους ψάχνοντας για τα 2 «αναλογικά μέσα» μεταξύ 1 και 2. Έτσι εφηύρε μάλλον την ιδέα της συνάρτησης.
Μιλώντας εδώ για τους τύπους, δεν προτίθεμαι να μιλήσω για τους συνδυασμούς γραμμάτων που υπάρχουν στην άλγεβρά μας αλλά για την γνώση των ποικίλων συνδέσεων των ποσοτικών μεγεθών που εκφράζουμε με αυτούς τους συνδυασμούς και που οι Έλληνες δεν εξέφραζαν όπως εμείς –αλλά, όμως, αντιλαμβάνονταν σχεδόν πλήρως. Ήξεραν την ιδέα της λειτουργικής συνάρτησης, η οποία (στην ιστορία της επιστήμης τους) εμφανίζεται σε συνάρτηση με την έρευνα για το «αναλογικό μέσο».
Η εξίσωση της Παραβολής είναι η συνάρτηση που αποτελεί το «αναλογικό μέσο» μεταξύ μιας σταθεράς και μιας μεταβλητής.
Η εφεύρεση του «ολοκληρωτικού λογισμού» αποδίδεται κι αυτή στον Εύδοξο, ο οποίος σχηματοποίησε την θεωρία των πραγματικών αριθμών και έθεσε το εξής αξίωμα
(που κακώς είναι γνωστό ως αξίωμα του Αρχιμήδη):
«ΔΥΟ ΠΟΣΟΤΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΑΝΙΣΑ ΟΤΑΝ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΕΡΒΕΙ ΚΑΘΕ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΤΗΣ»
Έτσι ο Εύδοξος βρήκε τον όγκο της Πυραμίδος και του Κώνου ενώ ο Αρχιμήδης βρήκε το τετράγωνο της Παραβολής. Άρα, πρόκειται για ένα ζήτημα «ολοκληρώματος».
Η περιοχή μιας Παραβολής μετριέται από το άθροισμα 1 +
Επομένως, το ζητούμενο αφορά το άθροισμα των όρων μιας γεωμετρικής προόδου άπειρης.
Με βάση το λεγόμενο αξίωμα του «Αρχιμήδη», αποδεικνύεται ότι αυτό το άθροισμα είναι ακριβώς ίσο με 1 + .
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι εδώ ενώνονται αυτό που δεν έχει όρια με αυτό που έχει όρια. Το ίδιο πράγμα: εμφανίζεται και ως πεπερασμένη και ως άπειρη.
Αυτό, όμως, συνέβαινε ήδη με αυτά που κακώς αποκαλούνται «παράδοξα του Ζήνωνος».
Ο Εύδοξος ήταν και πάλι αυτός που επεξεργάστηκε ένα σύστημα αστρονομίας για να απαντήσει στον Πλάτωνα, ο οποίος είχε θέσει το εξής ερώτημα: «Βρείτε τα σύνολο των ομοιόμορφων κυκλικών κινήσεων που μας επιτρέπουν να υπολογίζουμε τις κινήσεις των αστέρων».
Το ερώτημα αυτό βασίζεται στην ευφυήν ιδέα των σύνθετων κινήσεων που αποτελούν την βάση της μηχανικής μας.
Καθώς κατασκευάζουμε την παραβολική κίνηση πάνω σε έναν άξονα συντεταγμένων με βάση την ορθή γωνία και επί τη βάσει 2 κινήσεων (μίας ομοιόμορφης και μίας με επιτάχυνση), έτσι κι ο Εύδοξος υπολόγισε όλες τις θέσεις των άστρων που ήταν γνωστά την εποχή του, εξαγγέλλοντας ότι υπάρχουν πολλές ομοιόμορφες κινήσεις που εκτελούνται ταυτόχρονα γύρω από διαφορετικούς άξονες για κάθε αστέρι ξεχωριστά.
Αυτή η αντίληψη είναι τόσο τολμηρή και απλή όσο κι αυτή που ορίζει τους πραγματικούς αριθμούς ή αυτή που προσθέτει μιαν αλληλουχία –άπειρη.
Αν ο Πλάτων ήθελε να βρει μόνο τις ομοιόμορφες κυκλικές κινήσεις, αυτό συνέβαινε επειδή μόνον αυτές είναι θεϊκές και επειδή τ’ αστέρια –όπως έλεγε– είναι μοντέλα της Θεότητας που τα ‘χει σκαλίσει σε γλυπτά ο ίδιος ο Θεός.
Αυτήν την συνθετότητα κινήσεων είχε σίγουρα ο Πλάτων στο μυαλό του όταν μιλούσε για κάτι «έτερο» που επαναστατούσε στην ενότητα και ταίριαζε –μέσω των ορίων– αρμονικά με το «ομοούσιον».
Χάρη παραδείγματος, ο ήλιος με την κίνησή του εξαρτάται από τον Ισημερινό και από τον Εκλειπτικό Κύκλο (δηλαδή, από το «ομοούσιον» και από το «έτερον») –αλλά έχει μια μόνον τροχιά.
Στην περίοδο που επακολούθησε, ο Πτολεμαίος αναπαρήγε το σύστημα του Ευδόξου κάπως ακατέργαστα, ο Απολλώνιος συνέχισε τις ανακαλύψεις του Μεναίχμου για τους κώνους ενώ ο Αρχιμήδης αυτές του Ευδόξου για τα Ολοκληρώματα.
Επιπλέον, ο Αρχιμήδης ίδρυσε την Μηχανική και την Φυσική, την Στατική Μηχανική, την Θεωρία περί ισορροπίας και μοχλού και την Θεωρία για το κέντρο βαρύτητας.
Η Θεωρία περί ισορροπίας στηρίζεται απολύτως στην αναλογία. Υπάρχει ισορροπία όταν η σχέση, ο λόγος ανάμεσα σε βάρη είναι το αντίστροφο της αναλογίας μεταξύ των αποστάσεων αυτών των βαρών προς το σημείο στήριξης.
Να γιατί η Εκκλησία μπορεί να λέει με κάθεν αυστηρότητα ότι ο Σταυρός ήταν μία σκάλα όπου εκεί το σώμα του Χριστού ενήργησε ως αντίβαρο στο βάρος του κόσμου.
Ο Χριστός ανήκε στους ουρανούς. Η απόσταση τ’ ουρανού από το σημείο διασταύρωσης των κορμών του Σταυρού είναι για την απόσταση από το σημείο αυτό μέχρι την Γη ό,τι είναι το βάρος του κόσμου σε σχέση με το βάρος του σώματος του Χριστού.
Ο Αρχιμήδης έλεγε: «ΔΟΣ ΜΟΙ ΠΟΥ ΣΤΩ ΚΑΙ ΤΑΝ ΓΑΝ ΚΙΝΑΣΩ».
Για να πραγματοποιηθεί αυτός ο ισχυρισμός απαιτείτο πρώτον ο μοχλός να μην ανήκει σε αυτόν τον κόσμο –κι έπειτα, αυτός ο μοχλός να είναι σε μιαν περιορισμένην απόσταση από το κέντρο του Κόσμου και σε μιαν άπειρην από το χέρι που δρα.
Μόνο για τον Θεό είναι δυνατή η πράξη της ανύψωσης του κόσμου[17] μέσω ενός μοχλού. Τον μοχλό, δηλαδή το υπομόχλιο, παρέχει η Ενσάρκωση.
Κάθε Μυστήριο είναι ένας τέτοιος μοχλός.
Και κάθε άνθρωπος που υπακούει πλήρως τον Θεό είναι ένας τέτοιος μοχλός –διότι είναι μέσα στον κόσμον αλλά όχι του κόσμου τούτου.
Ο άνθρωπος διαθέτει μιαν απείρως μικρή ποσότητα ισχύος σε σχέση με το Σύμπαν αλλά –μέσω της υπακοής– το σημείο εφαρμογής αυτής της ισχύος φτάνει ως τον Ουρανό.
Στον κόσμον αυτόν ο Θεός δρα μόνο με τον τρόπο αυτό, του απεριόριστα μικρού που –ακόμα κι αν αντιτίθεται στο απεριόριστα μεγάλο– είναι αποτελεσματικό χάρη στον νόμο της ανύψωσης, στον νόμο της έλξης («ΕΛΚΕΙΝ»).
Ο Αρχιμήδης ίδρυσε την Φυσική καθώς επεξεργάστηκε –με καθαρά γεωμετρικόν τρόπο και δίχως εμπειρία– την Υδροστατική.
Και αυτό το θαύμα στηρίζεται εξ ολοκλήρου στις αναλογίες.
Ο όγκος του ύδατος της μπανιέρας που χύθηκε έξω σε σχέση με τον συνολικόν όγκο είναι ανάλογος με την σχέση σώματος και ύδατος.
Αφού όπου υπάρχει συμμετρία υπάρχει ισορροπία, τότε –μέσω συμμετρίας– ο Αρχιμήδης κατέληξε σε ένα γεωμετρικό θεώρημα.
Το νερό είναι, άρα, η τέλεια σκάλα.
Συνδέεται με την Δικαιοσύνη και με την ισορροπία, το ισοζύγιο και με την κλίμακα αναλογιών και, άρα, ίσως συνδέεται με το Βάπτισμα στην πρωταρχικήν του μορφή.
Ως προς την χημεία, ο Πλάτων έδειξε ότι τα 4 στοιχεία βασίζονται σε μιαν αναλογία.
Αέρας και υγρό στοιχείο είναι δύο «μέσοι ανάλογοι» όροι ανάμεσα στην γη και το πυρ, δηλαδή το φως, την ενέργεια[18].
Σε σύνοψη: υπάρχει η ύλη, η ενέργεια και δύο «ανάλογοι μέσοι» που συνδέουν την ύλη και την ενέργεια, διότι το διάστημα έχει 3 διαστάσεις.


[1] Σημείωμα του μεταφραστή: λόγω της ανάλυσης περί μουσικής, επισημαίνω τον παραλληλισμό Βάκχου και Μπαχ.
[2] Σημείωμα του μεταφραστή: η λέξη «σαχίμπ» χρησιμοποιείται στο Οργουελικό λεξιλόγιο για να υποδηλώσει την έννοια του «αφέντη» στην Ινδία. Βλ. το έργο «ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΒΙΡΜΑΝΙΑΣ» και τις μεταφράσεις Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου στα άρθρα που είναι αφιερωμένα στον Γκάντι και στον Χριστιανισμό. Η ανάγκη περί θαύματος είναι κεντρική στην κοσμοθεωρία του Γουελς. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν αφενός η Αγγλική γραμματεία και αφετέρου η σύνδεση ως «ολοκαρπωμάτων» των μελών του «σώματος» της Αρχαίας Ελληνικής και Ινδικής φιλοσοφίας.
[3] Σημείωμα του μεταφραστή: η ορολογία της συγγραφέως με την αναφορά σε «εικόνα», «συνδέσεις», «μπουκέτο», «κλείδα», «θύρα», «λειτουργία», «πανίσχυρο μέσο», «όργανο» και «αναλογικό μέσο» είναι πανέμορφη. Αδελφός της υπήρξε ο μαθηματικός Andre Weil. Το κείμενο έχει γραφεί προ του 1943. Βλ. και την μετάφραση του Έρνστ Γκοντμπριτζ: «Οι «μυθολογίες» του Μποτιτσέλλι, η αλληγορία της Άνοιξης και η γέννα/γέννηση της Αφροδίτης: Μια μελέτη του Νεοπλατωνικού συμβολισμού του κύκλου του».
[4] Σημείωμα του μεταφραστή: η ενότητα αυτή πιθανόν να συνδέεται με τους καλλιτέχνες Φειδία και Μιχαήλ Άγγελο, οποίος χρησιμοποιούσε το τυπικό στον Μανιερισμό σχήμα S –όπως αναφέρει στην «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ» ο Χρύσανθος Χρήστου– που καλείται «Φιγκούρα Σερπεντινάτα». Αυτή η τεχνική έχει χρησιμοποιηθεί στις σαρκοφάγους των Μεδίκων.
[5] Σημείωμα του μεταφραστή: η σκέψη του αναγνώστη πρέπει να έχει υπ’ όψιν της αφενός το λεξιπαίγνιο «Τρία-Τριάδα-Τροία» και αφετέρου τον Χριστό («ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ»), τον Αρχιμήδη («ΜΗ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ ΤΑΡΑΤΤΕ», τον καλλιτέχνη Φειδία και την ακολουθία όλων των συναδέλφων του γλυπτών του Παρθενώνος (Πολυγνώτου, Μύρωνος, Σκόπα, Μνησικλή κ.τ.λ.) –αλλά, ιδίως εδώ, σε σχέση με την βάση στήριξης του συστήματος του Αρχιμήδους με κοίλα «κάτοπτρα» και τον «γνώμονα», τον «Κανόνα» και τον «ΔΟΡΥΦΟΡΟ» του Πολύκλειτου.
[6] Σημείωμα του μεταφραστή: πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι μελέτες του Albrecht Duhrer για την προβολή πινάκων ζωγραφικής καθώς και η επίλυση των προβλημάτων προοπτικής και βάθους στα έργα του Φλαμανδού Ντιρκ Μπουτς: «ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ», «ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ», «ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ» (15ος αιών).
[7] Σημείωμα του μεταφραστή: επισημαίνεται, στο σημείο αυτό, η ρήση «ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» και «ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΡΡΙΨΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ ΟΥΤΟΣ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΝ ΚΕΦΑΛΗ ΓΩΝΙΑΣ».
[8] Σημείωμα του μεταφραστή: Αντιγράφω, εδώ, ένα απόσπασμα από την ομιλία στην Ουψάλα τον Δεκέμβριο 1957, με θέμα «ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΝ: Η ΤΕΧΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ», βλ. σχετικά την μετάφραση Καμύ: «Η πραγματικότητα δεν μπορεί να αναπαραχθεί δίχως να ασκηθεί μία επιλογή…το μόνο πράγμα που απαιτείται, μετά, είναι να βρεθεί ένας κανόνας ο οποίος θα δώσει σχήμα στον κόσμο…για να αναπαράγει κανείς ορθά αυτό που υπάρχει, πρέπει να απεικονίσει και αυτό που θα υπάρξει…με άλλα λόγια, το πραγματικό αντικείμενο είναι αυτό το οποίο δεν έχει ακόμα πραγματικότητα. Η αντίφαση είναι μάλλον όμορφη».
[9]Σημείωμα του μεταφραστή: με αφορμή την λέξη «ενατένιση» που πιθανόν να ερμηνεύεται σε σχέση με την πόλη των Αθηνών, παραθέτω το ρητό του Φίλωνος: «ΟΠΕΡ ΕΝ ΟΦΘΑΛΜΩ ΚΟΡΗ Η΄ ΨΥΧΗ ΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΤΟΥΤ’ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΑΘΗΝΑΙ».
[10] Σημείωμα του μεταφραστή: η ενότητα αυτή έχει το στυλ του Νίκου Καζαντζάκη. Ορισμένα σημεία θυμίζουν Ελευσινιακό Μυστήριο και είναι όμοια με την Επιστολή Βαρνάβα για το βάπτισμα των Αποστόλων και τα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας: βλ. την διπλωματική εργασία (βλ. μετάφραση Καμύ) «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ: Ελληνισμός και Χριστιανισμός (Πλωτίνος και Αγ. Αυγουστίνος)»: «Κατεβαίνουμε στο ύδωρ, φορτωμένοι με αμαρτίες και ακάθαρτοι –και μετά αναδυόμαστε μεταφέροντας τους καρπούς (κατεχόμενοι σε καρδιά και πνεύμα) εκ της ελπίδος στον Ιησού».
[11] Σημείωμα του μεταφραστή: πέρα από το ζήτημα του Κυβισμού, του μοντέλου του κόσμου και της βάσης στηρίξεώς του, είναι εντυπωσιακή η σύμπτωση αυτής εδώ της ανάλυσης με την περιγραφή του μελλοντικού Παραδείσου στο κείμενο με τίτλο «ΟΑΣΕΙΣ ΑΝΑΨΥΧΗΣ», με την πρόβλεψη του μέλλοντος μέσα από ένα πρίσμα του παρελθόντος στο βιβλίο «1984» και με την θεωρία ότι ο κόσμος είναι επίπεδος στο κείμενο με τίτλο «ΓΝΩΣΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ» (βλ. μετάφραση Όργουελ). Ακόμα πιο συγκεκριμένη αντίληψη για το θέμα παρέχει η μελέτη του Carl Sagan.
[12] Σημείωμα του μεταφραστή: επισημαίνω την ταύτιση τριγώνων-βαπτίσματος-γέννησης-άστρων σε συνδυασμό με τα Ελληνικά.
[13] Σημείωμα του μεταφραστή: αντιγράφω ένα σχετικό απόσπασμα (βλ. μετάφραση Καμύ) από την διπλωματική εργασία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ: Ελληνισμός και Χριστιανισμός (Πλωτίνος και Αγ. Αυγουστίνος)»: «Τί είναι αυτό που συνιστά την πηγή πρωτοτυπίας και γέννησης του Χριστιανισμού; Εκεί εντοπίζεται το όλο πρόβλημα. Από μιαν ιστορική οπτική γωνία, η Χριστιανική διδασκαλία αποτελεί ένα θρησκευτικό κίνημα, γεννημένον στην Παλαιστίνη, και εγεγραμμένο στην Ιουδαϊκή σκέψη…στο τέλος του 1ου αιώνος, ο Ιωάννης διακήρυξε την ταυτότητα Κυρίου και Πνεύματος (ή) Ιωάννην διακήρυξε η ταυτότητα Κυρίου και Πνεύματος».
[14] Σημείωμα του μεταφραστή: ο χρησμός Απόλλωνος στον Ναό «ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ» αφορά τον Λόγο, τον Πλάτωνα (ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ), τον Σωκράτη (ΔΙΚΗ) και την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνος, μαθητών του Χριστού (ΚΑΤ’ ΙΔΙΑΝ ΔΕ ΤΟΙΣ ΜΑΘΗΤΑΙΣ ΑΥΤΟΥ ΕΠΕΛΥΕ ΠΑΝΤΑ). Οι Έλληνες και οι Χριστιανοί δεν έπρεπε να γυρίσουν πίσω (Κατά Λουκάν) αλλά εισήλθε κάποιος στον Ναό (Α΄ 62) και το λάθος στο πρόβλημα λύθηκε (του Λόγου). Βλ. λύση του Μυστηρίου με είσοδο με κλειδί στο χέρι σε θύρα Τραπέζης Βασιλείας Θεού και Ταυτότητα Ονόματος (αλλά και φόρμουλα τύπου E= m ), οπότε ακολουθεί η Βάπτιση στον Ναό (βλ. Προβολή Γεωμετρ. Αγγείων, Κρότων) και το ΕΥΡΗΚΑ κλειδιού θύρας Παραδείσου.
[15] Σημείωμα του μεταφραστή: αντιγράφω ένα σχετικό απόσπασμα (βλ. μετάφραση Καμύ) από την διπλωματική εργασία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ:Ελληνισμός και Χριστιανισμός (Πλωτίνος και Αγ.Αυγουστίνος)»: «Ο ρόλος της Ελλάδος ήταν να διεθνοποιήσει τον Χριστιανισμό, κατευθύνοντάς τον προς την μεταφυσική. Τα Μυστήρια και μια παράδοση ολόκληρη που βρίσκει την πηγή της στον Αισχύλο και στον Δωρικόν Απόλλωνα τον/την είχε προετοιμάσει για τον ρόλον αυτόν. Με την μέθοδον αυτή, ερμηνεύεται ένα κίνημα μέσω του οποίου τα θαύματα του Χριστού αφομοίωσαν τα θαύματα των Ελληνικών/Ελλήνων και έριξαν τις βάσεις ενός πολιτισμού».
[16] Σημείωμα του μεταφραστή: ως προς τον ναό του Πλάτωνος στην Δήλο και λόγω της μουσικής αρμονίας και λειτουργίας, παραθέτω από την μετάφραση Φίλωνος απόσπασμα του κειμένου «ΠΕΡΙ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ ΚΟΣΜΟΥ» από ύμνο του Πινδάρου: «Χαίρε ω θεόδμητη, λαχταριστό και ποθητό στερνοπαίδι της Λητούς με τα λιπαρά πλοκάμια για γόνιμες πλεξούδες, κόρη του Πελάγους του ακίνητου και πλατύσωμου υποχθόνιου τέρατος, Δήλο σε αποκαλούν οι θνητοί, Κενταύρισσα της κυανοπώγωνος Γης οι μακάριοι Ολύμπιοι θεοί, Τηλέφαντο Αφροδίσιο Άστρο της Αυγής». Η Ατλαντίδα «άμα Λιβύης και Ασίας μείζων» (όπως λέει στον «ΤΙΜΑΙΟ» ο Πλάτων) «σεισμών εξαισίων και κατακλυσμών γενομένων δύσα κατά της θαλάττης εξαίφνης ηφανίσθη».
[17] Σημείωμα του μεταφραστή: ο ζωγράφος Albrecht Duhrer θεωρούσε τον εαυτό του «Salvator Mundi», δηλ. «Σωτήρα του Κόσμου» της Αναγεννήσεως. Στο ίδιο θέμα, στην μετάφραση του Φίλωνος «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» γίνεται αναφορά στα λεγόμενα «ολοκαρπώματα» που συνοδεύονται από την «εξύψωση των αρετών ως τα ουράνια ώστε οι νέοι αθάνατοι να φέρουν έναν καρπό που δεν τελειώνει ποτέ την ευτυχία και να μην φέρουν τον καρπό της ευτυχίας αλλά να έχουν αποκτήσει εξ ολοκλήρου την φύση ενός καρπού και να είναι αυτά τα ίδια η ευτυχία». O Salvador Dali, βέβαια, έλεγε ότι η μόνη διαφορά του από τον «άλλον κόσμο» (δηλαδή, τους άλλους ανθρώπους) ήταν ότι ο ίδιος δεν ήταν τρελλός.
[18] Σημείωμα του μεταφραστή: σημειώνω τις λέξεις «ύλη», «μάζα», «ενέργεια», «τετράγωνο», «σύμπαν», «τύπος», «εξισώσεις», «πείραμα», «πυρήνας» «βάσεις» και «έρευνα». Η σκέψη στρέφεται αναποφεύκτως στον Άλμπερτ Άϊνστάϊν.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου