Ο δημοσιογράφος Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος είναι σήμερα ο μοναδικός μεταφραστής Αρχαίων Ελληνικών κειμένων στην σύγχρονη, ζωντανή νέα ελληνική γλώσσα ο οποίος συνδυάζει την ευρωπαϊκή νοοτροπία με την διατήρηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ομιλίας και σύνταξης. Μεταφράζει απευθείας από το πρωτότυπο τα κείμενα των Ελληνικών αρχετύπων γραπτών χειρογράφων κατά τρόπο απολύτως κατανοητό ώστε το νόημα και η σημασία των ρητών και των εκφράσεων να γίνεται αμέσως αντιληπτή από τον σημερινό νέο αναγνώστη (σημειώνεται ότι τα γραπτά ρητά των Ελλήνων αντιστοιχούν στους θησαυρούς των επιγραφών των αρχαίων Ελληνικών αγγείων και ευρημάτων των αρχαιολογικών ερευνών και έχουν τεθεί στα μνημεία για την τεκμηρίωση της ταυτότητας του ιδιοκτήτη και του ποιητή τους ενώ, φυσικά, από την χρήση της γλώσσας προκύπτει και το λεγόμενο "νόμισμα" της κάθε χώρας). Είναι ο δημιουργός του Πανεπιστημίου Λεχαίου, αφιερωμένου στην έρευνα του πλούτου της Ελληνικής γλώσσας και της ετυμολογίας των λέξεων αλλά αποκλειστικά ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ και τους νόμους του Νεοελληνικού Κράτους και της εκάστοτε Κυβέρνησης και ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ και τους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εκάστοτε Κυβέρνησής της.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Α' ΜΕΡΟΣ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ (ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ): ΦΙΛΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου


ΠΕΡΙ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ ΚΟΣΜΟΥ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΠΕΡΙ ΘΕΩΡΙΑΣ
ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ  
Περί Ανταμοιβών και Τιμωριών Περί Ευχής και Ευλογιών Περί Αναθεμάτων
ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΩΝ
 Περί Ανδρείας Περί Φιλανθρωπίας Περί Μετανοίας Περί Ευγενείας
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΕΡΙ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ ΚΟΣΜΟΥ

Στον Θεό αξίζει να κάνει κανείς έκκληση για κάθε άδηλο και σπουδαίο πράγμα –διότι είναι ένας Δημιουργός αγαθός και τίποτε δεν είναι κρυφό από αυτόν που κατέχει την ακριβέστερην επιστημονική γνώση όλων των πραγμάτων– αλλά περισσότερο είναι αναγκαίο αυτό όταν πρόκειται να μιλήσει κανείς προς υπεράσπιση της αφθαρσίας του κόσμου.
Αυτό συμβαίνει διότι ούτε στα αισθητά υπάρχει κάτι πιο ολοκληρωμένο από τον κόσμο ούτε στα νοητά υπάρχει κάτι πιο τέλειο από τον Θεό (καθώς πάντοτε κυρίαρχος των αισθήσεων είναι ο νους και κυρίαρχος των νοητών η νόηση) ενώ για αυτούς που έχουν εκ φύσεως μεγαλύτερον πόθο για την ανεύρεση της αλήθειας είναι νόμος να ζητούν να μάθουν από τον Άρχοντα και Επόπτη την αλήθεια για ό,τι υπόκειται και υπακούει σε αυτόν.
Αν, λοιπόν –ασκώντας τα δόγματα της φρόνησης, της σωφροσύνης και της κάθε είδους αρετής– είχαμε απορρυπάνει τις κηλίδες που προέρχονται από τα πάθη και τις νοσηρότητες, ίσως από τις άκρως καθαρές ψυχές που θα ακτινοβολούσαν μετά την κάθαρσή τους να μην απέρριπτε απαξιωτικά ο Θεός το δικαίωμα να κατέχουν την επιστημονική γνώση των ουρανίων πραγμάτων (είτε στα ονείρατά τους είτε μέσω χρησμών είτε μέσω σημείων και τεράτων).
Όμως, επειδή διατηρούμε ακάθαρτα και βαθειά χαραγμένα πάνω μας τα σημάδια της απερισκεψίας, της αδικίας και των υπολοίπων αδυναμιών, πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι –όπως είναι εύλογο– αν με τον στοχασμό ανακαλύψουμε κάποιαν απομίμηση της αλήθειας.
Επομένως, όσοι ζητούμε να μάθουμε αν είναι άφθαρτος ο κόσμος (επειδή και η «φθορά» και ο «κόσμος», ως έννοιες, είναι ασύμβατες μεταξύ τους –κατά ποικίλους τρόπους– όπως χρησιμοποιούνται στον λόγο), αξίζει να ερευνήσουμε πρώτα τις αντίστοιχες ονομασίες ώστε να διαγνώσουμε για την συγκεκριμένη περίπτωση ποιο είναι το σημαινόμενο που έχει οριστεί να υποδηλώνει κάθε λέξη με την σημασία της (αν κα δεν θα καταριθμηθούν όλα όσα υποδηλώνει αλλά όσα είναι χρήσιμα για την παρούσα διδασκαλία).
Σύμφωνα με όσα λέγονται κατά σύστημα, λοιπόν:
Πρωτίστως, «κόσμος» λέγεται ο ουρανός και τα άστρα σε κάθε περιοχή της γης καθώς και τα ζώα και τα φυτά που βρίσκονται πάνω στην γην αυτή.
Σύμφωνα με μιαν άλλην ερμηνεία, ο «κόσμος» συμβολίζει μόνον τον ουρανόν –αυτόν προς τον οποίον ατένιζε ο Αναξαγόρας όταν, σε αυτόν που τον ρώτησε για ποιαν αιτία προσπαθούσε, πολλές φορές, να διανυκτερεύει στην ύπαιθρο, αποκρίθηκε: «ΤΟΥ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΘΕΑΣΑΣΘΑΙ» (υπαινισσόμενος την χορεία και τις περιφορές των άστρων).
Κατά έναν τρίτον ορισμό –που (όπως φαίνεται) ανήκει στους Στωϊκούς και θα αντέξει μέχρι τον κατακλυσμό και την συντέλεια, μέχρι να γίνει ο κόσμος παρανάλωμα του πυρός– ο «κόσμος» είναι κάποια ουσία καλλωπισμένη και εξωραϊσμένη (είτε με τάξη είτε με αταξία). Για αυτήν, την δεύτερη, είναι που λένε πως ο χρόνος αποτελεί το διάστημα με το οποίο μετριέται η κίνησή της. Την σκέψη μας θα απασχολήσει εδώ αυτό που σημαίνει ο κόσμος σύμφωνα με τον πρώτον ορισμό, δηλαδή ο κόσμος ο οποίος γεννήθηκε από τον ουρανό και την γη και τα ζωντανά πλάσματα που βρίσκονται σε αυτήν.
Στην περίπτωση αυτή, «φθορά» λέγεται και η μεταβολή προς το χειρότερο και η παντελής εξαφάνιση από την εκ του όντος ύπαρξη –ύπαρξη για την οποίαν επιβάλλεται να πούμε ότι είναι ανύπαρκτη: διότι όπως δεν δημιουργείται τίποτε από την εκ του μη όντος ύπαρξη, κατά τον ίδιον τρόπον ούτε και φθείρεται τίποτε μέσα στην ύπαρξη αυτού του μη όντος που δεν υπάρχει.
«Διότι και αδύνατον είναι να γεννηθεί κάτι από αυτό που ολωσδιόλου δεν υπάρχει και είναι ανήκουστο και δεν μασιέται με τίποτε το ότι αυτό που υπάρχει αφανίζεται» (Εμπεδοκλής) και, όπως λέει και ο τραγικός ποιητής: «ΘΝΗΣΚΕΙ Δ’ ΟΥΔΕΝ ΤΩΝ ΓΙΓΝΟΜΕΝΩΝ, ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΟΝ Δ΄ΑΛΛΟ ΠΡΟΣ ΆΛΛΟ ΜΟΡΦΗΝ ΕΤΕΡΑΝ ΑΠΕΔΕΙΞΕΝ».
Τίποτε, βέβαια, δεν είναι τόσον αφελές όσο το να απορεί κανείς αν ο κόσμος καταστρέφεται μέσα σε αυτό το μη ον που δεν υπάρχει την στιγμή που το ζητούμενο είναι το εξής: αν ο κόσμος επιδέχεται την μεταβολήν εκείνη που (μέσω της ανάλυσής του σε μία και μοναδικήν, ίδιαν ιδέα) προκύπτει από την διακόσμησή του με –ποικίλων μορφών– εξωραϊστικά στοιχεία και κατακάθια ή αν οδηγείται σε παντελή σύγχυση, όπως όταν παθαίνει θλάσματα και κατάγματα.
Για το ζητούμενο υπάρχουν 3 δοξασίες: αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο κόσμος είναι αιώνιος, αΐδιος, αδημιούργητος, αγέννητος και άφθαρτος και, εξ εναντίας, αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι δημιουργημένος, γεννημένος και φθαρτός. Υπάρχουν και αυτοί που αντλούν επιχειρήματα και εκ των 2 πλευρών –αυτοί που από τους δεύτερους παίρνουν την ιδέα περί κόσμου δημιουργημένου και από τους πρώτους την ιδέα περί κόσμου άφθαρτου– κι έτσι μας άφησαν μια μεικτή δοξασία, νομίζοντας ότι ο κόσμος είναι γεννητός, αΐδιος και αιώνιος.
Ωστόσο, υπάρχουν και ο Δημόκριτος και ο Επίκουρος και η μεγάλη ομάδα των φιλοσόφων της Στοάς που πρεσβεύουν την γένεση και την καταστροφή του κόσμου –αν και όχι με τον ίδιον τρόπο.
Οι 2 πρώτοι και τις υπογραφές τους ακόμα βάζουν από κάτω για το ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι. Την δημιουργία των κόσμων τους την εμπιστεύονται στις αλληλεπιδράσεις και στα συμπλέγματα των ατόμων μεταξύ τους ενώ την φθορά την αποδίδουν στους χωρισμούς και στις αντίπαλες προσκρούσεις των γεγονότων που συμβαίνει να γεννιώνται.
Οι Στωϊκοί, πάλι, πρεσβεύουν ότι ο κόσμος είναι ένας και ότι ο Θεός είναι αίτιος της γενέσεώς του. Για την φθορά, όμως, δεν θεωρούν ως αίτιο τον Θεό αλλά την δύναμη του ανεξάντλητου πυρός που υπάρχει στις ουσίες των πραγμάτων και που διαλύει τα πάντα μέσα του κατά μακρές περιόδους μέσα στον χρόνον ώστε μέσα από την φωτιά να καθιστά ικανό το κατόρθωμα της αναγέννησης του κόσμου με την προμηθεϊκή πρόνοια του τεχνίτη Δημιουργού. Σύμφωνα με αυτούς, μπορεί να ειπωθεί ότι ο κόσμος είναι αφενός αιώνιος και αφετέρου φθαρτός –φθαρτός ο κόσμος αυτός του διακόσμου που είναι εξωραϊσμένος με στολίδια ενώ, αντιθέτως, αιώνιος ο κόσμος αυτός που μπορεί να ολοκληρώνεται μέσα σε έναν κατακλυσμό και στην συντέλεια γίνεται παρανάλωμα του πυρός αλλά παραμένει αθάνατος επειδή ποτέ δεν λήγουν οι γενέσεις και οι περίοδοι της παλιγεννεσίας ξεκινούν και πάλι από την αρχή.
Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, έθεσε σίγουρα μιαν ένσταση –με ευσέβεια και με ιεροπρέπεια– όταν είπε ότι ο κόσμος είναι αγέννητος κα άφθαρτος και κατηγόρησε για φοβερήν αθεΐα όσους έλεγαν τα αντίθετα, αυτούς που διανοήθηκαν ότι σε τίποτε δεν μπορούν να διαφέρουν τα έργα των ανθρώπινων χεριών από αυτόν τον τόσον ορατόν Θεό που τους φαινόταν ότι αποτελούσε στ’ αλήθεια ένα «ΠΑΝΘΕΟΝ» που περιείχε τον ήλιο, την σελήνη και τα υπόλοιπα άστρα, είτε πλανήτες είτε απλανή αστέρια.
Και ακούστηκε ο Αριστοτέλης να λέει –ξεσχίζοντάς τους– ότι παλαιότερα φοβόταν μήπως γκρεμιστεί το σπίτι του από βίαια φυσήματα του ανέμου ή από απαίσιους χειμώνες ή από τον χρόνο ή από τεμπελιά και έλλειψη των φροντίδων που άρμοζαν στην περίσταση ενώ τώρα επικρεμόταν ο φόβος μήπως το σπίτι του ανατραπεί από το μεγαλύτερο δεινό που είναι αυτοί που καταστρέφουν με την ρητορεία τους τον κόσμο όλο.
Λένε μερικοί πως την συγκεκριμένη δοξασία δεν την εφηύρε ο Αριστοτέλης αλλά κάποιοι από τους Πυθαγόρειους.
Πάντως, εγώ έτυχε να διαβάσω ένα σύγγραμμα –του γιού του Λευκανού, του Οκέλλου– με τον τίτλο «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ», στο οποίο δεν αποφαινόταν μόνον αλλά και το κατασκεύαζε με αποδείξεις ότι ο κόσμος είναι και αγέννητος και άφθαρτος.
Αντιθέτως, λένε πως το ότι ο κόσμος είναι δημιουργημένος και άφθαρτος υποδηλώνεται από τον Πλάτωνα στον «ΤΙΜΑΙΟ» μέσω του σημείου εκείνου όπου μέσα στην θεοπρεπήν εκκλησία λέγεται από τον πιο παλαιό και ηλικιωμένο Θεό προς τους νεώτερους θεούς:
«Εσείς είστε θεοί κατασκευασμένοι από θεούς ενώ εγώ είμαι Δημιουργός και Πατέρας δημιουργημάτων που δεν μπορούν να καταλυθούν χωρίς την θέλησή μου. Και ό,τι δεν έχει στερεωθεί μπορεί, βέβαια, να καταλυθεί ενώ είναι κακό να θέλει κανείς να καταλύσει αυτό που έχει στερεωθεί σωστά και καλώς έχει. Για τους λόγους αυτούς και επειδή εσείς έχετε δημιουργηθεί, δεν είστε αθάνατοι ούτε αιωνίως ακατάλυτοι. Ωστόσο, δεν θα καταστραφείτε ούτε το τυχερό της μοίρας σας θα είναι ο θάνατος διότι σας έχει λάχει να έχετε έναν δεσμόν –ακόμη πιο μεγάλον και σπουδαιότερον από την δική μου θέληση– με εκείνους με τους οποίους συνδεθήκατε όταν δημιουργηθήκατε».
Και διανοούνται ορισμένοι να σοφίζονται ότι κατά τον Πλάτωνα ο κόσμος λέγεται «ακατάλυτος» όχι επειδή υπήρξε κάποια αρχή γενέσεως αλλά επειδή, εφόσον δημιουργείτο, δεν θα μπορούσε να γεννηθεί διαφορετικά παρά με τον τρόπο περί συστάσεώς του που προαναφέρθηκε ή με τρόπον τέτοιον ώστε να παρατηρούνται τα μέρη του ενώ αναπτύσσονται και μεταβάλλονται.
Καλύτερα, όμως, και αληθέστερα τα υποννοεί αυτά ο Οκέλλος.
Αυτό δεν ισχύει μόνον επειδή σε όλο του το σύγγραμμα αποκαλεί εκείνον τον Πλάστη των Θεών ως Πατέρα και Ποιητή και Δημιουργό –ενώ τον κόσμο τούτον εδώ τον αποκαλεί ως έναν κόσμον αισθήσεων, δημιουργημένον και παράγωγον κόσμο που αποτελεί μιαν απομίμηση ενός αρχέτυπου και νοητού υποδείγματος και περιέχει μέσα του αισθητά όλα όσα βρίσκονται νοητά στον Δημιουργό που έδωσε το παράδειγμα και, επίσης, είναι το πλέον τέλειο εκμαγείο ώστε να γίνεται αντιληπτή η αίσθηση του τελειότερου νου– αλλά ισχύει και επειδή ακόμα και ο Αριστοτέλης μαρτυρεί κι αυτός τα ίδια σχετικά με όσα λέει ο Πλάτων.
Ο Αριστοτέλης δεν διαψεύδεται σε τίποτε χάρη στην αιδώ που επιδείκνυε προς την φιλοσοφία και διότι κανείς δεν μπορεί να είναι πιο πιστός μάρτυρας από έναν γνώριμόν του αφηγητή –και μάλιστα, τόσο πολύ γνώριμον που δεν έθεσε την παιδεία ως πάρεργο σε σχέση με την αψίκορην οκνηρία αλλά, επιπροσθέτως, υπερέβαλε κιόλας καθώς σπούδαζε τα κατορθώματα στις φιλοσοφικές συνευρέσεις των παλαιοτέρων και βρήκε μερικές από τις πιο χρήσιμες καινοτομίες για κάθε μέρος της φιλοσοφίας.
Νομίζουν μερικοί πως πατέρας του Πλατωνικού δόγματος ήταν ο ποιητής Ησίοδος καθώς θεωρούν ότι από εκείνον ειπώθηκε πως ο κόσμος είναι δημιουργημένος και άφθαρτος: Δημιουργημένος επειδή ο Ησίοδος λέει «ΠΡΩΤΙΣΤΑ ΧΑΟΣ ΕΓΕΝΕΤΟ, ΑΥΘΙΣ ΕΠΕΙΤΑ ΓΗ ΕΥΣΤΕΡΝΟΣ, ΠΑΝΤΩΝ ΕΔΑΦΟΣ ΑΣΦΑΛΕΣ ΕΣΣΑΕΙ» και άφθαρτος επειδή πουθενά δεν αναφέρεται σε διάλυση και σε διαφθορά.
Και ως προς το χάος, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι είναι μια τοποθεσία επειδή είναι ανάγκη κάτω από το σώμα του κόσμου να υπάρχει εκ των προτέρων μια ουσία υποδοχής της ύλης ενώ οι Στωϊκοί θεωρούν ότι χάος είναι το υγρό, επειδή νομίζουν ότι η λέξη «χάος» έχει ονομαστεί έτσι από την χύση.
Όπως κι αν έχει ως προς τις 2 αυτές θεωρίες, με πολύ μεγαλύτερην ενάργεια έχει αναφερθεί από τον Ησίοδο ότι ο κόσμος είναι δημιουργημένος.
Πίσω στα μακρινά μας χρόνια, το ότι ο κόσμος είναι γεννημένος και άφθαρτος το είπε ο νομοθέτης των Ιουδαίων Μωϋσής στις Ιερές Βίβλους (που είναι 5) και στην πρώτη –που της έδωσε τον τίτλο «ΓΕΝΕΣΙΣ»– αρχίζει με τον τρόπον τούτον: «ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ, Η ΔΕ ΓΗ ΗΝ ΑΟΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ». Και, προχωρώντας πιο πέρα, διαμηνύει μετά στους μεταγενεστέρους ότι οι ημέρες, οι νύχτες, οι ώρες, τα έτη και ο ήλιος με την σελήνη, όσοι δέχθηκαν το φυσικό προσόν της μέτρησης του χρόνου –επειδή, μαζί με ολόκληρον τον ουρανόν, έλαχαν της αθανάτου μοίρας– εξακολουθούν να είναι άφθαρτοι.
Πρώτα, όμως, είναι σκόπιμο για λόγους τακτικής να περιλάβουμε στην πραγματεία τα επιχειρήματα που κατασκεύασαν με τέχνη οι προγενέστεροι για να υποστηρίξουν ότι ο ορατός κόσμος είναι αγέννητος και άφθαρτος.
Αυτοί, ως γνωστόν, για να υποστηρίξουν την άποψή τους ξεκινούν να αναπτύσσουν τους λόγους που έχουν να το κάνουν –εξαιτίας της αιδούς που νοιώθουν έναντι της χρησιμοποίησης των εμφανών λόγων– κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια και κατά τον οικείον τους τρόπο.
Λένε πως κάτω από την καταστροφή όλων αυτών τα οποία επιδέχονται φθορά, προϋπάρχουν 2 αιτίες –μία εντός και μία εκτός– και πως θα ανακάλυπτες πως από αυτές αφανίζονται και το σίδερο και ο χαλκός και οι (ομοιότροπες με τα τοιούτα) ουσίες όταν μέσα σου επιδράμει και τις καταφάει ένας ιός με τον τρόπο που θα το έκανε κάποιο νόσημα έρπητα και όταν έξω σου αυτές οι ουσίες διαλυθούν όλες μαζί αναφλεγόμενες από την βίαια ριπή της φωτιάς σε μιαν καιγόμενην οικία ή πόλη.
Κατά τον ίδιον τρόπο, και τα ζώα ακόμα ψοφάνε όταν νοσήσουν εξαιτίας αυτών των λόγων των εσωτερικών ενώ εκ των εξωτερικών υπομένουν τις σφαγές ή την εκμετάλλευση ή την πυρκαϊά ή τον θάνατο –τον όχι καθαρό– μέσω της αγχόνης.
Αν, λοιπόν, ο κόσμος φθείρεται, εξ ανάγκης αυτή η διαφθορά θα προέρχεται από κάποιαν από τις πιέσεις που ασκούνται πάνω του είτε από μιαν αιτία από έξω του είτε προς μια αιτία μέσα του: όμως, το κάθε ένα από αυτά τα ενδεχόμενα είναι αδύνατον.
Διότι έξω από τον κόσμο τίποτε δεν βρίσκεται καθώς όλα συνερανίζονται προς την κατεύθυνση της συμπλήρωσής του και έτσι ο κόσμος είναι και ένας και ολοκληρωμένος και ακμαίος: ένας, διότι αν δεν βρίσκονταν κάποια πράγματα μέσα του τότε θα γινόταν ένας κόσμος άλλος που θα ‘ταν όμοιος με τον κόσμο που υπάρχει σήμερα, ολοκληρωμένος εξαιτίας του ότι καταναλώθηκε προς τα έξω όλη η ουσία του, ακμαίος και άνοσος επειδή τα σώματα που αναλώνονται από τα γηρατειά και τα νοσήματα ανατρέπονται και ενδίδουν –καθώς είναι από μέσα κατειλημμένα ολόκληρα– στην θερμότητα, στην ψύξη και στις υπόλοιπες εναντιώσεις που προσεμπίπτουν από έξω καθώς και στα πάθη που καμία δύναμη δεν μπορεί να αποδράσει από την ισχύ τους, να κάνει κύκλο γύρω τους και να τους επιτεθεί ούτε και μπορεί κανένα μέρος να αποστατήσει. Και οπωσδήποτε, αν κάτι υπάρχει έξω από τον κόσμο, αυτό θα είναι κενό γιατί θα είναι η απαθής φύση για την οποία είναι αδύνατον να πάθει ή να κάνει κάτι.
Και, βέβαια, σε καμίαν περίπτωση δεν θα καταστραφεί ο κόσμος από κάποιαν αιτία από αυτές που φέρει μέσα του.
Πρώτα-πρώτα επειδή, στην περίπτωσην αυτή, θα ήταν το μέρος μεγαλύτερο του όλου και πιο κραταιό, πράγμα το οποίο είναι το πλέον άτοπο (διότι με ανυπέρβλητην κραταιότητα ο κόσμος άγει και φέρει όλα τα μέρη ενώ δεν άγεται ούτε φέρεται από κανένα εξ αυτών των μερών) κι έπειτα, επειδή είναι 2 οι αιτίες της φθοράς –μία μέσα και μία έξω– και αυτά που μπορούν να υπομένουν την μίαν αιτία είναι, οπωσδήποτε, δεκτικά και στην άλλην.
Ιδού η απόδειξη: το βόδι, το άλογο, ο άνθρωπος και τα παραπλήσια ζώα –διότι εκ φύσεως είναι δυνατόν να πεθαίνουν και από το μαχαίρι και από μίαν νόσο.
Γιατί είναι δύσκολο ή, μάλλον, αδύνατο να βρει κανείς ο,τιδήποτε που να υπομείνει εκ φύσεως την εξωτερικήν αιτία της φθοράς και να είναι παντελώς ακατάδεκτο να υπομείνει και την εσωτερικήν αιτία της φθοράς.
Αποδείχτηκε, λοιπόν, έως τώρα ότι ο κόσμος δεν θα καταστραφεί από καμίαν εξωτερικήν αιτία (λόγω του ότι σίγουρα τίποτε δεν έμεινε απ’ έξω του) ούτε από κάποιαν εσωτερικήν αιτία (λόγω της παραπάνω απόδειξης, κατά την οποίαν είναι φυσικό αυτό που υποτάσσεται στην μίαν από τις αιτίες να υποκύπτει και στην άλλην).
Το προδίδουν αυτό και τα εξής που γράφονται στον «ΤΙΜΑΙΟ» περί του ότι ο κόσμος έχει ανοσία και δεν θα καταστραφεί: «Η σύσταση του κόσμου έγινε με την ολοκληρωτική λήψη του καθενός από τα 4 στοιχεία διότι αυτός που συνέστησε τον κόσμο τον δημιούργησε από κάθε μόριο πυρός, υγρών, αέρος και γης, δίχως να αφήσει κανένα μέρος ούτε καμίαν δύναμη κανενός στοιχείου απ’ έξω, επειδή η διάνοιά του κατέστρωσε τα σχέδιά του (ώστε, πρώτον, να είναι ολοκληρωμένος όπως κάθε ζωντανό πράγμα, ώστε να είναι τέλειος αποτελούμενος από τέλεια μέρη και ώστε, επιπλέον, να είναι ένας χωρίς να μείνουν απ’ έξω του υπολείμματα μέσω των οποίων να γίνει κάτι άλλο τοιούτο και ώστε, επιπροσθέτως, να είναι ακμαίος και άνοσος) επειδή κατανόησε πως –όταν μαζεύονται έξω από το σώμα του κόσμου αυτά που είναι θερμά και ψυχρά και όσα έχουν ισχυρή δύναμη και πέφτουν πρόωρα πάνω του– τότε το σώμα καταστρέφεται και οι νόσοι και τα γηρατειά του επιφέρουν τον μαρασμό. Αυτά ήταν τα τεκταινόμενα με βάση τα οποία συλλογίστηκε και αιτιολόγησε ο Θεός τον σχεδιασμόν ολόκληρου του κόσμου ως τέλειου σε όλα».
Ας εκλαμβάνεται, λοιπόν αυτό το μυστικό που πρόδωσε μετά από μαρτύρια ο Πλάτων σαν μια αποκάλυψη πως ο κόσμος είναι άφθαρτος και πως το αγέννητο και αδημιούργητο είναι αυτό που τ’ ακολουθεί η φυσική εξέλιξη για τον εξής λόγο: επειδή όταν κάτι είναι δημιουργημένο, τότε έπεται πως θα καταλυθεί ενώ όταν είναι αδημιούργητο, τότε έπεται πως θα μείνει άφθαρτο.
Γι’ αυτό συνέθεσε κι ο ποιητής εκείνο το τρίμετρο «ΤΟ ΓΕΝΟΜΕΝΟΝ ΘΑΝΕΙΝ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ», όχι με σκοπό, σκόπιμα –όπως φαίνεται– αλλά επειδή είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτή είναι η φυσική ακολουθία των αιτίων της καταστροφής, της φθοράς και της διαφθοράς.
Το ζήτημα αυτό μπορεί να τεθεί και διαφορετικά:
Ό,τι είναι σύνθετο, φθείρεται και διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Και, επομένως, η διάλυση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επάνοδος του καθενός σε ό,τι είναι κατά φύση ώστε, αντιστρόφως, να βιάζεται ό,τι συνέρχεται σε μιαν παρά φύση σύνθεση.
Και βέβαια, αυτά έτσι αδιάψευστα φαίνεται να έχουν.
Διότι οι άνθρωποι είμαστε ένα κράμα μεικτό από όλα τα –κάθε είδους– στοιχεία τ’ ουρανού (και του αέρα και της φωτιάς στον ουρανόν) από τα οποία δανειστήκαμε ένα μικρό μέγεθος μερών με αποτέλεσμα το κάθε μέλος ξεχωριστά να στερείται την κατά την φύση θέση του έτσι ώστε η ανωφερής θερμότητα να γίνεται κατωφερής, η βαρειά γεώδης ουσία να ελαφραίνει και να πιάνει την αντίθετη κι ανώτερη τοποθεσία ενώ την θέση της –αυτήν την κενή περιοχή του πιο γεώδους τμήματος όσων βρίσκονται πάνω μας– την καταλαμβάνει το κεφάλι.
Ο πιο φαύλος από τους δεσμούς είναι αυτός που τον έσφιξε η βία, δεσμός βίαιος και σύντομος διότι διαρρηγνύεται πολύ γρήγορα από τα συνδεδεμένα μέλη όταν αυτά ανασηκώνονται με βιασύνη και εκτραχηλίζονται λόγω του πόθου τους να κινηθούν σύμφωνα με την φύση τους.
Διότι, κατά τον τραγικόν ποιητή, «ΧΩΡΕΙ ΟΠΙΣΩ ΕΙΣ ΓΑΙΑΝ Ο,ΤΙ ΦΥΕΝ ΕΚ ΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΗΛΘΕ ΠΑΛΙΝ Ο,ΤΙ ΑΠΟ ΓΟΝΟΝ ΑΙΘΕΡΙΟ ΒΛΑΣΤΗΘΕΝ. ΘΝΗΣΚΕΙ Δ’ ΟΥΔΕΝ ΤΩΝ ΓΙΓΝΟΜΕΝΩΝ, ΔΙΚΑΡΙΝΟΜΕΝΟΝ Δ’ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣ ΑΛΛΟ ΜΟΡΦΗΝ ΙΔΙΑΝ ΑΠΕΔΕΙΞΕΝ». Για ό,τι φθείρεται, λοιπόν, έχει γραφτεί αυτός ο νόμος και θεσμός συνάμα για αυτούς που συνέρχονται στην μείξη: όποτε την υφίστανται, να παίρνουν ως αντάλλαγμα για την παραβίαση της κατά φύση τάξεως το δικαίωμα στην αταξία και στην παρεκτροπή και να αναχωρούν για τις αντίθετες περιοχές –σαν κατά κάποιον τρόπο, να φαίνεται ότι ξενιτεύονται– ενώ, όποτε διαλύουν τον δεσμό της μείξης, να ανακάμπτουν προς την γνωστή κατάληξη της φύσεως. Ο κόσμος, όμως, είναι αμέτοχος στην αταξία των περί ου ο λόγος.
Και το τι σημαίνει αυτό, θα το δούμε.
Δεν είναι σωστό να το αφήνει κανείς ως υποννοούμενο πως, όταν ο κόσμος φθείρεται, αναγκαστικά το κάθε μέρος μπαίνει σε τάξη στην χώρα του παρά φύση διότι σε όλα τα μέρη του κόσμου έχει λάχει η άριστη θέση και η πιο αρμονική τάξη και κανένα δεν ζητά να μπει κάπου –όπως αν ήθελε να διεισδύσει στην πατρίδα του– με μια μεταβολή της θέσης του προς το καλύτερο. Για τον λόγον αυτό, στην γη απονεμήθηκε ο πιο μεσαίος χώρος (ο οποίος, ακόμα κι όλα τα γεώδη μέλη αν του ρίξεις, τα καταφέρνει, σημάδι δηλαδή ότι πρόκειται για μιαν περιοχή που ζει σύμφωνα με την φύση διότι σε ό,τι δεν ασκείται βία εκεί βρίσκεται και η θέση του η οικεία: όπου ξαποσταίνει και ηρεμεί) και στην ίδια την γη χύνεται υγρό και από την μέση αυτήν περιοχή διαχέονται αέρια και θερμότητα προς την ψηλότερη περιοχή καθώς τα αέρια βρίσκονται στην μεθόριο περιοχή μεταξύ υγρών και θερμότητας ενώ η θερμότητα βρίσκεται στην υψηλότερη περιοχή.
Να γιατί κι αν ακόμα καταφέρεις να ανάψεις μια δάδα και την κινήσεις προς την γην αυτήν, η φλόγα αμέσως θα σου εξασκήσει κι αυτή βία και, αφού ξεθυμάνει, θα επιστρέψει στην φυσιολογική κίνηση που έχει η φωτιά. Αν, λοιπόν, η αιτία της φθοράς στα άλλα ζώα είναι η παρά φύση τάξη ενώ στον κόσμο κάθε ένα από τα μέρη έχει διαταχθεί κατά την φύση του και βρίσκεται στους χώρους τους οικείους του, πολύ ακριβοδίκαια θα λεγόταν ότι ο κόσμος είναι άφθαρτος.
Έτι περαιτέρω, κι εκείνο είναι πασίδηλο: ότι, δηλαδή, η κάθε φύση διατηρεί, διασώζει και μπορεί –όπως το μπορεί, αν είναι δυνατόν– να κάνει αθάνατο το κάθε τι στο οποίο είναι η φύση της να το έχει μελετήσει (η φύση των δένδρων τα δένδρα και η φύση των ζωντανών πλασμάτων κάθε ένα από τα ζωντανά πλάσματα).
Η φύση, όμως, που μελετά τα επί μέρους μέλη, αναγκαστικά αδυνατεί να μεριμνά για αυτά στην αιωνιότητα διότι τον συνεκτικό τους δεσμό τον ταρακούνησε, τον διέλυσε και τελικά τον κατέρρηξε είτε η ανημπόρια είτε το κάψιμο είτε το κρύο είτε χιλιάδες άλλα από τα συνήθη που ενσκήπτουν και ρίχνονται πάνω του, έναν δεσμό τοιούτων μελών που –αν τίποτε δεν εμφιλοχωρούσε μέσα του– η φύση θα τα διαφύλασσε όλα όσα φέρει πάνω της (μικρά και μεγάλα, εξίσου) αμάραντα.
Είναι αναγκαίο, λοιπόν, και η φύση που μελετά τον κόσμο να ορέγεται την διατήρηση όλου του κόσμου για πάντα διότι δεν είναι διόλου χειρότερη από την φύση που μελετά τα επί μέρους εφόσον κι αυτή (για να αποδράσει και να λιποτακτήσει αντί να επιδιώξει την υγεία και την ολοκληρωτική σωτηρία) επινοεί τεχνάσματα νοσηρά και εφήμερα επειδή σαν την Άρτεμη «υπεράνω όλων των γυναικών, αυτή είναι που έχει πιο ωραία την κεφαλή και το μέτωπο ενώ, αν και όλες είναι όμορφες, αυτήν μόνο γνωρίζουν εύκολα».
Γιατί;
Διότι η φύση που τον συνέχει αυτόν είναι αήττητη λόγω της μεγάλης σωματικής της ισχύος και επικρατεί έναντι απαξαπάντων των άλλων όσων πρόκειται να την βλάψουν.
Γι’ αυτό και ο Πλάτων πολύ σωστά λέει για τον κόσμο: «Διότι τίποτε δεν εξέρχεται ούτε εισέρχεται σε αυτόν αφού τίποτε δεν υπήρχε. Διότι συντέθηκε με πολλήν τέχνη ώστε να τρέφεται από την ίδια του την φθορά καθώς και να τα υφίσταται και να τα κάνει όλα τα πάθη μέσα του από τις ίδιες του τις πράξεις αφού ο Δημιουργός το θεώρησε καλύτερο να είναι ανώτερος από τα άλλα μάλλον ως προς την αυτάρκειά του παρά ως προς την εξάρτησή του».
Εξαιρετικά αποδεικτικά είναι και κείνα τα λόγια με τα οποία ξέρω ότι πολλοί καυχιώνται –σαν να ήταν ακριβή και να μην επιδέχονταν κανέναν απολύτως έλεγχο– διότι ρωτούν: «Για ποιόν λόγο να καταστρέψει ο Θεός τον κόσμο;», εννοώντας δηλαδή «προκειμένου να σταματήσει αυτός ο κόσμος να εξελίσσεται;» ή «προκειμένου να κατασκευάσει έναν άλλον κόσμον;»
Λένε, λοιπόν, πως το πρώτο από αυτά είναι ξένο προς τον Θεό επειδή η αταξία πρέπει να μεταβάλλεται σε τάξη αλλά όχι η τάξη σε αταξία κι, έπειτα, επειδή η μετάνοια για την δημιουργία του κόσμου αποτελεί ένα πάθος και ένα νόσημα στην ψυχή. Άρα, ο Θεός θα έπρεπε είτε να μην είχε δημιουργήσει καθόλου αυτόν τον κόσμον είτε να χαιρόταν με τον κόσμον που γεννήθηκε επειδή θα έκρινε το έργο του ως πρέπον για το πρόσωπό Του.
Λένε, ακόμα, πως το δεύτερο από αυτά δεν αξίζει ούτε για λίγο να ερευνάται διότι αν κατασκευάσει κι άλλον κόσμον αντί του κόσμου που υπάρχει τώρα, οπωσδήποτε ο κόσμος που θα γεννηθεί θα είναι είτε χειρότερος είτε όμοιος είτε καλύτερος: ωστόσο, το καθένα από αυτά τα 3 είναι επιλήψιμο.
Κι αυτό γιατί αν ο κόσμος θα είναι ασχημότερος, τότε θα είναι ασχημότερος και ο Δημιουργός εφόσον τα δημιουργηθέντα από τον Θεό με την τελειότατην τέχνην και επιστήμη δεν επιδέχονται καμίαν απολύτως μομφήν, έλεγχο και ανόρθωση γιατί, αφού –καθώς λένε– «ούτε γυναίκα δεν είναι προικισμένη με τόσον κοινόν νουν ώστε από τα καλύτερα να διαλέξει το χειρότερο», άρα και ο Θεός πρέπει να ομορφύνει τα άμορφα και να περιβάλλη τα ασχημότερα με θαυμαστά κάλλη.
Αν ο κόσμος θα είναι όμοιος, ο Δημιουργός θα έχει κοπιάσει εις μάτην –και σε τίποτε δεν θα διαφέρει η συγκομιδή του από αυτό που μαζεύουν τα νήπια εκείνα που, παίζοντας με την άμμο, σηκώνουν λόφους πάνω στην γη κι έπειτα τους ρίχνουν πάλι κάτω ερείπια, καταστρέφοντάς τους με τα παιδικά τους χέρια– διότι είναι πολύ καλύτερο από το να κατασκευάσει ο Δημιουργός έναν όμοιον κόσμο (χωρίς τίποτε να αφαιρέσει ή να προσθέσει ούτε να μεταβάλλη εκ νέου προς το ομορφότερο ή προς το χειρότερο) το να αφήσει στην θέση του τον κόσμο που δημιουργήθηκε μια φορά στην αρχή.
Όμως, αν δημιουργήσει καλύτερον και ομορφότερον, τότε θα είναι και ο Δημιουργός καλύτερος και ομορφότερος, κάτι που συνεπάγεται πως, όταν κατασκεύαζε τον προηγούμενο κόσμον, ήταν λιγότερο τέλειος σε τέχνη και σε διάνοια –και αυτό δεν κάνει ούτε ως υποννοούμενο να το αφήνει κανείς, διότι ο Θεός είναι ίσος και όμοιος με τον εαυτόν του και δεν επιδέχεται ούτε άνεση προς το χειρότερο ούτε επίταση προς το καλύτερο.
Αντιθέτως, στους ανθρώπους χωρούν τέτοιες ανωμαλίες γιατί είναι εκ φύσεως γεννημένοι ώστε να μεταβάλουν γνώμη και να κλίνουν και προς το καλύτερο και προς το χειρότερο εφόσον είναι σύνηθες να κάνουν χρήση των μεγεθύνσεων, της προκοπής και των βελτιώσεων της στάσης τους.
Και, επιπλέον στις αιτίες αυτές, τα έργα ημών των ανθρώπων είναι πρέπον να υπόκεινται στην φθορά ενώ τα έργα του αθανάτου θεού ασφαλώς και είναι άφθαρτα –για την αιτία που μπορεί κανείς να εικάσει εύλογα, διότι εύλογον είναι τα δημιουργηθέντα να εξομοιώνονται με την φύση των δημιουργών.
Άλλωστε, και κείνο δεν είναι πασίδηλο;
Πως όταν φθείρεται η γη, αναγκαστικά χάνονται και όλα τα γένη των ζωντανών πλασμάτων, όταν μολύνονται τα υγρά καταστρέφεται και το υγρό στοιχείο, όταν μιαίνεται ο αέρας και η φωτιά διαφθείρονται τα αέρια και τα πυριγενή υλικά;
Με αναλογίες, επομένως, αν φθαρεί ο ουρανός τότε θα καταστραφεί ο ήλιος και η σελήνη και οι υπόλοιποι πλανήτες και οι απλανείς αστέρες –δηλαδή, αυτός ο στρατός που νόμιζαν παλιότερα πως ήταν από τους αισθητούς Θεούς ο πιο ευνοημένος και καλότυχος.
Αυτό, όμως, δεν θα ήταν κατά κανέναν άλλον τρόπον εφικτό παρά μόνον αν υποννοούσε κανείς ότι οι Θεοί υπόκεινται σε φθορά και θα ισοδυναμούσε με το να υποννοεί κανείς ότι και οι άνθρωποι είναι αθάνατοι –ιδέες ανήθικες που, ωστόσο, αν τις εξέταζε συγκριτικά κανείς θα ανακάλυπτε ότι η δεύτερη φαίνεται πιο δικαιολογημένη από την πρώτη.
Και αυτό γιατί είναι φυσικό, με την χάρη του Θεού, να μπορεί ο θνητός ή το θνητόν του Θεού να μεταλλαχθεί και να αποκτήσει την αθανασία κατ΄είκον ή κατ΄εικόναν (ΧΑΡΙΤΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΘΕΟΥ ΘΝΗΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΑΧΕΙΝ ΕΙΚΟΣ ΕΣΤΙΝ) ενώ οι Θεοί είναι αδύνατον να αποβάλουν την αθανασία –ό,τι κι αν λένε τα κακόβουλα σοφίσματα των ανθρώπων.
Και, βέβαια, τους Θεούς τους φθείρουν με τα λόγια αυτοί οι ίδιοι που μιλούν, προτείνοντας την καταστροφή και την αναγέννηση του κόσμου ενώ, ταυτόχρονα, νομίζουν και το ομολογούν ανερυθρίαστα ότι Θεοί είναι τα άστρα.
Διότι για τα άστρα θα έπρεπε είτε να αποφαίνονται με φλογερούς μύδρους (όπως μερικοί που φλυαρούν, θεωρώντας τον σύμπαντα ουρανό ως φυλακή) είτε –νομίζοντας πως τα άστρα έχουν θεϊκή ή δαιμονική φύση– να τους προσδίδουν την αφθαρσία που αρμόζει στους Θεούς. Τόσο πολύ, όμως, απέχουν τώρα από την αληθινή δοξασία ώστε τους διαφεύγει το τι λένε οι ίδιοι και προκαλούν φθορά στην θεία πρόνοια –που είναι η ψυχή του κόσμου– με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ανακόλουθοι στην φιλοσοφική τους σκέψη.
Βέβαια, μια παρόμοια τερατολογία αναφέρει και ο Χρύσιππος (ο πιο αξιόλογος ανάμεσά τους) στην πραγματεία του «Περί αυξανομένου» όπου, αφού προλειαίνει εκ των προτέρων το έδαφος με την επινόηση ότι «είναι αδύνατον να προικιστούν δύο άνθρωποι με όργανα που αποτελούνται επί της ουσίας από τα ίδια ποιοτικά γνωρίσματα», λέει: «Έστω, για χάρη της θεωρητικής συζήτησης, ότι η δημιουργία του ενός ανθρώπου γίνεται εξ ολοκλήρου ενώ χωρίς την κατασκευή του ποδιού του άλλου η δημιουργία. Έστω ότι καλείται αυτός που είναι αρτιμελής Δίων και αυτός που είναι ατελής Θέων και ότι, έπειτα, γίνεται περιεκτομή του ενός από τα πόδια του Δίωνος».
Αν το ζητούμενο είναι, λοιπόν, ποιος από τους δύο υπέστη βλάβη, κατά τον Χρύσιππο αρμόζει κανείς να ισχυριστεί ότι ήταν ο Θέων αυτός που την υπέστη.
Αυτό, όμως, μάλλον το ισχυρίζεται κάποιος που παραδοξολογεί παρά κάποιος που λέει την αλήθεια διότι πώς, άραγε, αυτός ο Θέων που κανένα μέλος του δεν ακρωτηριάστηκε μετά την γέννησή του έγινε ανάρπαστος στην απάντηση του Χρύσιππου ενώ αυτός ο Δίων, που του απεκόπη το πόδι, δεν υπέστη καμία βλάβη;
«Έτσι πρέπει», λέει ο Χρύσιππος, «γιατί ο Δίων με το κομμένο πόδι δεν στερήθηκε την ατελή ουσία του Θέωνος και –εφόσον δύο όργανα δεν μπορούν επί της ουσίας να έχουν τον ίδιο φορέα ως υποκείμενο– άρα, λοιπόν, ο Δίων είναι αναγκαίο να θεωρηθεί αρτιμελής και ο Θέων να θεωρηθεί ακρωτηριασμένος» (όπως λέει ο τραγικός Αισχύλος, «είν’ απ’ τα πουλιά που χάνονται όχι επειδή πιαστήκαν απ’ τα βέλη αλλ’ εξ οικείων γιατί ανοίξαν πολύ τα φτερά τους»).
Διότι, αν κανείς πάρει τους τύπους –και όχι την ουσία– αυτών των λογίων και τους εφαρμόσει σε ολόκληρον τον κόσμο, τότε σαφέστατα θα αποδείξει ότι και η θεία πρόνοια έχει ακρωτηριαστεί.
Δες το κάπως έτσι: αν το ένα υποκείμενο θεωρηθεί, σαν τον Δίωνα, ότι είναι ο κόσμος (αφού είναι τέλειος) και το άλλο θεωρηθεί ότι είναι, σαν τον Θέωνα, η ψυχή του κόσμου (αφού το μέρος είναι μικρότερο του όλου) και, όπως από τον Δίωνα αφαιρέθηκε το πόδι, έτσι ας αφαιρεθεί και από τον κόσμο όσο τμήμα μοιάζει με το σώμα.
Επιβάλλεται, επομένως, να πει κανείς πως δεν έχει υποστεί φθορά ο κόσμος του οποίου αφαιρέθηκε το σώμα όπως δεν έχει υποστεί βλάβη ούτε ο Δίων που του αποκόπηκε το πόδι αλλά αυτή που έχει υποστεί φθορά είναι η ψυχή όπως ο Θέων που δεν έπαθε τίποτα.
Διότι ο κόσμος δεν στερήθηκε από καμιά σπουδαία αιτία όταν του αφαιρέθηκε όσο τμήμα μοιάζει με το σώμα αλλά, αντιθέτως, η ψυχή υπέστη φθορά επειδή δύο όργανα δεν μπορούν επί της ουσίας να έχουν τον ίδιο φορέα ως υποκείμενο. Είναι αντισυμβατικό, όμως, να λέει κανείς ότι προκαλείται φθορά στην θεία πρόνοια και, εφόσον αυτή υπάρχει άφθαρτη εις στον αιώνα, εξ ανάγκης και ο κόσμος είναι άφθαρτος στην αιωνιότητα.
Ακόμη μεγαλύτερη απόδειξη, όμως, για την αιωνιότητα του κόσμου παρέχει και ο χρόνος διότι, αν ο χρόνος είναι αδημιούργητος, εξ ανάγκης και ο κόσμος είναι αδημιούργητος. Γιατί;
Διότι –όπως λέει ο μέγας Πλάτων– οι ημέρες και οι νύχτες και οι εποχές του έτους απέδειξαν ότι ο χρόνος υπάρχει και πως είναι αδύνατο να δημιουργηθεί κάτι από αυτά δίχως την κίνηση του ήλιου και τις περιφορές του ουρανού ολάκερου. Αυτοί που συνηθίζουν να ορίζουν τα πράγματα, επομένως, όρισαν –πολύ εύστοχα– ως χρόνο το διάστημα εκείνο που μετρά την κίνηση του κόσμου κι επειδή αυτό είναι απόλυτα ορθόν και υγιές, άρα ο κόσμος γίνεται ίσος σε ηλικία και αίτιος για την κίνηση του χρόνου αφού είναι το πλέον παράλογο να υπονοεί κανείς ότι υπήρχε ποτέ κόσμος όταν δεν υπήρχε χρόνος και μέτρηση του χρόνου. Διότι εκ φύσεως ο χρόνος είναι άναρχος και ατελεύτητος, δίχως αρχή και τέλος επειδή ακόμα και αυτά τα ίδια (το «υπήρχε», το «ποτέ», το «όταν») χρόνο φανερώνουν.
Εξ αυτού, έπεται και ότι ούτε αυτός ο χρόνος υπήρχε καθαυτός όταν δεν υπήρχε κόσμος γιατί αυτό που δεν υπάρχει ούτε και κινείται –κι έτσι αποδείχθηκε πως ο χρόνος είναι το διάστημα της κοσμικής κινήσεως.
Άρα, εξ ανάγκης προκύπτει ότι ο κόσμος και ο χρόνος υφίστανται ανέκαθεν, στην αιωνιότητα, δίχως να έχουν κάποιαν αρχή γενέσεως εφόσον ό,τι είναι αιώνιο και αΐδιο είναι ανεπίδεκτο φθοράς.
Τάχα ποιός Στωϊκός, εφευρετικός στα λόγια, θα πει ότι ο χρόνος ορίζεται όχι μόνον ως το διάστημα της κίνησης του κόσμου του τωρινού (του εξωραϊσμένου και καλλωπισμένου με τάξη και αρμονία) αλλά και του κόσμου που υπονοείται μέσω των εννοιών της «συντέλειας», του «κατακλυσμού» και του «πυρός»;
Οφείλει να απαντήσει κανείς σε αυτόν:
«Ω γενναίε, μεταθέτεις τις ονομασίες των λέξεων και αποκαλείς κόσμο την ακοσμία. Διότι, αν κόσμος καλείται –σύμφωνα με την ετυμολογία και προσφυέστατα– αυτός που βλέπουμε και είναι διατεταγμένος και διακοσμημένος με την ακρότητα της ανεπανόρθωτης τέχνης, τότε την μεταλλαγή του σε φωτιά είναι πρέπον να την ονόμαζε κανείς ακοσμία».
Τέτοιες αποδείξεις χρησιμοποιεί και ο Κριτόλαος (που ανήκει στην χορεία των Μουσών και είναι εραστής της Περιπατητικής φιλοσοφίας) όταν συναινεί και δέχεται το δόγμα περί της αιωνιότητας του κόσμου: αν ο κόσμος δημιουργήθηκε, πρέπει αναγκαστικά να δημιουργήθηκε και η Γη και αν η Γη είναι δημιουργημένη, τότε οπωσδήποτε και το ανθρώπινο γένος είναι δημιουργημένο αλλά, όμως, ο άνθρωπος είναι αγέννητος αφού κατάγεται από το γένος της αιωνιότητας –όπως θα αποδειχθεί πανηγυρικά– άρα, και ο κόσμος είναι αΐδιος και αιώνιος.
Και τώρα πια, πρέπει να μηχανευτεί κανείς πώς να αποδείξει την αιωνιότητα του Υπέρτατου Όντος, αυτού που θέτουμε πάνω από όλα –αν, βέβαια, έχουν χρεία αποδείξεως αυτά τα τόσο εμφανή.
Έχουν, όπως φαίνεται: κι αυτό συμβαίνει εξαιτίας αυτών που πλάθουν μύθους και οι οποίοι (αφού αντικαταστήσουν στην ζωή τους την αλήθεια με τα ψέματα) φυγαδεύουν την αλήθεια στην εξορία. Επιπλέον, ασκούν βία όχι μόνο στις πόλεις και στις οικίες αλλά και σε κάθε έναν ξεχωριστά από τους ανθρώπους που στερούνται αυτό το πολύτιμο απόκτημα της αλήθειας.
Για να το πετύχουν αυτό –και για να τους προσελκύσουν στην ενέδρα τους– επινοούν ως δέλεαρ μέτρα και ρυθμούς που καταγοητεύουν τα αυτιά των αφρόνων με τον ίδιο τρόπο που οι άσχημες και ειδεχθείς εταίρες καταγοητεύουν τα μάτια των αφρόνων με τα στολίδια και –ελλείψει αληθινών– με τα νόθα κοσμήματά τους.
Διότι λένε ότι η δημιουργία, η γένεση και η γέννηση ανθρώπων από τους ίδιους τους ανθρώπους αναμεταξύ τους είναι νεώτερο έργο της φύσεως ενώ η δημιουργία ανθρώπων από την γη είναι πιο αρχέγονο και παλαιό έργο της φύσεως επειδή η Γη είναι μητέρα των πάντων.
Και, επίσης, νομίζουν ότι αυτοί οι τέλειοι και ένοπλοι «Γιοι της Γης» τους οποίους υμνούν οι Έλληνες ξεφύτρωσαν από την δική της σπορά σαν τα σπαρτά: οι Σπαρτοί.
Βέβαια, το ότι αυτό αποτελεί μυθοπλασία είναι εύκολο να διαπιστωθεί από πολλές αποδείξεις.
Αμέσως με το που δημιουργήθηκε ο πρώτος άνθρωπος, άλλωστε, έπρεπε το μεγάλωμά του να γίνει σύμφωνα με ορισμένα μέτρα και αριθμούς ετών διότι η φύση δημιούργησε τις ηλικίες ως κάποιου είδους αναβαθμούς της καλλιέργειας, μέσω των οποίων ο άνθρωπος –κατά κάποιον τρόπο– ανεβαίνει και κατεβαίνει: ανεβαίνει όταν μεγαλώνει και κατεβαίνει όταν μικραίνει. Το όριο των ανωτάτων σκαλοπατιών είναι η περίοδος της ακμής την οποία, όταν κανείς φτάσει, δεν προχωρά άλλο πλέον αλλά όσα έλαβε από την ισχύ της νεότητάς του τα αποδίδει στους πιο αδύναμους ως βραβείο σαν τους δρομείς της διαυλοδρομίας που παραδίδουν στο στάδιο την σκυτάλη όταν ξαναεπιστρέφουν πίσω από την ίδια οδό.
Βέβαια, δείχνει άγνοια να νομίζουν μερικοί ότι οι νόμοι της φύσεως –θεσμοί ακίνητοι– γεννήθηκαν τέλειοι εξαρχής διότι οι δικές μας νομικές κρίσεις συνενώνονται με τα σφάλματα που κάνει ο θνητός άνθρωπος με τον οποίο έχουν συζευχθεί με αποτέλεσμα, όπως είναι εύλογο, να ενδέχονται παρεκτροπές και αλλαγές ενώ ό,τι ανήκει στην φύση όλου του κόσμου παραμένει αμετάτρεπτο και άκαμπτο καθώς η Φύση επικρατεί πάνω σε όλα αυτά και διαφυλάττει ακίνητα τα όρια των θεσμών που εξ αρχής είχε εγκαθιδρύσει αφού υπάρχει βεβαιότητα για τους νόμους της που γνωστοποίησε άπαξ στην Ιστορία.
Επομένως, αν η Φύση θεωρούσε ότι ήταν πρέπον να γεννά τέλειους ανθρώπους,
τότε αυτό θα γινόταν και σήμερα –και θα γεννιώνταν απ’ την Γη ένας άνθρωπος ολοκληρωμένος –όχι βρέφος ούτε παιδί ούτε νεανίσκος αλλά κατ’ ευθείαν άνδρας– και ίσως εντελώς ακμαίος, αγέραστος και αμάραντος σε όλα ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ.
Διότι σε αυτόν που δεν αυξάνεται άλλο, ούτε και να μικραίνει ταιριάζει.
Οι αλλαγές στην ηλικία ενός ανθρώπου μέχρι να γίνει άνδρας βαίνουν αυξάνουσες
και από κει και μετά, ώσπου να γεράσει και να φθάσει στο τέλος, βαίνουν μειούμενες.
ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΥΛΟΓΟ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. Τί είναι, λοιπόν, αυτό που εμποδίζει τους ανθρώπους να εκβλασταίνουν και σήμερα από την γη, όπως λένε ότι γινόταν παλιότερα;
Τόσο πολύ γέρασε η Γη που φαίνεται να έγινε στείρα, λόγω του μάκρους χρόνου; Μα, ακριβώς λόγω του μήκους του χρόνου μένει πάντοτε νεάζουσα η γη διότι υψώνεται σε γωνία 90 μοιρών και οφείλει να μην φθίνει για χάρη της διατήρησης του συνόλου εφόσον και τα (α)δελφικά της στοιχεία –τα υγρά, τα αέρια, η φλόγα– εξακολουθούν να είναι ακμαία.
Όμως, η πιο εναργής απόδειξη της αδιάστατης και αιώνιας ακμαιότητας της γης
είναι όσο φυτρώνουν πάνω της διότι μετά το φθάσιμο στο αποκορύφωμά της –χάρη είτε στις εκχύσεις των ποταμών όπως λένε ότι υπερεκχειλίζουν στην Αίγυπτο είτε στις ετήσιες βροχές– υπαναχωρεί (ανακουφισμένη από την εξάντληση που της προκάλεσε η έξαψη και η φθορά) κι έπειτα, αφού αναπαυθεί, ανακτά την γνωστή της δύναμη έως και του σημείου της πλήρους ευρωστίας και μετά, ξεκινά και πάλι να αποδίδει προς όλα τα είδη των ζωντανών πλασμάτων άφθονη θρεπτική τροφή προκειμένου να γεννήσουν τα όμοιά τους όντα.
Γι’ αυτό μου φαίνεται πως και οι ποιητές την ονόμασαν –όχι σκόπιμα– Πανδώρα,
επειδή όλα τα δώρα τα επωφελή που αποσκοπούν στην απόλαυση της ηδονής τα χαρίζει όχι μόνο σε μερικά ζώα αλλά σε όλα όσα στερούνται ψυχής.
Και βέβαια, αυτός που θα υψωθεί μεταρσιωμένος με έκσταση στον αέρα στην άνθηση της άνοιξης θα ατενίσει με αναπτερωμένο ηθικό και τα υψώματα των ορέων και την κοιλάδα: την κοιλάδα εύφορη, πεδιάδα χορταριασμένη και χλοερή να αναδίνει πόες, στάρι και δημητριακά από κριθάρι –και 1000 άλλες φύσεις σπαρτών που τις κατέβαλαν και οι γεωργοί αλλά τις παρείχε απαυτοματιζόμενη και η κατάλληλη ώρα του έτους, την ορεινή περιοχή κατασκιασμένη με κλαδιά και φύλλα πάνω στα οποία κρεμώνται ως στολίδια οι κορμοί των δένδρων και περιβαλλόμενη από πλήθος καρπούς όχι μόνο φαγώσιμους αλλά κι αυτούς που θεραπεύουν τους πόνους (γιατί ο καρπός της ελιάς γιατρεύει την κούραση του σώματος ενώ η απόλαυση με μετριοπάθεια του καρπού του αμπελιού χαλαρώνει τις σφοδρές οδύνες της ψυχής).
Επιπλέον, θα γίνει γευσιγνώστης της ανένδοτης και ακούραστης ακμής της πάντοτε νεάζουσας χώρας αυτός που θα αντικρύσει και τις εξαιρετικά ευωδιαστές αύρες που εκπέμπονται από τα άνθη με δαιμόνια τέχνη πλουμισμένες με μια πανδαισία ιδιοτήτων των χρωμάτων ανυπολόγιστα πλούσιων –χάρη ποικιλίας– αλλά, ταυτόχρονα, θα αποστρέψει εν μέρει με παρέκκλιση το πρόσωπό του από την ήμερη βλάστηση και θα εναγκαλιστεί με υδρόφιλες, γηραλέες λεύκες, με κέδρους, με έλατα, με υψωμένες βελανιδιές μεγάλου μήκους και με τα υπόλοιπα ογκώδη, συνεχή και βαθειά δένδρα που συνθέτουν την ύλη της άγριας βλάστησης και σκιάζουν τα περισσότερα και τα πιο μεγάλα των ορέων
και τον εκτενέστερο τόπο στις παρυφές των ορεινών που εμβαθύνουν στην γη.
ΑΡΑ, Η ΓΗ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΘΑ ΓΕΝΝΟΥΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ – αν, βέβαια, ίσχυε ότι και πρώτα γεννούσε ανθρώπους– δίχως να έχει ελαττωθεί σε τίποτε η παλαιά της ισχύ.
Και τούτο εξ ανάγκης για δύο λόγους:
ο ένας, για να μην λιποτακτήσει από τον γνωστό καθήκον που της έχει ταχθεί (και ειδικότερα, από την σπορά και την γέννηση του πλέον αρίστου και κυριάρχου
των ζώων, του ανθρώπου) και ο δεύτερος, για να συνδράμει επικούρεια τις γυναίκες που, κυοφορώντας με βαρύτατους πόνους, πιέζονται φορτικά με την βία για περίπου 10 μήνες και, όταν πρόκειται να γεννήσουν με πολλές ωδίνες, πεθαίνουν οι ίδιες.
Δεν έχει μεγάλη αφέλεια να νομίζει κανείς με όλα αυτά πως η Γη είναι μια μητέρα στην μήτρα της οποίας πρέπει κανείς να εγκολπώνεται προκειμένου να σπείρει ανθρώπους;
Διότι η μήτρα είναι η περιοχή η ζωογόνος –το «εργαστήριο της φύσεως», όπως είπε κάποιος– στην οποία μόνο ζώα διαπλάθονται.
Αυτό, όμως, το σημείο δεν είναι τόπος της γης αλλά ενός ζώου θηλυκού που δημιουργήθηκε κατά την γένεση του κόσμου.
Δεν έχει μεγάλη αφέλεια, άλλωστε, όλη αυτή η ιδέα και επειδή επιπροσθέτως θα έπρεπε να ειπωθεί πως η Γη, όταν γεννούσε ανθρώπους είχε και μαστούς –όπως μια γυναίκα – ώστε να έχουν την κατάλληλη τροφή τα πρώτα αποκυήματα της γέννας;
Μα, ούτε μία ΠΗΓΗ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ δεν μνημονεύεται ποτέ
πως έσταξε γάλα αντί για νερό!
Και επιπλέον, τα νεογέννητα βρέφη, επειδή όπως πρέπει να τρέφονται με γάλα έτσι πρέπει και να τίθενται υπό την σκέπη ενός αμπέχονου (λόγω των ζημιών που επέρχονται στο σώμα από το κρύο και την ζεστασιά), ακριβώς για χάρη αυτής εδώ της θαλπωρής –επειδή εισέρχεται μέσα τους η αναγκαία φροντίδα για τα τέκνα– οι μαίες και οι μητέρες είναι που τα στολίζουν περιβάλλοντάς τα με σπάργανα.
Πώς, λοιπόν, αυτούς που αφέθηκαν γυμνοί καθώς γεννήθηκαν ξεφυτρώνοντας από την γη δεν τους διέφθειρε και δεν τους κατέστρεψε κανείς, είτε αέρας κατεψυγμένος είτε φλογερός ήλιος; Διότι, όταν το κρύο και η θαλπωρή καλά κρατούν, νόσους και φθορές απεργάζονται.
Επειδή, όμως, οι μυθοπλάστες κίνησαν μία φορά και άπαξ στο παρελθόν για να διαφθείρουν την αλήθεια, το αποτέλεσμα της τερατογονίας ήταν να βγάλουν το τερατούργημα πως εκείνοι οι Σπαρτοί φύτρωσαν από την Γη και ένοπλοι!
Γιατί ποιός τόσο ικανός χαλκευτής ή τρανός χαλκουργός σαν τον Ήφαιστο υπήρχε μέσα στην γη που να τους στόλισε αμέσως, φτιάχνοντάς τους μια τέτοιαν πανοπλία;
Ποιός εξοικείωσε αυτά τα πρώτα τέκνα της Γης με τα άρματα;
Διότι ο άνθρωπος είναι το πιο ήμερο ζώο γιατί η Φύση τον τίμησε με το δώρο της λογικής μέσω του οποίου θέλγονται και τιθασεύονται και τα πλέον εξαγριωμένα πάθη.
Πολύ καλύτερο θα ήταν αν –αντί για όπλα– ξεφύτρωναν ραβδιά ώστε οι προφήτες, οι κήρυκες και οι αγγελιοφόροι με τα σύμβολα αυτά της συμφιλίωσης και του εξευμενισμού να χύνουν σπονδές σε μιαν φύση λογική προκειμένου να καταγγέλλει την ειρήνη –αντί για τον πόλεμο– σε όλους απανταχού στην οικουμένη.
Με μετριοπάθεια, επομένως, ασκήθηκε διεξοδικός έλεγχος στις μωρολογίες αυτών που θωρακίζουν την ψευδολογία έναντι της αληθείας.
Εκείνο που πρέπει να γνωρίζει κανείς καλά είναι ότι βλασταίνουν εξ ανθρώπων άνθρωποι εξ αϊδίου προερχόμενοι –κατά σειρά διαδοχής στην μήτρα (του άνδρα όταν γίνεται η σπορά, της γυναίκας όταν υποδέχεται τα σπέρματα με σωτήριο τρόπο, της φύσεως όταν διαπλάθει με αόρατο τρόπο το κάθε ένα από τα μέρη και της ψυχής και του σώματος καθώς και όταν προικίζει όλο τούτο το γένος των ανθρώπων με το δώρο της αθανασίας –αυτό ακριβώς το χάρισμα που δεν ίσχυσε ώστε να το πάρει και κάθε ένας από εμάς – διότι, ενώ τα παρόμοιά του φθείρονται, αυτό το προσόν μένει πάντοτε εσσαεί, αληθινά τεράστιο και θείο έργο.
Κι αν είναι έργο προερχόμενο εξ αϊδίου ο άνθρωπος, μικρό κομμάτι του σύμπαντος, τότε σίγουρα είναι αΐδιος κι ο κόσμος, άρα άφθαρτος και αιώνιος.
Συνεχίζοντας την εναγώνια προσπάθειά του, ο Κριτόλαος χρησιμοποίησε και το εξής επιχείρημα, ως προς αυτό το χάρισμα: το αίτιο του ότι αυτό δεν είναι ασθενές είναι η υγεία αλλά και το αίτιο του ότι αυτό δεν κοιμάται είναι η εγρήγορση και –εφόσον αυτό ισχύει– άρα, και το αίτιο του ότι αυτό υπάρχει είναι η αιωνιότητα, όμως το αίτιο που υπάρχει αυτό είναι ο κόσμος (όπως, βέβαια, και για όλα τα χαρίσματα της φύσεως) και, άρα, ο κόσμος είναι αιώνιος και αΐδιος .
Και όχι μόνον αυτό αλλά και κείνο αξίζει να γίνει αντικείμενο εξέτασης, ότι δηλαδή
κάθε τι το οποίο γεννιέται πρέπει οπωσδήποτε στην αρχή να είναι ατελές αλλά, προϊόντος του χρόνου, να μεγαλώνει και το μέγεθός του μέχρι την ολοκληρωτική τελείωση.
Άρα, αν ο κόσμος γεννήθηκε, ήταν κάποτε –για να εκμεταλλευτώ κι εγώ στα λόγια
τις ιδιότητες που έχουν οι ονομασίες των ηλικιών– «πρωτόβγαλτο νήπιο» που επέβη αμέσως στις διαβαθμίσεις των εποχών του έτους, μετά στα μήκη του χρόνου και, πολύ αργότερα, μόλις που πρόλαβε να φτάσει στην τέλεια κορυφή.
ΔΙΟΤΙ –ΕΞ ΑΝΑΓΚΗΣ– Ο,ΤΙ ΖΕΙ ΓΙΑ ΜΑΚΡΟΝ ΧΡΟΝΟ, ΦΤΑΝΕΙ ΑΡΓΑ ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ ΤΟΥ.
Ωστόσο, αν νομίζει κανείς ότι ο κόσμος εκμεταλλεύθηκε ποτέ τέτοιου είδους μεταβολές ηλικίας, ας μην αγνοεί ότι έχει καταληφθεί από την μήνιν και την μανία ενός αθεράπευτου γιατί είναι πρόδηλο ότι όχι μόνο το δικό του τμήμα που μοιάζει με το σώμα θα μεγαλώσει σε μέγεθος αλλά, επιπλέον, θα αποδώσει καλύτερα και ο νους του (επειδή αυτόν υπονοούν κι αυτοί που τον διαφθείρουν όταν λένε πως έχει λογική).
Έτσι σαν τον άνθρωπο, λοιπόν, κι ο κόσμος θα είναι χωρίς λογική στην αρχή της γενέσεώς του ενώ κατά την ηλικία της ακμής θα είναι λογικός: κάτι που είναι ασεβές όχι μόνο να το λέει κανείς αλλά ακόμα και να το υπονοεί –διότι αυτήν την πρώτη εποχιακή περίοδο (τον τελειότερο προστατευτικό περίβολο από όλα τα ορατά οχυρωματικά τείχη και τις ορατές ζώνες θωράκισης, την περιοχή αυτή και τον τόπο ασύλου που περιέχει εν μέρει μέσα της και όσους έλαχαν εκεί να έχουν κλήρο) πώς δεν αξίζει να την θεωρεί κανείς πάντοτε τέλεια, εσσαεί και στο σώμα και στην ψυχή, απρόσβλητη, άτρωτη κι απόρθητη από τα μολυσματικά εκείνα μικρόβια με τα οποία ζευγαρώνει κάθε γεννημένο και φθαρτό ον;
Ο Κριτόλαος αναφέρει ότι –πέραν των εξωτερικών αιτίων– υπάρχουν και τρίτες αιτίες που επιφέρουν στα ζωντανά πλάσματα τον θάνατο (η νόσος, τα γηρατειά, η στέρηση) και από τα οποία ο κόσμος είναι απόρθητος.
Διότι ο κόσμος πηγάζει από όλα τα στοιχεία έτσι ώστε να μην του ασκείται βία από κανέναν τόπο που έχει μένει απ’ έξω ως υπόλειμμα και απελευθεριάζει, οπότε κυριαρχεί σε δυνάμεις σαν τις ασθένειες και κρατά υπάκουες τις δυνάμεις που τον διαφυλάττουν υγιή και ακμαίο και τον καθιστούν πλέον αυτάρκη και ανεξάρτητο προκειμένου από μόνος του αφενός να μην παρουσιάζει υστέρηση σε τίποτε από όσα εξασφαλίζουν την διαιώνισή του και αφετέρου να απωθεί από τα μέρη του τις αλληλοδιαδοχές των κενώσεων και των πληρώσεών του: αυτές που χρησιμοποιούν τα ζώα λόγω της ξένης προς τις Μούσες απληστίας τους
κι έτσι διαλέγουν τον θάνατο αντί της ζωής ή –κάτι που μπορεί, βέβαια, να ειπωθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια– μια ζωή πιο οικτρή κι από τον θάνατο.
Έτι περαιτέρω, αν δεν ήταν εφικτή η όραση καμίας αιώνιας και αϊδίου φύσεως, πολύ δύσκολο φαίνεται πως θα μπορούσαν να μην βρουν προφάσεις ώστε να προβαίνουν σε αδικίες αυτοί που επαγγέλλονται στην διδασκαλία τους την καταστροφή του κόσμου ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ.
Επειδή, όμως –σύμφωνα με αυτούς που εξετάζουν άριστα τις φυσικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού– η ειμαρμένη είναι άναρχος και ατελεύτητος, δίχως αρχή και τέλος (καθώς οργανώνει τις αιτίες του καθενός πράγματος χωρίς καμία να είναι λειψή και μικροσκοπική σε διαστάσεις) τότε, γιατί να μην πρέπει να πει κανείς ότι είναι πιο μακραίωνη και η φύση από τον κόσμο;
Αφού η φύση θέτει σε τάξη τα άτακτα, επιφέρει αρμονία στα ανάρμοστα, οδηγεί
σε συμφωνία τα ασύμφωνα και ενώνει τα διάσπαρτα σπαρμένα;
Και πώς τα ενώνει ή τα επανενώνει;
Τα ξύλα και τα λιθάρια με δεσμούς έξεως, τα σπαρτά και τα δένδρα με δεσμούς φύσεως, τα ζωντανά πλάσματα όλα με την ψυχή, τον άνθρωπο με τον νου και την λογική –και, ειδικότερα, τους σπουδαίους ανθρώπους προικίζοντάς τους με την τελειότερη αρετή.
Αν, λοιπόν, η φύση του κόσμου είναι αγέννητη και άφθαρτη, είναι ολοφάνερο ότι και ο κόσμος –που συνέχεται και διακατέχεται από δεσμούς ακατάλυτους– είναι αγέννητος και αιώνιος.
Νικημένοι μερικοί από την αλήθεια και από τους αντιφρονούντες μετέβαλαν γνώμη
και μεταστράφηκαν διότι το κάλλος έχει την δύναμη της πρόσκλησης ενώ η αλήθεια είναι κάτι τόσο δαιμονισμένα και μεγαλοφυέστατα καλό όπως το ψέμα είναι ανώμαλα αισχρό.
Τουλάχιστον, ο Βοηθός από την Σινδόνη και ο Παναίτιος –που θεωρούνταν άνδρες με ισχύ εντός του κύκλου των Στωϊκών δογμάτων– εγκατέλειψαν τις θεωρίες περί διαδοχικών κατακλυσμών πυρός και παλιγγενεσιών του κόσμου κάτω από την επιρροή της θεοληψίας και αυτομόλησαν προς οσιώτερο δόγμα, το δόγμα περί αφθαρσίας όλου του κόσμου.
Λέγεται, μάλιστα, ότι και ο Διογένης όταν ήταν νέος έβαλε κι αυτός την υπογραφή του στο δόγμα του κατακλυσμού με πυρ και συντέλειας του κόσμου
αλλά, αργότερα, ένοιωσε ενδοιασμούς λόγω της μεγάλης του ηλικίας και απείχε. Διότι είναι δουλειά του ηλικιωμένου –και όχι του νέου– να διαβλέπει τα σεμνά και περιζήτητα αλλά, ιδιαίτερα, όσα δεν δικάζονται από την απατηλή αίσθηση που δεν διαθέτει λογική κρίση αλλά από τον πιο ακραιφνή νου.
Όσοι περιέβαλλαν στα σπάργανα τον Βοηθό της Σινδόνης έχουν χρησιμοποιήσει πιο πιθανές αποδείξεις, για τις οποίες θα μιλήσουμε αμέσως. Λένε:
Αν ο κόσμος είναι γεννημένος και φθαρτός, τότε θα είναι κάτι που θα έχει δημιουργηθεί εκ του μη όντος, πράγμα το οποίο και στους Στωϊκούς φαίνεται πως είναι εντελώς άτοπο. Γιατί;
Διότι δεν είναι δυνατόν να βρεθεί ουδεμία φθοροποιός αιτία που να καταστρέφει τον κόσμο –ούτε μέσα του ούτε έξω του– έξω του επειδή εκτός δεν υπάρχει τίποτα
(γιατί τάχα δεν υπάρχει πουθενά κανένα κενό και τα στοιχεία έχουν περιληφθεί μέσα του ολόκληρα) και μέσα του επειδή δεν υπάρχει κανένα τοιούτο νόσημα το οποίο να μπορούσε να γίνει αίτιο ώστε να προκληθεί διάλυση σε έναν Θεό τόσο σπουδαίον.
Αν, λοιπόν, κάτι φθείρεται ή διαφθείρεται αναίτια, είναι πασιφανές ότι η γένεση της φθοράς θα είναι εκ του μη όντος –κάτι το οποίο δεν πρόκειται να παραδεχθεί ούτε η μεγαλύτερη διάνοια.
Και –όπως λένε– υπάρχουν τρεις γενικοί τρόποι φθοράς: ο κατά διαίρεση και ο κατά αναίρεση της ουσίας που έχει καταλάβει τον κόσμο καθώς και ο κατά σύγχυση.
Τα σώματα, λοιπόν, που έχουν δημιουργηθεί με σταθερούς δεσμούς και αποτελούνται από συναπτόμενα σώματα ή, πάλι, αποτελούνται από διαχωρισμένα σώματα (σε γίδες, βόδια, χορούς, στρατεύματα), αυτά καταλύονται με διάσταση και διαίρεση.
Με αναίρεση της ουσίας που έχει καταλάβει τον κόσμο καταστρέφεται το μολυσματικό μικρόβιο που έχει μετασχηματιστεί ή έχει εκλειανθεί με τριβή προκειμένου να μην παράσχει κάποιο διαφορετικό δείγμα μορφής του ιού.
Με σύγχυση μέσω του τετραπλού φαρμάκου (όπως αυτό που χρησιμοποιούν οι ιατροί) διότι όλες οι καταστροφικές δυνάμεις που συνέχονταν στον κόσμο αφανίστηκαν όταν γεννήθηκε μία μόνο δύναμη που θεωρήθηκε ως περισσότερο εξαίρετη.
Με ποιόν από αυτούς τους τρόπους, άραγε, αξίζει να πει κανείς ότι καταστρέφεται ο κόσμος;
Με τον κατά διαίρεση;
Μα, ο κόσμος δεν αποτελείται ούτε από διαχωρισμένα σώματα ώστε να διασκορπιστούν τα μέλη του ούτε από συναπτόμενα σώματα ώστε να διαλυθούν τα μέλη του ούτε από σώματα ενωμένα κατά τον ίδιο τρόπο με τα δικά μας σώματα (διότι τα δικά μας σώματα έχουν εξ εαυτών κάποιο είδος δερματοπάθειας και καταδυναστεύονται από χίλια πράγματα από τα οποία βλάπτονται) μα το σώμα του κόσμου έχει μιαν ευρωστία ακατανίκητη, η οποία κατακρατεί υπεραρκετά αγαθά από τα πάντα. Μήπως με την παντελή αναίρεση της ουσίας που περιέχεται στον κόσμο;
Μα, αυτό είναι αδύνατο –βεβαίως – σύμφωνα με όσους υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη, διότι τότε ελαττώνεται η ουσία που δόθηκε από τον Δία και παραμένει η ευπρεπής ουσία που εστάλη κατά την διάρκεια της έκχυσης πυρός
στο μείγμα.
Μήπως , όμως, με τον τρόπο τον κατά σύγχυση;
Άπαγε της σύγχυσης, διότι θα απαιτηθεί να παραδεχθεί κανείς και πάλι ότι η φθορά δημιουργείται, γεννιέται και επέρχεται στο μη ον.
Γιατί;
Διότι αν καταστρεφόταν εν μέρει κάθε ένα από τα στοιχεία, τότε θα ήταν δυνατόν να δεχθεί την αλλαγή σε έτερο στοιχείο ενώ, όταν καταστρέφονται συλλήβδην όλα μαζί τα στοιχεία, τότε παρίσταται ανάγκη να υπονοηθεί το αδύνατον.
Και λένε, επιπλέον σε αυτά, πως εάν μέσα στον κατακλυσμό ο κόσμος εκχύσει πυρ
προς τα πάντα και φθάσει ως την συντέλεια, τί θα κάνει ο Θεός κατ’ εκείνον τον χρόνο;
Μήπως δεν θα κάνει τίποτα; Εύλογα το εικάζει κανείς αυτό.
Διότι τώρα ο Θεός εποπτεύει το κάθε τι και ασκεί την κηδεμονία όλων σαν γνήσιος Πατήρ και –αν πρέπει να ειπωθεί η αλήθεια– σαν να βαστά τα ηνία και να κρατά το πηδάλιο με έναν τρόπο Ηνιόχου, Κυβερνήτη των Συμπάντων (και του Ηλίου και της Σελήνης και των υπολοίπων αστεριών, πλανητών και απλανών άστρων και ακόμα και των αερίων και των μερών του κόσμου) παριστάμενος ο ίδιος και συμπράττοντας σε όσα αποβλέπουν προς την διαιώνιση του συνόλου και την ανεύθυνη διοίκηση, σύμφωνα με τον ορθό λόγο.
Όταν, λοιπόν, διαλυθούν τα πάντα, θα του γίνει ο βίος αβίωτος και θα περάσει μια ζωή τρομερή, χωρίς να κάνει τίποτα και θα μένει άπρακτος. Υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερο ατόπημα;
Τί πιο παράλογο από αυτό;
Διστάζω να μιλήσω για ό,τι δεν κάνει ούτε ως υπονοούμενο να αφήσω, ότι δηλαδή θα επακολουθήσει ο θάνατος του Θεού και πως έτσι, βεβαίως, θα επέλθει και ηρεμία στον Θεό διότι αν καταστρέψεις την αεικινησία της ψυχής, οπωσδήποτε μαζί με αυτήν θα καταστρέψεις τότε και την ψυχή την ίδια, διότι –κατά τους αντιφρονούντες– ψυχή του κόσμου είναι ο Θεός.
Δεν είναι άξιο ούτε και για τούτο να αναρωτιέται κανείς: με ποιόν τρόπο θα γίνει η παλιγγενεσία και η αναδημιουργία του κόσμου αφού θα έχουν όλα διαλυθεί μέσα στην φωτιά;
Όταν καταναλωθεί όλη η ουσία από τον κατακλυσμό του πυρός, μετά είναι ανάγκη και η παλιά φλόγα να σβήσει επειδή δεν θα έχει πλέον καύσιμη, θρεπτική ύλη.
Αν η ουσία συνέχιζε να υπάρχει και παρέμενε, θα διασωζόταν το πρόσχημα που υπάρχει εν σπέρματι για τον καλλωπισμό και ευπρεπισμό του Νέου Κόσμου. Από την στιγμή που η ουσία καταλύεται, το πρόσχημα αυτό αφαιρείται επίσης και χάνεται.
Και αυτό αποτελεί ήδη διπλή εξωθεσμική ανωμαλία και ασέβεια όχι μόνον επειδή έτσι διακηρύσσεται κατηγορηματικά η καταστροφή του κόσμου αλλά και επειδή καταργείται η αναγέννηση και η παλιγγενεσία του κόσμου –λες και ο Θεός θα χαιρόταν αν υπήρχε ακοσμία, απραξία και κάθε είδους αμαρτία.
Πρέπει, όμως, το πρόσχημα που υπάρχει εν σπέρματι για τον εξωραϊσμό, καλλωπισμό και ευπρεπισμό του κόσμου με μια νέα μορφή μετά από την αναγέννησή του να διερευνηθεί ως ζητούμενο κατά τον ακόλουθο τρόπο με περισσότερη ακρίβεια –κι αυτό, επειδή το πυρ έχει τρία είδη: εμφανίζεται ως σπίθα, φλόγα και ανταύγεια.
Η σπίθα, λοιπόν, είναι μια φωτιά αποτελούμενη από άνθρακα, μια ουσία γεώδη, που φωλιάζει κι ελλοχεύει ολόκληρη μέσα στον κόσμο –όπως ένας πνευματικός εθισμός– και τον είχε διαστείλει μέχρι τα πέρατα.
Φλόγα είναι ό,τι υψώνεται μετέωρο θρεμμένο από την καύσιμη, θρεπτική ύλη του άνθρακα.
Και ανταύγεια είναι ό,τι εκπηγάζει από την φλόγα, δημιουργεί την αυγή και –ως προς την αντίληψη των ορατών– συνεργάζεται με τα μάτια.
Στην μέση περιοχή μεταξύ ανταύγειας και σπίθας βρίσκεται η φλόγα η οποία, όταν σβήνεται ο λύχνος, καταλήγει σε στάχτες ενώ, όταν αναζωπυρώνεται, φεγγοβολεί με λάμψη –και η ανταύγεια αυτή αστράφτει όταν της αφαιρεθεί η καυστική δύναμη.
Άρα, αν ισχυριστούμε πως κατά την συντέλεια ο κόσμος τελειώνει και διαλύεται μέσα σε ένα παρανάλωμα πυρός, οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν στο τέλος να γίνεται στάχτη (διότι θα έχει μείνει άνθρακας ως υπόλειμμα, πολυπληθές τμήμα της γεώδους ουσίας την οποία συμβαίνει να καταλαμβάνει η φωτιά και στην οποία αρέσει τότε να μην υπόκειται κάτω από τα υπόλοιπα σώματα αλλά να αναλώνει την γη, την υγρασία και τον αέρα σε άκρατο πυρ) και –βέβαια– ούτε και φλόγα (διότι η φλόγα αποτελεί προσάναμμα για την καύσιμη, θρεπτική ύλη και, αφού τίποτα δεν αφήσει χωρίς απαλοιφή, αμέσως ατροφεί και σβήνει) και, άρα, έπεται εξ αυτών ότι ο κόσμος φθάνει στην τελείωση δίχως να αποτελείται ούτε από ανταύγεια.
Διότι η ανταύγεια καθ’ αυτή δεν έχει υπόσταση αλλά εκρέει από τα προηγούμενα
(την σπίθα και την φλόγα, λίγο από την σπίθα και πολύ από την φλόγα) και χύνεται σε μεγάλο μήκος.
Επειδή, όμως –όπως αποδείχθηκε– κατά την συντέλεια δεν υπάρχουν ούτε στάχτες
ούτε φλόγα, άρα ούτε και μέσα σε ανταύγειες μπορεί να τελειώνει ο κόσμος κατά την ολοκλήρωσή του στην συντέλεια.
Διότι την νύχτα ακόμα και η αυγή –η καθημερινή, μακρά και έντονη ανταύγεια του Ήλιου που ακολουθεί τον δρόμο βαθειά κάτω από την Γη– εξαφανίζεται αμέσως, ειδικά μάλιστα όταν δεν φωτίζεται από το σειληνόφως.
Δεν καταστρέφεται, λοιπόν, ο κόσμος μέσα σε ένα παρανάλωμα έκχυσης πυρός αλλά παραμένει αιώνιος και αδιάφθορος –κι αν, όμως, διαφθαρεί, δεν μπορεί να γίνει κόσμος έτερος.
Να γιατί μερικοί από την Ποικίλη Στοά που το είδαν αυτό από μακριά αξίωσαν (με περισσότερη οξυδέρκεια) να ασκήσουν τον επιβαλλόμενο έλεγχο στον κόσμο, ώστε να του προσφέρουν φροντίδες εκ των προτέρων ώστε να εξωραϊστεί η Στοά και να ομορφύνει με βοηθήματα –αλλά κι αυτά κανένα όφελος δεν απέδωσαν.
Διότι –επειδή αίτιο της κινήσεως του κόσμου είναι το πυρ και η κίνηση είναι αρχή της γενέσεως ενώ είναι αδύνατον να γεννηθεί ο,τιδήποτε άνευ κινήσεως– ισχυρίστηκαν ότι: δεν σβήνει όλο το πυρ αλλά, μετά την έκχυση του πυρός από τον κόσμο, υπολείπεται κάμποσο τμήμα του λόγω του ότι πρόκειται στο μέλλον να δημιουργηθεί νέος κόσμος.
Έδειξαν, λοιπόν, τόσο υπερβολικά πολλήν ευλάβεια γιατί φοβήθηκαν μήπως (όταν ο κόσμος συνολικά σβήσει και φτάσει στο τέλος του) ησυχάσουν τα πάντα και μείνουν –αφού δεν θα υπήρχε πλέον το αίτιο της κινήσεως– όλα ακανόνιστα, άτακτα και ανοργάνωτα.
Αυτά είναι λόγια πλασμάτων ευρηματικών που εφευρίσκουν τεχνάσματα κατά της αληθείας.
Και γιατί;
Διότι είναι αδύνατον ο κόσμος, όταν τελειώσει μέσα σε έναν κατακλυσμό πυρός, να γίνει κάτι παραπλήσιο με άνθρακα.
Αυτό συμβαίνει επειδή –όπως έχει αποδειχθεί– το πυρ θα χρειαστεί είτε να παραμείνει σε λανθάνουσα κατάσταση (αν μείνει ως υπόλειμμα πολλή γεώδης ουσία) είτε να συγκρατηθεί (αν, βέβαια, παραμείνει ακόμα αξόδευτο το πιο βαρύ και λιγότερο αναλώσιμο στοιχείο μέσα του κι αφού θα κυριαρχήσει αυτή η γεώδης ουσία) και –αφού η γη δεν θα διαλυθεί– εξ ανάγκης ο κόσμος θα μεταβληθεί τότε σε πυρ με την μορφή είτε φλόγας είτε ανταύγειας, φλόγας όπως νόμιζε ο Κλεάνθης πρώτα είτε ανταύγειας όπως κατόπιν νόμιζε ο Χρύσιππος.
Όμως, αν ο κόσμος θα γίνει φλόγα, θα μετατραπεί σε φλόγα σβηστή όχι μία φορά μόνο και εν μέρει αλλά σε φλόγα που θα σβήσει συνολικά διότι συνυπάρχει με την καύσιμη θρεπτική ύλη.
Να γιατί όταν υπάρχει πολλή θρεπτική ύλη, ο κόσμος αποδίδει και εκχύει πυρ ενώ, όταν αυτή συστέλλεται, ο κόσμος μειώνει την εκροή του.
Θα μπορούσε κανείς αυτό που γίνεται να το τεκμηριώσει από την δική μας εμπειρία:
Το λυχνάρι αποδίδει φεγγοβολούσα φλόγα όσο κανείς το διαποτίζει με λάδι αλλά σβήνει αμέσως αν διακόψει κανείς την παροχή λαδιού, έχοντας δαπανήσει ο,τιδήποτε έχει μείνει ως λείψανο και δεν έχει αποθηκεύσει κανένα υπόλειμμα της παλιάς φλόγας.
Αν δεν γίνει αυτό αλλά ο κόσμος αποκτήσει ανταύγειες, και πάλι θα υπάρχει μια συνολικά μεταβολή. Γιατί;
Διότι η ανταύγεια δεν έχει υπόσταση η ίδια αλλά γεννιέται από την φλόγα, η οποία –αφού σβήνει σε όλα της τα μέρη εντελώς– δημιουργεί την ανάγκη και η ανταύγεια να μην σβήνει εν μέρει αλλά να εξαφανίζεται συνολικά κι αυτή. Διότι –με βάση τις αναλογίες– ό,τι είναι η φλόγα για την καύσιμη θρεπτική ύλη, το ίδιο είναι και η ανταύγεια για την φλόγα και όπως ακριβώς μαζί με την καύσιμη θρεπτική τροφή χάνεται και η φλόγα, το ίδιο χάνεται και η ανταύγεια μαζί με την φλόγα.
Άρα, είναι αδύνατον ο κόσμος να επιδέχεται αναγέννηση και παλιγγενεσία αφού εν σπέρματι έχει αφαιρεθεί κάθε πρόσχημα και πρόφαση εξωραϊσμού και ευπρεπισμού.
Όμως, όλες οι αιτίες που μπορούν να πυροδοτήσουν την δημιουργία ενός καλλωπισμένου και πιο όμορφου νέου κόσμου έχουν δαπανηθεί όλες από το πυρ ενώ το ίδιο το πυρ έχει αναλωθεί εξαιτίας της στέρησης.
Από αυτά είναι ξεκάθαρο ότι ο κόσμος συνεχίζει να είναι αγέννητος, άφθαρτος και αιώνιος.
Ο Χρύσιππος λέει ότι πρέπει να υποθέσουμε πως το πυρ αυτό (που μεταμόρφωσε προς το καλύτερο την εμφάνιση του νέου σώματος) είναι ένα σπέρμα από το οποίο θα αποτελείται ο κόσμος του μέλλοντος και ισχυρίζεται πως δεν έχει διαψευστεί καμία από τις φιλοσοφικές του θεωρίες επ’ αυτού: πρωτίστως, επειδή από σπέρμα προήλθε η γένεση και σε σπέρμα κατέληξε η ανάλυση κι έπειτα, επειδή είναι αντικείμενο μελέτης η λειτουργία του σώματος του κόσμου και ο κόσμος έχει μια φύση λογική καθώς είναι όχι μόνον έμψυχος αλλά και νοερός
και, επιπλέον, συνετός.
Εκ τούτων, ωστόσο, κατασκευάζεται ένα επιχείρημα για τον κόσμο που είναι το αντίθετο από αυτό που θέλει ο Χρύσιππος όταν λέει ότι και αυτό, το νέο σώμα του κόσμου, ποτέ δεν θα φθαρεί.
Και οι αποδείξεις είναι πολύ πρόχειρες, ανά χείρας σχεδόν, για αυτούς που τις συνεξετάζουν ακούραστα.
Ο κόσμος, λοιπόν –φαινομενικά– είναι ή φυτό ή ζώο αλλά (είτε φυτό είτε και ζώο) αν υποστεί βλάβη κατά την τελείωσή του, ουδέποτε θα δημιουργήσει σπέρμα αυτός από μόνος του. Το μαρτυρούν αυτό τα φυτά και τα ζώα του δικού μας κόσμου, από τα οποία κανένα από αυτά –ούτε κατ’ ελάχιστον ούτε και σπουδαία– που υπέστησαν κάποια βλάβη δεν στάθηκε ποτέ ικανό να δημιουργήσει.
Δεν βλέπεις όσες υλικές ουσίες ήμερων και άγριων φυτών υπάρχουν στον κόσμο και που διαχέονται σε κάθε μέρος της γης; Κάθε ένα από αυτά τα δένδρα (ενώ φυτρώνει υγιές το βλαστάρι του και γεννά τον σπόρο της αναπαραγωγής ταυτόχρονα με τον καρπό) μέχρι την ώρα που οι ρίζες του θα διαφθαρούν από το μήκος του χρόνου –και με διαφορετικούς τρόπους– ουδέποτε κατόρθωσε να παράγει σπέρμα. Κατά τον ίδιο τρόπο, επίσης, και τα γένη των ζώων –που, λόγω του πλήθους τους είναι εύκολο να μην τα αναφέρουμε ονομαστικά– στα οποία παράγεται σπέρμα γόνιμο, μέχρι την ώρα που θα μεγαλώσουν και θα φτάσουν στην ηλικία της ήβης∙ ενώ, όταν ψοφήσουν, από πουθενά δεν θα αποκτήσουν σπέρμα και με κανέναν τρόπο. Διότι δείχνει μεγάλη αφέλεια το να επιχειρεί ένας ζωντανός άνθρωπος να εκτελέσει μια παρόμοια πράξη σποράς χρησιμοποιώντας μόνον το ένα όγδοον –αυτό που αποκαλείται γόνιμο– της ψυχής του ενώ θα αξιοποιήσει τάχα όλες τις περιοχές του εαυτού του τελειώνοντας την ζωή του, δεδομένου ότι στον θάνατο δεν τελειώνει κανείς καλύτερα απ’ ό,τι στην ζωή.
Άλλωστε, κανένα ον δεν αποτελείται μόνον από το σπέρμα δίχως την κατάλληλη γι’ αυτό θρεπτική ύλη ως τροφή αφού το σπέρμα φαίνεται σαν μια αρχή αλλά δεν φτάνει καθ’ αυτή η αρχή για να υπάρξει τέλεια δημιουργία.
Μην νομίσεις πάλι ότι τα στάχυα βλασταίνουν στην γη μόνον από τον σπόρο που ρίχνουν στην γη οι γεωργοί γιατί η αλήθεια είναι ότι στην αύξησή του συνεργούν δύο είδη θρεπτικών υλών: η υγρή τροφή και η ξηρά τροφή από την γη.
Και, επίσης, ό,τι διαπλάθεται στην μήτρα του εργαστηρίου εκ φύσεως δεν αναζωογονείται μόνον από το σπέρμα αλλά αρδεύεται και από την εξωτερική τροφή που παρέχεται στην κυοφορούσα Γη.
Γιατί τα λέω αυτά;
Επειδή όταν όλα τελειώσουν σε παρανάλωμα πυρός, θα μείνει μόνο σπέρμα ως υπόλειμμα –αφού δεν θα υπάρχει θρεπτική ύλη καθώς όλα όσα αποτελούσαν θρεπτική ύλη πρόκειται να διαλυθούν μέσα στον ολοκληρωτικό κατακλυσμό της φωτιάς– και, άρα, θα γεννηθεί χωλός και ατελής ο κόσμος που θα δημιουργηθεί κατά την διαδικασία της παλιγγενεσίας.
Και μάλιστα, θα έχει φθαρεί σε αυτό το οποίο συνεργεί στην τελείωση και ολοκλήρωσή του το οποίο συμβαίνει να επιδρά σαν ένα μπαστούνι Σάτυρου σε αυτήν και να εγκαθιδρύει την τυραννική εξουσία της σπερματικής δημιουργικής αρχής (και αυτό θα ήταν εντελώς άτοπο, αφού θα υπόκειτο στον έλεγχο αυτής της ίδιας της καθαρότητας και της ενάργειάς του).
Έτι περαιτέρω, ό,τι οφείλει την γέννησή του εκ σπέρματος, είναι μεγαλύτερο σε όγκο και θεωρείται πως έχει καταλάβει μεγαλύτερη έκταση από αυτό που το δημιούργησε.
Ουρανομήκη ανθόσπερμα δένδρα ξαναβλασταίνουν πολλές φορές προερχόμενα από τον ελαχιστότερο σπόρο που αποτελεί την θρεπτική ύλη με την οποία θρέφονται τα πουλιά –το κεχρί– ενώ, βέβαια, και ζώα σαρκώδη και επιμήκη γεννιούνται από λίγο από το προαναφερόμενο υγρό πυρ.
Όσον αφορά ό,τι γεννιέται από το μικρό αυτό ζώο –για το οποίο πριν λίγο μίλησα– συμβαίνει ωστόσο, τα γεννηθέντα εκείνη την κοντινή χρονικά στην γένεση στιγμή
να είναι μικρότερα από αυτό αλλά να μεγεθύνονται αμέσως μέχρι και το σημείο να φτάνουν ως την ολοκληρωτική τελείωσή τους.
Συνολικά, όμως, αυτό που θα γίνει είναι το αντίθετο: γιατί το σπέρμα και μεγαλύτερο θα είναι και θα καταλάβει μεγαλύτερη έκταση και περιοχή ενώ το αποτέλεσμα θα είναι πιο μικρό και θα φανεί σε μικρότερη έκταση.
Γενικότερα, ο κόσμος που συνίσταται εκ σπέρματος ούτε κατ’ ελάχιστον δεν θα αποδώσει προς την κατεύθυνση της αύξησης και της μεγέθυνσης αλλά, αντιθέτως, θα μαραθεί και θα συσταλεί από τον μεγαλύτερο προς τον μικρότερό του όγκο.
Είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς αυτό βλέποντάς το συνολικότερα.
Κάθε σώμα που λιώνει, αναλύεται σε πυρ και εκχέεται διαλυμένο προς τα έξω ενώ, όταν σβήσει μέσα του η παλιά φλόγα, συστέλλεται και μαζεύει (για αυτά τα τόσον εμφανή, ουκ έστι χρεία αποδείξεων ώστε –λες και είναι άδηλα– να υπάρξει μαρτυρία).
Βεβαίως και θα μεγεθυνθεί ο κόσμος ο τελειωθείς όταν ολόκληρη η ουσία θα έχει διαλυθεί στον πιο εκλεπτυσμένον αιθέρα.
Μου φαίνεται πως και οι Στωϊκοί προϊδεάστηκαν γι’ αυτό και άφησαν εκτός του κόσμου να υπάρχει θεωρητικά ο ορθός λόγος ως ένα άπειρο κενό στον κόσμο
ώστε (επειδή έμελλε να λάβει χώρα κάποιου είδους απέραντη χύση) να μην απορεί ο κόσμος επειδή δεν έμεινε κενή η περιοχή που δέχθηκε την ανάχυση.
Επομένως, και αυτό θα επέχει θεωρητικά θέση ορθού λόγου στον κόσμο όταν θα έχει αποδώσει και θα έχει συναυξηθεί τόσο πολύ ώστε να μην συνδράμει μόνο την αόριστη φύση του κενού αλλά να συνδράμει όλον τον κόσμο με το άπειρο μέγεθος του σφυροκοπήματος με το οποίο διεμβολίζει αυτό το κενό. Αντιθέτως, κατά την αναδημιουργία και την παλιγγενεσία θα τελειοποιηθεί περαιτέρω και –επέχοντας θέση σπέρματος– θα συνδράμει στην μεταστοιχείωση και μεταλλαγή του κόσμου και θα μειώνει την ουσία που περιέχει: όταν θα κατασβήνεται η φωτιά θα συρρικνώνεται σαν παχύς αέρας, όταν θα καταλαγιάζει ο αέρας θα κατακάθεται σαν υγρό ίζημα και, όταν το υγρό θα γίνεται ακόμα πιο παχύρρευστο, θα μεταμορφώνεται στο πιο πυκνό από τα στοιχεία της φύσεως και θα πέφτει στην γη.
Αυτά βρίσκονται σε αντίθεση με τις κοινές αντιλήψεις που έχουν στον νου τους για τις έννοιες όσοι μπορούν να εκλογικεύουν κατά το δοκούν τις συνέπειες της ακολουθίας αυτών των πραγμάτων.
Πέραν όσων ειπώθηκαν, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει ως απόδειξη και αυτό που με τον παραλογισμό του θα σκανδαλίσει και θα επισπάσει την προσοχή ακόμα και εκείνων που δεν επιθυμούν να μπαίνουν σε φιλονικίες πέραν του μετρίου.
Στις διασταυρώσεις, στις συζεύξεις και στις συζυγίες των ετερωνύμων (επιχειρημάτων, πραγμάτων και προσώπων) είναι αδύνατον να ισχύει το ένα και να υπάρχει από μόνο του ενώ το άλλο όχι.
Διότι όταν κάτι είναι λευκό έχει ανάγκη να υπάρχει το μαύρο και το μεγάλο το μικρό, το περιττό το άρτιο, το γλυκό το πικρό και –κατά τον ίδιο τρόπο– η ημέρα την νύχτα και όσα είναι ομοιότροπα με αυτά.
Όμως, όταν ολοκληρωθεί η συντέλεια του κόσμου, είναι αδύνατον να συμβεί κάτι.
Διότι το ένα, η ολοκληρωτική τελείωσις, θα υπάρχει εν μέσω αυτών που συμμετέχουν στις συζυγίες αλλά το έτερο δεν θα υπάρχει.
Αυτό, φερ’ ειπείν, θα το δούμε ως εξής: όταν όλα διαλυθούν και γίνουν παρανάλωμα του πυρός, θα υπάρξει κάτι κενό, άδειο, μαλθακό και θερμό –γιατί αυτά είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του πυρός – αλλά τίποτε το βαρύ ή πυκνό ή το ψυχρό.
Αυτά, όμως, έρχονται σε αντίθεση με τα λεχθέντα.
Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να αποδείξει πανηγυρικά την περιπεπλεγμένη αταξία και κοσμική διάλυση που επέρχεται από την ολοκληρωτική συντέλεια παρά εάν έδειχνε να απεξαρτώνται αλώβητα από την συζυγία αυτά που φύσει συνυπάρχουν;
Τόσο πολύ προχώρησε η αλλοτρίωση και τα χώρισε που ομολογούν αβίαστα (άλλα με αιδώ περί του ότι διεφθάρησαν και δεν έμειναν αιωνίως άτρωτα και άλλα περί του ανυπάρκτου της πράξεως της διαφθοράς)!
Έτι περαιτέρω, μου φαίνεται πως ειπώθηκε –όχι σκόπιμα– προς αυτούς που ακολουθούν τα χνάρια της αλήθειας και τούτη η αλήθεια: δηλαδή, ότι διαφθειρόμενος ο κόσμος από κάποιον, από έτερες αιτίες θα διαφθαρεί μάλλον παρά από τον Θεό τον ίδιο.
Διότι από κανέναν άλλο δεν επιδέχεται φθορά αφού δεν υπάρχει τίποτε το οποίο να μην περιέχει. Το περιεχόμενο που κατακρατείται, λοιπόν, είναι ασθενέστερο αυτού που το περιέχει και το κατέχει καλά.
Άρα, το να πει κανείς ότι ο κόσμος φθείρεται από τον Θεό είναι το μεγαλύτερο ανοσιούργημα διότι και ο πλέον άριστος από τους ζηλωτές της αλήθειας δεν μπορεί να αποδώσει κατηγορία στον Θεό πως ευθύνεται για τις ανομολόγητες πράξεις της αταξίας, της ακοσμίας και της φθοράς αλλά ότι είναι παναίτιος για την τάξη, την ευκοσμία, την ζωή –και για όλα.
Θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει όσους φλυαρολογούν περί καταστροφών και αναγεννήσεων –όχι μόνο για τα όσα θρυλούνται από αυτούς και για τα οποία πρέπει να επικρίνονται μετά από έλεγχο επειδή ψευδολογούν–
αλλά, κυρίως, για τούτο: διότι ενώ υπάρχουν τέσσερα στοιχεία (γη, υγρό στοιχείο, αέρας, πυρ) που συνιστούν τον κόσμο, για χάρη ποιανού άραγε στοιχείου εξ όλων αυτών –εκτός από το πυρ που το απομόνωσαν από όλα τα άλλα– λένε ότι θα διαλυθεί ο κόσμος για να γίνει μόνον πυρά;
Γιατί θα έλεγε κανείς πως επιβάλλεται –και πώς δεν θα το έλεγε, άραγε; – να διαλυθεί ο κόσμος για να γίνει αέρας ή υγρό στοιχείο ή γη, αφού και σε αυτά τα στοιχεία υπάρχουν καθ’ υπερβολή μεγάλες δυνάμεις.
Ωστόσο, κανείς δεν είπε ότι ο κόσμος εξαερώνεται ή υγροποιείται ή γεωποιείται ώστε να ήταν δικαιολογημένο να μην ισχυρίζεται κανείς ούτε ότι γίνεται παρανάλωμα του πυρός.
Πρέπει, όμως, λόγω και της κατανόησής τους για την ενυπάρχουσα ισονομία στον κόσμο είτε να φοβούνται είτε να ντρέπονται που διατυπώνουν κατηγορηματικά ισχυρισμούς για τον θάνατο ενός τόσο σπουδαίου Θεού.
Διότι υπάρχει κάποια υπερβάλλουσα παλινδρόμηση μεταξύ 4 μεγάλων δυνάμεων
ενώ η εκπλήρωση των συνθηκών και των υποχρεώσεων ανάμεσά τους σταθμίζεται με βάση τους κανόνες της ισότητας και τους όρους της δικαιοσύνης γιατί, όπως οι τέσσερες εποχές του έτους ανταμείβουν κυκλικά η μια την άλλη δίνοντας σε αντάλλαγμα αναμεταξύ τους περιόδους που ποτέ δεν τελειώνουν μέσα στα έτη, αυτοί ισχυρίζονται ότι με τον ίδιο τρόπο ανταμείβονται μεταξύ τους και τα 4 στοιχεία του κόσμου στις δικές τους αλλαγές και μεταλλαγές σε άλλα στοιχεία καθώς –ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΛΕΟΝ ΠΑΡΑΔΟΞΟ– ενώ φαίνεται ότι καταστρέφονται, αντιθέτως ΑΥΤΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΘΑΝΑΤΑ, και δολιχοδρομώντας αιωνίως και ανταμείβοντας το ένα το άλλο επειδή ακολουθούν πάντοτε την ίδια οδό, πάνω και κάτω.
Η ανηφορική οδός, λοιπόν, αρχίζει από την γη διότι, κατά την διαδικασία της μεταλλαγής, όταν η γη λιώνει γίνεται υγρό και το υγρό όταν εξατμίζεται γίνεται αέρας ενώ ο αέρας εκλεπτύνεται σε πυρ.
Η κατηφορική οδός αρχίζει από το κεφάλι διότι, κατά την σβέση, το πυρ κατακάθεται ως ίζημα αέρα και τα αέρια (όποτε συνθλίβονται από την πίεση) γίνονται υγρός αέρας και από την υπερβολική έκχυση υγρού το υγρό γίνεται πιο πυκνό και πέφτει στην γη.
Πολύ σωστά τα είπε και ο Ηράκλειτος τα λόγια αυτά:
«Στις ψυχές φέρνουν θάνατο τα υγρά, στα υγρά φέρνει θάνατο η γη» διότι –εκλαμβάνοντας την ψυχή ως πνεύμα– υπαινισσόταν πως η γένεση υγρών ήταν θάνατος για τον αέρα και, παράλληλα, πως η γένεση νέας γης ήταν θάνατος για τα υγρά.
Και αυτό επειδή «θάνατο» δεν ονόμαζε την ολοκληρωτική και τελειωτική εξαφάνιση αλλά την μεταβολή σε έτερο στοιχείο.
Επειδή, λοιπόν, αυτή Η ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΙΣΟΝΟΜΙΑ διαφυλάσσεται πάντοτε και συνεχώς δίχως να αντιπαραβάλεται με καμίαν άλλη –σαν να μην είναι μόνον εύλογο αυτό αλλά και αναγκαίο (αφού η ανισότητα ισούται με την αδικία και το άδικο είναι τέκνο της αδυναμίας ενώ η αδυναμία έχει φυγαδευτεί έξω από τον ΟΙΚΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ)– και εφόσον έχει αποδειχθεί ότι ο κόσμος έχει ένα μέγεθος με θεϊκές διαστάσεις και είναι ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΩΝ ΘΕΩΝ, άρα: ο ισχυρισμός πως ο κόσμος φθείρεται και πεθαίνει ανήκει σε ανθρώπους που δεν συνεξετάζουν τον λογικό ειρμό της φύσεως και την αλληλένδετα συναρτημένη ακολουθία των πραγμάτων.
Κατασκευάζοντας –με ακόμη μεγαλύτερη φιλοτεχνία– ένα ακόμη επιχείρημα, αυτοί που εκλαμβάνουν σαν αιώνιο και αΐδιο τον κόσμο χρησιμοποιούν στην κατεργασία τους και αυτά τα ρητά: οι προαναφερόμενες φθορές συμβαίνει να επέρχονται με 4 τρόπους: πρόσθεση, αφαίρεση, μετάθεση, αλλοίωση. Ειδικότερα, με την πρόσθεση της μονάδας του ενός φθείρεται η δυάδα –αφού δεν υπάρχει πλέον δυάδα– και εκπίπτει σε τριάδα, με την αφαίρεση της μονάδας του ενός φθείρεται η τετράδα και πάλι εκπίπτει σε τριάδα, με την μετάθεση φθείρεται π.χ. το γράμμα Ζ και εκπίπτει σε Η, όταν ανασηκωθούν ορθές οι οριζόντιες παράλληλοι που τέμνουν εγκάρσια την λοξή γραμμή η οποία –όπως θα έχει ζευχθεί τότε από τις ορθές πλέον παραλλήλους– θα πλαγιάσει και θα συνάψει δεσμό και με τις δύο κάθετες παραλλήλους ενώ με αλλοίωση μεταβάλλεται το κρασί σε ξύδι.
Από τους ανωτέρω αριθμημένους τρόπους, όμως, κανένας δεν εφάπτεται του κόσμου. Και τί θα λέμε μετά;
Ότι ο κόσμος θα φθαρεί και θα καταστραφεί μέσω της πρόσθεσης;
Μα, δεν βρίσκεται τίποτε εκτός του κόσμου που να μην αποτελεί ένα μέρος αυτού του όλου αφού όλος περιέχεται, κατακρατείται και κατέχεται καλά.
Ή μήπως, μέσω της αφαίρεσης;
Πρώτα-πρώτα, και αυτό που αφαιρείται πάλι κόσμος θα είναι –και μάλιστα, πιο μικρός από τον σημερινό σε μέγεθος και σε ηλικία– κι έπειτα, είναι αδύνατον να απεξαρτηθεί από την συμφυΐα κάποιο σώμα και να διασκορπιστεί έξω του όλου φθείροντάς τον.
Μήπως με την μετάθεση των μερών;
Ε λοιπόν, όλα τα μέρη –δίχως να εναλλάσσουν περιοχές– παραμένουν προσκολλημένα στα όμοιά τους, διότι ποτέ πλέον δεν θα αρθεί κανένα μέρος της γης επιβαίνοντας πάνω στο υγρό στοιχείο ούτε αυτό στον αέρα ούτε αυτός στο πυρ αλλά αυτό που θα γίνει είναι πως τα φύσει βαρειά στοιχεία –η γη και τα υγρά– θα πιάσουν τον μέσο τόπο (η Γη ως στήριγμα, σαν θεμέλιο κατά έναν τρόπο, και τα υγρά επιπλέοντας στην επιφάνεια όπως η θάλασσα) ενώ τα φύσει κενά περιεχομένου στοιχεία –ο αέρας και το πυρ– θα πιάσουν την άνω περιοχή πλην όμως όχι με τον ίδιο τρόπο διότι ο αέρας έγινε ένα όχημα, ένα άρμα, που άγεται και φέρεται από το πυρ και, εξ ανάγκης, ΤΟ ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΟΝ ΥΠΕΡΦΕΡΕΤΑΙ.
Ούτε με αλλοίωση, και βέβαια, δεν πρέπει να νομίζει κανείς πως φθείρεται ο κόσμος: διότι η μεταβολή των στοιχείων κρατιέται ισομερής και αυτή η κυριαρχούσα ισομέρεια είναι αίτια –όταν δεν δείχνει πλεονεξία ή δεν δείχνουν πλεονεξία γι’ αυτήν– ακλινούς βεβαιότητας και ασάλευτης ΜΟΝΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΪΔΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.
Άρα, η τήρηση και η ανταπόδοση των συνθηκών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων εξισορροπείται κατ’ αναλογίες με βάση τους κανόνες της υγείας και της υγιεινής και δημιουργεί την ατελείωτη σωτηρία.
Αυτά παρέχουν απόδειξη του κόσμου ως αϊδίου και αιωνίου.
Εξ άλλου, για αυτούς που βεβαιώνουν κατηγορηματικά και ρητά πως ο κόσμος γεννιέται και καταστρέφεται, ο Θεόφραστος λέει ότι απατώνται και πάλι από 4 λόγους από τους πιο μεγάλους: από την ανωμαλία της γης, από την δια βίου υποχώρηση της θάλασσας, από την διάλυση του καθενός των μερών του όλου και από την διαφθορά κατά γένη των ζώων της ξηράς.
Απαντά, λοιπόν, σ’ αυτούς με τα εξής κατασκεύασμα: Αν η Γη δεν έλαβε αρχή Γενέσεως και εξέλιξης, δεν θα έβλεπε κανείς αυτήν την στιγμή να προεξέχει κάποιο σημείο της σε ένα ύψωμα ή σε μια κορυφή ψηλότερα των υπολοίπων μερών αφού όλα τα μέρη των ορέων θα είχαν γίνει πολύ χαμηλωμένα και όλοι οι γεώλοφοι ισόπεδοι με την κοιλάδα και (αφού κάθε χρόνο θα εκχύονταν τόσες βροχές –και εξ αϊδίου και ανέκαθεν) θα ήταν εύλογο ό,τι αίρεται σε ύψος και είναι χείμαρρος να στέρευε και ό,τι αίρεται σε ύψος και υπονοείται να καταστρέφεται και όλα ήδη να είχαν μεταξύ τους εκλειανθεί απολύτως.
Τώρα, όμως, οι συνεχείς ανωμαλίες και οι υπερβολές σε αιθέρια ύψη πάμπολλων ψηλών ορέων αποτελούν μηνύματα περί της μη δημιουργίας της Γης ως αιωνίου και αϊδίου.
Διότι παλιότερα –όπως είπα– κάθε μέρος και οδός της Γης στα πέρατα του κόσμου
θα γινόταν λεωφόρος που να μπορεί να περάσει όλος ο λαός από πάνω της από το ένα ως το άλλο άκρο της λόγω των αλλεπάλληλων βροχών που δεχόταν για άπειρο χρόνο διότι η υγρή φύση γεννήθηκε ικανή εκ φύσεως άλλους όγκους των ορέων να τους εξωθεί με την βία (και μάλιστα, όταν την πλησιάζουν, προσορμίζουν κι αράζουν μέσα της εξ αυτών οι υψηλότατοι) και άλλους να τους ταπεινώνει και να τους ψέγει με τον κόλαφο των συνεχών ψεκασμών που δημιουργούσαν στα όρη κοίλα βαθουλώματα με τις υπόγειες διεργασίες τους και μάλιστα, με τρόπο διόλου πιο μαλακό απ’ ό,τι κατεργάζεται τα πιο σκληρά και πετρώδη ορυκτά της γης.
Μα, ήδη η θάλασσα έχει πέσει μειούμενη –λένε, βέβαια αυτοί– και μάρτυρες τα πιο διαπρεπή νησιά, η Ρόδος και η Δήλος, αφού παλιότερα αφανίστηκαν όταν δέχθηκαν έναν κατακλυσμό και καταδύθηκαν κάτω από την θάλασσα ενώ, ύστερα από κάποιον χρόνο, η θάλασσα υποχώρησε ελαττωμένη ήρεμα και μετά από λίγο διεφάνησαν περιφανώς –όπως καταμηνύουν οι ιστορίες που έχουν ξαναγραφεί γι’ αυτές.
Την Δήλο, μάλιστα, την έγραψαν στις ιστορίες αυτές αναφέροντάς την και με το όνομα «Ανάφη» για να πιστοποιήσουν, και με τα 2 αυτά ονόματα, αυτό που λέγεται, ότι δήθεν όταν ανεφάνη το δείλι έγινε «δήλη» ενώ πριν ήταν άδηλη και αφανής. Να γιατί κι ο Πίνδαρος ακόμα λέει για την Δήλο:

«Χαίρε ω θεόδμητη,
λαχταριστό και ποθητό στερνοπαίδι της Λητούς
με τα λιπαρά πλοκάμια για γόνιμες πλεξούδς,
κόρη του Πελάγους
του ακίνητου και πλατύσωμου υποχθόνιου τέρατος,
Δήλο σε αποκαλούν οι θνητοί,
Κενταύρισσα της κυανοπώγωνος Γης
οι μακάριοι Ολύμπιοι Θεοί,
Τηλέφαντο Αφροδίσιο Άστρο της Αυγής».

Διότι ο Πίνδαρος κάλεσε την Δήλο «κόρη του Πελάγους» επειδή υπανισσόταν ότι ως κορασίδα κορώνει κι ανάβει την θάλασσα και υπαινισσόμενος, επιπλέον, τους μεγάλους και βαθείς κόλπους των μεγάλων πελάγων που έχουν αποξηρανθεί,
έχουν μετατραπεί σε ηπειρωτική, στεριανή χώρα και έχουν τεμαχιστεί σε σύγκριση με την παρακείμενη περιοχή που δεν είναι καθόλου στέρφα και στείρα αλλά στις περιοχές αυτές μπορεί να γίνει σπορά και φύτευση στα σημεία της παλαιάς γης που έχουν εναπομείνει (ψηφίδες και κόγχες και κοχύλια και όσα άλλα μοιάζουν με τους αιγιαλούς) κι όπου συνήθως τα ναυάγια των πλοίων της τα πετά και τα βγάζει η θάλασσα.
Κι αν η θάλασσα υποχωρεί μειούμενη, τότε θα μειωθεί υποχωρώντας και η γη και θα αναλωθεί και θα διαλυθεί –εξαιτίας των περιοδικά μακρών εποχών του έτους– προς όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία ξεχωριστά ενώ και συνολικά ο αέρας θα δαπανηθεί καθώς θα ελαττώνεται λίγο-λίγο και όλα, γενικά, θα αποχωρούν εκβάλλοντας μία και μόνον ουσία, την ουσία του πυρός του Διός. Για να απαντήσει στο τρίτο σημείο περί των μελών του σώματος, ο Θεόφραστος κατασκευάζει το εξής επιχείρημα:
Οπωσδήποτε, πάντως –λέει– φθείρεται εκείνο του οποίου όλα τα μέρη είναι φθαρτά
και –αφού του κόσμου όλου τα μέρη είναι όλα φθαρτά– άρα, ο κόσμος είναι φθαρτός.
Αυτό το οποίο έχουμε θέσει πάνω απ’ όλα, αυτό –λέει– τώρα πρέπει να εξετάσουμε με τον στοχασμό μας.
Και –για να αρχίσουμε από την Γη– ποιό σημείο της Γης (μεγαλύτερο ή μικρότερο)
δεν διαλύεται με τον χρόνο;
Μήπως, άραγε, και οι πιο ανθεκτικές πέτρες δεν γίνονται υγρή λάβα ηφαιστειακή
και δεν σαπίζουν από την ασθένεια του εθισμού –μιαν έξη η οποία είναι μια τόνωση της πνοής του πνεύματος, δεσμός όχι άρρηκτος αλλά μόνο δυσδιάλυτος– πρωτίστως όταν οι λίθοι σπάνε και ρέουν αναλυόμενοι σε λεπτή σκόνη και, ύστερα, όταν σπαταλώνται πλήρως εξαντλημένοι;
Μα, και τα υγρά –αν δεν σηκώνονταν από τις ριπές των ανέμων και αφήνονταν ακίνητα– δεν θα νεκρώνονταν από την ησυχία;
Διότι το υγρό στοιχείο μεταβάλλεται και αποπνέει την πιο βαθειά δυσωδία (σαν να είναι ένα ζώο που του αφαιρείται η ψυχή).
Και βέβαια, σε όλους είναι δήλη η μόλυνση του αέρα διότι εκ φύσεως ο αέρας έχει δημιουργηθεί για να νοσεί, να φθίνει και –τρόπον τινά– να πεθαίνει.
Κι έπειτα, θα μπορούσε κανείς άραγε να μην στοχαστεί την ευπρέπεια που πρέπει να υπάρχει στις ονομασίες των λέξεων αλλά να πει στ’ αλήθεια πως λοιμό αποτελεί –εκτός από τον θάνατο που προέρχεται από μια λοίμωξη από αέρος– και το εσωτερικό, οικείο πάθος όταν διαχύεται και καταστρέφει όλα όσα έχουν ψυχή;
Γιατί να πρέπει να μακρηγορεί κανείς περί του πυρός;
Αφού μόλις ατροφήσει, σβήνει αμέσως εφόσον κατασκευάστηκε εξ αρχής χωλό –όπως λένε οι ποιητές– από τον Ήφαιστο που ήταν κι ο ίδιος ανάπηρος επειδή ο Δίας τον έριξε στην Γη.
Να γιατί το πυρ ορθώνεται εμπρός στην μόνη ύλη από την οποία ανάφθηκε ενώ αφανίζεται όταν αυτή η σπάνια ύλη εξαντληθεί.
Λένε πως από κάτι παραπλήσιο πάσχουν και οι δράκοντες στην Ινδία –διότι ανεβαίνουν έρποντας πάνω στα μεγαλύτερα ζώα: τους ελέφαντες, και κουλουριάζονται γύρω από τα νώτα και τα σκέλια τους ενώ –αν τύχει να βρουν μια φλέβα– ανοίγουν μια τρύπα και πίνουν το αίμα από τα αγγεία τους (έλκωντάς τους άπληστα προς το μέρος τους με βίαιο πνεύμα και συντονισμένους συριγμούς).
Οι ελέφαντες βλέπουν εκείνους τους δράκοντες να αναλώνονται πάνω τους μέχρι του σημείου εκείνου που ανασκιρτούν έξαφνα από την αμηχανία τους και, επειδή οι δράκοντες έχουν κολλήσει πάνω τους, τους χτυπούν στα πλευρά με το προνομιακό μέλος που έχουν προικιστεί από την φύση –την προβοσκίδα αλλά μετά, και ενώ εξακολουθεί πάντοτε να αδειάζει το περιεχόμενό του, εξαντλείται το ζωτικό τους αγγείο αφού δεν μπορούν πια να πηδούν αλλά κάθονται κραδαίνοντάς το απειλητικά και, ύστερα από λίγο, εξασθενούν και τα σκέλια τους, ταρακουνιούνται σαν από σεισμό και ξεψυχούν λόγω της έλλειψης αίματος.
Πέφτοντας, όμως, παίρνουν μαζί τους στην οδό της απωλείας και τους υπαίτιους του θανάτου τους με τον εξής τρόπο: αφού πλέον δεν έχουν θρεπτική ύλη για τροφή, οι δράκοντες επιχειρούν να λύσουν τον δεσμό με τον οποίο περιέβαλαν τους ελέφαντες (και επειδή ήδη είχαν τον πόθο της απαλλαγής αλλά και επειδή συνθλίβονται από το βάρος των ελεφάντων που τους πιέζει και –πολύ περισσότερο– επειδή έχουν στέρφα τύχη και πετρώδες το έδαφος. Καθώς θέλουν να αποσπαστούν από την λάσπη, λοιπόν, τα κάνουν όλα για να την διαλύσουν αλλά ποδοπατούνται από την βία του όγκου που τους πιέζει. Αν και γυμνάστηκαν –με πολλούς τρόπους– πάνω σε αμήχανα, ανήμπορα και μεγάλα ζώα, εξασθενούν σαν να χτυπήθηκαν από λίθους ή σαν να καταλήφθηκαν αιφνιδιαστικά και εξαπίνης επειδή ανοίχθηκε εκ νέου ένα τείχος κι έρχεται το τέλος τους από πνιγμό δίχως να μπορούν καν να σηκώσουν το κεφάλι.
Έτσι αν την υπομένει την διαφθορά κάθε μέρος του κόσμου, είναι φανερό ότι και ο κόσμος, που το μείγμα του αποτελείται εξ αυτών των μερών, δεν θα είναι άφθαρτος.
Ως προς το τελευταίο σημείο, οι ίδιοι λένε πως πρέπει να εξακριβωθεί ως εξής η αλήθειά του:
αν ο κόσμος ήταν αΐδιος και αιώνιος, τότε θα ήταν αΐδια και αιώνια και τα ζώα και –πολύ περισσότερο, βέβαια, τόσο όσο είναι καλύτερο και ως προς τα άλλα
το γένος αυτό– θα ήταν αΐδιο και αιώνιο και το ανθρώπινο γένος.
Πολύ καθυστερημένα, όμως, γεννήθηκε αυτή η φαντασία σε όσους θέλουν να ερευνούν τα της φύσεως!
Διότι θα ήταν δικαιολογημένο –ή μάλλον αναγκαίο– ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ και τα τεχνάσματα. Τέχνες που έχουν επινοηθεί όχι μόνον επειδή είναι οικείες και σύμφυτες η μεθοδικότητα και οι μεθοδεύσεις με την λογική φύση αλλά και επειδή δεν επιτρέπεται να ζει κανείς άνευ τούτων.
Λένε, επομένως: για να δούμε τις ηλικίες του καθενός από αυτούς που αψηφούν όσα διεκτραγωδούνται στους μύθους περί της ανακάλυψης των τεχνών από τους Θεούς –γιατί αν δεν είναι αιώνιος ο άνθρωπος ούτε κάποιο άλλο ζώο, άρα ούτε και οι τόποι και οι περιοχές του κόσμου (γη, υγρό και αέρας) που δέχθηκαν ως δώρο αυτά τα τεχνάσματα δεν είναι αιώνιες.
Εξ ων προκύπτει ολοφάνερα πως είναι φθαρτός κι ο κόσμος.
Είναι ανάγκη να απαντήσει κανείς προς μια τόσο μεγάλη εφευρετικότητα επινόησης λόγων μήπως ενδώσει και υποταχθεί στην μονοκρατορία τους κάποιος από τους πιο άπειρους.
Και την αντίρρηση και την απάτη μαζί πρέπει να την ξεκινήσουν –βέβαια– οι σοφιστές, λέγοντας:
«Αν ήταν αιωνίου και αϊδίου προελεύσεως ο κόσμος, οι ανωμαλίες δεν θα εξαπατούσαν με τα τεχνάσματά τους και δεν θα σφετερίζονταν καταχρηστικά την γη».
Μερικοί έτεροι –παρελθόντες– θα πουν: «Γιατί, γενναίοι μου;» και θα το υποστηρίξουν λέγοντας ότι οι φύσεις των δένδρων δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις φύσεις των ορέων. Όπως τα όρη ανά καιρούς φυλλοροούν και ανά καιρούς και πάλι ανθίζουν –και γι’ αυτό πολύ σωστά έχει λεχθεί και το ποιητικό «ένα είδος φύλλων άνεμος χάμω τα διαχέει, άλλο είδος φύλλων ουσία θεϊκή τα γεννά ώστε την άνοιξη να γίνονται πανώρια» – κατά τον ίδιο τρόπο και στους όγκους των ορέων: στο ένα είδος αποσπούνται μέρη ενώ στο άλλο είδος φυτρώνουν πρόσθετα.
Με το μήκος του χρόνου, η πρόσφυση καθίσταται γνώριμη και οικεία διότι τα δένδρα κάνουν πιο γρήγορα χρήση της φύσεως και εμφανίζουν πιο γρήγορα απόδοση ενώ τα όρη με καθυστέρηση –και γι’ αυτό και οι εκφύσεις τους συμβαίνει μόλις να γίνονται αισθητές, επειδή δεν έχει ουσιαστικά περάσει πολύς χρόνος.
Ε, αυτοί φαίνονται ασφαλώς να αγνοούν τον τρόπο της γενέσεώς τους διότι διαφορετικά ίσως θα σώπαιναν από ντροπή. Από κανέναν φθόνο δεν συνετίζονται και δεν διδάσκονται και ο λόγος δεν είναι ούτε καινούργιος ούτε βασίζεται σε δικά μας λόγια αλλά βάσει των λογιών που είπαν παλαιότερα άνδρες σοφοί που τίποτε από όσα είναι αναγκαία για την επιστημονική γνώση δεν άφησαν χωρίς να το ερευνήσουν.
Το πυρρώδες τμήμα της γης που βρίσκεται κατάκλειστο μέσα της, όταν οδηγείται
προς τα πάνω από την φυσική δύναμη του πυρός, κατευθύνεται προς τον οικείο του τόπο κι αν δεχθεί κάποιαν μικρή αναπνοή, τότε προς τα πάνω αντλεί και ανασύρει τόσο πολλήν από την γεώδη ουσία όσο μπορεί ενώ όταν έλθει προς τα έξω φέρεται πιο αργά και (αφού μέχρι εκείνη την στιγμή συγκεντρωθεί με την βία σε πολλήν ποσότητα) κατόπιν αίρεται σε πολύ μεγάλο ύψος, διαστέλλεται κορυφούμενη –μιμούμενη το σχήμα του πυρός– και τελειώνει με έντονη κορύφωση.
Διότι γίνεται τότε μια σύγκρουση μεταξύ του ελαφρύτερου και του βαρύτερου (των φύσει αντιπάλων) που μπήκαν σε έναν αγώνα αναγκαστικά καθώς βιάζονται να επιστρέψει το καθένα στην δική του περιοχή και να αντικρούσει και να εκτοπίσει με την βία την δύναμη που του ασκείται από το άλλο: Το πυρ που έλκει προς τα έξω την γη αναγκάζεται να γεμίσει από τα υγρά της ενώ η γη (κάτω από την οποία ταλαντεύεται η άνω κορυφή του πυρός) μόλις ελαφρώσει, αίρεται στα ύψη μετέωρη και (κυριαρχημένη από μιαν ισχύ ελάχιστα πιο δυνατή από αυτήν που την γεμίζει) ωθείται και ίσταται προς άνω, κατευθυνόμενη στην έδρα του πυρός.
Πού βρίσκεται το αξιοθαύμαστο, λοιπόν;
Στο ότι δεν υφίσταται εξαφάνιση των ορέων από την σφοδρή ένταση των βροχών που τα κατακλύζουν;
Μα, αφού μέσα τους βρίσκεται αυτή η δύναμη που τα συνέχει και από την οποία σηκώνονται στα ύψη.
Διότι, αν λυόταν ο δεσμός που τα συνέχει, θα ήταν εύλογο να διαλυθούν κι αυτά και να διασκορπιστούν με την μορφή υγρού (ενώ, όταν περισφίγγονται από την δύναμη του πυρός αντέχουν με μεγαλύτερη στεγανότητα την σφοδρή ένταση των βροχών).
Αφήστε τα, λοιπόν, σε μας αυτά περί του ότι η ανωμαλία της γης δεν είναι απόδειξη για την γένεση και φθορά του κόσμου.
Ως προς το επιχείρημα εκείνο που προέρχεται από την πλευρά αυτών που μιλούν
περί κάμψης της θάλασσας, θα ήταν πρέπον να απαντήσει κανείς ως εξής: Μην αποσκοπείτε πάντοτε και κατ’ αποκλειστικότητα και μόνο στην εξέταση των νησιών που ανυψώθηκαν από την θάλασσα ούτε και στο αν κάποια νησιά περιτμημένα που υπέστησαν τον κατακλυσμό στα χρόνια τα παλιά έγιναν τον σημερινό καιρό ηπειρωτικές χώρες στην ξηρά (διότι είναι πολυπόθητο να παρακολουθείτε τα χνάρια της φιλονικίας –που είναι η αντίπαλος της φυσιολογικής ενασχόλησης με τα όργανα του ανθρωπίνου σώματος– όταν αυτή προηγείται της αλήθειας) αλλά να ασχολείστε με πολυπραγμοσύνη και με το αντίθετο: να εξετάζετε δηλαδή και εκείνα από τα νησιά της ξηράς όπου πόθησαν να έχουν μερτικό πλούσιοι άνθρωποι της παραλίας, οι «παραλήδες», αλλά και της μεσογείου χώρας καθώς και όσην χέρσα περιοχή της θάλασσας διαπλέεται από χιλιάδες πλοία με προικισμένους ναύτες.
Αγνοείτε την χιλιοτραγουδισμένη ιστορία την αφιερωμένη στον ιερότερο πορθμό της Σικελίας;
Παλιότερα, η μεθόριος που συνέδεε την Σικελία με την στεριά της Ιταλίας κατακλύστηκε από νερά και υψώθηκε προς τα άνω όταν υπέστη ρήγμα από την επιδρομή εναντίον της βίαιων πνοών απ’ όλες τις μεριές των μεγάλων πελάγων.
Μάλιστα, δίπλα της κτίστηκε και μια πόλη που ονομάστηκε «Ρήγιον», παίρνοντας την ονομασία της από το «ρήγμα», δηλαδή από το πάθος που έπαθε η μεθόριος.
Τα πράγματα, όμως, απέβησαν αντιθέτως απ’ ό,τι θα προσδοκούσε κανείς διότι –κατά την διάρκεια της συνεκροής λάβας από το ρήγμα– τα τέως διαχωρισμένα πελάγη συνεζεύχθησαν κι ενώθηκαν ενώ η γη που ήταν ενωμένη με την μεθόριο διαζεύχθηκε από τον πορθμό– με αποτέλεσμα η ηπειρωτική χώρα της Σικελίας που βρισκόταν δίπλα του να εξαναγκαστεί με την βία να γίνει νήσος. Γίνεται λόγος και για άλλα νησιά που εμφανίστηκαν και πόλεις που εξαφανίστηκαν επειδή υπερείχε η θάλασσα που πόθησε να τα καταπιεί, όπως λένε πως κατάπιε η θάλασσα τρεις παλαιότερα ευδαιμονούσες πόλεις «την Αίγειρα, την Βούρα και την ψηλή Ελίκεια, στης οποίας τα τείχη έμελλε χίλια καλά της φύσης τάχα να βλαστήσουν γύρω από τα βρύα» στην Πελοπόννησο, πόλεις που έγιναν και πάλι ευδαιμονούσες όταν κατακλύστηκαν από την σφοδρότατη ένταση του πελάγους όπως και η νήσος Ατλαντίς μέσα σε μιαν ημέρα και νύχτα έγινε πέλαγος σπηλαιώδες, όχι πλωτό, αν και ήταν «άμα Λιβύης και Ασίας μείζων» (όπως λέει στον «ΤΙΜΑΙΟ» ο Πλάτων)
όταν «σεισμών εξαισίων και κατακλυσμών γενομένων δύσα κατά της θαλάττης εξαίφνης ηφανίσθη»,
Επομένως, σε τίποτα δεν συνεργεί προς την αντίληψη της κατεύθυνση αυτής της φθοράς του κόσμου η –επίπλαστη με τα λόγια– κάμψη της ορατότητας στην θάλασσα διότι φαίνεται πως ό,τι απομακρύνεται από την μια πλευρά της, από την άλλη το κατακλύζει εκ νέου.
Τίποτα, λοιπόν, από όσα γίνονται ορατά δεν θα έπρεπε να το καταχρώνται ξεχωριστά το καθένα αλλά θα έπρεπε να το κρίνουν αφού θα τα είχαν εξετάσει συναμφότερα: επειδή ο νόμιμος δικαστής, για να εκδώσει την γνωμάτευσή του, δεν θα αποφανθεί πριν προβεί σε ακρόαση των αντιδίκων –ακόμα και στην περίπτωση των πιο αμφισβητήσιμων για τον βίο τους.
Υπό αυστηρό έλεγχο, όμως, τίθεται αφ’ εαυτού και το τρίτο σημείο των λόγων εκείνων περί των μελών του σώματος του Θεοφράστου αφού δεν του υπέβαλε κανείς ευθέως από την αρχική φάση ένα σωστό ερώτημα. Διότι το θέμα δεν είναι αν είναι φθαρτό εκείνο το σώμα του οποίου φθείρονται όλα τα μέρη αλλά αν είναι φθαρτό εκείνο του οποίου φθείρονται κατά τον ίδιον χρόνο όλα τα μέρη ενώ βρίσκονται όλα μαζί, αθρόα, μέσα σε αυτό.
Και αυτό συμβαίνει, λοιπόν, επειδή ενδέχεται να ισχυριστεί κανείς ότι, αν μέσα σε μια στιγμή αφανίζονταν συλλήβδην από τον κόσμο απαξάπαντα τα στοιχεία, τότε ο κόσμος αναγκαστικά θα φθειρόταν κατά τον ίδιο τρόπο όπως κάποιον που του κόπηκε το άκρο του δαχτύλου ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΝΑ ΖΕΙ ενώ θα τελειώσει αμέσως αν κοπεί κάθε επικοινωνία μεταξύ των μερών και των μελών του.
Όμως, αν το κάθε στοιχείο μεταβάλλεται ξεχωριστά πλησιάζοντας προς την φύση
του πλησίον του, τότε ο κόσμος μάλλον γίνεται αθάνατος παρά πεθαίνει –σύμφωνα πάντα με το φιλοσοφηθέν από τον τραγικό «ΘΝΗΣΚΕΙ Δ’ ΟΥΔΕΝ ΤΩΝ ΓΙΓΝΟΜΕΝΩΝ, ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΟΝ Δ’ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣ ΑΛΛΟ ΜΟΡΦΗΝ ΕΤΕΡΑΝ ΑΠΕΔΕΙΞΕΝ».
Και βέβαια, δείχνει απόλυτην αφέλεια να εξετάζεται το γένος των ανθρώπων από την σκοπιά των τεχνών: διότι αν κανείς ακολουθήσει κάποιον νέο ως προς τον παραλογισμό αυτού του άτοπου επιχειρήματος, τότε θα αποφανθεί πως ο κόσμος γεννήθηκε και στερεώθηκε μόλις πριν από χίλια χρόνια! Κι αυτό, επειδή κι οι εφευρέτες των επιστημών που περιλάβαμε στην πραγματεία μας δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα 1000 ονόματα.
Ακόμα, όμως, κι αν χρειαστεί να πει κανείς ότι οι τέχνες και τα τεχνουργήματα είναι σύγχρονες με την ηλικία του γένους των ανθρώπων, αυτό πρέπει να ειπωθεί όχι με απερισκεψία και μαλθακότητα αλλά με βάση την ιστορία της φύσεως. Και ποιά είναι αυτή η ιστορία;
Σε δύο μεγαλύτερες αποδίδονται αιτίες –στις απερίγραπτες με τα λόγια ορμές πυρός και υγρού– οι λοιμοί που φθείρουν την γη, λοιμοί που δεν επέρχονται όλοι ομαδικά –αλλά οι περισσότεροι, ναι. Λένε πως ενσκήπτουν εν μέρει σε κάθε ένα από τα δύο είδη της γης ανά μακρές χρονικά περιόδους.
Ως προς την ορμή του πυρός, όταν η γη καταλαμβάνεται από εμπρησμό, διογκώνεται πρησμένη και διασκορπίζεται –ποικιλοτρόπως και σε πολλά σημεία– ένα ρεύμα αιθερίου πυρός, το οποίο διατρέχει μεγάλα κλίματα της οικουμένης.
Ως προς την ορμή του υγρού, όταν η γη καταλαμβάνεται από κατακλυσμό παρασύρει ολόκληρη την φύση του υγρού στοιχείου (καθώς την πλημμυρίζουν όχι μόνο χείμαρροι αλλά και ποταμοί νεογέννητοι που προσυπερβάλλουν σε σχέση με την γη στην οποία έχουν επιβεί και είτε την παραβιάζουν με την βία και ανοίγουν ρήγματα στις όχθες της είτε την υπερπηδούν). Παρασύρει, όμως, και ό,τι βρίσκεται κάτω από την γη ώστε να ανέβει αυτό στα μεγαλύτερα μήκη ύψους ώστε από εκεί χύνονται οι ποταμοί αναβλύζοντας σε υπερβολικό βαθμό προς την παρακείμενη πεδιάδα.
Αφού πρώτα η φύση του υγρού στοιχείου κατανέμεται και κατακάθεται όπως πάντα πρώτα προς τις πιο κοίλες περιοχές της κοιλάδας και ύστερα προς τους πιο μεθόριους ισθμούς (μέσω των οποίων διαχωρίζονταν οι λίμνες), η υγρή φύση τους ξεχειλίζει και τους κατακλύζει εκρέοντας κάτω από την γη –φθάνει, λοιπόν, η έκταση της πεδιάδος σε μέγεθος αβυσσαλέα αχανούς πελάγους
όταν ανταποκρίνεται στην ένωση των πολλών.
Οι κάτοικοι των περιοχών που εναντιώνονται οδηγούνται εν μέρει στην απώλεια και από τις εξής δυνάμεις που μάχονται: από το πυρ χάνονται αυτοί που παροικούν σε όρη και γεωλόφους και άνυδρα χωρία επειδή δεν διαθέτουν φύση άφθονου υγρού στοιχείου που αντιμάχεται την φωτιά και, παράλληλα, από το υγρό στοιχείο χάνονται αυτοί που παροικούν στο πλάϊ ποταμών, λιμνών ή θαλασσών.
Διότι τα μπλεξίματα των ποδιών των Θεών –είτε είναι οι πρώτοι τυχόντες είτε οι πρώτοι ηγεμόνες που τα δοκιμάζουν– είναι εκατέρωθεν αγαπητά σε αμφότερα τα δύο μέρη που τα ασπάζονται με θέρμη.
Το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων κυριολεκτικά καταστρέφεται, λοιπόν, κατά τους προαναφερόμενους τρόπους εκ των δεινών ( για να μην προσθέσω κι άλλους 1000 –πιο απερίφραστους και βραχύλογους– δίχως κατ’ ανάγκην να παραλείψω να περιλάβω και τους δεινούς στην τέχνη).
Διότι δεν είναι δυνατόν γι’ αυτόν που εξασκεί την τέχνη του με μεθοδεύσεις να δει
την Τέχνη καθ’ αυτήν –χωρίς τα τεχνάσματά του– ως επιστήμη: επειδή όταν ένα φύλο ή μια γενιά χαλάσουν από τις κοινές νόσους και αρχίσουν να ωριμάζουν και να βλασταίνουν εκείνες οι γενιές ή τα φύλα που δεν έχουν προκαταλήψεις απέναντι στα δεινά από τα οποία έχουν προσβληθεί
με ύβριν, τότε θ’ αρχίσουν και πάλι οι τέχνες να ανθίζουν –όχι για να σηκώσουν πρώτες το κεφάλι αλλά επειδή θα έχει χαλαρώσει η πίεση αυτών που σπανίως τις κατέχουν.
Επομένως, αυτά –ως προς το κατά δύναμιν– είπαμε και τα περιλάβαμε στην πραγματεία, όσα μας παραδόθηκαν περί αιωνιότητας και αφθαρσίας του κόσμου από τους προγενέστερους. Στους μεταγενέστερους ανήκει να γνωστοποιήσουν τις εναντιώσεις τους προς τον κάθε έναν από αυτούς.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΘΕ ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Θεόδοτε, κάναμε λόγο στην προηγούμενη πραγματεία περί του ότι κάθε φαύλος άνθρωπος είναι δούλος, κάτι το οποίο –άλλωστε– και το διαπιστώσαμε με πολλά επιχειρήματα, και αληθή και ευλογοφανή.
Σε αυτήν εδώ την πραγματεία, θα καταδείξουμε με έναν παρόμοιο (συγγενικό του και –κατά κάποιον τρόπο– δίδυμον, ομοπάτριο και ομομήτριον αδελφό με εκείνον) λόγο ότι κάθε αστείος άνθρωπος είναι ελεύθερος.
Γίνεται, λοιπόν, λόγος ότι ο πανιερότατος θίασος των Πυθαγορείων μας επαναλαμβάνει –μαζί με πολλά και άλλα καλά– στην διδασκαλία του και τούτο: «ΤΑΙΣ ΛΕΩΦΟΡΟΙΣ ΜΗ ΒΑΔΙΖΕΙΝ ΟΔΟΙΣ».
Όχι για να μαθαίνουμε να περπατούμε στις άκρες των γκρεμών (διότι δεν μας παρήγγειλε να κουράζουμε τα πόδια μας) αλλά επειδή υπαινισσόταν με ένα σύμβολο να μην χρησιμοποιούμε δημοφιλείς και πεπατημένες οδούς μήτε στα λόγια μήτε στα έργα.
Και όσοι ασπάστηκαν γνησίως την φιλοσοφία –καθώς αναγκαστικά πείστηκαν με αυτήν την προσταγή επειδή την υπέλαβαν σαν έναν νόμο ή, καλύτερα, έναν θεσμό που ισούται με χρησμό– υπέκυψαν στις δοξασίες της αγέλης και καινοτόμησαν. Διένοιξαν μιαν άλλην οδό λόγων και δογμάτων –μιαν ατραπό άβατη για τους απλούς ιδιώτες πολίτες– με αποτέλεσμα να ανατείλει εξ αυτών ένας Κόσμος Ιδεών τις οποίες δεν κάνει να αγγίζει κανείς ακάθαρτος.
Και ονομάζω ακάθαρτους όσους εξακολουθούν να μην έχουν γευθεί –είτε ολοκληρωτικώς είτε πλαγίως– παιδείας αλλά, επειδή δεν δέχθηκαν απευθείας αυτήν την παιδεία– παραχάραξαν τα κάλλη της σοφίας μετατρέποντάς τα στα αίσχη της σοφιστείας.
Αυτοί δεν μπορούν να διακρίνουν τον νοητό φως εξαιτίας της ασθένειας που έχουν τα μάτια της ψυχής τους τα οποία είναι φυσικό να επισκιάζονται από τις λάμψεις της ακτινοβολίας καθώς απιστούν –κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπο με αυτούς που περνούν την ζωή τους την νύχτα– έναντι αυτών που ζουν την ημέρα. Όσα κι αν τους διηγούνται –ειλικρινώς– για τον ασυγκράτητον οίστρο με τον οποίο επικρατούν πάνω τους το πρωΐ οι εωσφορικές ακτίνες του ήλιου, αυτοί νομίζουν πως τα τεράστια πλάσματα της φαντασίας τους είναι που τους απατούν κατά τα φαινόμενα, φαινόμενα που δεν διαφέρουν από τα ψεύτικα θαύματα.
Διότι, άρα, πώς δεν είναι άτοπο, θαυμαστό –και θαύμα, όντως– να αποκαλούνται αφενός λιποτάκτες και φυγόστρατοι αυτοί που όχι μόνο συμβιώνουν από κοινού στην πόλη αλλά και επισκέπτονται στο κέντρο της το Βουλευτήριο, τα Δικαστήρια και την Συνέλευση και (ορισμένες φορές) υπομένουν και τους ελέγχους των ανομιών της αγοράς και της διεξαγωγής των γυμνικών αγώνων και τις υπόλοιπες λειτουργίες ενώ, ταυτόχρονα, αποκαλούνται αφετέρου πολίτες αυτοί που είτε δεν έχουν εγγραφεί στα στρατιωτικά αρχεία των ανωτέρω(ν) λειτουργιών είτε τους έχει καταλογιστεί ασύγγνωστη ατιμία και φυγοπονία επειδή έχουν θεωρηθεί άξιοι να απελαθούν έξω από τα σύνορα της χώρας ώστε όχι μόνο να μην επιβούν σε αυτήν αλλά ούτε ως παρατηρητές από μακριά να μην μπορούν να βλέπουν τα πατρώα τους εδάφη –εκτός κι αν κατατρέχονταν από κάποιο είδος Ερινυωδών τύψεων που θα τους άρπαζαν επί ποινή θανάτου;
Διότι, όταν στρέψουν τα νώτα, υπάρχουν σε ετοιμότητα χιλιάδες τιμωροί-κολαστές, αφιονισμένοι και από την αφ’ εαυτών συστηματική γύμναση και από την ανάγκη εξυπηρέτησης των προσταγών του νόμου.
Και, άραγε, πώς δεν είναι παράλογο και δεν είναι παραγεμισμένο με πολλήν ανθρωπιά –η με μανία ή δεν ξέρω και γω να πω με τι (λόγω της υπερβολής, ούτε να βρει κανείς τα οικεία για αυτούς ονόματα δεν είναι εύκολο)– να αποκαλούνται πλούσιοι αυτοί που είναι οι πιο άποροι, αυτοί που είναι στερημένοι από τα αναγκαία για να περνούν καλά, αυτοί που ζουν μέσα στην φτώχεια τις λύπες και την αθλιότητα, αυτοί που μόλις προσπορίζονται ό,τι μπορούν μέσα από εφήμερους δασμούς, αυτοί που (όταν η αγορά είναι φθηνή και υπάρχει από κοινού μεγάλη προσφορά) είναι εξαιρετικώς λιμασμένοι για να δοκιμάσουν την αύρα της αρετής –όπως λέγεται πως την αισθάνονται στον αέρα τα τζιτζίκια– ενώ, ταυτόχρονα, αποκαλούνται φτωχοί αυτοί που περιρρέονται από ασήμι και χρυσό και από πλήθος αποκτημάτων και εσόδων και από αφθονία άλλων, αμύθητων αγαθών, αυτοί που με τον πλούτο τους δεν εξαγόρασαν μόνο συγγενείς και φίλους αλλά και μεγάλες συντροφιές συμπολιτών και ομοφύλων τους όταν από το σπίτι τους τον έβγαλαν έξω –πλούτος ο οποίος χορηγεί στην πολιτεία τα πάντα που χρειάζεται εν καιρώ ειρήνης ή πολέμου, αν γίνει λίγο πιο μεγάλος.
Και από την ίδια αυτήν πρωϊνή ονείρωξη τόλμησαν να δυσφημίσουν ως δούλους αυτούς που πραγματικά είναι ομοπάτριοι, ομομήτριοι και ευπατρίδεις και που ήταν επιφανείς όχι μόνον οι γονείς τους αλλά και οι παππούδες και οι πρόγονοι (και οι άνδρες και οι γυναίκες) ως μέχρι και τους αρχηγούς, ηγέτες και γενάρχες τους και, ταυτόχρονα, να ονομάσουν ελεύθερους αυτούς –τους στιγματισμένους, τους δέσμιους που έτριβαν τα πόδια τους στις αλυσίδες και τους εκ παλαιόθεν σκλάβους– που προήλθαν από τρεις γενιές που τους πρόσφεραν εκδούλευση.
Όπως είπα, παρόμοια επιχειρήματα αποτελούν πρόφαση για ανθρώπους των οποίων η ενόραση της διανοίας έχει τυφλωθεί και οι οποίοι είναι υπόδουλοι σε δοξασίες καθώς στηρίζονται στις αισθήσεις (στις αισθήσεις, των οποίων το δικαστήριο δεν είναι πάντοτε βέβαιο ότι δεν δωροδοκείται ποτέ από τους κατηγορουμένους).
Αυτοί οι άνθρωποι –εάν, βέβαια, επιδείκνυαν καθόλου ζήλο για την αλήθεια– δεν πρέπει να αποδυναμώνουν την φρόνηση σε εκείνους που κουράζονται τα σώματά τους γιατί εκείνοι επιτρέπουν στους εαυτούς τους να αποδυναμωθούν επειδή ορέγονται να έχουν γιατρούς ώστε να βελτιωθεί η υγεία τους αλλά είναι οκνηροί ως προς το να απωθήσουν την νόσο που βρίσκεται στην ψυχή τους, την απαιδευσία.
Για τον λόγον αυτό, έρχονται σε επαφή με σοφούς άνδρες –από τους οποίους δεν είναι απλά δυνατό να μάθουν καλά την αμάθεια αλλά και να προσλάβουν αυτό το απόκτημα που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, την επιστήμη.
Όμως (επειδή –σύμφωνα με τον λυρικότατο Πλάτωνα– «ΦΘΟΝΟΣ ΕΞΩ ΘΕΙΟΥ ΧΟΡΟΥ ΙΣΤΑΤΑΙ» και επειδή το πιο θείο και κοινωνικό πράγμα είναι η σοφία), η Σοφία ποτέ δεν κλείνει τις πόρτες στην δική της την Ακαδημία και, όταν τις ανοίγει, πάντοτε δέχεται όσους διψούν για τον άκρατο οίνο των απόλυτων και καθαρών Ιδεών από τις οποίες αντλεί το άφθονο νάμα της θείας ευχαριστίας με το οποίο τους πείθει να μεθύσουν με μιαν μέθη νηφαλιότητας.
Κι αυτοί, όταν αισθανθούν γεμάτοι από όργια (όπως ακριβώς αυτοί που μυούνται από τον ιεροφάντη σε τελετουργίες) κακίζουν αρκετά τον εαυτό τους για την πρωτύτερη ολιγωρία τους επειδή σπατάλησαν πολύ χρόνο κατατριβόμενοι με έναν βίο αβίωτο στον οποίο είχαν μείνει χήροι καθώς έχασαν την φρόνησή τους. Αξίζει, επομένως, κάθε νέος –παντού και πάντοτε– τις απαρχές της πρώτης του ακμής να μην τις αναθέτει σε τίποτε άλλο παρά στην Παιδεία, μαζί με την οποίαν καλόν είναι να ενηλικιώνεται και να γερνά κανείς.
Διότι όπως τα καινούργια πήλινα αγγεία διατηρούν τις πρώτες οσμές που εγχύθηκαν μέσα τους, έτσι –καθώς λένε– και οι ψυχές των νέων επιτρέπουν να διαφαίνεται η μορφή που είχαν στην αρχαιότητα όταν κρατούν ανεξάλειπτες τις εντυπώσεις των όσων φαντάζονταν πρωταρχικά και αφήνουν ελάχιστα να κατακλύζονται από αυτές τις εντυπώσεις που εισρέουν εκ νέου μέσα τους.
Αρκετά, όμως, με αυτά.
Εκείνο που πρέπει να καθοριστεί είναι το ζητούμενο –ώστε να μην πλατειάζουμε αποπροσανατολισμένοι από την ασάφεια των ονομασιών– και αφού καταλάβουμε για ποιο ζήτημα γίνεται λόγος, να προσαρμοστούμε με καλές προθέσεις στα επιχειρήματα με τα οποία αποδείξαμε την αλήθειά του.
Λοιπόν, δουλεία ονομάζεται και αυτή δουλεία των ψυχών και αυτή η δουλεία των σωμάτων. Και κυρίαρχοι δεσποτικοί των σωμάτων είναι οι άνθρωποι ενώ των ψυχών οι κακίες και τα πάθη.
Σύμφωνα με αυτά, το ίδιο ισχύει και για την ελευθερία.
Αυτή η ελευθερία των σωμάτων απαλλάσσει τα κορμιά από την κυριαρχία των πιο δυνατών ανθρώπων ενώ αυτή η ελευθερία της σκέψης απελευθερώνει την διάνοια από την καταδυνάστευση των παθών. Ούτε ένας, ωστόσο, δεν ζητά την ελευθερία των σωμάτων (διότι είναι άπειρα τα ριζικά της μοίρας των ανθρώπων και κάτω από τυχαίες συγκυρίες πολλές φορές –άθελά τους– πολλοί υπερβολικά αστείοι άνθρωποι απέβαλαν την ελευθερία με την οποία γεννήθηκαν) αλλά όλοι σκέπτονται –λες και απελευθερώθηκαν από κάποιαν φυλακή ή διέλυσαν τους δεσμούς που τους έσφιγγαν– πώς να υϊοθετήσουν εκείνους τους καλούς τρόπους διαγωγής που δεν υποτάσσονται κάτω από τον ζυγό ούτε των επιθυμιών ούτε των ηδονών ούτε της λύπης.
Διώχνουμε, λοιπόν, μακριά τις ευρηματικές ρητορικές προφάσεις και τους ξένους προς την φύση ευφημισμούς περί των κατ’ όνομα οικοτρίβων ή αργυρώνητων ή αιχμαλώτων και αναζητούμε τον αδιάψευστα ελεύθερον άνθρωπο, αυτόν που είναι αυτεξούσιος και δεν εξαρτάται από κανέναν –ακόμη κι αν είναι χιλιάδες αυτοί που ανακηρύσσονται απόλυτα κυρίαρχοι από μόνοι τους.
Διότι υπάρχει κι εκείνο το απόφθεγμα εκ Σοφοκλέους που σε τίποτε δεν διαφέρει από τους πυθικούς χρησμούς του μαντείου των Δελφών: «ΘΕΟΣ ΕΜΟΣ ΑΡΧΩΝ, ΘΝΗΤΟΣ Δ’ ΟΥΔΕΙΣ».
Διότι –πράγματι– μόνος ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που χρησιμοποιεί τον Θεό ως κυρίαρχό του αν και είναι –κατά την δική μου διάνοια– και ηγέτης και των υπολοίπων ανθρώπων λες και, θνητός αυτός είναι ο διάδοχος ενός μεγάλου, αθάνατου βασιλιά και του έχει ανατεθεί από αυτόν η εξουσία επί των υποθέσεων ολόκληρης της γης.
Το ζήτημα, όμως, της εξουσίας των σοφών βρίσκεται μακριά ακόμα και θα αναπτυχθεί σε πιο κατάλληλο χρόνο ενώ τώρα πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα της ελευθερίας.
Αν, μάλιστα, προχωρούσε κανείς και ήθελε να εγκύψει για να μπει πιο μέσα στα πράγματα, θα μάθει σαφώς ότι κανένα εξ αμφοτέρων δύο αντικειμένων δεν είναι εκατέρωθεν τόσο συγγενή μεταξύ τους όσο η ελευθερία και το να κάνει κανείς ό,τι θέλει –έχοντας αυτοκυριαρχία, όμως.
Διότι είναι πολλά αυτά που εμποδίζουν τον φαύλο άνθρωπο (η φιλαργυρία, η φιλοδοξία, η φιληδονία) ενώ τον αστείον άνθρωπο τίποτε απ’ όλα αυτά γιατί –όπως στην πάλη κυριαρχεί ο νικητής επί των ηττημένων– έχει επιβεί και κυριαρχεί πάνω σε όσους έχουν τους ίδιους τρόπους συμπεριφοράς με αυτόν, ιστάμενος υψηλά και υπεράνω (έρωτα, φόβου, δειλίας, λύπης).
Διότι έμαθε να αψηφά τις διαταγές που του δίνουν επιτακτικά οι πλέον παράνομοι άρχοντες λόγω του ζήλου και του πόθου του για την ελευθερία, από την οποίαν ο ίδιος κληρονόμησε το να είναι αυτεξούσιος και εθελόδουλος.
Αυτός ο οποίος έγραψε τον τρίμετρο στίχο «ΤΙΣ Δ’ ΕΣΤΙ ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΕΙΝ ΑΦΡΟΝΤΙΣ ΩΝ;» επαινείται από μερικούς επειδή αυτοί εξέλαβαν ότι είχε συνειδητοποιήσει αυτό που συνεπάγεται η διφορούμενη αυτή –ανάλογα με την στίξη της– φράση, ότι δηλαδή εκ φύσεως (λόγω του πόθου για την ζωή) τίποτε δεν υποδουλώνει τόσο την διάνοια των ανθρώπων όσο ο φόβος του θανάτου.
Πρέπει, όμως, να σκεφθούν ότι ελεύθερος δεν είναι μόνον αυτός που δεν νοιάζεται για τον θάνατο αλλά και αυτός που δεν νοιάζεται για τις στερήσεις, την υστεροφημία και τους πόνους και όλα τα υπόλοιπα που νομίζουν ως κακά οι περισσότεροι άνθρωποι –οι οποίοι είναι και οι ίδιοι κακοί κριτές των πραγμάτων.
Διότι δοκιμάζουν τον δούλο κοιτάζοντάς τον στις υπηρεσίες που τους προσφέρει ενώ θα έπρεπε να τον κρίνουν εξετάζοντας το αδούλωτο ύφος του.
Διότι είναι πραγματικά δούλος αυτός που αγγίζει με τα χέρια του ταπεινούς και δουλοπρεπείς ανθρώπους, εξαιτίας του ταπεινού και δουλοπρεπούς φρονήματός τους –και παρά την θέλησή του. Όμως, αυτός που με την θέλησή του προσαρμόζεται και εξοικειώνεται με τις παρούσες συνθήκες καρτερώντας εξαντλημένος την μοίρα του, αυτός που νομίζει ότι τίποτε από τα ανθρώπινα δεν του είναι καινοφανές και πρωτόγνωρο αλλά έχει φροντίσει ώστε να πειστεί ότι στα θεία ζητήματα υπάρχει αιώνια τάξη και ευτυχία ενώ στην ανθρώπινη κατάσταση τα πάντα ταλαντεύονται και κουνιούνται διαφορετικά και σε άνισες ροπές λόγω της διασάλευσης και του κλυδωνισμού όλων των πραγμάτων, αυτός που υπομένει με γενναιότητα όσα συμπτωματικά πέφτουν πάνω του και τον αγγίζουν –αμέσως αυτός γίνεται φιλόσοφος και ελεύθερος.
Και για τον λόγον αυτό ποτέ δεν θα υπακούσει σε κανέναν που του δίνει προσταγές –ακόμα κι αν αυτός του ξανασηκώσει την φωνή με αιχμές, βασανισμούς και κάποιες απειλές πιο φοβερές– αλλά θα του απαντήσει νεανίζοντας απερίσκεπτα και θα του διακηρύξει: «Ψήσε και καταβρόχθισε τις σάρκες μου, χόρτασε πίνοντας το κατασκότεινό μου αίμα, γιατί πρώτα θα καταπέσουν τα’ αστέρια στην γη και η γη θ’ ανυψωθεί στον ουρανό και μετά θα σου απαντήσω εγώ θωπεύοντάς σε με τα λόγια».
Ήδη κάποτε είδα σε έναν αγώνα παγκρατίου τον έναν παλαιστή που επέφερε εύστοχα πλήγματα (και με χέρια, και με πόδια και με όλα) και τίποτε δεν παρέλειπε από όσα οδηγούν στην επικράτηση να τελειώνει παραιτημένος και νικημένος και να εγκαταλείπει αστεφάνωτος το στάδιο ενώ τον άλλον παλαιστή που έφερε τα πλήγματα (καταπιεζόταν από το βάρος της πυκνής σάρκας, ήταν χοντρός, τριχωτός, στυφός στην γεύση, γεμάτος πράγματι από αθλητικό πνεύμα και νευρώδης σε όλα τα σημεία όπως μια πέτρα ή ένα σίδερο) τον είδα να μην ενδίδει σε καμία από τις πληγές αλλά, αντιθέτως, να κάμπτει την δύναμη του αντιπάλου τους με την καρτερικότητα και την σταθερότητα της υπομονής του –μέχρι που νίκησε ολοκληρωτικά.
Κάτι παρόμοιο με αυτά μου φαίνεται πως έχει πάθει κι ο αστείος άνθρωπος.
Διότι έχοντας ισχυροποιήσει υπερβολικά τη ψυχή του με ισχυρογνωμοσύνη αναγκάζει αργά ή γρήγορα αυτόν τον οποίο βιάζει είτε να παραιτηθεί είτε να αναγκαστεί κι αυτός με υπομονή να του κάνει κάτι από αυτά τα οποία δεν θέλει.
Ωστόσο, ίσως αυτό που λέω να ακούγεται απίστευτο σε αυτούς που δεν έχουν πάθει κάποιαν συμφορά από την αρετή. Διότι κι αυτό που είπα πως παθαίνουν οι αθλητές στο παγκράτιο δεν το γνωρίζουν αλλά δεν απέχει καθόλου από την αλήθεια.
Με αυτά στο μυαλό του είπε ο Αντισθένης ότι ο αστείος άνθρωπος είναι δυσβάστακτος –διότι άγεται και φέρεται άδειος, κενός περιεχομένου κι ελαφρύς όπως η απερισκεψία του ενώ η σύνεση έχει σταθερά στηρίγματα, δεν κουνιέται και έχει βάρος αμετακίνητο.
Και για αυτόν τον λόγο, επομένως, ο νομοθέτης των Ιουδαίων Μωϋσής είναι κι ο πρώτος που προτείνει να είναι βαρειά τα χέρια του σοφού υπαινισσόμενος μέσω των συμβόλων αυτών τις πράξεις εκείνες που δεν γίνονται επιπόλαια αλλά έχουν σταθερά στηρίγματα στην διάνοια που δεν είναι επιρρεπής σε ροπές και κλίσεις.
Δεν εξαναγκάζεται, λοιπόν, να υποστεί βία από κανέναν εφόσον περιφρονεί τους σωματικούς πόνους και τον θάνατο και λόγω του φυσικού νόμου τους έχει όλους τους άφρονες για υπηκόους του. Διότι όπως μας λένε πως τα γίδια, τα βόδια και τα πρόβατα έχουν γιδοβοσκούς, γελαδάρηδες και τσοπάνους και πως είναι αδύνατον οι αγέλες να δίνουν εντολές στους ποιμένες τους, κατά τον ίδιον τρόπο οι περισσότεροι άνθρωποι –που μοιάζουν με θρεφτάρια στα κοπάδια– χρειάζονται επιστάτη και άρχοντα οπότε ηγεμόνες τους γίνονται οι αστείοι άνθρωποι που είναι ταγμένοι να ανήκουν στην τάξη των ταγών της αγέλης.
Κι ο Όμηρος «ποιμένας λαών» καλούσε το σύνηθες τον εκάστοτε βασιλιά ονομαστικά κι η φύση αυτό εδώ το όνομα απέδωσε κυρίως ως φήμη στους ενάρετους ανθρώπους –αν και, βέβαια, αυτοί μάλλον ποιμεναρχούνται παρά ποιμεναρχούν.
Διότι άγονται και φέρονται από τον άκρατον οίνο, από την ομορφιά, από τα γευστικά εδέσματα και από τα ψητά καθώς και από τα ηδύσματα των μαγείρων και των σιτοποιών και –να μην παραλείψω– από τις επιθυμίες για απόκτηση ασημιού και χρυσαφιού και, γενικότερα, από τις πιο σεμνές εκ των επιθυμιών.
Αυτοί από κανέναν δεν συνέβη ποτέ να δελεαστούν αλλά, αντιθέτως, συμβαίνει να νουθετούν και όσους μπορεί να αισθανθούν ότι πιάνονται στο δόκανο της ηδονής.
Κι οι πολέμοι είναι η πιο εναργής απόδειξη ότι οι υπηρεσίες που τους προσφέρονται δεν αποτελούν ενδείξεις δουλείας.
Εν καιρώ πολέμου είναι δυνατόν να δει κανείς αυτούς που στρατεύονται να είναι όλοι φυσικοί αυτουργοί καθώς εκουσίως δεν φέρουν μόνο τις πανοπλίες μόνοι τους αλλά είναι και επιφορτισμένοι –ως ζώα υποταγμένα στον ζυγό, κατά κάποιον τρόπο– με όλα όσα ενδείκνυνται για την χρήση που τα έχουν ανάγκη ενώ κάνουν και επιδρομές για να βρουν νερό, ξύλα για φωτιά και φαΐ για τα κτήνη. Άλλωστε, γιατί να πρέπει να μακρηγορεί κανείς αναφορικά με όσα κάνουν αυτοί στον στρατό προς αντιμετώπιση των εχθρών κατασκευάζοντας τάφρους και τείχη ή ναυπηγώντας τριήρεις ή όλα εκείνα τα τεχνάσματα που εξυπηρετούν τα χέρια και το υπόλοιπο σώμα;
Και εν καιρώ ειρήνης, όμως, είναι δυνατόν να δεν κανείς ότι διεξάγεται ένας πόλεμος που δεν υπολείπεται σε τίποτε από τον ένοπλο πόλεμο. Πρόκειται για έναν άδοξο, ειρηνικό πόλεμο τον οποίο συγκροτούν η φοβερή έλλειψη και στέρηση των αναγκαίων. Έναν πόλεμο στον οποίον αυτοί που τους ασκείται βία αναγκάζονται να αγγίζουν με τα χέρια και να υπηρετούν ακούραστα ακόμη και τους πιο δουλοπρεπείς ανθρώπους (σκάβοντας, με γεωργικές εργασίες, ασκώντας με επιτήδευση βάναυσες τέχνες και συχνά σηκώνοντάς τους τα πράγματα ως αχθοφόροι στην δημόσια αγορά, εν μέσω συνομηλίκων, συμφοιτητών και άλλων εφήβων) προκειμένου να τραφούν από αυτούς.
Υπάρχουν και άλλοι που γεννήθηκαν δούλοι και συμμερίζονται κι αυτοί την καλή τύχη της μοίρας των ελεύθερων ανθρώπων.
Καθίστανται επιστάτες στις οικίες και στα κτήματα και στις μεγάλες περιουσίες με τις οποίες είναι προικισμένα τα αφεντικά τους ενώ –μερικές φορές– γίνονται και άρχοντες επί των ομόδουλών τους καθώς σε πολλούς επετράπη να ασκήσουν την εξουσία τους στις γυναίκες και στα παιδιά που έμειναν ορφανά από τα αφεντικά τους και προτιμήθηκαν (λόγω της αφοσίωσής τους) σε σχέση με φίλους και συγγενείς. Αν και δανείζουν, αγοράζονται, είναι εισοδηματίες και τους περιποιούνται άλλοι, ωστόσο, παραμένουν δούλοι.
Γιατί να είναι, επομένως, θαυμαστό αν κάποιος –διολισθώντας προς την αντίθετη της καλής τύχης οδό– επιτελεί τα καθήκοντα του δούλου; Επειδή από αυτόν που υπακούει σε άλλους αφαιρείται η ελευθερία;
Και πώς συμβαίνει, τότε, από γνωστούς μας ανθρώπους να εισηγούνται πως πρέπει να ανέχονται τα παιδιά τις εντολές του πατέρα ή της μητέρας;
Διότι κανείς δεν γίνεται σκλάβος με την θέλησή του.
Και, επιπλέον, οι γονείς ποτέ δεν θα επιδείξουν τόσο υπερβολικό μίσος για τα παιδιά τους ώστε να εξαναγκάσουν τα παιδιά τους να υπομείνουν τις υπηρεσίες που οι ίδιοι τους προσφέρουν –υπηρεσίες που είναι τα μοναδικά σύμβολα της δουλείας.
Αν κανείς δει μερικούς ανθρώπους να βγαίνουν στο παζάρι ως ανδράποδα επειδή τους καπηλεύονται άλλοι και νομίσει αμέσως ότι αυτοί είναι δούλοι, διαστρεβλώνει και πόρρω απέχει από την αλήθεια.
Διότι δεν πρέπει να αποφαίνεται κανείς με βάση την αγοραπωλησία ότι αυτός που πουλά είναι ο αφέντης ή αυτός που πουλιέται ο δούλος –κι έπειτα, πολλές φορές άνθρωποι εξαγοράστηκαν και έχασαν την τιμή και την υπόληψή τους (και οι πατέρες αυτήν που κληρονομούσαν στους γιους τους και οι γιοι αυτήν που κληρονόμησαν από τους πατέρες τους) είτε επειδή τους απήγαγαν σε μιαν ληστεία είτε επειδή αιχμαλωτίστηκαν στον πόλεμο. Είναι οι άνθρωποι αυτοί που οι νόμοι της φύσεως –που είναι πιο σίγουροι από τους νόμους που βρίσκονται πιο χαμηλά από την φύση– τους έχουν γραμμένους ως ελεύθερους.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι ακόμη πιο υπερβολικοί που το παρατράβηξαν το πράγμα έως το άλλο άκρο και έγιναν αφεντικά αυτών που πουλούν και όχι των δούλων.
Κι εγώ, βέβαια, πολλές φορές είδα αυτούς που είχαν κατακτηθεί να τους κατακτούν όμορφα, νεαρά παιδιά εκ φύσεως προσηνή για συνομιλία χάρη σε δύο κλίσεις τους, την ομορφιά της εμφάνισης και το χάρισμα της ευφράδειας. Διότι αυτά αποτελούν τους πολιορκητικούς κριούς για να εκπορθούνται οι ανίδρυτες και ανερμάτιστες ψυχές και είναι μηχανήματα πολύ πιο ισχυρά από όσα κατασκευάζονται για να ανατρέπουν τα τείχη στα οχυρά. Και το σινιάλο είναι αυτό: οι τυχάρπαστες αυτές ψυχές προσφέρουν τις φροντίδες τους, ικετεύουν και παρακαλούν για να έχουν την εύνοια των νέων όπως θα το ζητούσαν από την μοίρα και από κάποια καλή θεότητα. Όταν αγνοούνται υποφέρουν από τον πόνο ενώ, εάν δουν ένα μόνο βλέμμα ελέους, σηκώνονται ορθοί για να χορέψουν από την χαρά τους.
Δεν θα έπρεπε, τότε –με βάση αυτήν την λογική– να πει κανείς ότι και αυτός που αγόρασε λιοντάρια είναι βασιλιάς των λιονταριών;
Αυτός ο δύστυχος που αμέσως θα γινόταν παθών αν μόνο τα λιοντάρια που αγόρασε του κουνούσαν το κεφάλι και θα κυριαρχούσαν πάνω του με την πρόθυμη αλλά δυσάρεστην ωμότητά τους;
Ποιό από τα δύο, λοιπόν;
Θεωρούμε ότι ο σοφός είναι πιο αδούλωτος από τα λιοντάρια όταν υπερέχει σε ισχύ επειδή έχει ελεύθερη και άτρωτη ψυχή ή όταν η σωματική του ορμητικότητα αφηνιάζει, αποβάλλει κάθε χαλινό και παραφέρεται –ως πιο ισχυρή από την ισχύ του– επειδή εκ φύσεως είναι υπόδουλος στο σώμα;
Θα μπορούσε να μάθει κανείς και με άλλους τρόπους για το είδος εκείνο της ελευθερίας που απολαμβάνει ο σπουδαίος άνθρωπος –διότι δεν υπάρχει κανένας δούλος που να πλησιάζει την αλήθεια και να το απολαμβάνει ευχάριστα (γιατί τί φέρνει μεγαλύτερη δυστυχία και αθλιότητα από το να μην έχει κανείς την ικανότητα να κυριαρχεί σε όλα, ούτε στον ίδιον του τον εαυτό;).
Και ο σοφός είναι –βέβαια– ευτυχισμένος καθώς ως ηθική αρχή στις αποσκευές τους φέρει (σαβούρα για να την πετάξει ως έρμα και, ταυτόχρονα, ως πλήρωμα για να επανδρωθεί) την καλοκαγαθία, από την οποία αντλεί το κύρος να εξουσιάζει τα πάντα.
Άρα –αναμφιβόλως και εξ ανάγκης– ο σπουδαίος άνθρωπος είναι ελεύθερος.
Και, επιπλέον, ποιός δεν θα έλεγε ότι και αυτοί που είναι φίλοι των Θεών είναι ελεύθεροι;
Διότι, ειδάλλως, δίνουμε στις εταίρους των βασιλέων όχι μόνο το δικαίωμα να είναι ομόλογοί τους στην ελευθερία αλλά και στην εξουσία ώστε να εξασκούν μαζί την επίβλεψη και να τους διέπουν οι ίδιες εξουσίες ως προς την κυριαρχία ενώ το αφαιρούμε αυτό το δικαίωμα από άλλους που είναι ιερόδουλοι στην λατρεία των Θεών του Ολύμπου.
Αυτοί είναι που επειδή αγαπούν τους Θεούς αμέσως γίνονται και αγαπητοί των Θεών και επειδή –είναι αλήθεια– η εύνοια με την οποία τους τίμησαν ανταποδίδεται από τους Θεούς, αυτοί είναι (όπως λένε και οι ποιητές) οι άρχοντες των πάντων και οι βασιλιάδες των βασιλιάδων.
Ο νομοθέτης των Ιουδαίων Μωϋσής υπερβάλλοντας έτι περαιτέρω και με νεανικότατη τόλμη, μάλιστα –ως ασκητής της «γυμνής φιλοσοφίας», που λέει ο λόγος– αποτόλμησε να πει ότι αυτός που διακατέχεται από θείο έρωτα και ικανοποιεί το μοναδικό Ον δεν είναι πια άνθρωπος αλλά Θεός –Θεός στους ανθρώπους, όμως (και όχι των επί μέρους περιοχών της φύσεως για να αφήσει στον Πατέρα των πάντων το δικαίωμα να είναι Βασιλεύς και Θεός των Θεών).
Αξίζει, άρα, να τον θεωρούν δούλο αυτόν τον άνθρωπο που έτυχε τόσων προνομίων ή να τον νομίζουν σαν τον μοναδικόν ελεύθερον άνθρωπο;
Αν και δεν ήταν –κατά τον ίδιο– άξιος για να έχει θεϊκό πεπρωμένο, πάντως –επειδή έκανε χρήση του Θεού ως φίλου– όφειλε να είναι ευτυχισμένος διότι ως υπέρμαχος αυτού του Θεού με τον οποίο συνεταιρίστηκε δεν ήταν αδύναμος υπηρέτης ούτε και αμελούσε τα δικαιώματα των φίλων του αλλά επέβλεπε και τις υποθέσεις των συντρόφων του.
Και έτι περαιτέρω, όπως οι πόλεις αυτές που υπομένουν την δουλεία κάτω από καθεστώς ολιγαρχίας και τυραννίας έχουν βαρύθυμους ηγεμόνες που κυβερνούν και υποτάσσουν τους δυσαρεστημένους πολίτες ενώ οι πόλεις αυτές που χρησιμοποιούν τους νόμους ως επόπτες και προστάτες είναι ελεύθερες, έτσι είναι δούλοι οπωσδήποτε και οι άνθρωποι που καταδυναστεύονται από την οργή ή την επιθυμία ή από κάποιο άλλο πάθος ή και από την κακία της επιβουλής ενώ ελεύθεροι άνθρωποι είναι όσοι ζουν σύμφωνα με τον νόμο.
Ο πιο αδιάψευστος νόμος, όμως, είναι ο ορθός λόγος –ο ορθός λόγος που δεν δίνεται από τον τάδε και τον δείνα ή ανήκει στον τάδε και στον δείνα οπότε είναι φθαρτός και προέρχεται από θνητό, ο ορθός λόγος που δεν δίνεται σε χάρτινες περγαμηνές ή σε πλάκες οπότε είναι άψυχος και γράφεται σε άψυχα αλλά ο ορθός λόγος που εντυπώνεται άφθαρτος στην διάνοια ενός αθανάτου από μια φύση αθάνατη.
Για τον λόγον αυτό θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει την αμβλυωπία και την έλλειψη οξύτητας στην όραση όσων δεν διέκριναν τις περίτρανες ιδιότητες αυτών των πραγμάτων, αυτούς που λένε ότι οι νόμοι του Σόλωνα και του Λυκούργου είναι οι πλέον αυτάρκεις ώστε να εξασφαλίζουν την ελευθερία για τις πόλεις της Αθήνας και της Σπάρτης επειδή κρατούν πειθαρχημένους τους πολίτες τους κάτω από τους κυβερνήτες και τους βασιλιάδες τους ενώ δεν θεωρούν ότι είναι ικανός ο ορθός λόγος ο οποίος αποτελεί και την πηγή των υπολοίπων νόμων να κάνει τους σοφούς άνδρες να υπακούουν σε όλα όσα προστάζει ή απαγορεύει.
Εις επίρρωσιν των όσων έχουν ειπωθεί, η πιο εναργής απόδειξη της ελευθερίας είναι η ισότητα στην ελευθερία λόγου με την οποίαν όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι απευθύνονται μεταξύ τους.
Για τον λόγον αυτόν –όπως λένε– γράφτηκαν και αυτές οι δύο οι τρίμετρες, φιλοσοφημένες φράσεις «ΟΥ ΓΑΡ ΜΕΤΕΧΕΙΝ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΔΟΥΛΟΙΣ ΕΦΥ» και «ΔΟΥΛΟΣ ΠΕΦΥΚΑΣ, ΟΥ ΜΕΤΕΣΤΙ ΣΟΙ ΛΟΓΟΥ», δηλαδή «εκ φύσεως οι δούλοι δεν είναι φτιαγμένοι για να έχουν δικαιώματα με βάση τους νόμους» και «εσύ γεννήθηκες δούλος, δεν έχεις δικαίωμα λόγου/μέτεστί σοι».
Όπως, λοιπόν, ο νόμος της μουσικής μεταδίδει σε όλους όσους ασκούνται με επιτήδευση στην μουσική την ισότητα συμμετοχής στην τέχνη και κατά τον ίδιον τρόπον οι νόμοι της γραμματικής και της γεωμετρίας μεταδίδουν την αντίστοιχη ισότητα μεγέθους στους γραμματείς και στους γεωμέτρες, έτσι κι ο νόμος ο ζωής μεταδίδει την ισότητα δικαιωμάτων στους πιο έμπειρους στην ζωή.
Και οι σπουδαίοι είναι όλοι έμπειροι για τις υποθέσεις της ζωής οπότε είναι έμπειροι και για τα πράγματα σε όλην την φύση. Και αφού είναι ελεύθεροι μερικοί εξ αυτών, άρα και όσοι έχουν ίσα δικαιώματα με αυτούς είναι και αυτοί ελεύθεροι. Κανένας, άρα, από τους σπουδαίους δεν είναι δούλος αλλά όλοι είναι ελεύθεροι.
Και με αφετηρία αυτήν την ίδιαν αιτιολόγηση, θα αποδειχθεί πανηγυρικά και ότι οι άφρονες είναι δούλοι. Διότι όπως δεν εξισώνει ο νόμος της μουσικής τους άμουσους με τους φιλόμουσους ούτε ο νόμος της γραμματικής τους αγράμματους με τους γραμματιζούμενους ούτε, συνολικότερα, εξισώνει ο νόμος της τέχνης αυτούς που δεν ξέρουν από τέχνη με τους καλλιτέχνες, έτσι και ο νόμος της ζωής δεν εξισώνει τους άπειρους στην ζωή με τους έμπειρους στην ζωή.
Η ισότητα δικαιωμάτων δίδεται από τον νόμο σε όλους τους ελεύθερους (και ελεύθεροι είναι μερικοί εκ των σπουδαίων) ενώ οι φαύλοι είναι άπειροι στην ζωή ενώ οι σοφοί είναι πολύ έμπειροι –άρα, δεν υπάρχουν μερικοί εκ των φαύλων που να είναι ελεύθεροι, είναι όλοι δούλοι.
Ο Ζήνων, μάλιστα –ο οποίος υπέφερε όσο κανείς άλλος λόγω της αρετής– αποδεικνύει με ακόμη μεγαλύτερη νεανική ζωντάνια ότι οι φαύλοι δεν έχουν ίσα δικαιώματα με τους αστείους. Διότι λέει: «ΟΥΚ ΘΡΗΝΗΣΗ ΜΕΝ Ο ΦΑΥΛΟΣ ΕΑΝ ΑΝΤΙΛΕΓΗ ΤΩ ΣΠΟΥΔΑΙΩ;» Άρα, στον φαύλο δεν υπάρχει ισότητα ελευθερίας λόγου και δικαιωμάτων έναντι του σπουδαίου.
Γνωρίζω καλά ότι πολλοί θα καταξεσκίσουν σε κομματάκια τον πλεονασμό αυτόν θεωρώντας ότι η φράση του ερωτηθέντος περικλείει αυθάδεια και όχι σύνεση, ωστόσο –αν μετά την χλεύη και αφού πάψουν τα γέλια, θελήσουν να εγκύψουν και να ερευνήσουν με σαφήνεια αυτό που ειπώθηκε– θα μείνουν κατάπληκτοι από την αλήθειά του, ότι μάλλον με κανέναν άλλον τρόπο δεν είναι δυνατόν να θρηνήσει κανείς παρά αν δεν πειθαρχήσει στους σοφούς.
Διότι η απώλεια χρημάτων, η ατίμωση, ο εξοστρακισμός, οι ύβρεις που προκαλούνται από πλήγματα ή όλες οι παρόμοιες συμπεριφορές είναι πρόσκαιρα και δεν αντιτίθενται καθόλου στις ηθικές αδυναμίες και σε όσα δημιουργούν τα κακά ήθη.
Οι περισσότεροι άνθρωποι –λόγω της αναπηρίας του συλλογισμού τους– δεν αντιλαμβάνονται τις βλάβες στην ψυχή και συμβαίνει να υποφέρουν μόνον από τις εξωτερικές βλάβες καθώς τους έχει αφαιρεθεί το μοναδικό εκείνο κριτήριο με το οποίο μπορούν να καταλάβουν την ζημία που έχει υποστεί η διάνοιά τους. Ενώ, αν μπορούσαν να αναβλέψουν, όταν έβλεπαν πόσο εξαπατήθηκαν από την απερισκεψία και πόσο επηρεάστηκαν από την δειλία καθώς και πόσα εξαγόρασαν με την ακολασία και πόσα απέκτησαν με την αδικία, θα ένοιωθαν γεμάτοι από ακατάπαυστη λύπη και για την πιο μικρή από τις συμφορές και δεν θα ανέχονταν ούτε να παρηγορηθούν λόγω της υπερβολής των κακών που τους βρήκαν.
Φαίνεται λες κι ο Ζήνων να άντλησε το υλικό για την φράση του από την πηγή της νομοθεσίας των Ιουδαίων στην οποία αναφέρεται ότι υπήρχαν δύο αδελφοί –ο ένας συνετός και ο άλλος ακόλαστος– και πως ο Ισαάκ, κοινός πατέρας και των δύο, έδειξε οίκτο προς αυτόν που ακόμη δεν είχε γίνει ενάρετος και του ‘δωσε την ευχή του να είναι δούλος στον αδελφό του διότι εξέλαβε ως σωστό ότι για τον απερίσκεπτο γιο, τον Εσαού, το πιο τέλειο αγαθό θα ήταν η δουλεία –αυτό που θεωρείται ως το μεγαλύτερο κακό– επειδή έτσι θα του αφαιρούνταν το αυτεξούσιο που θα του έδινε την άδεια να αμαρτάνει και κάτω από την προστασία του προϊσταμένου του αδελφού Ιακώβ θα του βελτιωνόταν το ήθος.
Μου φαίνεται ότι είναι αρκετά όσα έχω πει για την διασαφήνιση του ζητουμένου.
Όμως, επειδή οι γιατροί είναι εθισμένοι να θεραπεύουν ποικίλες νόσους με ακόμη πιο ποικίλες θεραπείες, κατά τον ίδιον τρόπο και σε αυτούς που νομίζουν ότι κάποια προβλήματα είναι παράδοξα –λόγω της έλλειψης ήθους– είναι ανάγκη να δημιουργείται ο ερεθισμός να επαλείφουν ο ένας τον άλλον με αλλεπάλληλες αποδείξεις πίστεως. Διότι μερικοί αισθάνονται την αλήθεια μόνον όταν πλήττονται συνέχεια από τις αποδείξεις.
Λοιπόν, λέγεται –όχι σκόπιμα– ότι: Όποιος είναι πάντοτε φρόνιμος, όλα τα πράττει σωστά. Όποιος όλα τα πράττει σωστά τα πράττει και ορθά. Όποιος όλα τα πράττει ορθά, τα πράττει και αναμάρτητα και άμεμπτα και άψογα και δίχως να καθίσταται υπεύθυνος και με το αζημίωτο ώστε να έχει την εξουσία να πράττει τα πάντα και να ζει όπως θέλει.
Αυτός ο οποίος έχει την εξουσία να τα κάνει όλα αυτά, θα μπορούσε να είναι ελεύθερος αλλά –βέβαια– ο αστείος άνθρωπος είναι πάντοτε φρόνιμος. Άρα, είναι ο μόνος ελεύθερος.
Και –βέβαια– αυτός που δεν δέχεται μέσα του μήτε εξαναγκασμούς μήτε εμπόδια, εκείνος δεν θα μπορούσε να είναι δούλος. Ο σπουδαίος άνθρωπος, όμως, δεν είναι δυνατόν ούτε να εξαναγκαστεί ούτε να εμποδιστεί. Άρα, ο σπουδαίος δεν είναι δούλος.
Το ότι ούτε εξαναγκάζεται ούτε εμποδίζεται είναι φανερό.
Διότι εμποδίζεται αυτός που τυχαίνει να μην βρίσκει όσα ορέγεται ενώ ο σοφός άνθρωπος ορέγεται όσα προέρχονται από την αρετή, τα οποία –όπως είναι φυσικό– δεν τυχαίνει να μην βρίσκει. Και –βέβαια– αν τυχαίνει ο σοφός να αναγκάζεται, είναι φανερό ότι το κάνει άθελά του.
Στους σοφούς, οι πράξεις είτε ονομάζονται κατορθώματα που προέρχονται από την αρετή είτε ονομάζονται αμαρτήματα που προέρχονται από την αδυναμία ή αλλιώς είναι πράξεις μέτριες και αδιάφορες. Όσον αφορά τις πράξεις της αρετής, στον σοφό δεν ασκείται βία αλλά τις πράττει με την θέλησή του (διότι όλα όσα πράττει, τα πράττει κατ’ επιλογήν) ενώ, όσον αφορά τις πράξεις της αδυναμίας που μπορούν να αποφευχθούν, αυτός ούτε κατά διάνοια δεν το πράττει. Ούτε –όπως είναι φυσικό– αποφεύγει και τις αδιάφορες πράξεις προς τις οποίες ισορροπεί η διάνοιά του όπως σε μιαν πλάστιγγα καθώς έχει διδαχθεί μήτε να ενδίδει σε αυτές λόγω της ελκυστικής τους δύναμης μήτε να δυσχεραίνει το έργο τους λόγω της αποστροφής που τους αξίζει.
Από αυτά είναι φανερό ότι ο σοφός τίποτε δεν κάνει χωρίς την θέλησή του ούτε αναγκάζεται. Διότι αν, βέβαια, ήταν δούλος, θα αναγκαζόταν. Άρα, ελεύθερος θα μπορούσε να είναι ο αστείος άνθρωπος.
Έπειτα, όμως, υπάρχουν και μερικοί από αυτούς που ελάχιστα ανήκουν στην χορεία των Μουσών –αυτοί που δεν στέκονται στο ύψος των εμφατικών υπαινιγμών– οι οποίοι δεν αποκτούν συναίσθηση από τα αποδεικτικά λόγια και συνηθίζουν να ρωτούν: «Αυτοί οι άνδρες των οποίων την ιστορία αναπλάθετε υπήρχαν και παλιά ή τώρα εμφανίστηκαν;»
Είναι, βέβαια, καλό να αποκριθεί κανείς ότι και παλιότερα υπήρχαν αυτοί οι άνδρες που –κατά την γνώμη τους– διέφεραν ως προς την αρετή επειδή χρησιμοποιούσαν μόνο τον Θεό ως οδηγό και μόνο τον ορθό λόγο ως νόμο και όχι μόνο ζούσαν ελεύθεροι αλλά μόλυναν και όσους τους πλησίαζαν με το φρόνημα της ελευθερίας.
Και στην εποχή μας υπάρχουν ακόμα αυτοί οι άνδρες που έχουν εντυπωθεί στην μνήμη μας ως υποδείγματα από μιαν πρωτότυπην εικόνα –αυτήν της καλοκαγαθίας των σοφών ανδρών.
Αν οι ψυχές των αντιλεγόντων στερούνται ελευθερίας και είναι υπόδουλες κάτω από τον ζυγό της απερισκεψίας και των υπολοίπων αδυναμιών, αυτό δεν σημαίνει πως το ίδιο ισχύει και για το ανθρώπινο γένος.
Και τίποτε το άξιο θαυμασμού δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι οι σπουδαίοι δεν αποτελούν αγέλες κατά μεγάλα στίφη, πρωτίστως επειδή οι πολύ καλοί άνθρωποι είναι σπάνιοι κι έπειτα επειδή, εκτρεπόμενοι από την συμπεριφορά των περισσοτέρων ασυλλόγιστων ανθρώπων, ασχολούνται σχολαστικά με την θεωρία περί των πραγμάτων της φύσεως κι εύχονται να επανορθωθεί η ζωή τους, εάν αυτό είναι με κάποιον τρόπο δυνατό –διότι η αρετή ωφελεί όλα τα πράγματα.
Αν είναι ανίκανοι να το κάνουν αυτό στις πόλεις (καθώς οι πόλεις πλημμυρίζονται από πράγματα αλλόκοτα τα οποία μεγάλωσαν εξαιτίας των παθών και των αδυναμιών της ψυχής), δραπετεύουν για να μην παρασυρθούν από την ορμή της παραφοράς όπως θα παρασύρονταν από έναν ορμητικό χείμαρρο.
Ωστόσο, αν εμείς δείχναμε κάποιον ζήλο θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τα χνάρια τους στις καταβυθίσεις τους, να παίρναμε στάση ικέτη παρακαλώντας τους να έλθουν πίσω και να εξημερώσουν την θηριώδη ζωή μας και να μας καταγγείλουν αυτοί που περιρρέονται από ειρήνη, από ελευθερία και από αφθονία άλλων αγαθών αντί του πολέμου, της δουλείας και των απερίγραπτων κακών.
Ενώ τώρα –για χάρη των χρημάτων– ερευνούμε όλα τα ενδόμυχα και αναστέλλουμε την λειτουργία των στρυφνών και σκληρών φλεβών της γης αναζητώντας χρυσό, ασήμι, χαλκό και σίδερο και τις υπόλοιπες πρώτες ύλες με αποτέλεσμα να είναι εκμεταλλεύσιμο μεγάλο τμήμα της πεδιάδας αλλά ελάχιστο τμήμα των υψωμάτων των ορέων.
Οι κενές περιεχομένου δοξασίες –πλάθοντας θεό τους την ματαιοδοξία– κατέβηκαν μέχρι και στον βυθό της θάλασσας ψάχνοντας μήπως κάπου εκεί έχει εναποτεθεί κάτι αφανές που είναι καλό για τις αισθήσεις. Και όταν ανακάλυψαν τις Ιδέες ως πολύχρωμες και πολυτελείς πέτρες (άλλες φυτρωμένες πάνω σε πέτρες κι άλλες –αυτές που είναι οι πιο πολύτιμες– μέσα σε όστρακα) εξετίμησαν ως αληθινή την απάτη που προήλθε από την ωραία τους εμφάνιση.
Όμως, για χάρη της σωφροσύνης, της ανδρείας ή της δικαιοσύνης γίνεται αδιάβατη ακόμα και η βατή χώρα και γίνονται απροσπέλαστα τα πέλαγα που οι μούτσοι εισπλέουν κάθε ώρα του έτους. Ωστόσο, ποιά ανάγκη υπάρχει να περπατά κανείς σε μακρινές οδούς και θάλασσες για να ερευνά και να αναζητά την αρετή, ο δημιουργός της οποίας τις ρίζες της τις έβαλε όχι μακριά αλλά τόσο κοντά;
Όπως λέει και ο σοφός νομοθέτης των Ιουδαίων Μωϋσής: «ΕΝ ΤΩ ΣΤΟΜΑΤΙ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΝ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΝ ΤΑΙΣ ΧΕΡΣΙ ΣΟΥ».
Υπαινίσσεται με σύμβολα τα λόγια, τις επιθυμίες και τις πράξεις, δηλαδή όλα όσα απαιτούνται για την τέχνη της γεωργίας.
Αυτοί, λοιπόν, που προτίμησαν να απόσχουν από τον πόνο όχι μόνον εμπόδισαν την ανάπτυξη των βλαστών αλλά μάραναν και έφθειραν και τις ρίζες.
Αυτοί, όμως, που θεώρησαν την σχόλη ως κάτι το βλαβερό και πόνεσαν εθελοντικά καλλιέργησαν την γη όπως ένας γεωργός μεταχειρίζεται τα πιο ευγενή και μοσχαναθρεμμένα βλαστάρια και με τις συνεχείς τους φροντίδες εξύψωσαν τις αρετές ως τα ουράνια, κάνοντας αυτά τα νεαρά, πρωτόβγαλτα φυντάνια αειθαλή και αθάνατα ώστε να φέρουν έναν καρπό που δεν τελειώνει ποτέ –την ευτυχία.
Ή –όπως λένε μερικοί– να μην φέρουν τον καρπό της ευτυχίας αλλά να είναι αυτά τα ίδια η ευτυχία, αυτά που ο Μωϋσής συνήθιζε (με ένα πιο σύνθετο όνομα) να τα αποκαλεί «ολοκαρπώματα».
Διότι, όσον αφορά ό,τι βλασταίνει από την γη, ούτε ο καρπός αποτελείται από δένδρα αλλά ούτε και τα δένδρα αποτελούνται από καρπό ενώ, όσον αφορά ό,τι φυτρώνει στην ψυχή, τα βλαστάρια της φρόνησης, της δικαιοσύνης, της ανδρείας και της σύνεσης έχουν μεταβληθεί όλα αποκτώντας σε όλα τους τα μέλη την φύση ενός καρπού.
Έχοντας, λοιπόν, πάρει τέτοιου είδους αφορμές πάνω από τους ίδιους μας τους εαυτούς, άραγε πώς και δεν κοκκινίζουμε όταν καταγγέλλουμε ότι το ανθρώπινο είδος στερείται σοφίας την στιγμή που θα ήταν δυνατόν να του την εμφυσήσουμε όπως θα φυσούσαμε το έκκριμα από ένα μόριο υγρού ώστε με τον σπινθήρα του να αναζωπυρώσει την φωτιά;
Αλλά –βέβαια– εμείς για τα πράγματα αυτά, προς τα οποία θα έπρεπε να σπεύδουμε τρέχοντας επειδή μας είναι πολύ συγγενικά και οικεία, δείχνουμε πολύ νωθρότητα και μαλθακότητα (εξαιτίας των οποίων διαφθείρονται τα σπέρματα της καλοκαγαθίας) ενώ για τα πράγματα αυτά στα οποία θα ήταν εύλογο να υστερούσαμε δείχνουμε άπληστα πόθο και λαχτάρα.
Για τον λόγον αυτόν, η γη και η θάλασσα είναι μεστές από ανθρώπους πλούσιους και δοξασμένους που καλλιεργούν τις ηδονές ενώ υπάρχει λίγος αριθμός φρονίμων, δικαίων και αστείων ανθρώπων. Και αυτό το λίγο –αν και σπάνιο– δεν είναι ανύπαρκτο.
Το μαρτυρεί αυτό η Ελλάδα και οι βαρβαρικές χώρες.
Στην Ελλάδα ανθήσαν οι –όντως– Επτά Σοφοί (όπως ήταν το προσωνύμιό τους) ενώ και προηγουμένως αλλά και κατόπιν ήκμασαν και άλλοι που, στο μήκος του χρόνου, οι μνήμες των παλαιοτέρων εξ αυτών χάθηκαν και των νεωτέρων εξ αυτών αμαυρώθηκαν λόγω της υπερβολικά επιπόλαιης ολιγωρίας των συνομηλίκων τους.
Στις βαρβαρικές χώρες –όπου έχουν σταλεί αυτοί που διακηρύσσουν με τα λόγια ότι πρέπει να γίνονται και πράξεις– υπάρχουν πολυάριθμα στίφη καλών και αγαθών ανθρώπων.
Στην Περσία υπάρχει η ορδή των μάγων, οι οποίοι (ενώ διερευνούν τα έργα της φύσεως προς επίγνωση της αλήθειας) λειτουργούν ως ιεροφάντες μέσα σε πλήρη ησυχία για να τους αποκαλυφθούν και –με πιο ξεκάθαρες εμφατικές νύξεις– να αποκαλύψουν τις θείες αρετές της φύσεως.
Στην Ινδία υπάρχει ο όχλος των γυμνοσοφιστών, οι οποίοι –διατριβόμενοι με πόνο μεταξύ της φυσικής και της ηθικής φιλοσοφίας– μετατρέπουν μιαν ολόκληρη ζωή σε επίδειξη αρετής.
Αλλά και η Συρία στην Παλαιστίνη δεν είναι άγονη και δεν στερείται αυτής της καλοκαγαθίας που δεν έχει διανεμηθεί και λίγη ως μερτικό στο πολυάριθμο έθνος των Ιουδαίων.
Κάποιοι από τους Ιουδαίους (πάνω από 4.000 στον αριθμό) καλούνται με το παρωνύμιο «Εσσαίοι», το οποίο προέρχεται από την «οσιότητα» –όπως εγώ πιστεύω, καθώς η Ελληνική γλώσσα δεν έχει καθορίσει με ακρίβεια γραμματικούς τύπους για τις διαλέκτους της– επειδή έχουν αναδειχθεί εξαιρετικοί ως υπηρέτες του Θεού όχι θυσιάζοντας ζώα αλλά επειδή αξιώνουν από τον εαυτό τους να καταστήσουν τις ίδιες τους τις διάνοιες ιεροπρεπείς.
Πρώτα-πρώτα, αυτοί ζουν σε μεγάλα χωριά και αποφεύγουν τις πόλεις λόγω των ανομιών που συνήθως διαπράττουν με τα χέρια τους οι κάτοικοι των πόλεων διότι γνωρίζουν ότι από τους συμπολίτες τους μπορεί να προσβληθεί ανίατα η ψυχή τους –όπως θα προσβαλλόταν και από μιαν καταστρεπτική νόσο που θα προερχόταν από τον αέρα.
Άλλοι από αυτούς εργάζονται στην γη και άλλοι εξασκούν όσες από τις τέχνες είναι φιλειρηνικές. Ωφελούν τόσο τους εαυτούς τους όσο και όσους τους πλησιάζουν δίχως να αποθησαυρίζουν ασήμι και χρυσό ούτε και αποκτούν μεγάλα τεμάχια γης (εξαιτίας της επιθυμίας τους να έχουν εισοδήματα) αλλά προμηθεύονται όσα είναι αναγκαία για τις απαιτήσεις της ζωής.
Επειδή ό,τι κάνουν, το κάνουν με επιτήδευση (και όχι λόγω έλλειψης ευτυχίας) ενώ είναι οι μόνοι από όλους τους ανθρώπους που δεν έχουν χρήματα και κτήματα, τους παίρνουν για πολύ πλούσιους κυρίως επειδή κρίνουν σαν περιουσία την ολιγάρκεια και την ευκολία –κάτι που είναι όντως έτσι.
Στους Εσσαίους δεν μπορείς να βρεις κανέναν κατασκευαστή βελών, ακοντίων, ξιφιδίων, κράνους, θώρακα ή ασπίδας ούτε, συνολικότερα, κανέναν οπλοποιό ή κατασκευαστή μηχανημάτων ή κάτι από όσα χρησιμοποιούνται εν καιρώ πολέμου. Και όσα χρησιμοποιούνται εν καιρώ ειρήνης, όμως, δύσκολα μπορούν να διολισθήσουν σε κατάχρηση. Διότι δεν έχουν ούτε κατά διάνοια στο μυαλό τους το εμπόριο ή την αισχροκερδή καπηλεία ή την ναυσιπλοΐα καθώς τις προφάσεις της πλεονεξίας τις θεωρούν ως αποδιοπομπαίο τράγο.
Και σε αυτούς δεν υπάρχει ούτε ένας δούλος αλλά είναι όλοι ελεύθεροι, αλληλοεξυπηρετούν ο ένας τον άλλον, και αποκηρύσσουν τους δυνάστες όχι μόνον επειδή είναι άδικοι καθώς λυμαίνονται τον νόμο της ισότητας αλλά και επειδή είναι και ασεβείς καθώς καταργούν τους θεσμούς της φύσεως η οποία –δίκην μητρός– τους γέννησε και τους έθρεψε το ίδιο όλους ως γνήσιους αδελφούς (όχι κατ’ όνομαν αλλά ως πραγματικούς αδελφούς) –αν και την συγγένεια αυτή την ταρακούνησε ύπουλα η υπερβολική πλεονεξία η οποία δημιούργησε την αποξένωση αντί για την εγκαρδιότητα και την έχθρα αντί για την φιλία.
Και ως προς την φιλοσοφία, το λογικό της τμήμα το αφήνουν για τους λογοκόπους ως κάτι μη αναγκαίο για την απόκτηση της αρετής και το φυσικό της τμήμα το αφήνουν για τους αερολόγους ως κάτι πέραν της ανθρώπινης φύσης και δεν κρατούν παρά όσο τμήμα της φιλοσοφίας αναφέρεται φιλοσοφικά στην ύπαρξη του Θεού και στην γένεση του παντός.
Το ηθικό, όμως, τμήμα είναι εκείνο που τους απασχολεί ιδιαίτερα καθώς αποκτούν επιπόλαιες και ατελείς γνώσεις από τους πατροπαράδοτους νόμους των Ιουδαίων –τους οποίους είναι αδύνατον να επινόησε κάποια ανθρώπινη ψυχή δίχως να διακατέχεται από τον Θεό.
Από αυτούς τους νόμους μελετούν και μελετούν επαναλαμβανόμενα και διαρκώς όλον τον υπόλοιπον χρόνο αλλά ιδιαίτερα κάθε έβδομη μέρα.
Διότι εκλαμβάνεται ως ιερή αυτή η έβδομη μέρα κατά την οποία απέχουν από τις υπόλοιπες εργασίες τους και πηγαίνουν σε ιερούς τόπους που καλούνται «συναγωγές» και τους νέους τους καθίζουν κάτω με τάξη κατά ηλικίες οι πιο ηλικιωμένοι ενώ έχουν ως ακροατές τον κόσμο που ταιριάζει στην περίσταση.
Έπειτα, κάποιος παίρνει και διαβάζει τα βιβλία και ένας άλλος, από τους πιο έμπειρους, προσπερνά βιαστικά όσα δεν γνωρίζουν και τους επαναλαμβάνει την διδασκαλία που πρέπει να θυμούνται. Διότι τα περισσότερα εξηγούνται φιλοσοφημένα προς αυτούς μέσω συμβόλων λόγω του μεγάλου ζήλου για την μίμηση των αρχαίων προτύπων.
Παιδεύονται, λοιπόν, να μάθουν την ευσέβεια, την αγιότητα, την δικαιοσύνη, την οικονομία, τους θεσμούς της πολιτείας, την επιστήμη των –αληθινά– αγαθών και κακών και αδιάφορων πραγμάτων, τις επιλογές που πρέπει να κάνουν (καθώς και πώς να αποφεύγουν τις αντίθετες επιλογές) και αυτό γίνεται βάσει τριών όρων και κανόνων: να αγαπούν τον Θεό, την αρετή και τον άνθρωπο.
Παρέχονται χιλιάδες παραδείγματα ως προς την ευσέβεια έναντι του Θεού: η συνεχής και αλλεπάλληλη αγνότητα σε όλη την ζωή, η αποχή από τους όρκους, η αποχή από το ψέμα, η αντίληψη ότι τα θεία είναι υπεύθυνα για όλα τα καλά και για κανένα κακό.
Ως προς την αρετή: η έλλειψη αγάπης για το χρήμα, την φιλοδοξία, την ηδονή καθώς και η εγκράτεια, η καρτερικότητα και ακόμη η λιτότητα, η αφέλεια, η βολικότητα, η έλλειψη ματαιοδοξίας, η νομιμοφροσύνη, η σταθερότητα και όλα όσα είναι όμοια με αυτά από πλευράς συμπεριφοράς.
Ως προς την φιλανθρωπία: η ευμένεια, η ισότητα και η δικαιολογημένη επιδίωξη για μιαν καλύτερη κοινωνία –μιαν κοινωνία για την οποία δεν θα ήταν άκαιρο να ειπωθούν λίγα πράγματα.
Πρώτα-πρώτα, λοιπόν, κανενός η οικία δεν είναι ατομική αλλά συμβαίνει να είναι κοινή για όλους διότι είναι ανοιχτή και για τις ομάδες ανθρώπων με τις οποίες συνοικούν όσο και προς όσους τους επισκέπτονται από αλλού και έχουν τον ίδιο ζήλο.
Έπειτα, υπάρχει ένα ταμείο εσόδων και εξόδων για όλους καθώς και κοινές εσθήτες και κοινά φαγητά εφόσον γίνονται κοινά συσσίτια ενώ σε άλλες κοινωνίες κανείς δεν θα μπορούσε να βρει να επιβεβαιώνεται περισσότερο στην πράξη το γεγονός ότι είναι ομόστεγοι, ομοδίαιτοι και ομοτράπεζοι.
Και αυτό είναι πολύ φυσικό διότι όσα χρήματα πάρουν ως μισθό κάθε μέρα που εργάζονται, αυτοί δεν τα φυλάνε ξεχωριστά αλλά τα εκθέτουν σε δημόσια θέα ώστε αυτοί που θέλουν να μπορούν να χρησιμοποιήσουν από κοινού την ωφέλεια που αυτοί προετοίμασαν.
Και οι ασθενείς δεν παραμελούνται επειδή αδυνατούν να αποφέρουν κάποιο κέρδος γιατί υπάρχουν έτοιμα από το κοινό ταμείο τα χρήματα για την νοσηλεία τους έτσι ώστε μπορούν να καταναλώνουν από ακόμη πιο άφθονα αγαθά, έχοντας κάθε νόμιμη άδεια.
Και απέναντι στους ηλικιωμένους φέρονται σαν να ήταν γονείς τους και αυτοί πραγματικά παιδιά τους, με αιδώ και φροντίζοντάς τους άφθονα –τόσο με τα χέρια όσο και με χίλιες σκέψεις για τα δικά τους γηρατειά.
Τέτοιους αθλητές της αρετής –πέρα από και δίχως την περιέργεια των Ελληνικών ονομασιών– δημιουργεί η φιλοσοφία όταν θεσπίζει ως εκγύμναση εκείνες τις επαινετές πράξεις δια μέσου των οποίων επιβεβαιώνεται η αδούλωτη ελευθερία.
Και αυτό μαρτυρείται από το εξής σημάδι: Κατά καιρούς πολλοί δυνάστες εγέρθηκαν πάνω από την χώρα και την εκμεταλλεύθηκαν –και εκ φύσεως αλλά και με την πρόθεσή τους– με διαφορετικούς τρόπους.
Άλλοι διέφεραν ως προς το ότι ήταν ατιθάσευτοι καθώς μελέτησαν πως θα υπερνικήσουν με αγριότητα τα θηρία και δεν παρέλειψαν να κάνουν καμιάν πράξην ωμότητας, θυσίασαν αγεληδόν τους υπηκόους τους ή τους κατακρεούργησαν τα μέρη και τα μέλη τους (όπως οι μάγειρες, κατά κάποιον τρόπο) ενώ ήταν ακόμη ζωντανοί και δεν έπαψαν μέχρι που έπαθαν κι αυτοί τις ίδιες συμφορές από την δικαιοσύνη, η οποία επιβλέπει τις ανθρώπινες υποθέσεις.
Άλλοι προσάρμοσαν την κινητικότητα και την ελευθεριότητά τους σε ένα άλλο είδος ηθικής αδυναμίας και αξιοποίησαν με επιτήδευση την ανείπωτη πίκρα τους διαλαλώντας την μέσα στην ησυχία και υποκρινόμενοι ότι έχουν πιο ήρεμη φωνή για να επιδείξουν το κακόβουλο ήθος τους. Το έκαναν αυτό με καλοπιάσματα κατά τον τρόπο που κάνουν χαρούλες τα σκυλιά που δαγκώνουν –κι έτσι προξένησαν ανίατα κακά και άφησαν στις πόλεις τις αλησμόνητες συμφορές των παθόντων ως μνημεία για την δική τους ασέβεια και για το δικό τους μίσος προς τους ανθρώπους.
Από την άλλην, όμως, κανείς (ούτε από τους υπερβολικά ωμούς στην διάθεση ούτε από τους πολύ δολερούς και ύπουλους) δεν κατόρθωσε να υπερισχύσει σε αιτιάσεις την προαναφερόμενη, την συντροφιά των Εσσαίων ή «οσίων» αλλά όλοι –επειδή καταβλήθηκαν από την καλοκαγαθία των ανδρών αυτών– υποχώρησαν και προσφέρθηκαν σε αυτούς λες και ήσαν εκ φύσεως ανεξάρτητοι και ελεύθεροι, εκθειάζοντας τα συσσίτια και την εύλογη επιδίωξή τους για μιαν καλύτερη κοινωνία (η οποία αποτελεί σαφέστατο δείγμα για την ύπαρξη μιας ζωής τέλειας και υπερβολικά ευτυχισμένης).
Όμως, επειδή ορισμένοι δεν θεωρούν ότι οι αρετές των μεγάλων μαζών ολοκληρώνονται στον τέλειο βαθμό αλλά στέκονται μόνον ως το σημείο να μεγαλώσουν και να αποδώσουν καρπούς, πρέπει να παραγάγουμε μαρτυρίες μέσω της ζωής και των επί μέρους αγαθών ανδρών. Οι ζωές αυτών των ανδρών είναι σαφέστατες αποδείξεις ελευθερίας.
Ένας από τους γυμνοσοφιστές, ο Κάλανος, ήταν Ινδός στο γένος. Αυτόν τον θεωρούσαν ως πολύ υπομονετικό όλοι όσοι έρχονταν μέτωπο με μέτωπο απέναντί του, όχι μόνον οι ομόφυλοί του αλλά και οι ετερόφυλοι. Και μάλιστα –κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σπάνιο– τον θαύμαζαν και οι βασιλιάδες των εχθρών επειδή σε αυτόν ήταν στενά συνυφασμένα τα σπουδαία έργα με τα αξιέπαινα λόγια.
Ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, λοιπόν –θέλοντας να επιδείξει στην Ελλάδα την σοφία των βαρβάρων ως ένα είδωλο και ως ένα ομοίωμα προερχόμενο από ένα αρχέγονο πρωτότυπο– κατ’ αρχάς παρακαλούσε τον Κάλανο να τον ακολουθήσει στην ξενιτιά κι έτσι έκανε πασίγνωστη ολόκληρη την Ασία και ολόκληρη την Ευρώπη.
Καθώς δεν τον έπειθε, ωστόσο, είπε πως θα τον ανάγκαζε να τον ακολουθήσει. Και ο Κάλανος –πολύ εύστοχα και ευγενικά– είπε: «Αλέξανδρε, ποιά αξία θα έχει να με επιδείξεις στους Έλληνες, αν βέβαια αναγκαστώ να πράξω όσα δεν θέλω;» Δεν είναι, άραγε, μεστός ο λόγος αυτός από παρρησία;
Και, πολύ περισσότερο, δεν είναι ο νους αυτός γεμάτος από ελευθερία;
Όμως, ο Κάλανος στηλίτευσε δημοσίως τον Αλέξανδρο –με τρόπο χαρακτηριστικόν αδούλωτου ήθους– και μέσω των γραπτών, τα οποία είναι πιο ισχυρά από τις φωνές. Έστειλε μιαν επιστολή με την οποία μήνυε στον βασιλιά:
«Κάλανος προς Αλέξανδρο,
Οι φίλοι σου, χωρίς να ξέρουν ούτε κατά διάνοια τι είμαστε εμείς, προσπαθούν να σε πείσουν να επιβληθείς με την χειροδικία και τον εξαναγκασμό στους φιλοσόφους της Ινδίας. Μπορείς να μεταφέρεις το σώμα μας από τον έναν τόπο στον άλλον αλλά με την βία δεν θα κατορθώσεις να κάνεις την ψυχή μας να πράξει όσα δεν θέλουμε να κάνουμε κατά τον ίδιον τρόπο που δεν μπορείς να κάνεις τα τούβλα και τα ξύλα τα απελέκητα να φωνάξουν. Η φωτιά προκαλεί τους μεγαλύτερους πόνους και καταστρέφει το σώμα των ζωντανών πλασμάτων αλλά εμείς έχουμε αρθεί υπεράνω αυτής και τελειώνουμε μέσα σε έναν κατακλυσμό πυρός ενώ είμαστε ζωντανοί. Δεν υπάρχει βασιλιάς ούτε άρχοντας που θα μας αναγκάσει να κάνουμε όσα δεν θέλουμε. Εμείς δεν εξομοιωνόμαστε με όσους Έλληνες φιλοσόφους μελέτησαν τους πανηγυρικούς, επίσημους λόγους αλλά σε εμάς οι πράξεις που επακολουθούν τα λόγια καθώς και τα λιτά λόγια που επακολουθούν των έργων μας έχουν μιαν δύναμη διαφορετική διότι μας αποφέρουν και ευτυχία και ελευθερία». Δεν θα άξιζαν, άραγε, τέτοιου είδους αποφάσεις και γνώμες να μας κάνουν να βγάλουμε εκείνο το επιφώνημα του Ζήνωνα «Πιο γρήγορα θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια άδεια φούσκα είναι γεμάτη αέρα παρά να εξαναγκάσει με την βία κάποιον σπουδαίον άνθρωπο να πράξει παρά την θέλησή του κάτι που δεν θέλει»;
Διότι δεν ενδίδει και είναι αήττητη η ψυχή εκείνη που οι νευρικοί της ιστοί αποτελούνται από τα άκαμπτα δόγματα του ορθού λόγου.
Για την ελευθερία των σπουδαίων ανθρώπων μάρτυρες είναι οι ποιητές και οι συγγραφείς βάσει των απόψεων των οποίων βελτιώνεται το ήθος των Ελλήνων και των βαρβάρων συνάμα που σχεδόν από τα ίδια τους τα σπάργανα τρέφονται με αυτές ενώ μεταβάλλουν σε δόκιμη αντίληψη ό,τι κίβδηλο –εξαιτίας της ανατροφής και του τρόπου ζωής τους– υπάρχει στην ψυχή τους, παραχαράσσοντάς το.
Ιδού, λοιπόν –κατά τον Ευρυπίδη– τι λέει ο Ηρακλής: «Κάψε και καταβρόχθισε τις σάρκες μου, χόρτασε πίνοντας το κατασκότεινό μου αίμα, γιατί πρώτα θα καταπέσουν τ’ αστέρια στην γη και η γη θ’ ανυψωθεί στον αέρα και μετά θα σου απαντήσω εγώ θωπεύοντάς σε με τα λόγια».
Διότι είναι –πράγματι– τα πιο δουλοπρεπή πράγματα η θωπεία, η κολακεία και η υποκρισία, περιπτώσεις κατά τις οποίες τα λόγια αντιμάχονται με τις απόψεις και όπου η ελευθεροστομία των ανόθευτων και γνησίων αυτών λόγων –όταν η συνείδηση είναι καθαρή– αρμόζει στους ευγενείς.
Δεν βλέπεις, άλλωστε, ότι αυτός ο ίδιος ο σπουδαίος και ευγενής άνθρωπος ούτε φαίνεται σαν υπηρέτης όταν πωλείται αλλά, αντιθέτως, καταπλήσσει όσους τον κοιτούν επειδή δεν είναι ελεύθερος μόνον αλλά και επειδή γίνεται κύριος αυτουνού που τον αγοράζει;
Κι ο Ερμής, άλλωστε, όταν ρωτήθηκε από τον Ηρακλή για να του δώσει χρησμό αν είναι φαύλος, αποκρίθηκε:
«Από εξωτερικής πλευράς είσαι ελάχιστα φαύλος αλλά, τουναντίον, είσαι εντελώς σεμνός και ταπεινός και δεν παριστάνεις τον υπερβολικά σπουδαίο (όπως οι δούλοι) αλλά και λαμπρά στολίζεσαι για να σε βλέπουν και δραστήριος είσαι στα χέρια ώστε να δίνεις ξύλο. Κανείς δεν θέλει να πωλείται σε σπίτια όπου τα αφεντικά είναι δυνατότερα από τον ίδιον ενώ, βλέποντας εσένα, όλοι φοβούνται. Το βλέμμα σου είναι γεμάτο φωτιά όπως το βλέμμα ενός λιονταριού που βλέπει έναν ταύρο να ετοιμάζεται να του ριχτεί και να τον εμβολίσει». Κι έπειτα προσθέτει:
«Αν και δεν μιλάς, η εξωτερική σου αυτή όψη είναι που μαρτυρά ότι μάλλον δεν θέλεις να δέχεσαι αλλά να δίνεις διαταγές, λες και δεν είσαι υπήκοος».
Όταν ο Ηρακλής εξαγοράστηκε ύστερα από τον Σύλα και εστάλη στα αγροκτήματα κατέδειξε με πράξεις ότι η φύση του ήταν αδούλωτη διότι διασκέδαζε με την πρόφαση ότι θυσίασε προς τον Δία τον καλύτερον από τους ταύρους του τόπου και δεν μπορούσε να κρατηθεί από το να βγάζει πολύ συγκεντρωμένο κρασί από μέσα του και να πλαγιάζει πολύ εύκολα. Όταν έφτασε ο Σύλας και δυσανασχέτησε με το πάθημα, με την νωχελικότητα και με την περιττή καταφρόνηση του υπηρέτη του, ο Ηρακλής –δίχως να αλλάξει ούτε το χρώμα του αλλά ούτε και όσα έκανε– είπε με μεγάλη τολμηρότητα: «Ξάπλωσε τώρα κι ας πιούμε για να αποκτήσω αμέσως πείρα αν και ως προς αυτό είμαι καλύτερός σου».
Πρέπει, λοιπόν, να αποφανθεί κανείς: τί από τα δύο είναι, δούλος ή αφεντικό του κυρίου του, όταν όχι μόνο δείχνεται τόσον απελευθερωμένος αλλά και δίνει επιτακτικές προσταγές στον άνθρωπο που έχει υπό την ιδιοκτησία του –και, εάν ο κύριός του αποχαλινωθεί, τον χτυπά και τον προπηλακίζει ή εάν ο δεσπότης καλεί και βοηθούς, τότε τολμά να τους οδηγεί όλους στην οδό της απωλείας;
Θα έπρεπε, επομένως, να προκαλούν πολύ γέλιο και πολυλογία οι τίτλοι και τα γράμματα που ανταλλάσσονται κατά τα λεγόμενα «ψώνια» επειδή –όποτε καταγγέλλονται ως ληξιπρόθεσμα από την (σύμφωνα με τους γραπτούς τύπους) πιο ισχυρή δύναμη– καθίστανται πιο άκυρα κι από τα λευκά, άγραφα χαρτιά καθώς διαφθείρονται ολοκληρωτικά από την σκουριά, τον χρόνο ή την μούχλα.
Ωστόσο, θα έλεγε κανείς ότι δεν πρέπει παραπλανητικά να ανάγουμε τις αρετές των ηρώων σε αποδείξεις διότι αυτοί είναι ανώτεροι από την ανθρώπινη φύση και εφάμιλλοι των Θεών του Ολύμπου καθώς επελέγησαν ώστε να έχουν μεικτή γένεση (από θνητά και αθάνατα σπέρματα αναμεμειγμένα) και απέκτησαν –εύλογα– την ονομασία «Ημίθεοι», διότι το άφθαρτο τμήμα κατακράτησε την θνητήν ουσία του μείγματος και, άρα, τίποτε το παράδοξο δεν υπάρχει αν αδιαφορούν για όσους επινοούν τεχνάσματα ώστε να τους υποδουλώσουν. Έστω, ας είναι κι έτσι αυτά.
Μήπως, όμως, και ο Ζήνων ο Ελεάτης ή ο Ανάξαρχος δεν ήταν ήρωες, χωρίς να κατάγονται από τους Θεούς;
Κι αυτοί, ωστόσο, αψηφούσαν και φέρονταν με υπερβολική καταφρόνια στους φοβερούς ανθρώπους, περιφέροντας το σώμα τους λες και ήταν ξένο ή ανήκε σε εχθρούς κάθε φορά που διαστρεφόταν με καινούργια πλήγματα από τους πρόθυμα ωμούς και ακόμη πιο πικρούς ως προς την φύση τυράννους οι οποίοι ξέσπαγαν πάνω τους την θηριωδία τους.
Μέσω του έρωτα προς την επιστήμη, όμως, έθισαν εξ αρχής της ψυχή τους να αποφεύγει τις επαφές με τα πάθη και να συναναστρέφεται με την Παιδεία και την Σοφία ενώ, ταυτόχρονα, την κατάφεραν να μεταναστεύσει από το σώμα και να συγκατοικήσει με την Σύνεση, την Ανδρεία και τις υπόλοιπες αρετές.
Να, λοιπόν, γιατί ο Ζήνων –όταν κρεμόταν και ανακρινόταν τεντωμένος στο όργανο του μαρτυρίου προκειμένου να ομολογήσει κάτι ανομολόγητο– φάνηκε δυνατότερος από τα δύο πιο ισχυρά πράγματα στην φύση και, περνώντας δια πυρός και σιδήρου, τράβηξε πίσω με τα δόντια την γλώσσα του κι έφτυσε τον βασανιστή του για να μην πει άθελά του (εξαιτίας της άσκησης βίας) τίποτε από αυτά για τα οποία είναι καλό να σιωπά κανείς.
Και ο Ανάξαρχος είπε εξαντλημένος: «Φτύσε την φούσκα του Ανάξαρχου γιατί ο Ανάξαρχος θα ήταν ανίκανος να κάνει το ίδιο».
Αυτά τα –γεμάτα θράσος– τολμήματα με καθόλου μέτρο δεν υπερβάλλουν ως προς την ευγένεια των ηρώων διότι σε αυτούς που φτύνουν και φυτεύουν η δόξα έρχεται άθελά τους ενώ σε αυτούς που φτύνονται και φυτεύονται έρχονται με την θέλησή τους οι αρετές οι οποίες –όπως είναι φυσικό– κάνουν αθάνατους εκείνους που τις καταχρώνται χωρίς δόλο.
Είδα πολλές φορές αθλητές της πάλης και του παγκρατίου να σπουδάζουν την τέχνη της επικράτησης με φιλοτιμία καθώς περίμεναν καρτερικά να τελειώσει η ζωή τους και –επειδή τους το απαγόρευε το σώμα τους– συνέχιζαν πλέον να διαπνέονται από ζωτικότητα και να αθλούνται μόνον ως προς την ψυχή τους, την οποίαν έθισαν να αντιμετωπίζει με καταφρόνια τους φοβερούς ανθρώπους. Κι έπειτα μεις νομίζουμε ότι έχουν υπερβεί τον φόβο του θανάτου όσοι εξασκούν την ευρωστία του σώματος με σκοπό την ελπίδα της νίκης ή την αποτροπή της ήττας ενώ αυτούς που γυμνάζουν τον αόρατο νου που βρίσκεται μέσα τους (ο οποίος –ειλικρινά– είναι ένας άνθρωπος που κατοικεί εκεί με την μορφήν αυτή που μπορεί να γίνει αντιληπτή από τις αισθήσεις) και που επαλείφουν με λόγια τα έργα της φιλοσοφίας τους νομίζουμε πως δεν θέλουν να πεθάνουν υπέρ της ελευθερίας ώστε να ολοκληρώσουν την πορεία τους προς την ειμαρμένη με φρόνημα αδούλωτο;
Σε ένα ιερό αγώνισμα –λένε– δυο αθλητές χρησιμοποιούσαν τόσο ισόρροπη δύναμη, ασκώντας την ίδια αντίδραση και αντιπάσχοντας εξίσου, που δεν τελείωσαν παρά όταν ξεψύχησαν κι οι δύο. «Έξυπνε, θα σε καταστρέψει το ίδιο σου το μένος» θα έλεγε κανείς για παρόμοιους αθλητές. Γιατί, όμως, αν στους αγωνιστές το τέλος είναι ένδοξο χάρη στον κότινο και στον κλάδο ελαίας, στους σοφούς να μην είναι μάλλον αρκετά ένδοξο το τέλος για χάρη της ελευθερίας;
Ο πόθος για την ελευθερία είναι το μοναδικό πράγμα –αν πρέπει να πούμε την αλήθεια– που έχει οριστεί στις ψυχές των μη ευνοημένων ανθρώπων να είναι ενωμένο μαζί τους σαν κάποιο μέλος το οποίο, αν κοπεί όπως ένα δάκτυλο, τότε συμβαίνει να καταστρέφεται ολόκληρη η κοινωνική ζωή.
Από όσους έχουν την έξη να ακολουθούν πιστά τα χνάρια της αρετής, εξυμνείται το αδούλωτο φρόνημα –εκ γένους ή εκ φύσεως– ενός παιδιού από την Λακωνία που απήχθη αιχμάλωτο από κάποιον της ομάδας του Αντίγονου και υπέμεινε τις ανάγκες εκείνες που είχαν οι ελεύθεροι άνθρωποι ενώ εναντιώθηκε στις ανάγκες που είχαν οι δούλοι, λέγοντας ότι αυτός δεν θα είναι δούλος.
Αν και δεν μπορούσε ακόμα (λόγω της ηλικίας του) να εντρυφήσει με ακαμψία στους νόμους του Λυκούργου –διότι από αυτούς μόνο μια γεύση είχε πάρει– έκρινε ως ευτυχέστερον τον θάνατο σε σύγκριση με την παρούσα αβίωτη ζωή και, ζητώντας με απόγνωση την λύτρωσή του μέσω της εξαγοράς των δεινών του, άφησε ευχαρίστως τον εαυτό του στην διάθεση της μοίρας και αυτοκτόνησε.
Επίσης, λέγεται πως οι γυναίκες της Δαρδανίας που συνέλαβαν οι Μακεδόνες, επειδή εξέλαβαν την δουλεία σαν το χειρότερο κακό, έβαζαν τα παιδιά που γαλουχούσαν στα πιο βαθειά για να γίνουν έφηβοι, φωνάζοντας: «Τουλάχιστον, εσείς δεν θα είστε δούλοι σε εμάς και θα κάνετε το χρέος σας –πριν αρχίσετε την κακόμοιρη ζωή σας– περιτέμνοντας δρόμο για να φθάσετε στο πέρας της αναγκαίας και εσχάτης των οδών».
Και ο τραγικός Ευρυπίδης παρουσιάζει την Πολυξένη να αμελεί για τον θάνατο και να φροντίζει για την ελευθερία όταν λέει: «Εκούσα θνήσκω. Πεθαίνω με την θέλησή μου ώστε να μην αγγίξει κανείς την σάρκα μου. Γιατί εγώ θα προσφέρω τον λαιμό μου με όλην μου την καρδιά και σεις, σκοτώνοντάς με, θα με αφήσετε ελεύθερη –διότι ελεύθερη θα πεθάνω– έναντι των Θεών».
Κι έπειτα μεις νομίζουμε ότι τα γύναια (που εκ φύσεως είναι απερίσκεπτα) και τα μειράκια (που λόγω ηλικίας επιπίπτουν εύκολα σε ολισθήματα) λιώνουν τόσο πολύ από τον έρωτά τους για την ελευθερία ώστε, για να μην τους αφαιρεθεί, εφορμούν προς τον θάνατο σαν να επρόκειτο για την αθανασία ενώ αυτούς που ξεχειλίζουν από άκρατη σοφία νομίζουμε ότι δεν είναι ελεύθεροι αμέσως διότι περιφέρουν την αρετή που έχουν μέσα τους ως κάποιου είδους πηγή ευτυχίας που ποτέ δεν αναχαιτίστηκε από καμίαν εξουσία που να έφερε την αιώνια κληρονομιά της εξουσίας και της βασιλείας;
Αλλά, βέβαια, ακούμε και για λαούς ολόκληρους που υφίστανται πανωλεθρία –αυθαίρετα και με το έτσι θέλω– υπέρ της ελευθερίας και, συνάμα, υπέρ της πίστης τους προς τους νεκρούς ευεργέτες τους.
Το ίδιο λένε ότι έπαθε πριν λίγο καιρό και ο λαός των Ξανθίων. Διότι επειδή εκστράτευσε εναντίον τους ένας από τους δολοφόνους του Ιουλίου Καίσαρα –ο Βρούτος– φοβήθηκαν όχι μήπως κατακτηθούν αλλά μήπως σκλαβωθούν σε κάποιον ανθρωποκτόνο που σκότωσε τον κύριο και ευεργέτη του (διότι ο Καίσαρ είχε αμφότερες τις ιδιότητες αυτές ως προς τον Βρούτο) και πρώτα-πρώτα μάχονταν όσο νόμιζαν ότι τους ήταν δυνατό και δεύτερον άντεχαν παρ’ όλο που έχαναν από μιαν δύναμη που ‘ταν μικρότερή τους.
Μόλις, όμως, δαπάνησαν ολόκληρη την ισχύ τους, οδήγησαν ο καθένας στις οικίες τους τις γυναίκες, τους γονείς και τα τέκνα τους και τα θυσίαζαν στον ιερό βωμό. Και –αφού μάζεψαν τα σφάγια κατά σωρούς– έβαλαν φωτιές και έσφαξαν και τους ίδιους τους εαυτούς τους, εκπληρώνοντας έτσι το πεπρωμένο τους ελεύθεροι, με ελεύθερο και ευγενές φρόνημα.
Αυτοί, όμως, επέλεξαν τον ένδοξο θάνατο αντί της άδοξης ζωής και απέδρασαν από την αμείλικτη πικρία των τυραννικών τους εχθρών ενώ άλλοι –αυτοί που τους επετράπη να ζουν τα πράγματα τα τυχερά– υπέμειναν εξαντλημένοι τα δεινά καθώς μιμήθηκαν την τολμηρότητα του Ηρακλή που κι εκείνος μόλις που εφάνη δυνατότερος από τις εντολές του Ευρυσθένη.
Και ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης, άλλωστε, αξιοποίησε τόσο το ύψος και το μέγεθος του φρονήματός του ώστε, όταν τον συνέλαβαν ληστές (επειδή μόλις που του έδιναν και μάλιστα με φειδώ τις αναγκαίες για αυτόν τροφές), δεν εκάμφθη ούτε από την παρούσα τύχη ούτε εφοβήθη από την ωμότητα αυτών που υπάγονταν σε αυτόν και είπε: «Είναι εντελώς άτοπο όποτε πρόκειται να πουληθούν γουρουνάκια ή προβατάκια να τα φροντίζουμε με πιο ιδιαίτερες φροντίδες για να γίνουν εύσαρκα ενώ ο άνθρωπος, το πλέον άριστο από τα ζώα, να αφήνεται κατασκελετωμένος από την ασιτία και να μένει στα αζήτητα λόγω των συνεχόμενων στερήσεων».
Όταν, όμως, έλαβε συνεχόμενη τροφή –επειδή επρόκειτο να τον απεμπολήσουν μαζί με άλλους αιχμαλώτους στο παζάρι– πρόλαβε νωρίτερα να κάτσει εύθυμα κάτω και με πολύ θράσος να δώσει και στους πλησίον του. Κι όταν ένας από αυτούς δεν έδειξε μόνο λύπη για αυτό αλλά και πως ήταν έντονα κατηφής, ο Διογένης είπε: «Σταμάτα να είσαι σκυθρωπός. Αρκέσου σε ό,τι έχεις διότι και η καλομαθημένη Νιόβη θυμόταν να κρατά λίγο σιτάρι ακόμα κι αν στα ανάκτορα είχε χάσει κάποτε στην εφηβεία τους δώδεκα παιδιά, έξη κόρες κι έξη γιους».
Κι όταν έπειτα κάποιος από αυτούς που ψώνιζαν τον ρώτησε «Τί ξέρεις εσύ;», ο Διογένης είπε: «ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΑΡΧΕΙΝ», δηλαδή «Να εξουσιάζω ανθρώπους», απηχώντας εκ βαθέων –όπως αυτή φάνηκε– την ελευθερία, την ευγένεια και την εκ φύσεως βασιλική του αρχοντιά.
Ήδη κιόλας είχε παρεκτραπεί παραβιάζοντας με τους χαριεντισμούς του την συνήθη προσωρινή διακοπή των πράξεων για τις οποίες κατσούφιαζαν πλέον και οι υπόλοιποι που νοιάζονταν. Μάλιστα, λέγεται ότι βλέποντας κάποιον από αυτούς που θα πωλούνται και έπασχε από την νόσο της θηλυμορφίας και από την όψη του έδειχνε να μην είναι άνδρας, είπε: «Εσύ να με αγοράσεις διότι εσύ μου φαίνεσαι ότι χρειάζεσαι άνδρα» με αποτέλεσμα να κρυφτεί εκείνος που χτυπήθηκε αμείλικτα για αυτά για τα οποία είχε συνείδηση του εαυτού του ενώ οι άλλοι εξεπλάγησαν από την ευστοχία και την τολμηρότητα του σχολίου του Διογένη.
Πρέπει, άραγε, αυτός ο άνθρωπος να γίνει γνωστός ως δούλος ή μήπως όχι απλά ως ελεύθερος αλλά ως ένας ελεύθερος που η ανεύθυνη ηγεσία δεν έχει πάνω του καμίαν εξουσία;
Την ελευθεροστομία του Διογένη ζήλεψε κάποιος Χαιρέας που προερχόταν από τους ανθρώπους που είχαν παιδεία και κατοικούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Όταν ο Πτολεμαίος του προκάλεσε προβλήματα και τον απείλησε έντονα, ο Χαιρέας δεν θεώρησε ότι η φύση του ήταν πιο ασήμαντη από την ελευθερία και αντιμίλησε: «Και των Αιγυπτίων βασιλεύς αν είσαι συ, καθόλου δεν υπολογίζω την μανία σου και ούτε φύλλο συκής ούτε κότινο φοράω».
Διότι οι ευγενείς ψυχές –αυτές που την εκλαμπρότητά τους δεν μπορούν να την αμαυρώσουν τα πληθωρικά δώρα της τύχης– έχουν κάτι το βασιλικό μέσα τους το οποίο αντιτάσσει στην αλαζονεία την ελευθερία γνώμης και τις προτρέπει να μην διαφέρουν σε τίποτε από αυτούς που έχουν υπερβολικά ογκώδη αξιώματα.
Γίνεται λόγος και για κάποιον Θεόδωρο –αυτόν που αποκαλούσαν άθεο– ο οποίος, αφού εξέπεσε από τα αξιώματά του στην Αθήνα και κατέφυγε στον Λυσίμαχο, κάποιος υψηλός αξιωματούχος τον μέμφθηκε για την απόδρασή του αναφέροντας μάλιστα και τις αιτίες για τις οποίες αποφασίστηκε η έκπτωσή του, δηλαδή για αθεΐα και για διαφθορά των νέων.
Ο Θεόδωρος απάντησε: «Δεν εξέπεσα, απλά έπαθα το ίδιο με τον Ηρακλή, τον γιο του Δία, γιατί και εκείνος εξετέθη από τους Αργοναύτες όχι επειδή αδίκησε κάποιον αλλά επειδή, κατά τον ίδιο, μόνον αυτός αποτελούσε στο πλοίο το πλήρωμα και το έρμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτροπή με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο στους συντρόφους του μήπως πλημμυρίσει το σκάφος. Και εγώ για τον λόγον αυτό μετανάστευσα, επειδή δεν ήταν ικανοί οι πολιτικοί στην Αθήνα να παράσχουν την συνδρομή τους στο ύψος και στο μέγεθος της διανοίας μου και, συνάμα, επειδή με φθονούσαν για αυτό».
Όταν, επιπλέον, ο Λυσίμαχος ξαναρώτησε: «Μήπως και από την πατρίδα σου σε έδιωξαν λόγω φθόνου;», ο Θεόδωρος αποκρίθηκε πάλι: «Λόγω φθόνου όχι αλλά λόγω των υπερβολών της φύσεως που η πατρίδα δεν τις χωρά. Διότι όπως η Σεμέλη, ενώ κυοφορούσε τον Διόνυσο, δεν ήταν σε θέση να τον φέρει μέσα της για όλον τον χρόνο που είχε καθοριστεί για τον τοκετό και ο Ζευς τράβηξε πρόωρα έξω την φύση του καρπού της κοιλίας της και απεφάνθη ότι ήταν ισότιμος με τους ουράνιους Θεούς, έτσι και μένα με σήκωσε κάποιος δαίμων ή Θεός και σκέφθηκε να με στείλει άποικο σε έναν τόπο πιο ευτυχισμένον από την Αθήνα αφού η πατρίς δεν ήρθη στο ύψος των περιστάσεων ώστε να αποδεχθεί τόσο μεγάλον όγκο φιλοσοφικού φρονήματος».
Θα μπορούσε κανείς να ανακαλύψει ότι στους σοφούς υπάρχει η ελευθερία καθώς και τα υπόλοιπα ανθρώπινα αγαθά ακόμα κι αν εξέταζε τα παραδείγματα που προσφέρουν τα άλογα ζώα.
Ως και τα κοκκόρια, βέβαια, συνηθίζουν να αγωνίζονται τόσο ριψοκίνδυνα ώστε –για να μην ενδώσουν και παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους– συνεχίζουν να παλεύουν μέχρι θανάτου και αν χάνουν από πλευράς δύναμης, ωστόσο δεν χάνουν από πλευράς τόλμης.
Το ήξερε αυτό ο Μιλτιάδης και –όταν ο βασιλιάς της Περσίας, αφού συνήγειρε ολόκληρη την ακμή της Ασίας, διέβαινε προς την Ευρώπη με πολλές χιλιάδες στρατό λες και θα άρπαζε αμέσως και με μια φωνή την Ελλάδα– ο στρατηγός των Αθηναίων, αφού συγκέντρωσε στο Παναθηναϊκό Στάδιο τους συμμάχους, οργάνωσε επιδείξεις αγώνων κοκκορομαχίας θεωρώντας ότι η παραίνεση που θα προκαλούνταν από αυτό το θέαμα θα ήταν πιο ισχυρή από κάθε άλλην ομιλία.
Και δεν έσφαλλε στην γνώμη του, διότι βλέποντας οι σύμμαχοι σε άλογα όντα να υπάρχει ως το τέλος αυτή η αήττητη υπομονή και αυτό το ακατανίκητο φιλότιμο, άρπαξαν τα όπλα και όρμησαν στον πόλεμο για να αγωνιστούν σώμα με σώμα κατά των εχθρών και αμέλησαν για τους τραυματισμούς και τις σφαγές ώστε –κι αν ακόμα πεθάνουν υπέρ της πατρίδος– τουλάχιστον το έδαφος της πατρίδας στο οποίο θα ταφούν να είναι ελεύθερο.
Διότι για την προτροπή προς την βελτίωση τίποτε δεν λειτουργεί ως μεγαλύτερο κίνητρο όσο η ανόρθωση των πιο αφανών σε ύψη μεγαλύτερα από κάθε ελπίδα. Για τις αγωνιώδεις κοκορομαχίες κάνει μνεία και ο τραγικός Ίων λέγοντας τα εξής: «Δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να κράζει αυτός που έχει πληγωθεί στο σώμα και στην διπλή φύση της όρασής του ενώ δεν ανασυντάσσει τις δυνάμεις του διότι διάλεξε τον θάνατο παρά την υποδούλωση».
Γιατί, λοιπόν, νομίζουμε μεις ότι οι σοφοί δεν θα αντάλλαζαν με πολύ μεγάλη τους χαρά την υποδούλωση με τον θάνατο;
Δεν είναι εντελώς παράλογο, άραγε, να λέμε ότι η ψυχή των νέων και ευφυών υστερεί στα κατορθώματα της αρετής σε σύγκριση με τα κοκκόρια και μόλις που πετυχαίνει να φτάσει δεύτερη; Άλλωστε, κανείς που έχει έστω και λίγη σχέση με την παιδεία δεν αγνοεί ότι η ελευθερία είναι καλό πράγμα ενώ η δουλεία κακό πράγμα καθώς και ότι τα καλά πράγματα ταιριάζουν στους καλούς ανθρώπους ενώ τα αισχρά στους φαύλους ανθρώπους.
Εξ ου και έπεται εναργέστατα πως ούτε κάποιος από τους σπουδαίους ανθρώπους είναι δούλος (ακόμη κι αν χιλιάδες είναι αυτοί που σηκώνονται υψωμένοι μπροστά του προσφέροντάς του το σύμβολο της τυραννίας) ούτε και κάποιος από τους άφρονες είναι ελεύθερος (ακόμη κι αν τυχαίνει να είναι Κροίσος ή Μίδας ή ο ίδιος ο Μέγας Βασιλεύς).
Το αξιομνημόνευτο κάλλος της Ελευθερίας και το επάρατο αίσχος της δουλείας το μαρτυρούν οι πιο παλαιές και μακρόβιες πόλεις καθώς και τα έθνη που σε σχέση με τους θνητούς είναι μάρτυρες αθάνατοι –και οι αθάνατοι δεν επιτρέπεται να διαψεύδονται.
Διότι για ποιόν άλλον λόγο συνεδριάζει στις πόλεις κάθε μέρα σχεδόν το Βουλευτήριο και η Συνέλευση παρά για να επιβεβαιώσουν –αν υπάρχει ελευθερία– ότι υπάρχει είτε –αν δεν υπάρχει– για να την αποκτήσουν;
Και για ποιόν άλλον λόγον επαναστατούν και πολεμούν μεταξύ τους τα έθνη στην Ελλάδα και στις βαρβαρικές χώρες παρά επειδή επιζητούν πάντοτε να αποδράσουν από την δουλεία και να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς της ελευθερίας;
Να γιατί η μεγαλύτερη προτροπή που δίνουν στις μάχες οι λοχαγοί, οι ταξίαρχοι και οι στρατηγοί είναι η εξής: «Άνδρες σύμμαχοι, θα απωθήσουμε το βαρύτερο κακό όλων, την επιτιθέμενη δουλεία. Ας μην παραβλέψουμε το καλύτερο αγαθό όλων, την ελευθερία. Η ελευθερία είναι για τους ανθρώπους η αρχή και η πηγή της ευτυχίας, από την οποίαν απορρέουν τα κατά μέρος ωφελήματα».
Να γιατί από τους Έλληνες μου φαίνονται ως πιο οξυδερκείς κατά την διάνοιά τους οι Αθηναίοι –επειδή «ΟΠΕΡ ΕΝ ΟΦΘΑΛΜΩ ΚΟΡΗ Ή ΨΥΧΗ ΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΤΟΥΤ’ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΑΘΗΝΑ», επειδή δηλαδή ό,τι αποτελεί για τα μάτια η κόρη ή για την ψυχή ο λογισμός, το ίδιο αποτελεί για την Ελλάδα η Αθήνα– όταν, ενώ αποστέλλουν πομπή για να τιμήσουν τις Σεμνές Θεές, δεν δέχονται απολύτως κανέναν ως δούλο αλλά ελεύθερος επιτελεί το έργο του κάθε ένας από τους θεωρούμενους εθιμικά ως άνδρες και γυναίκες της πομπής (και μάλιστα, όχι τυχαία όποιοι κι όποιες αλλά εκείνοι και εκείνες που έχουν αναδειχθεί σε ζηλωτές μιας ζωής αμέμπτου ηθικής).
Εξάλλου, οι πλέον δοκιμασμένοι από τους εφήβους προετοιμάζουν με κόπο τα ποτά της γιορτής εκτελώντας την υπηρεσία για χάρη της δόξας και της τιμής: το οποίον, ακριβώς, είναι και το αντικείμενο της γιορτής.
Παλαιότερα –όταν κάποιοι ηθοποιοί υποκρίνονταν σε μιαν επίδειξη τραγωδίας και αναφέρονταν σε εκείνους τους τρίμετρους στίχους του Ευριπίδη «Για να αποκτήσει κανείς την φήμη ότι είναι ελεύθερος αξίζει να κάνει τα πάντα. Κι αν ακόμα την έχει κανείς μικρή, ας νομίζει ότι την έχει μεγάλη»– είδα όλους τους θεατές να σηκώνονται ορθοί στα άκρα των ποδιών τους από την έκπληξη και να ξεσηκώνονται με αλλεπάλληλες κραυγές και επευφημίες επαινώντας τόσο το γνωμικό όσο και τον ίδιο τον ποιητή, ο οποίος με το έργο του δεν τίμησε μόνο την ελευθερία αλλά και την φήμη για το καλό της όνομα.
Με έκσταση θαυμάζω και τους Αργοναύτες οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι θα έπρεπε όλο τους το πλήρωμα να είναι ελεύθερο και ότι δεν έπρεπε να δεχτούν κανέναν δούλο ούτε για τις αναγκαίες υπηρεσίες επειδή ασπάστηκαν τότε την Αυτενέργεια ως αδελφή της Ελευθερίας.
Κι αν αξίζει να ακούμε προσεκτικά τους ποιητές –και γιατί να μην τους ακούμε προσεκτικά αφού αυτοί είναι που μας διαπαιδαγωγούν σε όλην μας την ζωή καθώς αυτοί συνετίζουν δημοσίως τις πόλεις όπως οι γονείς σωφρονίζουν ιδιαιτέρως τα παιδιά τους;– όταν την Αργώ την κυβερνούσε ο Ιάσων ούτε κι αυτή (που ήταν στερημένη από ψυχή και λογική σκέψη) δεν επέτρεπε σε δούλους να επιβούν πάνω της, επειδή αγαπούσε εκ φύσεως την ελευθεριότητα. Να γιατί ακόμα κι ο Αισχύλος είπε γι’ αυτήν: «Σε ποιό σημείο του καραβιού βρίσκεσαι; Μίλα, ξύλο-ιερόν της Αργούς!»
Ελάχιστα πρέπει να απασχολούν κανέναν τα ξεσηκώματα και οι απειλές με τις οποίες μερικοί πετάγονται ορθοί και απειλούν τους σοφούς άνδρες.
Τα ίδια, όμως, πρέπει να ειπωθούν και για τον Αντιγένη που έπαιζε την φλογέρα, διότι και εκείνος –όπως λένε– επειδή κάποιος αντεραστής της τέχνης τους με οργή του είπε «Θα σε εξαγοράσω», του απάντησε με βαθυστόχαστο ήθος: «Τότε και γω θα σε μάθω πώς παίζεται η φλογέρα».
Επομένως, αξίζει κι ο σπουδαίος να λέει προς αυτόν που ξεσηκώνεται για να τον εξαγοράσει «Τότε κι εγώ θα σε ξαναμάθω να κάθεσαι φρόνιμα», προς αυτόν που απειλεί να τον κυνηγήσει «Όπου γης και πατρίς», προς αυτόν που θέλει να του επιφέρει χρηματική βλάβη «Μου αρκεί μια μέτρια ζωή», προς αυτόν που ορθώνεται εμπρός του με απειλές ότι θα τον πληγώσει ή θα τον σκοτώσει «Δεν με σκιάζουν αυτά τα σκιάχτρα ούτε και είμαι κατώτερος από τους πυγμάχους ή τους παλαιστές του παγκρατίου (οι οποίοι, βλέποντας τα θαμπά είδωλα της αρετής και καταπονούμενοι μόνο ως προς την ευεξία του σώματός τους, ωστόσο υπομένουν εξαντλημένοι και το ένα και το άλλο) διότι έτσι και τονωθεί από την ανδρεία ο νους που είναι κυρίαρχος πάνω στο σώμα μου αποκτά τόσο έντονο νεύρο που μπορεί να εγερθεί πάνω από κάθε σωματικό πόνο».
Πρέπει να φυλάγεται, άρα, κανείς και να μην πιάνει ούτε να συλλαμβάνει αυτόν τον θηριώδη κυνηγό, ο οποίος –όχι μόνο με την ευρωστία του αλλά και με την φοβερή του όψη– δείχνει ότι δεν είναι ευκαταφρόνητος και πως είναι δύσκολο να αλωθεί και να υποδουλωθεί.
Πολλές φορές το άσυλο έδωσε στους δούλους που κατέφυγαν στους τόπους αυτούς ελευθερίες και δικαιώματα λες και ήταν ισότιμοι και ισόνομοι. Και είναι δυνατόν να δει κανείς ότι έχουν κάθε άδεια να είναι ελευθερόστομοι, όταν κάθονται ως ικέτες στα ιερά, αυτοί που είναι δούλοι εκ παλαιόθεν με μιαν συγγενική διαδοχή –κατά κάποιον τρόπο– και από τους προπαππούδες και από τους απώτερους προγόνους τους.
Υπάρχουν, βέβαια, και αυτοί που όχι μόνο δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους ιδιοκτήτες τους ως προς τα δικαιώματα αλλά και τους υπερβαίνουν κατά πολύν περίσσιο τρόπο σε νεύρο και γι’ αυτό τους αντιμετωπίζουν περιφρονητικά.
Διότι στους πρώτους ο έλεγχος της συνείδησης είναι υποδουλωμένος εκ φύσεως ακόμα κι αν είναι ευπατρίδεις ενώ στους δεύτερους κάνουν απροκάλυπτα την εμφάνισή τους υπερβολικά ελεύθερα και ευγενικά ήθη επειδή την άδεια για την ελεύθερη διάθεση του σώματός τους και για την παραβίαση του ασύλου των περιοχών αυτών την έχουν πάρει από την ψυχή τους, την οποία δημιούργησε ο Θεός ώστε να παραμείνει ανέγγιχτη από τα πάντα.
Ειδάλλως, ποιός είναι τόσον υπερβολικά ασυλλόγιστος ώστε να νομίζει ότι αιτίες του θάρρους και της παρρησίας είναι κάποιες περιοχές και όχι η αρετή, η Αρετή η οποία είναι η ύπαρξη που μοιάζει πιο πολύ από όλα τα όντα στον Θεό και μέσω της οποίας καθίστανται και οι περιοχές ιεροπρεπείς και όλα όσα συμμετέχουν στην φρόνηση;
Πράγματι, αυτοί που καταφεύγουν σε τόπους που έχουν άσυλο ιερό συμβαίνει από τις περιοχές αυτές να αποκομίζουν μόνο μιαν εξασφαλισμένη περιποίηση ενώ σε χιλιάδες άλλες περιοχές γίνονταν έρμαια των δώρων προς την γυναίκα τους, της ασημότητας των παιδιών τους και της απάτης του έρωτά τους ενώ αυτοί που καταφεύγουν στην αρετή –λες και είναι ένα απόρθητο και άπαρτο τείχος– αψηφούν τις βλάβες από τα βλήματα που τους ρίχνουν και τους εκτοξεύουν τα εφεδρικά τους πάθη.
Θωρακισμένος με αυτήν ακριβώς την δύναμη, θα μπορούσε κάποιος μετά παρρησίας να πει –σύμφωνα με τον τραγικό ποιητή– ότι «εγώ από μόνος μου κατέχω την επιστήμη της υπακοής και, ομοίως, και την επιστήμη της εξουσίας, σταθμίζοντας τα πάντα με βάση την αρετή» ενώ οι άλλοι αναλώνονται με όποιους τύχει.
Λέγεται, λοιπόν, ότι ο Βίας ο Πριηνεύς –όταν τον απειλούσε ο Κροίσος– απάντησε με υπερβολική καταφρόνια, απειλώντας ότι θα τον κάνει να φάει βολβούς από κρεμμύδια ενώ υπαινισσόταν ότι θα τον κάνει να κλάψει, επειδή το να τρώει κανείς κρεμμύδια θέτει σε κίνηση τα δάκρυα.
Έτσι και οι σοφοί τίποτε δεν εκλαμβάνουν ως βασιλικώτερον της Αρετής –η οποία αποτελεί τον κυβερνήτη όλης τους της ζωής– και δεν φοβούνται την κυριαρχία των άλλων επειδή τους θεωρούν σαν υπηκόους της Αρετής.
Παρά το γεγονός αυτό, έχει γίνει έξη να ονομάζονται ανελεύθεροι και δουλοπρεπείς όλοι οι διπλοπρόσωποι και οι πανούργοι.
Εξ ου και ο Θεόγνης πολύ σωστά αναφώνησε και κείνα τα λόγια: «Ποτέ ένα κεφάλι δούλου δεν γεννήθηκε ευθύ αλλά πάντοτε με σκολίωση, κυρτό και στρεβλωμένο, και τον αυχένα του λοξό τον έχει».
Διότι είναι αγενέστατο το πλάγιο, ποικιλόσχημο και απατηλό ήθος ενώ ευγενές είναι το ευθύ, απροσποίητο και άδολο ήθος στο οποίο η θέληση συμφωνεί με τα λόγια και τα λόγια συμφωνούν με την θέληση.
Και αξίζει να γελά κανείς με όσους νομίζουν ότι έχουν απελευθερωθεί επειδή έχουν απαλλαγεί από την δεσποτική εξουσία. Διότι, βέβαια, αυτοί που έχουν αφεθεί αδέσποτοι δεν είναι πλέον υπηρέτες αλλά παραμένουν όλοι δούλοι και αποτελούν μάστιγα γιατί –αν και δεν υπακούουν σε ανθρώπους οπότε θα ήταν μικρότερο το κακό– υπακούουν ωστόσο στα πιο άτιμα από τα άψυχα πράγματα: στην έλλειψη εγκράτειας στο κρασί, στην λαγνεία των χορταρικών, στα σπέρματα του ποτού και σε όσα άλλα δημιουργούν κάτω από το ταλαίπωρο στομάχι τους οι περιέργειες των σιτιστών και των ψηστών.
Βλέποντας, λοιπόν, ο Διογένης κάποιον από τους λεγόμενους «απελευθερωμένους» να καμαρώνει σαν παγώνι για την ελευθεριότητά του και πολλούς άλλους να του πλέκουν γύρω του αρμονικά το εγκώμιο, θαύμασε το παράλογο και το απερίσκεπτο του πράγματος και είπε: «Κατά τον ίδιον τρόπο, θα μπορούσε από σήμερα κανείς να ανακηρύξει κάποιον από τους υπηρέτες δάσκαλο της γραμματικής ή της γεωμετρίας ή της μουσικής ενώ δεν έχει ούτε κατά διάνοιαν αίσθηση των τεχνών αυτών».
Διότι όπως οι διακηρύξεις δεν κάνουν τους ανθρώπους επιστήμονες, έτσι δεν τους κάνουν ούτε και ελεύθερους –αυτό θα ήταν αξιομακάριστο– αλλά, απλά και μόνο, δεν τους κάνουν υπηρέτες.
Ανατρέποντας, επομένως, τις κενές δοξασίες από τις οποίες εξαρτώνται μετέωρες και διστακτικές οι μεγάλες μάζες των ανθρώπων και ερωτευμένοι με το πλέον ιερό απόκτημα –την Αλήθεια– ας μην αποδίδουμε τον τίτλο της Ελευθερίας ή της υπεύθυνης πολιτικής στάσης στους λεγόμενους «αστούς» ούτε τον τίτλο της δουλείας στους οικοτρίβες ή στους αργυρώνυτους αλλά –αντιπαρερχόμενοι τις φυλές, τους τίτλους ιδιοκτησίας και, συνολικότερα, τα σώματα των δούλων– ας ερευνούμε την φύση της ψυχής.
Αν η ψυχή καθοδηγείται από τις επιθυμίες ή δελεάζεται από την ηδονή ή παρεκκλίνει από τον φόβο ή συστέλλεται από την λύπη ή εκτραχηλίζεται από την οργή, τότε η ίδια υποδουλώνεται –αλλά κάνει δούλο ακόμη και αυτόν που έχει αφεντικά χίλια.
Αν, αντιθέτως, η ψυχή υπερισχύει με την φρονιμάδα της αμάθειας, με τον συνετισμό της ακολασίας, με την δειλία της ανδρείας και με την πλεονεξία της δικαιοσύνης –τότε και από τον αδούλωτο άνθρωπο σβήνει την αρχική του ελευθερία.
Όσες ψυχές, όμως, δεν έχουν ακόμα συμμετάσχει σε καμίαν από αυτές τις δύο ιδεολογίες –μήτε σε αυτήν που οδηγεί κατάδηλα στην δουλεία μήτε σε αυτήν που παρουσιάζει την ελευθερία ως βέβαιη– αλλά παραμένουν ακόμα γυμνές όπως οι ψυχές των νεογέννητων νηπίων, αυτές πρέπει να τιθασευθούν και να περιθαλφθούν με φροντίδα ώστε να τους ενσταλαχτούν πρώτα- πρώτα, ως απαλή τροφή, οι προτάσεις που εισηγούνται οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι (αντί για γάλα) κι αμέσως μετά, ως πιο δυναμωτική τροφή, οι προτάσεις που υποβάλλει η φιλοσοφία.
Και από αυτές τις παραινέσεις θα ανδρωθούν και θα αποκτήσουν ευεξία ώστε να έχουν αίσιο «γήρας», ένα βραβευμένο τέλος ευτυχές –και αυτό είναι μάλλον ένα παράδοξο του Ζήνωνα παρά ένας πυθικός χρησμός του Μαντείου των Δελφών– στο οποίο θα αφιχθούν αν ζουν σύμφωνα με την φύση. 


ΠΕΡΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΥ ΒΙΟΥ Ή ΙΚΕΤΩΝ


Έχοντας ήδη μιλήσει περί των Εσσαίων, οι οποίοι αναδείχθηκαν σε ζηλωτές του πρακτικού βίου και καταπονήθηκαν καθ’ υπερβολή σε όλα ή –όπως, βέβαια, θα ήταν πιο υποφερτό να πω– στα περισσότερα μέρη, θα αναφέρω αμέσως τώρα (σε συνέχεια της πραγματείας μου και σύμφωνα με την λογική της ακολουθία) και τα πρέποντα περί εκείνων που ασπάστηκαν την θεωρία.
Δεν θα προσθέσω τίποτε από μόνος μου για να βελτιώσω την εικόνα (κάτι το οποίο έχει γίνει έξη να το κάνουν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς λόγω της σπανιότητας καλών πρακτικών επιδόσεων στην επιτήδευση) αλλά στην πραγματεία μου θα περιλαμβάνεται με κακότεχνο τρόπο η αλήθεια μπροστά στην οποία –το ξέρω– θα χάσει τα λόγια του και ο πιο δεινός ρήτορας.
Επιβάλλεται, όμως, να περάσουμε την δοκιμασία και να αγωνιστούμε υπέρ της αλήθειας διότι δεν πρέπει το μέγεθος της αρετής των ανδρών αυτών να γίνει αίτιο να μείνουν άφωνοι όσοι θεωρούν ότι δεν είναι καθόλου καλό να επικρατεί ησυχία για τα θέματα αυτά.
Η πρόθεση αυτών των φιλοσοφημένων ανθρώπων γίνεται αμέσως φανερή από την προσφώνηση διότι αποκαλούνται «θεραπευτές» και «θεραπευτρίδες», δηλαδή από ετυμολογικής πλευράς: πρώτον, με την έννοια ότι επαγγέλλονται μιαν ιατρική καλύτερη από εκείνην που υπάρχει στις πόλεις και που θεραπεύει μόνο τα σώματα ενώ η δική τους θεραπεύει από τις δυσάρεστες και δυσθεράπευτες νόσους εκείνες τις ψυχές στις οποίες ενέσκηψαν ηδονές και επιθυμίες και λύπες και φόβοι και πλεονεξίες και απερισκεψίες και αδικίες και το αμέτρητο πλήθος των υπολοίπων παθών και αδυναμιών και, δεύτερον, με την έννοια ότι διαπαιδαγωγήθηκαν από την φύση και από τους ιερούς νόμους να υπηρετούν και να λατρεύουν το Ον –το Ον, το οποίο είναι καλύτερο από το καλό και πιο αληθινό από το ένα και πιο αρχέγονο από την μονάδα.
Ποιος από αυτούς που επαγγέλλονται ότι είναι ευσεβείς αξίζει να συγκριθεί μαζί τους;
Αυτοί, άραγε, που λατρεύουν τα στοιχεία της φύσεως; Την γη, το υγρό, τον αέρα, την φωτιά; Αυτά που άλλοι τα έχουν ορίσει με άλλες επωνυμίες; Νομίζω ότι αποκαλούν την φωτιά «Ήφαιστο» από την έξαψη, τον αέρα «Ήρα» από την άρση και την αιώρηση ψηλά, το υγρό «Ποσειδώνα» ίσως –ποιος ξέρει;– από το ποτό ενώ την γη «Δήμητρα» εφόσον φαίνεται πως είναι η μητέρα όλων των φυτών και των ζώων.
Αλλά, βέβαια, τα ονόματα αυτά αποτελούν ευρήματα των σοφιστών ενώ τα στοιχεία της φύσεως είναι ύλη άψυχη που –εξ αυτού ακριβώς του λόγου– είναι και ακίνητη και την έθεσε ο τεχνίτης Δημιουργός για να δημιουργηθούν όλες οι ιδέες των σχημάτων και των ποιοτικών ιδιοτήτων.
Ή μήπως, αυτοί που λατρεύουν τα αποτελέσματα της φύσεως; Τον ήλιο, την σελήνη ή τα υπόλοιπα άστρα (πλανήτες ή απλανή αστέρια) και ολόκληρον τον ουρανό και τον σύμπαντα κόσμο;
Μα και αυτά δεν γεννήθηκαν από μόνα τους αλλά δημιουργήθηκαν από κάποιον Δημιουργό τελειότατον ως προς την επιστήμη.
Αλλά τί γίνεται και με αυτούς που λατρεύουν τους Ημίθεους;
Αυτό, βέβαια, έως και την χλεύη αξίζει διότι πώς θα μπορούσε ο ίδιος άνθρωπος να είναι και αθάνατος και θνητός;
Για να μην αναφέρω ότι και ο τρόπος με τον οποίον στην αρχή γεννήθηκαν αυτοί οι Ημίθεοι είναι επιλήψιμος διότι πήγαινε αντίθετα στην ροή των πραγμάτων λόγω παιδαριώδους ακράτειας, μια ακράτεια την οποία –δίχως καθόλου ανθρωπιά– τολμούν να την προσάπτουν στις μακάριες και θείες δυνάμεις (κατηγορώντας τες για επιμειξία με θνητές γυναίκες) αυτοί που είναι αμέτοχοι κάθε πάθους και τρισευτυχισμένοι.
Ή μήπως, αυτοί που λατρεύουν τα ξόανα και τα αγάλματα;
Μα η ουσία αυτών των πραγμάτων είναι οι πέτρες και τα ξύλα, αυτά που πριν από λίγο ήταν τελείως άμορφα και την συμφυή τους ανάπτυξη διέκοψαν λιθοτόμοι και ξυλοκόποι ενώ τα α-δελφικά και συγγενή τους μέρη έγιναν αγγεία για το λουτρό και λεκάνες για τα πόδια και άλλα, περισσότερο άτιμα αντικείμενα που μάλλον εξυπηρετούν τις ανάγκες της νύχτας παρά της ημέρας.
Διότι είναι καλό να μην θυμηθούμε και τα όσα συμβαίνουν στους Αιγύπτιους, οι οποίοι έχουν αποδώσει τιμές Θεών στα άλογα ζώα και, μάλιστα, όχι μόνο των ημέρων ζώων αλλά και του κάθε ενός εκ των πλέον αγρίων θηρίων, των σαρκοφάγων, που βρίσκονται κάτω από την σελήνη –από τα ζώα της ξηράς στο λιοντάρι, από τα υδρόβια στον κροκόδειλο της χώρας τους και από τα πετούμενα στον γυπαετό και στο πελαργόμορφο γεράκι.
Και αυτά τα ζώα –ενώ τα βλέπουν να γεννιώνται και να έχουν ανάγκη τροφής και να είναι άπληστα για το φαΐ και περιτριγυρισμένα από περιττώματα και να είναι δηλητηριώδη και ανθρωποφάγα καθώς και να είναι εκτεθειμένα σε κάθε είδους αρρώστιες και να μην ψοφούν μόνο από τον φυσικό θάνατο αλλά να διαφθείρονται πολλές φορές και από τον βίαιο θάνατο– τα προσκυνούν (οι ήμεροι τα ανήμερα και ατίθασα θηρία, οι λογικοί τα άλογα, αυτοί που έχουν συγγένεια στην εμφάνιση με τα θεία αυτά που δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε με τον πιο κακοφτιαγμένον άνθρωπο και οι άρχοντες και οι τύραννοι αυτά που εκ φύσεως είναι υπάκουα και δουλικά). Αυτοί, ωστόσο –ακριβώς επειδή με την φλυαρία τους δεν μολύνουν μόνο τους ομοφύλους τους αλλά και όσους τους πλησιάζουν– παραμένουν αθεράπευτοι επειδή είναι ανάπηροι ως προς την όραση, την πιο αναγκαία από τις αισθήσεις. Και δεν μιλώ για την όραση του σώματος αλλά για την ενόραση της ψυχής που είναι η μόνη που γνωρίζει την αλήθεια και το ψέμα.
Ευτυχώς, όμως, το γένος των «θεραπευτών» επιτρέπεται να βλέπει πάντοτε την θέα του Όντος (επειδή έχει διδαχθεί εκ των προτέρων πώς να το κάνει), να υπερβαίνει τον αισθητόν ήλιο και να μην απουσιάζει ποτέ από την τάξην αυτή που οδηγεί στην τέλειαν ευτυχία.
Γίνονται ένθεοι, λοιπόν, και ενθουσιάζονται όπως οι βακχευόμενοι και οι κορυβαντιώμενοι όσοι τάσσονται στην θεραπευτικήν αυτήν υπηρεσία ούτε εξαιτίας κάποιου εθισμού ούτε εξαιτίας κάποιας παραίνεσης ή παράκλησης ορισμένων αλλά επειδή τους συνήρπασε ο ουράνιος έρωτας –μέχρι να δουν το ποθούμενο.
Λόγω της λαχτάρας τους για την αθάνατη κι ευτυχισμένη ζωή, νομίζουν μετά ότι τελείωσε ήδη η θνητή ζωή τους και αφήνουν το κεφάλαιό τους στους γιούς, στις κόρες ή και σε άλλους συγγενείς τους (που αποδέχονται αυτήν την –εκ των προτέρων και πιο γρήγορα– κληρονομιά τους) ενώ σε όσους δεν είναι συγγενείς κληροδοτούν εταίρους και φίλους.
Διότι επιβαλλόταν αυτοί που πήραν από τα έτοιμα τον πλούτο της όρασης να παραχωρήσουν τον πλούτο της τύφλας σε όσους παραμένουν ακόμα τυφλοί στην διάνοιά τους.
Οι Έλληνες υμνούν τον Αναξαγόρα και τον Δημόκριτο ότι επειδή επλήγησαν από την λαχτάρα για την φιλοσοφία άφησαν το κεφάλαιό τους να το λυμαίνονται άλλοι. Και γω ο ίδιος μένω εκστατικός, απορώ και θαυμάζω πώς αυτοί οι άνδρες ήρθησαν υπεράνω χρημάτων.
Πόσο καλύτεροι, όμως, είναι αυτοί που δεν άφησαν τα αποκτήματά τους να γίνουν βοσκοτόπια για τα θρεφτάρια αλλά αποφάσισαν να επανορθώσουν τις ελλείψεις των ανθρώπων –συγγενών ή φίλων– και από άπορους να τους καταστήσουν εύπορους;
Διότι εκείνο που έκαναν ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος ήταν απερίσκεπτο (για να μην την χαρακτηρίσω ως τρελή αυτήν την πράξη των ανδρών τους οποίους θαύμασε η Ελλάδα) ενώ αυτή εδώ η πράξη είναι νηφάλια και –όπως είναι εξακριβωμένο– περιέχει φρόνηση περιττή.
Τί περισσότερο κάνουν οι εχθροί στον πόλεμο παρά να δρέπουν τους καρπούς και να κόβουν τα δένδρα της χώρας των αντιπάλων τους ώστε να ενδώσουν κάτω από την πίεση της έλλειψης των αναγκαίων;
Το ίδιο έκαναν και οι εκάστοτε Δημόκριτοι στους δικούς τους –με βάση το αίμα– ανθρώπους καθώς από μόνοι τους και με τα ίδια τους τα χέρια κατασκεύασαν την τεχνητή τους ένδεια και φτώχεια, ίσως όχι από επιβουλή αλλά επειδή δεν γνώριζαν εκ των προτέρων και δεν υπολόγιζαν το συμφέρον των άλλων.
Πόσο καλύτεροι και πιο θαυμαστοί είναι, λοιπόν, αυτοί που δεν έκαναν λιγότερη χρήση των ορμών τους προς την φιλοσοφία και προτίμησαν την μεγαλοφυΐα αντί της ολιγωρίας και ενώ χάρισαν το κεφάλαιό τους αλλά δεν το έφθειραν ώστε να ωφελήσουν και τους άλλους με άφθονη περιουσία και τους εαυτούς τους με την φιλοσοφία;
Διότι οι έγνοιες για τα χρήματα και τα κτήματα φθείρουν με τον χρόνο αυτούς που χρονοτριβούν και καλώς ισχύει το «ΧΡΟΝΟΥ ΦΕΙΔΟΥ» επειδή κατά τον ιατρόν Ιπποκράτη «Ο ΜΕΝ ΒΙΟΣ ΒΡΑΧΥΣ, Η ΔΕ ΤΕΧΝΗ ΜΑΚΡΗ». Το ίδιο –μου φαίνεται– υπαινίσσεται και ο Όμηρος στην Ιλιάδα στην αρχή περίπου της 13ης ραψωδίας με τούτους δω τους επικούς στίχους: «Δικαιότατοι άνθρωποι, δείτε, τούτοι οι Μυσεροί μάχονται σώμα με σώμα και τούτοι οι αθάνατοι Ιππηλάτες, όσοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να τραφούν με γάλα» όπου εννοεί ότι η σπουδή περί την επιβίωση και τα χρήματα γεννά την αδικία εξαιτίας της ανισότητας ενώ η σπουδή περί των αντιθέτων επιλογών γεννά την δικαιοσύνη χάρη στην ισότητα, στην οποία ο πλούτος της φύσεως έχει οριστεί να βρίσκεται και να ακμάζει έναντι του πλούτου των κενών δοξασιών. Όταν, λοιπόν απαλλαγούν από το κεφάλαιό τους και δεν δελεάζονται πλέον από κανέναν, φεύγουν αμεταστρέπτως –αφήνοντας αδελφούς, τέκνα, γυναίκες, γονείς, πολυάριθμους συγγενείς, φιλικές συντροφιές και τις πατρίδες στις οποίες γεννήθηκαν και τράφηκαν– επειδή η συνήθεια είναι το πιο ισχυρό πράγμα που μπορεί να ασκήσει έλξη και να δελεάσει. Γίνονται μέτοικοι, λοιπόν, σε άλλην πόλη και δεν κερδίζουν την ελευθερία αλλά την εναλλαγή αφεντικών –όπως και οι ατυχείς ή κακόμοιροι δούλοι που ζητούν από τους ιδιοκτήτες τους να τους πουλήσουν– διότι κάθε πόλη (ακόμα και η πλέον ευνομούμενη) είναι γεμάτη θορύβους και αναρίθμητες ταραχές τις οποίες δεν θα μπορούσε να υπομείνει κανείς εφόσον έστω και μία φορά συνάντησε την σοφία.
Ωστόσο, κάνουν τις διατριβές τους έξω από τα τείχη της πόλης και επιδιώκουν την ηρεμία σε κήπους ή σε απομονωμένες περιοχές, όχι λόγω κάποιας ωμής και επιτηδευμένης μισανθρωπίας αλλά επειδή γνωρίζουν ότι είναι ατελέσφορες και βλαβερές οι επιμειξίες με όσους είναι ανόμοιοί τους ως προς το ήθος.
Αυτό το γένος βρίσκεται, λοιπόν, σε πολλά σημεία της οικουμένης –μιας και θα επιβαλλόταν στο τέλειο καλό να συμμετέχει και η Ελλάδα και οι βαρβαρικές χώρες– αλλά πλεονάζει στην Αίγυπτο (σε κάθε μία από τις λεγόμενες «περιφέρειες») και, μάλιστα, στην περιοχή της Αλεξάνδρειας. Απανταχού στέλνονται οι άριστοι για να εγκατασταθούν ως άποικοι σε κάποιο χωριό που θεωρείται η «πατρίδα των θεραπευτών» και είναι πολύ κατάλληλο για αυτόν τον σκοπό.
Το χωριό βρίσκεται πιο ψηλά από την λίμνη Μαρεία και πάνω σε έναν γεώλοφο πάρα πολύ χαμηλό, κάτι το οποίο είναι πολύ ευνοϊκό –λόγω της ασφάλειας και του εύκρατου αέρα που προσφέρει.
Την ασφάλεια, λοιπόν, την παρέχουν οι επαύλεις και οι κωμοπόλεις που το περικυκλώνουν ενώ το εύκρατο αεράκι οι συνεχείς αύρες που αναδίδονται τόσο από την λίμνη που το στόμιό της χύνεται στην θάλασσα όσο και από το πέλαγος το οποίο βρίσκεται κοντά, αύρες λεπτές από το πέλαγος και παχειές από την λίμνη και των οποίων η σύμμειξη δημιουργεί μιαν υγιεινότατη κατάσταση.
Οι οικίες των συνερχομένων είναι πολύ ευτελείς καθώς έναντι των 2 πιο αναγκαίων (και από το κάψιμο από τον ήλιο και από το κρύωμα από τον αέρα) παρέχουν κάλυψη και βρίσκονται ούτε πολύ κοντά όπως στις πόλεις (διότι οι γειτνιάσεις είναι ενοχλητικές και δυσάρεστες για όσους επιδιώκουν με ζήλο την ερημικότητα) ούτε πολύ μακριά λόγω του είδους της επικοινωνίας την οποία ασπάζονται και ώστε να αλληλοβοηθηθούν αν γίνει έφοδος από ληστές.
Σε κάθε οικία υπάρχει ένας ιερός χώρος, ένα οίκημα το οποίο αποκαλείται «μονή» και «μοναστήρι», στα οποία τελούν απομονωμένοι τα μυστήρια του σεμνού βίου χωρίς να βάζουν τίποτε μέσα τους –ούτε ποτό ούτε τροφή ούτε κάτι από τα υπόλοιπα που είναι αναγκαία για τις ανάγκες του σώματος– εκτός από νόμους και χρησμούς (που θέσπισαν οι προφήτες) καθώς και ύμνους και τα υπόλοιπα με τα οποία μαζί τους αυξάνονται κα τελειοποιούνται η επιστήμη και η ευσέβεια.
Πάντοτε, λοιπόν, διατηρούν ως αλήστου μνήμης μέσα τους τον Θεό και με τα ονείρατα που βλέπουν φαντασιώνονται, επίσης, τίποτε άλλο παρά τα κάλλη των θείων αρετών και δυνάμεων. Πολλοί, μάλιστα –ονειροπολώντας στον ύπνο τους και παραμιλώντας– διαλαλούν τα αξιέπαινα δόγματα της ιεράς φιλοσοφίας.
Συνηθίζουν να προσεύχονται δύο φορές κάθε μέρα, κατά την αυγή και κατά το απόγευμα, ζητώντας να γεμίσει η διάνοιά τους από ουράνιο φως και η ευημερία –η πραγματική ευημερία– να έρθει από τον ήλιο που αναδύεται και, καθώς ανεβαίνει ψηλά, να ακολουθεί τα βήματα της αλήθειας ώστε η ψυχή να ανακουφίζεται πλήρως από την ενόχληση που της προκαλούν οι αισθήσεις και τα αισθητά αντικείμενα και να γίνεται η ίδια από μόνη της έδρα δικαστηρίου και να εκδίδει αποφάσεις.
Όλο το διάστημα από το χάραμα έως το απόγευμα αποτελεί για αυτούς άσκηση διότι συναπαντούν τις Ιερές Γραφές και φιλοσοφούν ερμηνεύοντας μέσω αλληγοριών την πατρογονική τους φιλοσοφία, επειδή νομίζουν ότι οι συμβολισμοί της ρητής και αποφθεγματικής φιλοσοφίας ερμηνεύουν την απόκρυφη φύση, η οποία υποδηλώνεται μέσω πλάγιων νοημάτων. Επίσης, έχουν και συγγράμματα παλαιοτέρων ανδρών, οι οποίοι –αφού έγιναν αρχηγοί της αιρέσεως– τους άφησαν πολλά γραπτά ως μνημεία για να τους θυμίζουν την ιδεολογία αυτών οι οποίοι ήταν το αντικείμενο των αλληγοριών.
Χρησιμοποιώντας αυτά τα γραπτά ως αρχέτυπα πρότυπα, μιμούνται την συμπεριφορά των προγόνων τους στην αίρεση.
Άρα, τον Θεό δεν τον παρατηρούν μόνο αλλά κάνουν προς αυτόν και άσματα και ύμνους με κάθε είδους μέτρο και μέλος, τα οποία και εγχαράσσουν στην ψυχή τους –αναγκαστικά– με πιο σεμνούς ρυθμούς.
Φιλοσοφούν επί 6 ημέρες, λοιπόν –και χωρίς να απομονώνεται ο καθένας από τον εαυτό του– στα προαναφερθέντα μοναστήρια και δεν υπερβαίνουν την αυλόπορτα αλλά ούτε και από απόσταση δεν την κοιτούν.
Κάθε 7ην ημέρα, όμως, συνέρχονται όπως θα συνέρχονταν αν ήταν ένας κοινός σύλλογος και, στην συνέχεια, κάθονται κατά ηλικία και σύμφωνα με τους πρέποντες εξωτερικούς τύπους: έχοντας μέσα τα χέρια, το δεξί μεταξύ του στέρνου και της γενειάδας και το αριστερό κατεβασμένο πλάϊ στους λαγόνες.
Από μπροστά τους περνά τότε ο πιο ηλικιωμένος και εμπειρότατος στα δόγματα και διαλέγεται μαζί τους με λογική και σύνεση, δίχως να επιδεικνύει υπερβολική ικανότητα στα λόγια όπως οι ρήτορες ή οι σύγχρονοι σοφιστές αλλά διερευνώντας και διερμηνεύοντας με χαμηλωμένο βλέμμα και με χαμηλωμένη γλώσσα την ακρίβεια των νοημάτων, η οποία έρχεται στην ψυχή –και επιμένει, βεβαίως– μέσω της ακοής και δεν κατακάθεται στα άκρα των αυτιών. Κάνοντας ησυχία, λοιπόν, όλοι οι άλλοι ακούνε και –με ένα κούνημα του προσώπου ή του κεφαλιού– αυτό μόνον εκδηλώνουν, τον έπαινο.
Η κοινή αυτή μονή, στην οποίαν συνέρχονται κάθε 7ην ημέρα, έχει διπλό προστατευτικό περίβολο που χωρίζεται σε ανδρωνίτη και σε γυναικωνίτη (διότι και οι γυναίκες συνακροώνται καθ’ έξη, δείχνοντας τον ίδιον ζήλο και την ίδιαν πρόθεση) ενώ ο τοίχος μεταξύ των οίκων έχει οικοδομηθεί –ως ένας θώρακας, κατά κάποιον τρόπο– τρεις ή τέσσερεις πήχεις πιο ψηλά από το έδαφος ενώ ο ακάλυπτος χώρος ως την οροφή ανέρχεται αχανής για χάρη δύο λόγων: ώστε και να διατηρείται η πρέπουσα αιδώς στην γυναικεία φύση και, ταυτόχρονα, να έχουν πλούσια αντίληψη όταν κάθονται κι ακούνε υπάκουα, δίχως κανείς να εμποδίζει την φωνή του συνομιλητή τους.
Την εγκράτεια εκ των προτέρων την θέτουν ως κάποιου είδους θεμέλιο της ψυχής και πάνω της οικοδομούν τις υπόλοιπες αρετές.
Τροφή ή ποτό ουδείς εξ αυτών δεν προσφέρει στον εαυτό του πριν την δύση του ήλιου επειδή κρίνουν ότι στο φιλοσοφείν ταιριάζει το φως ενώ στις ανάγκες του σώματος το σκοτάδι –εξ ου και μοίρασαν το φιλοσοφείν στην ημέρα και τις ανάγκες του σώματος σε ένα περιορισμένο μέρος της νύχτας.
Μερικοί, όμως –αυτοί στους οποίους έχει φυτευτεί πιο βαθειά ο πόθος της επιστήμης– μπορεί να κάνουν και 3 μέρες να θυμηθούν την τροφή και μάλιστα, μερικοί τόσο ευφραίνονται από την επιστήμη και εντρυφούν σε αυτήν (καθώς φιλοξενούνται στα συμπόσια της σοφίας που τους χορηγεί άφθονα και πλούσια τα ελέη των δογμάτων της) που αντέχουν ως και διπλάσιον χρόνο και μόλις μετά από 6 μέρες γεύονται πάλι την αναγκαία τροφή γιατί έχουν εθιστεί να θρέφονται με αέρα, όπως λένε ότι τρέφεται και η συνομοταξία των τζιτζικιών επειδή –καθώς εγώ, βέβαια, το νομίζω– το τραγούδι εξωραΐζει την στέρηση.
Επειδή, λοιπόν, νομίζουν ότι η 7η ημέρα είναι πανίερη και πανηγυρική, αξιώνουν να λαμβάνουν μιαν εξαιρετικήν τιμή (με την οποία μετά επαλείφουν τις φροντίδες για την ψυχή όπως και το σώμα, κάτι το οποίο δεν παραλείπουν να κάνουν και στα θρεφτάρια προκειμένου να τα απαλλάξουν από τους συνεχείς πόνους). Και τίποτε το πολυτελές δεν τρώνε παρά μόνον ευτελές ψωμί κι αλάτι για προσφάϊ που οι πιο εκλεκτικοί προσθέτουν λάδι και ως υγρό ποτό χρησιμοποιούν το νερό από το νάμα της θείας ευχαριστίας.
Φέρονται αμείλικτα σε αυτές που η φύση όρισε ως δεσποσύνες στο ανθρώπινο γένος (την Πείνα και την Δίψα) και σε τίποτε δεν τις κολακεύουν –αλλά μόνον ως προς τα χρήσιμα, τα εκ των ων ουκ άνευ, χωρίς τα οποία δεν μπορεί κανείς να ζήσει. Για τον λόγον αυτό, τρώνε ώστε να μην πεινάνε και πίνουν ώστε να μην διψάνε ενώ –θεωρώντας τον ως εχθρό που επιβουλεύεται και την ψυχή και το σώμα– διώχνουν τον κορεσμό μακριά.
Επιπλέον, καλύπτονται με δύο είδη προστασίας, με ένα ένδυμα και με μίαν οικία. Για την οικία ειπώθηκε πρωτύτερα ότι είναι ακαλλώπιστη και αυτοσχέδια και έχει κατασκευαστεί μόνο για να κάνει όσα χρειάζονται αλλά και το ένδυμα είναι παρομοίως πολύ ευτελές ώστε να διώχνει το κρύο και την ζεστασιά.
Η εσθήτα αυτή συντίθεται τον χειμώνα από μιαν παχειά χλαίνη φτιαγμένη «από ένα δασύτριχο τομάρι» και το καλοκαίρι από ένα έξωμο ή διάφανο φόρεμα.
Συνολικότερα, ασκούνται στην έλλειψη ματαιοδοξίας, γνωρίζοντας ότι το ψεύδος είναι η αρχή της ματαιοδοξίας ενώ η αλήθεια είναι η αρχή της έλλειψης ματαιοδοξίας και πως το ψεύδος και η αλήθεια έχουν ως πηγή τους την λογική. Διότι από το ψεύδος ρέουν οι πολυμήχανες ιδεολογίες του κακού και από την αλήθεια ρέουν τα πολύτιμα αποκτήματα των αγαθών –και των θείων και των ανθρώπινων.
Θέλω, όμως, να μιλήσω και για τις κοινές συνόδους αυτών των ανθρώπων καθώς και για την ακόμη πιο φαιδρή διαγωγή που δείχνουν στα συμπόσιά τους, αντιτάσσοντάς τα στα υπόλοιπα συμπόσια ή τσιμπούσια.
Διότι όταν αυτοί εμφορούνται από άκρατο ποτό –καθώς δεν έχουν πιει οίνο αλλά κάποιο φυσικό ρευστό (πιο υπερκινητικό, πιο μανιώδες και πιο δυσάρεστο) που έχει οδηγήσει σε έκσταση τα λογικά τους– σπαρταρούν και λυσσούν όπως τα ατίθασα σκυλιά και, όταν σηκώνονται, δαγκώνουν ο ένας τον άλλον και τελειώνουν τρώγοντας μύτες, αυτιά, δάκτυλα, αρκετά άλλα μέρη του σώματος ώστε για αυτούς να έχει αποδειχθεί αληθινός ο μύθος του Οδυσσέα και των συντρόφων του καθώς καταβροχθίζουν ανθρώπων «κοψίδια» –όπως λέει ο ποιητής για τον Κύκλωπα– και μάλιστα, το κάνουν με πιο ωμό τρόπο απ’ ό,τι έτρωγε ο Κύκλωπας.
Διότι ο Κύκλωπας αμυνόταν υποσκελίζοντας εχθρούς ενώ αυτοί καταβροχθίζουν φίλους και όσους έχουν τα ίδια ήθη με αυτούς, μερικές φορές και συγγενείς (τόσο στην άπλα όσο και το τραπέζι) και χύνουν άσπονδες σπονδές, παρασπονδώντας όμοια με τις παρασπονδίες που γίνονται στους γυμνικούς αγώνες και παραχαράσσοντας την έννοια της άσκησης όπως θα παραχάρασσαν ένα γνήσιο νόμισμα –αυτοί που είναι, αντί για αθλητές, οι άθλιοι.
Διότι αυτό είναι το όνομα το οποίο πρέπει να τους αποδοθεί ως υστεροφημία. Επειδή αυτά που οι νηφάλιοι εκείνοι αθλητές επιτυγχάνουν με τέχνη στα στάδια την ημέρα, έχοντας ως θεατές όλους τους Έλληνες και για χάρη της νίκης και των στεφάνων, αυτοί οι άθλιοι τα κιβδηλεύουν την νύχτα μεσ’ στο σκοτάδι στα συμπόσια μεθυσμένοι και παραφερόμενοι, ενεργώντας με ανεπιστημοσύνη και με κακοτεχνία με αποτέλεσμα να ατιμώνουν, να προσβάλουν και να ενοχλούν δυσάρεστα αυτούς που υπομένουν τις ενέργειές τους.
Κι αν κανείς από αυτούς που κάνουν τις απονομές των βραβείων δεν παρέμβει στην μέση για να τους διαλύσει, παλεύουν μέχρις εσχάτων με ακόμη μεγαλύτερη εξουσιαστική μανία, έτοιμοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Διότι –έστω κι αν δεν το ξέρουν– αυτό που παθαίνουν δεν είναι διόλου πιο λίγο απ’ ό,τι αφήνουν διαθέσιμο στους άλλους όσοι παραπαίουν από το κρασί όχι μόνον επειδή (όπως λέει ο κωμωδιογράφος) κάνουν κακό στους πλησίον τους αλλά επειδή υπομένουν το ότι κι αυτοί πίνουν αυτό το ποτό που παράγεται από τους ιδίους, το πνεύμα.
Έτσι, λοιπόν, αυτοί που πριν από λίγο εισήλθαν στα συμπόσια ως φίλοι σώοι και αβλαβείς, μετά από λίγο εξέρχονται εχθροί και με ακρωτηριασμένα τα σώματα. Και άλλοι χρειάζονται την βοήθεια συνηγόρων και δικαστών και άλλοι την βοήθεια των θεραπευτών και των ιατρών ενώ άλλοι, από αυτούς που φαίνονται να είναι πιο μετρημένοι στα συμπόσια, καταβάλλονται σαν να έχουν πιεί σκέτον μανδραγόρα και –αφού προτείνουν τον αριστερόν αγκώνα, στρέψουν πλαγιαστά τον αυχένα και ρευτούν μέσα στα κύπελλα– πιέζονται σε βαθύν ύπνο δίχως να βλέπουν μήτε να ακούν λες και έχουν μία και μόνην αίσθηση, την γεύση του πιο μεγάλου ανδρείκελου.
Γνωρίζω και κάποιους οι οποίοι, επειδή –πριν πάρουν ολοκληρωτικά το βάπτισμα– έπεσαν μισομεθυσμένοι, προετοιμάστηκαν ευπρεπώς για την κατάποση την οποία θα δέχονταν και στην οποία θα συνέβαλαν την επόμενην ημέρα, εκλαμβάνοντας εν μέρει ότι η τέρψη των χεριών αποτελεί ελπίδα για την μελλοντική τους μέθη.
Διαβιώνοντας με τον τρόπον αυτόν, εξακολουθούν να είναι ανοίκειοι και ανέστιοι, εχθροί των γονιών, των γυναικών, των παιδιών τους και εχθροί της πατρίδας τους, εχθροί και του εαυτού τους –διότι ο υγρόφιλος και άσωτος βίος επιβουλεύεται τα πάντα.
Ίσως θα μπορούσε κανείς να αποδεχτεί την σημερινή, υπερβολικά επιπόλαιη διάθεση όλων των συμποσίων απανταχού λόγω του πόθου για την ιταλίδα πολυτέλεια και φιληδονία, την οποία ζήλεψαν και οι Έλληνες και οι βάρβαροι όταν έκαναν τις προετοιμασίες μάλλον προς επίδειξη παρά για διασκέδαση.
Τρίκλινα και πολύκλινα ανάκλιντρα κατασκευασμένα από κέλυφος χελώνας, ελεφαντόδοντο –ή και πιο πολύτιμη ύλη– που τα περισσότερα ήταν κολλημένα με πέτρες, πορφυρά στρώματα που είχαν υφανθεί με χρυσάφι και άλλα στρωσίδια που είχαν βαφτεί με κάθε είδους χρώματα από άνθη για να έχουν ελκυστικήν εμφάνιση, πλήθος ανοιχτήρια παρατεταγμένα κατά το κάθε είδος, (διότι υπήρχαν εκεί κούπες με ζωϊκές παραστάσεις και φιάλες και κύπελλα και άλλα πολύμορφα ποτήρια περίτεχνα και καλλιτεχνικά σκαλισμένα με ακρίβεια από άνδρες-επιστήμονες στην επεξεργασία) με την συμμετοχή και πανέμορφων και καλλίγραμμων δούλων που τους διακονούσαν και μάλλον έδιναν την εντύπωση ότι δεν είχαν έρθει εκεί για να προσφέρουν υπηρεσία αλλά για να ικανοποιήσουν τους θεατές μόλις φανερώνονταν.
Όσοι εκ των δούλων αυτών είναι ακόμα παιδιά, λειτουργούν ως οινοχόοι ενώ το υγρό το μεταφέρουν ώριμα παλικαράκια λουσμένα και ξυρισμένα που και τα κεφάλια τους τρίβουν και βάφουν με αλοιφές για να λειάνουν και τις τρίχες του κεφαλιού τους διαπλέκουν –κατά κάποιον τρόπο– επιτυχημένα και μαζικά, διότι έχουν μακριές, ξέπλεκες χαίτες που είτε δεν τις κόβουν καθόλου είτε κόβουν απλά και μόνο τις τρίχες στην άκρη τους ώστε να τις ισιώσουν όλες μεταξύ τους και μετά τους δίνουν συνολικά σχήμα κυκλικό.
Ζώνονται και πάλι αραχνοΰφαντους και πάλλευκους χιτώνες που το μπροστινό τους τμήμα φτάνει πιο κάτω από τους γεννητικούς αδένες και το όπισθεν τμήμα λίγο πιο κάτω από τα γόνατα ενώ –συστέλλοντας από πλάγια τις κοιλότητες στην περιοχή όπου συμβάλλουν οι χιτωνίσκοι– αφήνουν να αιωρείται κάθε μέρος που έχει (ανά σειρές) πιο σγουρές πτυχώσεις, διευρύνοντας τα βαθουλώματα των πλευρών.
Σε εφεδρεία παραμένουν και άλλοι δούλοι, αμούστακα μειράκια στην εφηβεία που μόλις φυτρώνει και ανθίζει το χνούδι στα μάγουλά τους και που πριν λίγο ήταν παιχνιδάκια στα χέρια των παιδεραστών και, κατά πολύ περίεργο τρόπο, εξασκήθηκαν για να προσφέρουν βαρύτερες υπηρεσίες προκειμένου –όπως λένε όσοι τις δοκίμασαν– να επιδείξουν οι πεινασμένοι οικοδεσπότες ότι δεν είναι ανήμποροι ενώ η αλήθεια είναι πως αυτό γίνεται για να επιδείξουν την έλλειψη καλαισθησίας τους.
Επιπλέον, υπάρχουν οι ποικιλίες στα ψητά, στα εδέσματα και στα γλυκίσματα με τα οποία καταπονούνται οι σιτιστές και οι ψήστες φροντίζοντας να ικανοποιούνται από την καθαριότητα όχι μόνο της γεύσης –όπως και θα έπρεπε– αλλά και της εμφάνισης των «κοψιδιών».
Φέρνουν, λοιπόν, στο τραπέζι 7 ή και μεγαλύτερον αριθμό δούλων εξ αυτών που είναι πλήρεις από όλα όσα μεταφέρονται από την γη, την θάλασσα, τα ποτάμια και τον αέρα μέσω της ξηράς, του υγρού στοιχείου και των πετούμενων ή «πτεροέντων» –εκλεκτά και προκλητικά όλα καθώς παραλλάζονται το καθένα από αυτά ώστε να ταιριάζουν με τις προετοιμασίες και τα καρυκεύματα– και, προκειμένου να μην παραλειφθεί κανένα είδος από όσα βρίσκονται στην φύση, φέρνουν στο τέλος και τους γινωμένους καρπούς από τις άκρες των βαλανιδιών, όχι όμως και τα φρούτα που προορίζονται για τις διονυσιακές πομπές των συμποσιαστών και τα λεγόμενα «απόδειπνα».
Αυτοί, λοιπόν, οι καρποί από τα βαλανίδια αδειάζουν από την απληστία των παρόντων στα συμπόσια οι οποίοι, εμφορούμενοι από λαιμαργία –σαν τα μακρύλαιμα ψαροπούλια τις αλκυόνες, κατά κάποιον τρόπο– πέφτουν τόσο ψόφιοι από το φαγητό ώστε γλείφουν ακόμη και τα κόκκαλα ενώ τους υπόλοιπους καρπούς, αφού τους πειράξουν και τους ξεσκίσουν, τους αφήνουν μισοφαγωμένους.
Και όταν τελειώσουν ολοκληρωτικά, με τις κοιλιές τους γεμισμένες μέχρι τους φάρυγγες και κενοί από τις επιθυμίες, στρέφονται προς τα τρόφιμα και τα μαζεύουν –πιάνοντάς τα από τον σβέρκο– σε έναν κύκλο και τα λιχουδεύονται με τα μάτια για να δουν την χυμώδη σάρκα και το μέγεθός τους και με τα ρουθούνια για να μυρίσουν την τσίκνα που αναδίδεται.
Κι έπειτα, όταν κορεστούν από την διακόρευση της εμφάνισης και των οσμών των «κοψιδιών», τους προστάζουν να φάνε κι αυτοί και να επαινέσουν με πολλές πράξεις τόσο την προετοιμασία όσο και τον οικοδεσπότη για την πολυτέλεια.
Γιατί να πρέπει, όμως, να τα διογκώνουμε αυτά που –όπως πολλοί από τους πλέον μέτριους έχουν διαγνώσει ήδη– αυξάνουν επιπλέον τις επιθυμίες εκείνες που είναι ωφέλιμο να ελαττωθούν; Διότι θα μπορούσε κανείς να ευχηθεί να υποστεί τα πλέον απευκταία –δηλαδή, την πείνα και την δίψα– παρά να απολαύσει την αφθονία τροφών και ποτών που έχουν τέτοιου είδους τσιμπούσια.
Τα πιο περιβόητα και σημαδιακά συμπόσια από αυτά που γίνονταν στην Ελλάδα είναι το συμπόσιο του Καλλία που διοργανώθηκε στα επινίκια του δαφνοστεφανωμένου Αυτολύκου και το συμπόσιο του Αγάθωνα. Και αυτά τα 2 συμπόσια κατέστησαν άξια για να τους γίνει μνεία από τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα –άνδρες οι οποίοι ήταν φιλόσοφοι και τα ήθη και στα λόγια– διότι αυτοί τα κατέγραψαν ως συμπόσια αξιομνημόνευτα επειδή θεώρησαν ότι θα χρησιμεύσουν στους μεταγενέστερους ως παραδείγματα για να μην δείχνουν παράφωνη διαγωγή στα συμπόσια αλλά, όμως, και για να προκαλείται το γέλιο όταν τα συμπόσια των μεταγενεστέρων θα συγκρίνονται με αυτά των συγχρόνων μας που ασπάστηκαν τον θεωρητικό βίο. Κάθε ένα από αυτά τα 2 δικά μας συμπόσια περιέχει ηδονές αλλά πιο ανθρώπινο είναι αυτό που περιγράφει ο Ξενοφών όπου υπάρχουν γυναίκες που παίζουν φλογέρα και άνδρες που χορεύουν και θαυματοποιοί και ποιητές (μερικοί είναι υπερβολικά μεγαλόστομοι για να χαριεντίζονται και υπερβολικά γελοίοι για να περιπαίζουν τους άλλους) ενώ υπάρχουν και άλλοι με πιο αστεία διάθεση. Σχεδόν όλο το Πλατωνικό συμπόσιο αφορά τον έρωτα, όχι μόνο τον έρωτα που εκκινεί από το πάθος των ανδρών για τις γυναίκες ή από τις γυναίκες για τους άνδρες –διότι οι επιθυμίες αυτές είναι υποτελείς στους νόμους της φύσεως– αλλά και από τους άνδρες για άνδρες που διαφέρουν από αυτούς μόνο στην ηλικία.
Γιατί, κι αν ακόμα στις αναφορές αυτές φαίνεται ότι περιγράφεται κάπως πιο κομψά και γλαφυρά κάτι που αφορά τον ουράνιο έρωτα και την Αφροδίτη, αυτό έχει παραλειφθεί χάριν αστεϊσμού διότι το μεγαλύτερο μέρος του συμποσίου καταλαμβάνει ο κοινός και πάνδημος έρωτας.
Ο έρωτας αυτός είναι που αφαιρεί την ανδρεία –την πιο ωφέλιμη αρετή για την ζωή εν καιρώ πολέμου και εν καιρώ ειρήνης– και προκαλεί στις ψυχές την νόσο της θηλυμορφίας και κάνει ερμαφρόδιτους αυτούς που θα έπρεπε να τους εφοδιάζει με σωματική ευρωστία για όλες τις επιτηδευμένες ασχολίες.
Καθώς λυμαίνεται την παιδική ηλικία και την οδήγησε στην κατηγορία και στην διάθεση εκείνη που αποτελεί το αντικείμενο του έρωτα, έβλαψε και αυτούς που είναι ερωτευμένοι με παιδιά ως προς αυτά που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη: στο σώμα, στην ψυχή και στο περιουσιακό τους κεφάλαιο.
Και αυτό συμβαίνει επειδή αναγκαστικά ο νους αυτού που είναι ερωτευμένος με τα παιδιά τείνει προς αυτά και έχει οξυδέρκεια μόνον ως προς αυτά (ενώ ως προς όλα τα άλλα, τις ιδιωτικές και τις κοινές υποθέσεις, είναι τυφλωμένος), το σώμα του μαραζώνει από την επιθυμία (ειδικά, μάλιστα, αν αποτυγχάνει στην ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας) και το περιουσιακό του κεφάλαιο ελαττώνεται με 2 τρόπους, δηλαδή και εξαιτίας της αμέλειας και εξαιτίας των εξόδων προς το αντικείμενο του έρωτά του.
Βλασταίνει, όμως, και μια ακόμη μεγαλύτερη κακή παραφυάδα: η ερήμωση των πόλεων, η στέρηση του πλέον άριστου γένους των ανθρώπων, η στείρωση και η έλλειψη γονιμότητας που μηχανεύονται ως τέχνασμα αυτοί που μιμούνται τους ανίκανους επιστήμονες της γεωργίας που δεν σπέρνουν στην βαθειά γη της πεδιάδας αλλά σε αλμυρά χώματα ή σε πετρώδεις και απόκρημνες περιοχές οι οποίες –όπως είναι φυσικό– κάνουν να μην βλασταίνει τίποτε και φθείρουν τα σπέρματα που σπαταλήθηκαν.
Σιωπώ για αυτά που πλάστηκαν από τους μύθους και για τους δισώματους ανθρώπους οι οποίοι –αφού κατ’ αρχάς η φύση τους αναπτυσσόταν μαζί, αλληλένδετη με ενωτικές δυνάμεις– αμέσως μετά διαχωρίστηκαν στα μέρη από τα οποία συνενώνονταν και διαλύθηκε η αρμονία που τους συνείχε διότι αυτά όλα αποπροσανατολίζουν εύκολα και μπορούν με την καινοφάνεια των επινοήσεών τους να δελεάσουν τα αυτιά.
Πριν από πολλά χρόνια, αυτά τα αντιμετώπισαν με καταφρόνια οι γνώριμοι του Μωϋσή (οι οποίοι έμαθαν –από την παιδική τους ηλικία– να είναι ερωτευμένοι με την αλήθεια) και εξακολουθούν να μην έχουν απατηθεί από κανέναν.
Αλλά επειδή η συζήτηση γύρω από τα διαβόητα συμπόσια είναι μεστή από τόση φλυαρία και επειδή, άλλωστε, στα συμπόσια ασκείται έλεγχος με κάθε προφύλαξη ώστε να μην μπορεί κανείς να παραβλέψει (ακόμη κι αν το ήθελε) τις δοξασίες και τις φήμες που έχουν διαδοθεί περί αυτών αναφορικά με τα υπερβολικά τους κατορθώματα, εγώ θα αντιτάξω τα κατορθώματα για τα οποία κατέστησαν ικανοί στα συμπόσιά τους αυτοί που –ακολουθώντας τις ιερότερες εισηγήσεις του προφήτη Μωϋσή– αφιέρωσαν την ιδιωτική τους ζωή αλλά και τους εαυτούς τους στην επιστήμη και στην θεωρία των πραγμάτων της φύσεως.
Πρώτα-πρώτα, λοιπόν: αυτοί συναθροίζονται κάθε 7 εβδομάδες (και η εβδομάδα εδώ υπολογίζεται όχι με βάση την απλή, 7ήμερη περίοδο αλλά με βάση την δική τους –κατά το μέτρο του δυνατού– ικανότητα υπολογισμού του τετραγώνου της δυνάμεως) διότι την περίοδο των 49 ημερών την σέβονται επειδή ξέρουν πως τότε θα είναι αγνή και αειπάρθενος.
Αυτά είναι τα προεόρτια μιας μεγαλύτερης ακόμα γιορτής που έλαχε να λέγεται Πεντηκοστή από τον αριθμό 50 –τον πλέον άγιο και φυσικό αριθμό– που προκύπτει από την τετραγωνική δύναμη του μήκους των πλευρών του τέλειου ορθογωνίου τριγώνου, η οποία αποτελεί την αρχή της γενέσεως των όλων.
Όταν συνέρχονται πριν την κατάκλιση, επειδή με την ανώτατη σεμνότητα ντυμένοι στα λευκά δείχνουν φαιδροί, τους κάνει σήμα κάποιος από τους εφημέριους –διότι έτσι έχει γίνει έθος να ονομάζονται αυτοί που εκτελούν τέτοιου είδους υπηρεσίες– και στέκονται στοιχισμένοι με τάξη και κατά σειρές, ανασηκώνουν και τα κεφάλια και τα χέρια προς τον ουρανό (τα κεφάλια επειδή παιδεύτηκαν να τα μάθουν να κοιτούν σταθερά προς αυτά που είναι άξια θέας και τα χέρια επειδή είναι καθαρά και αμόλυντα αφού δεν έχουν πιάσει καμία πρόφαση ώστε να αποκομίσουν κέρδος), προσεύχονται στον Θεό να τους ελεήσει και να σταθεί η διάνοιά τους στο ύψος της γιορτής.
Μετά από τις ευχές οι πιο ηλικιωμένοι ξαπλώνουν ακολουθώντας με την σειρά αυτούς που εισήλθαν (και ως πιο ηλικιωμένους νομίζουν όχι τους πιο γέρους και αυτούς με άσπρα μαλλιά που γίνονται δεκτοί ως νέα παιδιά ακόμη κι αν πολύ αργά ακολουθήσουν με την θέλησή τους την ενδόμυχη τάση τους αλλά εκείνους που από τα παιδικά τους χρόνια έγιναν έφηβοι, ενηλικιώθηκαν και άκμασαν ταυτόχρονα με το θεωρητικό μέρος –το οποίο, πράγματι, είναι ό,τι το καλύτερο και το πιο θεϊκό– της φιλοσοφίας).
Στην συνεστίαση συμμετέχουν και γυναίκες (εκ των οποίων οι περισσότερες είναι γριές παρθένες) που δεν είναι ανάγκη να διαφυλάξουν την αγνότητά τους πάση θυσία –όπως κάποιες από τις ιέρειες των Θεών στην Ελλάδα– παρά μόνο με την δική τους θέληση λόγω του ζήλου και του πόθου τους για την σοφία. Επειδή έδειξαν σπουδή για να συμβιώνουν με την σοφία, αψήφησαν τις ηδονές του σώματος και έδειξαν όρεξη να έχουν όχι θνητά τέκνα αλλά αθάνατα.
Τα αθάνατα τέκνα από μόνη της μπορεί να τα γεννήσει η ψυχή αυτή που είναι –αφ’ εαυτής– αγαπητή στον Θεό καθώς ο Πατήρ έχει σπείρει σε αυτήν νοητές ακτίνες με τις οποίες καθίσταται ικανή να παρατηρεί τα δόγματα της σοφίας. Η κατανομή της κατάκλισης γίνεται χωρίς να ξαπλώνουν άνδρες από δεξιά και χωρίς να ξαπλώνουν γυναίκες από αριστερά. Μήπως, άραγε, νομίζει κανείς ότι έχει ληφθεί μέριμνα ώστε να υπάρχουν στρώματα, αν και όχι πολυτελή τουλάχιστον πιο μαλακά για ευγενείς και αστείους ανθρώπους και ασκητές της φιλοσοφίας;
Όχι, διότι τα στρωσίδια αποτελούνται από τα πιο ταπεινά υλικά (εκ των οποίων τα πιο ευτελή είναι οι στοιβάδες που είναι στρωμένες χάμω φτιαγμένες από τοπικό πάπυρο που –για να στηρίζονται– είναι υπερυψωμένος στην περιοχή των αγκώνων).
Ασχολούμενοι επιτήδεια με αυτό, αφενός μαλακώνουν την Σπαρτιάτικη σκληραγωγία και αφετέρου επαγγέλλονται παντού και πάντοτε την ευκολία της ελευθεριότητας ενώ δείχνουν βίαιη απέχθεια προς ό,τι περιορίζει την ηδονή. Και δεν τους υπηρετούν δούλοι διότι θεωρούν ότι γενικότερα η κατάκτηση σκλάβων είναι παρά φύσιν διότι η φύση τους γέννησε όλους ελεύθερους αλλά η αδικία και η πλεονεξία ορισμένων που αναδείχθηκαν σε ζηλωτές του πανάρχαιου κακού –της ανισότητας– επέτρεψαν στους δυνατότερους να υποτάξουν στον ζυγό με την βία τους ασθενέστερους.
Όπως είπα, λοιπόν, στο ιερό αυτό συμπόσιο δεν υπάρχει κανείς δούλος και όλοι υπηρετούν ελεύθεροι ενώ τις ανάγκες της εξυπηρέτησης τις επιτελούν όχι με την βία ούτε περιμένοντας διαταγές αλλά επειδή, δείχνοντας σπουδή και προθυμία, προφθαίνουν τις διαταγές με την δική τους εκούσια θέληση.
Διότι ούτε ορίζονται να εκτελούν αυτές τις υπηρεσίες αυτοί που τυχαίνει να είναι ελεύθεροι αλλά οι νέοι αυτοί που –έχοντας ληφθεί κάθε μέριμνα για να επιλεγούν μεταξύ των πλέον αρίστων του συστήματος– επείγονται να γίνουν αστείοι και ευγενείς με σκοπό να φτάσουν στην άκρα αρετή με όποιον τρόπο κι αν απαιτείται να γίνει αυτό.
Αυτοί, λοιπόν, υπηρετούν τους πατέρες και τις μητέρες τους με μεγάλη χαρά και με φιλοτιμία –λες και είναι πραγματικά παιδιά τους– γιατί νομίζουν ότι είναι κοινοί γονείς τους και μάλιστα πιο οικείοι από τους εξ αίματος γονείς τους (αν και, βέβαια, τίποτε πιο οικείο δεν υπάρχει για τους συνετούς πέρα από την καλοκαγαθία). Εισέρχονται, λοιπόν, για να εκτελέσουν τις υπηρεσίες τους χωρίς να φοράνε ζώνη και αφήνοντας τα χιτώνια να κρέμονται κάτω, προκειμένου στην εξωτερική τους εμφάνιση να μην υπάρχει κανένα είδωλο που να θυμίζει τα ενδύματα της δουλοπρέπειας.
Ξέρω ότι μερικοί θα γελάσουν όταν το ακούσουν –και αυτοί που θα γελάσουν είναι αυτοί που έχουν κάνει πράξεις άξιες κλαυθμών και οδυρμών– αλλά σε τούτο το συμπόσιο δεν χύνεται κρασί εκείνες τις ημέρες αλλά διαυγέστατο νεράκι που είναι ψυχρό για τους περισσοτέρους αλλά θερμό για τους πιο ηλικιωμένους από εκείνους που ζουν μια ζωή νωθρή.
Το τραπέζι διατηρείται καθαρό χωρίς να λερώνεται από τα σφάγια που έχουν αίμα ενώ ως τροφή υπάρχει πάνω του ψωμί κι αλάτι ως προσφάϊ και –μερικές φορές– για τους πιο φιλήδονους ως καρύκευμα προστίθεται και λάδι.
Διότι και αυτούς ο ορθός λόγος τους προτείνει να ζουν και να τα κάνουν όλα νηφάλια (όπως οι ιερείς που θυσιάζουν τα σφάγια) γιατί το κρασί είναι το φάρμακο της απερισκεψίας ενώ η πολυτελής τροφή ερεθίζει το πιο άπληστο από τα θρεφτάρια, δηλαδή την επιθυμία.
Ατά, λοιπόν, είναι που γίνονται πρώτα.
Μετά, όμως, από την κατάκλιση των παρευρισκομένων στο συμπόσιο με την ευπρέπεια για την οποία μίλησα, στήνονται και οι βοηθοί με κοσμιότητα ώστε να είναι έτοιμοι για υπηρεσία και, όταν γίνει ησυχία από όλους (θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: και πότε συμβαίνει αυτό; μα, στο σημείο αυτό είναι μάλλον που γίνεται περισσότερη ησυχία παρά νωρίτερα, ακριβώς για να μην τολμήσει κανείς να βγάλει γρυ ή να αναπνεύσει πιο βίαια), ο επικεφαλής τους αναπτύσσει κάποιο ζήτημα των ιερών Γραφών –ή, αν προτείνει κάποιος άλλος κάτι, και αυτό το θέμα το επιλύει γιατί διόλου δεν φροντίζει να κάνει επίδειξη (αφού δεν λαχταρά να αποκτήσει φήμη για την ρητορική του δεινότητα) αλλά ποθεί να δει κάτι με μεγαλύτερη ακρίβεια. Και, όταν το δει καλά, φροντίζει να μην δείξει φθόνο για αυτούς που έχουν παραπλήσια με αυτόν λαχτάρα –για να μάθουν, βέβαια– ακόμη κι αν δεν έχουν την ίδια οξυδέρκεια με αυτόν.
Και αυτός διδάσκει περισσότερο σχολαστικά, παρατείνοντας και επιβραδύνοντας τις επαναλήψεις καθώς και εγχαράσσοντας στις ψυχές τα νοήματα διότι όταν η απόδοση με την οποία ερμηνεύει το κείμενο ο ομιλητής γίνεται επί τροχάδην και απνευστί, τότε ο νους των ακροατών αδυνατεί να ακολουθήσει, υστερεί και υπολείπεται ως προς το να καταλάβει τα λεγόμενα.
Και αυτοί, σηκωμένοι, τον ακούνε με τεντωμένα τα αυτιά και τα μάτια και παραμένουν στην ίδια, μία και μοναδική σχέση ως προς αυτόν ώστε να μπορούν να του επισημάνουν με νεύματα και με το βλέμμα ότι κατανόησαν και κατάλαβαν, με την φαιδρότητα και με ένα σχετικά κυκλικό κούνημα του προσώπου ότι επαινούν τον ομιλητή ενώ με μιαν πιο ήρεμη κίνηση του κεφαλιού και του ακραίου δαχτύλου του δεξιού χεριού ότι έχουν κάποιαν απορία. Οι παριστάμενοι νέοι προσέχουν με την ίδια προσοχή που δείχνουν και οι ξαπλωμένοι.
Οι εξηγήσεις των ιερών Γραφών γίνονται με αλληγορίες μέσω υπονοουμένων. Διότι σε αυτούς τους ανθρώπους ολόκληρη η νομοθεσία φαίνεται πως μοιάζει με ένα ζώο που ως σώμα έχει τις ρητές διατάξεις και ως ψυχή τον αόρατο νου που υποκρύπτεται κάτω από τις λέξεις.
Με βάση τον νουν αυτόν άρχισε η λογική ψυχή να παρατηρεί πιο καλά τις οικείες της υποθέσεις μέσα από το κάτοπτρο των ονομασιών λες και διακρίνει να φαίνονται τα εξαίσια κάλλη των υπονοουμένων και μπορεί τα σύμβολα αυτών των υπονοουμένων να τα συμπτύξει και να τα καλύψει ενώ τα αναμνηστικά αυτών των υπονοουμένων μπορεί να τα αποκαλύψει γυμνά στο φως για χάρη αυτών που –με μιαν μικρήν υπενθύμιση– είναι ικανοί μέσω των φανερών να δουν τα αφανή.
Όταν, λοιπόν, φαίνεται στον επικεφαλής των διακόνων ότι η συνομιλία έχει διεξαχθεί με ικανοποιητικό τρόπο καθώς και ότι στο ύψος των αρχικών προθέσεων έχουν σταθεί για τον ίδιον η διάλεξη (σύμφωνα με τον σκοπό που ήθελε να επιβάλει) και για τους βοηθούς του η ακρόαση, τότε γίνεται από όλους κρότος σαν να χαίρονταν για το τι άλλο θα δουν μετά.
Και μετά, αυτός ξανασηκώνεται και ψάλλει προς τον Θεό με έναν ύμνο είτε καινούργιο που τον συνέθεσε αυτός είτε αρχαίο που τον συνέθεσε κάποιος από τους παλαιότερους ποιητές.
Διότι υπάρχουν πολλοί μετρικοί ρυθμοί και μέλη ως κατάλοιπα (από έπη τρίμετρα, ύμνους προσόδιους, ωδές για παρασπονδίες, ψαλμούς για τον βωμό και από στίχους με πολλές στροφές για στάσιμα χορικά) που έχουν όλα μετρηθεί πολύ επιτυχημένα.
Μαζί του σηκώνονται και οι άλλοι με τάξη και με την πρέπουσα κοσμιότητα ενώ όλοι ακούνε με πολλή ησυχία, εκτός όποτε επιβάλλεται να ψάλλουν τα ακροτελεύτια άσματα και τις επωδούς, όπου τότε συνάδουν όλοι και με όλα. Και όταν κάθε ένας από αυτούς τελειώσει τον ύμνο, οι νέοι φέρνουν μέσα το τραπέζι που αναφέρθηκε πριν λίγο και πάνω στο οποίο βρίσκεται η τροφή που αποτελεί το μεγαλύτερο άγος: ψωμί ζυμωμένο με αλάτι για προσφάϊ το οποίο αναμειγνύεται με λάδι. Και αυτό γίνεται από αιδώ προς την Αγία Τράπεζα στον ιερό πρόναο που βρίσκεται δίπλα τους και όπου πάνω της υπάρχουν άρτοι και αλάτι χωρίς ηδύσματα και οι άρτοι είναι άζυμοι ενώ το αλάτι ανάμεικτο. Διότι αυτά τα πλέον απέριττα και ανυπόκριτα έπαθλα άρμοζε να απονεμηθούν στην καλύτερη μερίδα –τους ιερείς– για την λειτουργία που επιτέλεσαν ενώ οι άλλοι έπρεπε να τα ζηλεύουν αλλά να απέχουν από αυτά ώστε να απολαμβάνουν τα προνόμια οι καλύτεροί τους.
Και μετά το δείπνο, διεξάγουν την ιερή ολονυχτία και η αγρύπνια διεξάγεται κατά τον τρόπον αυτό: ξανασηκώνονται όλοι ομαδικά και πρώτα-πρώτα στην μέση του συμποσίου ξεκινούν δύο χοροί (ένας από άνδρες και ένας από γυναίκες) και κυρίαρχος και προεξάρχοντας στον κάθε έναν επιλέγεται ο πλέον έντιμος που μπορεί να τραγουδά αρμονικά κατά μέλος. Έπειτα, τους ύμνους που έχουν συνθέσει τους ψάλλουν προς τον Θεό αρμονικά –με πολλούς μετρικούς ρυθμούς και μέλη– άλλοτε σε συγχορδία και άλλοτε με αντίφωνα, με χειρονομίες και χοροπηδητά, ενθουσιασμένοι πότε με τους προσόδιους ύμνους και πότε με τα στάσιμα χορικά και κάνοντας εν χορώ και στροφές και αντιστροφές. Έπειτα, όταν κάθε ένας από τους άνδρες και γυναίκες εκτελέσει ατομικά και κατά τον εαυτό του το χορωδιακό του μέλος, αναμειγνύονται –λες και οργιάζουν στις Βακχείες με τον άκρατο οίνο που αγαπά ο Θεός– και από δυο χοροί γίνονται όλοι ένας χορός που γλεντά μιμούμενος την χορεία εκείνη που συστάθηκε παλαιότερα στην Ερυθρά Θάλασσα τιμής ένεκεν προς τα θαυματουργήματα που έγιναν εκεί.
Διότι με την εντολή του Θεού το πέλαγος προκαλεί σε άλλους την σωτηρία και σε άλλους την πανωλεθρία καθώς σχίζεται στα δυο και, λόγω των βίαιων ανακοπών, υποχωρεί εκατέρωθεν και απέναντι των πλευρών προς τα κάτω όπως τα τείχη που πέφτουν, με αποτέλεσμα το διάστημα που βρίσκεται μεταξύ των ορίων αυτών να διευρύνεται σε βαθμό που η οδός αυτή να αποτελείται όλη από ξερή γη και να γίνεται λεωφόρος που να μπορεί να την περάσει ο λαός που, πράγματι, ανέβηκε πάνω της και εστάλη ως την αντιπέρα ηπειρωτική χώρα και προς τα ουράνια ύψη. Όταν, όμως, με την παλίρροια επέστρεψε το πέλαγος και ξεχύθηκε μέσα και στις δυο πλευρές του χερσαίου εδάφους κατακλύστηκαν από την θάλασσα αυτοί από τους εχθρούς που τους ακολουθούσαν και καταστράφηκαν.
Βλέποντάς το και παθαίνοντάς το αυτό το έργο –αυτό που ήταν πιο σπουδαίο κατόρθωμα από τα λόγια, την σκέψη και την ελπίδα πραγμάτωσής του– έγιναν όλοι ένας χορός (άνδρες και γυναίκες μαζί) και έψαλλαν προς τον σωτήρα Θεό τους ευχαριστήριους ύμνους με προεξάρχοντα στους άνδρες τον Μωϋσή τον προφήτη και στις γυναίκες την Μαριάμ την προφήτισσα.
Με αυτήν, μάλιστα, την εικόνα ως πρότυπο και ο χορός των «»θεραπευτών» και των «θεραπευτρίδων» επιτελεί –όντως– την αρμονική και μουσική του συμφωνία, με μέλη να αντηχούν και να αντιφωνούν, με τον βαρύ ήχο των ανδρών να συντίθεται με τον οξύ ήχο των γυναικών.
Πολύ καλά είναι τα υπονοούμενα, πολύ καλά τα λόγια, σεμνοί και οι χορωδοί κι ο σκοπός και των νοημάτων, και των λέξεων και των χορευτών είναι η ευσέβεια. Μεθυσμένοι, λοιπόν, με την μέθην αυτή την καλή μέχρι πρωΐας (δίχως βαρύ κεφάλι ή νύστα αλλά μάλλον διεγερμένοι όσο ποτέ άλλοτε σε όσα συμπόσια διοργανώνονταν) στέκονται και με τα πρόσωπα και με το σώμα όλο προς την Ανατολή για να ξαναδούν τον ήλιο να ανεβαίνει, προσεύχονται για ευημερία, αλήθεια και οξύνοια λογισμού υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό. Και μετά από τις ευχές, αναχωρεί ο καθένας στην προσωπική του ιερά μονή για να εμπορευθούν και να καλλιεργήσουν την συνήθη φιλοσοφία.
Αυτά, λοιπόν, περί των «θεραπευτών» που ασπάστηκαν την θεωρία της φύσεως (και όσα αυτή συμπεριλαμβάνει μέσα της) και έζησαν μόνο με την ψυχή τους ως πολίτες του ουρανού και του κόσμου και τάχθηκαν –πραγματικά– στο πλάϊ του Πατέρα και Δημιουργού των Όλων λόγω της αρετής τους, η οποία υπήρξε το αίτιο ώστε στην φιλία του Θεού να προστεθεί ως πολύ ταιριαστό τους αριστείο και η καλοκαγαθία –κάτι που είναι καλύτερο από κάθε ευτυχία και φθάνει έως και σε αυτήν την ακρότητα: στον ευδαιμονισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου