Ο δημοσιογράφος Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος είναι σήμερα ο μοναδικός μεταφραστής Αρχαίων Ελληνικών κειμένων στην σύγχρονη, ζωντανή νέα ελληνική γλώσσα ο οποίος συνδυάζει την ευρωπαϊκή νοοτροπία με την διατήρηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ομιλίας και σύνταξης. Μεταφράζει απευθείας από το πρωτότυπο τα κείμενα των Ελληνικών αρχετύπων γραπτών χειρογράφων κατά τρόπο απολύτως κατανοητό ώστε το νόημα και η σημασία των ρητών και των εκφράσεων να γίνεται αμέσως αντιληπτή από τον σημερινό νέο αναγνώστη (σημειώνεται ότι τα γραπτά ρητά των Ελλήνων αντιστοιχούν στους θησαυρούς των επιγραφών των αρχαίων Ελληνικών αγγείων και ευρημάτων των αρχαιολογικών ερευνών και έχουν τεθεί στα μνημεία για την τεκμηρίωση της ταυτότητας του ιδιοκτήτη και του ποιητή τους ενώ, φυσικά, από την χρήση της γλώσσας προκύπτει και το λεγόμενο "νόμισμα" της κάθε χώρας). Είναι ο δημιουργός του Πανεπιστημίου Λεχαίου, αφιερωμένου στην έρευνα του πλούτου της Ελληνικής γλώσσας και της ετυμολογίας των λέξεων αλλά αποκλειστικά ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ και τους νόμους του Νεοελληνικού Κράτους και της εκάστοτε Κυβέρνησης και ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ και τους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εκάστοτε Κυβέρνησής της.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Β' ΜΕΡΟΣ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ (ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ): ΦΙΛΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ μετάφραση Χρήστου Παπαχριστόπουλου

ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΜΟΙΒΩΝ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΩΝ (ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ)
Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Στα αποφθέγματα του προφήτη Μωϋσή συμβαίνει να συνυπάρχουν 3 αντιλήψεις –η πρώτη περί κοσμοποιΐας, η δεύτερη περί ιστορίας και η τρίτη περί νομοθεσίας. Όσον αφορά την δημιουργία του κόσμου, πάρα πολύ καλά και θεοπρεπώς φανερώθηκαν όλα αφού αυτή ξεκίνησε από την γέννηση του Παραδείσου και τελείωσε με την κατασκευή του ανθρώπου –διότι ο Παράδεισος είναι το τελειότερο από όλα τα άφθαρτα υλικά ενώ ο άνθρωπος είναι το τελειότερο από όλα τα θνητά πλάσματα.
Και για να γεννηθεί ο κόσμος, ο Δημιουργός επεξεργάστηκε την δημιουργία του συνυφαίνοντας μαζί τα αθάνατα και τα θνητά ώστε τα αθάνατα να ασκούν την κυριαρχία εξαρχής ενώ τα θνητά να λειτουργούν ως υπήκοοι και να έχουν την ελπίδα ότι στο μέλλον θα γίνουν και αυτά κυρίαρχα.
Το ιστορικό κομμάτι αποτελεί μιαν καταγραφή των βίων των σπουδαίων και των πονηρών όπως και των ανταμοιβών και των τιμωριών που ορίστηκαν για τον καθέναν από αυτούς σε κάθε γενιά.
Και όσον αφορά το νομοθετικό μέρος, το ένα του τμήμα αναφέρεται σε πιο γενικά ζητήματα ενώ το άλλο τμήμα του αποτελείται από διατάξεις για συγκεκριμένα νομοθετήματα.
Στο πρώτο τμήμα υπάρχουν κεφάλαια δέκα –για τα οποία λέγεται ότι δεν δόθηκε χρησμός από κανέναν αγγελιοφόρο αλλά πως σχηματίστηκαν ψηλά στον αέρα και έχουν άρθρωση λογική– ενώ στο δεύτερο τμήμα υπάρχουν οι υπόλοιπες εξειδικευμένες διατάξεις που θέσπισε ο προφήτης.
Όλα αυτά –συν επιπλέον τις αρετές που απένειμε ως βραβεία επί των καιρών της ειρήνης και του πολέμου ο Μωϋσής– τα έχω μετέλθει διεξοδικά στον καιρό που θεώρησα κατάλληλο στις προηγηθείσες πραγματείες μου και ακολούθως θα προχωρήσω όπως επιβάλλεται και στις προτάσεις που υπέβαλε για να επαινούνται οι καλοί και για να επιτιμούνται οι κακοί.
Έχοντας διαπαιδαγωγήσει με ήρεμες προτροπές και με ορμήνειες και με πιο αυστηρές συστάσεις και με ακόμη πιο περισπούδαστες νουθεσίες όσους πολιτεύονται σύμφωνα με τις υποδείξεις του, τους κάλεσε να επιδείξουν αυτά για τα οποία εκπαιδεύθηκαν.
Αυτοί πέρασαν από μπροστά του με απροκάλυπτα γυμνή –όπως ακριβώς θα το έκαναν και σε ένα ιερό αγώνισμα των γυμνικών επιδείξεων– την πρόθυμη διάθεσή τους προκειμένου να γίνει πιο εναργής ο έλεγχος της αλήθειας.
Έπειτα, όμως, αποδείχθηκε ότι οι πραγματικοί αθλητές της αρετής πράγματι δεν διέψευσαν την χρηστοήθη ελπίδα που είχαν επενδύσει πάνω τους οι νόμοι με τους οποίους είχαν εξασκηθεί ενώ αυτοί που είχαν γίνει άνανδροι και είχαν εκφυλιστεί από την έμφυτη μαλθακότητα της ψυχής τους έπεσαν χάμω –πριν καν τους ασκηθεί μεγαλύτερη βία– προκαλώντας την καταισχύνη και το γέλιο των θεατών.
Και για την αιτίαν αυτή, οι πρώτοι μεταλάμβαναν όλων εκείνων των βραβείων και των απονομών και των υπολοίπων που δίνονται σε όσους νικούν ενώ οι δεύτεροι όχι μόνον έφυγαν δίχως να στεφανωθούν από κλάδο ελαίας αλλά υπέστησαν και μιαν ήττα πιο σκληρή ακόμη και από αυτή των γυμνικών αγώνων (γιατί εκεί τα σώματα των αθλητών όταν σκύβουν εύκολα μπορούν να ανορθωθούν ενώ στην περίπτωση αυτή είναι ολόκληρες ζωές που κάμπτονται και που μια φορά αν ανατραπούν πολύ δύσκολα μπορούν να ξανασηκωθούν).
Προτείνει ο Μωϋσής να χωριστούν συμμετρικά τα προνόμια και οι τιμές όπως και αντιθέτως οι τιμωρίες και οι κολασμοί –κατά άνδρες, κατά οικίες, κατά πόλεις, κατά χώρες και έθνη καθώς και κατά τις μεγάλες περιοχές του γήϊνου περιβάλλοντος.
Πρέπει προηγουμένως να ερευνηθούν οι προτάσεις του επί των τιμών επειδή και πιο χρήσιμες και αποτελεσματικές είναι αλλά και επειδή είναι πιο ευχάριστες στην ακοή –και η αρχή θα γίνει από την τιμή που αξίζει προς κάθε μια από τις ιδιότητες.
Οι Έλληνες λένε πως εκείνος ο αρχαίος Τριπτόλεμος υψώθηκε μετέωρος πάνω σε δράκους που πετούσαν για να διασπείρει σε ολόκληρην την γη τον καρπό του σιταριού για να έχει το ανθρώπινο γένος μαλακή και ωφέλιμη και ευχάριστη τροφή αντί να τρώει βελανίδια.
Αυτή, λοιπόν, η ιστορία –όπως και πολλές άλλες– αποτελεί ένα πλάσμα του μύθου το οποίο ας το αφήσουμε για όσους είναι συνηθισμένοι στις τερατολογίες και καταπιάνονται με επιτήδευση με την σοφιστεία (προτιμώντας την από την σοφία) και με την μαγεία (προτιμώντας την από την αλήθεια).
Διότι εξαρχής από την πρώτη γένεση των όλων ο Θεός φρόντισε ώστε όλα τα ζώα να έχουν τα αναγκαία για την επιβίωση αφού μάζεψε τα υλικά από την γη –και μάλιστα, καλλώπισε ιδιαιτέρως το γένος των ανθρώπων στο οποίο χάρισε μιαν θέση κυρίαρχη πάνω σε όλα τα πλάσματα της γης.
Διότι κανένα από τα έργα του Θεού δεν έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο αλλά, ακόμη και όσα φαίνεται πως ύστερα τα τελειοποίησε ο άνθρωπος με την τέχνη και την καλλιέργεια, ήταν ήδη εν δυνάμει υποκείμενα εκ των προτέρων στην προμηθεϊκή πρόνοια της φύσεως –και, άρα, ας μην ονομάζονται επίτηδες «αναμνήσεις» αυτές που αποτελούν εκμαθήσεις.
Αυτές οι σκοπιμότητες, όμως, μακριά από εμάς.
Αυτό που πρέπει να στοχαστούμε είναι αυτόν τον απαραίτητον σπόρο που κατέσπειρε ο Δημιουργός σε μιαν χώρα εύφορη όπως και είναι η λογική ψυχή. Ο πρώτος, λοιπόν, σπόρος αυτής της λογικής ψυχής είναι η ελπίδα, η πηγή κάθε ζωής.
Διότι με την ελπίδα του κέρδους αποδύεται ο χρηματιστής σε προσπάθειες για να σκεφθεί πολυμήχανες ιδέες απόκτησης πόρων και με την ελπίδα ότι θα φυσήξει καλός άνεμος φθάνει στα πέρατα του πελάγους ο ναύτης, με την ελπίδα της απόκτησης δόξας φροντίζουν και οι φιλότιμοι για την διακυβέρνηση της πολιτείας και των κοινών, με την ελπίδα της απόκτησης βραβείων και του στεφανώματος του κεφαλιού τους από δάφνες αγωνίζονται αυτοί που εξασκούν τα σώματά τους στο άθλημα των γυμνικών αγώνων.
Η ελπίδα για την ευτυχία συνεπαίρνει ακόμα και τους φιλοσόφους που είναι ζηλωτές της αρετής λες κι αυτή μπορεί να τους κάνει να διακρίνουν την φύση των όντων και να πράξουν όσα είναι σύμφωνα με την φύση ώστε να φθάσουν στην τελειοποίηση των καλύτερων ειδών ζωής –του θεωρητικού και του πρακτικού βίου– που όποιος τα πετύχει αμέσως γίνεται ευτυχισμένος.
Υπάρχουν ορισμένοι από αυτούς που τα σπέρματα της ελπίδας είτε (αφού τα αναζωπύρωσαν) κατόπιν τα πυρπόλησαν επειδή εχθρεύονταν την κακία στην ψυχή είτε τα διέφθειραν επειδή αμέλησαν λόγω τεμπελιάς να μάθουν την τέχνη της γεωργίας.
Υπάρχουν και αυτοί που φαίνεται πως δεν αμέλησαν αλλά εναγκαλίστηκαν πρώτα τον εγωϊσμό και κατόπιν την ευσέβεια και απέδωσαν στους εαυτούς τους την ευθύνη για τα κατορθώματά τους. Όλοι αυτοί, όμως, είναι ένοχοι –και μόνος άξιος αποδοχής είναι αυτός που εναποθέτει την ελπίδα του στον Θεό και επειδή ο Θεός είναι ο υπεύθυνος που γεννήθηκε η ελπίδα αλλά και επειδή είναι ο μόνος ικανός να την διαφυλάξει αβλαβή και άφθαρτον.
Ποιά ανταμοιβή πρόκειται τότε να λάβει ως έπαθλο ο δαφνοστεφανωμένος αυτουνού του αγώνα;
Θα λάβει ως ανταμοιβή αυτό το μεικτό ζώο –θα αποτελείται από θνητή και αθάνατη φύση– έναν άνθρωπο που δεν θα είναι ούτε ίδιος αλλά ούτε και διαφορετικός από αυτόν που έλαβε την ανταμοιβή.
Σε αυτό το ζώο οι Χαλδαίοι δίνουν την ονομασία «Ενώς» ενώ στην γλώσσα της Ελλάδας μεταφράζεται ως «άνθρωπος». Λαμβάνει ως δικό του όνομα το κοινό όνομα του γένους των ανθρώπων –εξαιρετικό έπαθλο– επειδή είναι επιβεβλημένο κανείς να μην νομίζει πως μπορεί να φέρει το όνομα «άνθρωπος» αν δεν ελπίζει παρά μόνο στον Θεό.
Μετά από την νίκη της Ελπίδος, υπάρχει και δεύτερος αγώνας, το αγώνισμα της μετανοίας η οποία, ωστόσο (επειδή στερείται της φύσεως εκείνης που ποτέ δεν αλλάζει και δεν μεταβάλλεται και παραμένει πάντα ίδια και όμοια) καταλήφθηκε ξαφνικά από ζήλο και έρωτα για να βελτιωθεί και έσπευσε να εγκαταλείψει από συντρόφους της την Πλεονεξία και την Αδικία προκειμένου να ορμήσει προς την Σύνεση και την Δικαιοσύνη και τις υπόλοιπες αρετές.
Και η Μετάνοια για τις 2 της ανορθώσεις στον αγώνα –την παραίτηση από το κακό και την επιλογή του καλού– κερδίζει 2 έπαθλα τα οποία είναι ταυτόχρονα και η μετοίκηση σε έναν νέον οίκο και η απομόνωση σε μοναξιά. Διότι για αυτόν –τον Ενώχ– που απέδρασε από τους νεωτερισμούς ως προς το σώμα και αυτομόλησε προς την ψυχή λέγεται ότι «ΟΥΧ ΕΥΡΙΣΚΕΤΟ, ΔΙΟΤΙ ΜΕΤΕΘΗΚΕΝ ΑΥΤΟΝ Ο ΘΕΟΣ».
Και αυτό με την «μετάθεση» υπαινίσσεται σαφώς την μετοίκηση στον νέον οίκο ενώ με την «μη εύρεση» υπαινίσσεται σαφώς την απομόνωση σε μοναξιά, σε «μονή» –κάτι στο οποίο υποκρύπτεται πολύ μεγάλη εξοικείωση.
Διότι εάν πράγματι ο άνθρωπος έχει καταδείξει περιφρόνηση προς τις ηδονές και τις επιθυμίες και έχει μάθει αποδεδειγμένα πώς να στέκεται υπεράνω των παθών, ας φροντίσει τα περί της μετανάστασής του ώστε να φύγει αμεταστρέπτως από την οικία του, από την πατρίδα του και από τους συγγενείς και φίλους του.
Διότι οι έξεις είναι τόσο σαγηνευτικές που πρέπει να φοβάται κανείς ότι αν παραμείνει κάτω από την επιρροή του κύκλου που δημιουργούν τόσα μαγικά φίλτρα (με σκοπό να τον κάνουν να τα απολαύσει) οι φαντασιώσεις τους θα αναταράξουν και πάλι την ησυχία που έχει επέλθει στην σκέψη του ως προς τις αισχρές και επιτήδειες ενασχολήσεις και θα ανακαλέσουν στην μνήμη του εναργείς αναμνήσεις που καλό θα ήταν να τις είχε λησμονήσει.
Είναι, βέβαια, πολλοί αυτοί που συνετίστηκαν όταν αποδήμησαν καθώς τότε ξεθύμανε το παράφορο πάθος και λύθηκαν τα μάγια του έρωτά τους –επειδή δεν μπορεί πλέον η όραση και το βλέμμα να παρέχει στο πάθος τα είδωλα της ηδονής. Και από την στιγμή που επέλθει ο χωρισμός, η όραση και το βλέμμα αναγκαστικά κοιτούν το κενό εφόσον δεν είναι πλέον παρόν αυτό από το οποίο ερεθίστηκαν.
Και αυτός που μεταναστεύει ας αποφεύγει τις πολλές παρέες και ας ασπαστεί την απομόνωση σε μονή. Διότι φυτρώνουν και στις ξένες χώρες παρόμοια δίχτυα (όμοια με της πατρίδας) στα συμπλέγματα των οποίων αναγκαστικά μπλέκονται αυτοί που δεν προβλέπουν και χαίρονται να έχουν πολλούς συντρόφους.
Διότι αυτό είναι όχλος –ό,τι το ανώμαλο, το μη κόσμιο, το ελαττωματικό, το ένοχο– και το να συμφύρεται και να άγεται κανείς από το πλήθος είναι το πιο άσκοπο από την πλευρά της αρετής για εκείνον που για πρώτη φορά γίνεται μέτοικος. Διότι όπως ακριβώς σε αυτούς που ξεκινούν να αναλαμβάνουν από μιαν μακράν ασθένεια τα σώματά τους είναι κάπως ευάλωτα επειδή ακόμα δεν έχει παγιωθεί μεγαλύτερη δύναμη, έτσι και σε αυτούς που η ψυχή τους τώρα για πρώτη φορά αποκτά υγεία τα νεύρα της σκέψης τους είναι ακόμα πλαδαρά και προκαλούν κραδασμούς ώστε φοβάται κανείς μήπως πάλι εξορμήσει το πάθος και η μήνις που είναι φυσικό να ξαναερεθίζονται από την συμβίωση με τις συντροφιές αυτών που μπορούμε να εικάσουμε.
Μετά το αγώνισμα της μετανοίας, έρχονται στην τρίτη θέση τα έπαθλα της δικαιοσύνης τα οποία λαμβάνει ως διπλό βραβείο αυτός που μεταστρέφεται και γίνεται δίκαιος –το πρώτο είναι η σωτηρία από την κοινή φθορά και το δεύτερο είναι το να γίνει φύλακας της κάθε μιας από τις ιδεατές εικόνες των ζώων και να τις προσαρμόσει ανά ζεύγη ώστε να ξαναγεννηθούν δεύτερη φορά προς αναπλήρωση της γενιάς που καταστράφηκε.
Διότι ο Δημιουργός τον αξίωσε αυτόν να αποτελέσει ταυτόχρονα και το τέλος της αξιόμεμπτης γενιάς του αλλά και την αρχή της ανεύθυνης γενιάς του. Σκοπός του Θεού ήταν με τον τρόπον αυτό να διδάξει –με έργα και όχι με λόγια– αυτούς που λένε πως στον κόσμο δεν υπάρχει θεία πρόνοια ότι (σύμφωνα με τον νόμο που αυτός εγκαθίδρυσε μέσα στην φύση όλου του κόσμου) όλα τα εκατομμύρια ανθρώπων αν έχουν ζήσει μέσα στην αδικία δεν είναι ισάξια με έναν μόνον άνθρωπο που ζει με δικαιοσύνη.
Αυτόν, λοιπόν –που επί των ημερών του συνέβη να γίνει ο μεγάλος κατακλυσμός– οι Έλληνες τον ονομάζουν Δευκαλίωνα και οι Χαλδαίοι τον ονομάζουν Νώε. Μετά από αυτήν την τριάδα ακολουθεί μια άλλη τριάδα (πιο άγια και πιο αγαπητή στον Θεό) που προέρχεται, όμως, από την ίδια γενιά.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Διότι και ο πατέρας και ο γιος και ο εγγονός έσπευσαν προς τον ίδιο σκοπό της ζωής –προκειμένου να ευχαριστήσουν τον Δημιουργό και Πατέρα των Όλων– καθώς περιφρόνησαν εκείνα τα οποία θαυμάζουν οι πολλοί (την δόξα, τον πλούτο και την ηδονή) και χλεύασαν και την ματαιοδοξία (η οποία πάντα συνυφαίνει συνωμοσίες ψεμάτων και παρουσιάζει ποικίλες παραλλαγές για να απατήσει τους θεατές).
Αυτή η ματαιοδοξία, ο λεγόμενος τύφος, πανώλη ή πανούκλα είναι η γητεύτρα, αυτή που πλάθει ως Θεούς άψυχα αντικείμενα, αυτή που αποτελεί την μεγάλη και δυσπόρθητη οχύρωση η οποία με τα σοφίσματα και τα στρατηγήματά της δελεάζει κάθε πόλη επειδή προκαταλαμβάνει τις ψυχές των νέων.
Διότι σε αυτές κατοικεί η ματαιοδοξία από την παιδική ηλικία και ως τα γηρατειά –εκτός αν ο Θεός στείλει την Αυγή να φωτίσει την Αλήθεια.
Η Αλήθεια είναι η αντίπαλος της ματαιοδοξίας –και η ματαιοδοξία υποχωρεί μπροστά της διστακτικά και αργά, ηττημένη από την πιο μεγάλη της ισχύ.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Η γενιά αυτή είναι ελάχιστη στον αριθμό αλλά έχει πολύ μεγάλη δύναμη και είναι τόσο σπουδαία –σαν να μην μπορεί να χωρέσει ούτε καν σε αυτήν ολόκληρη η διάμετρος της υδρογείου– ώστε φθάνει και στον ουράνιο Παράδεισο.
Όταν διερευνήσει διεξοδικά όλην την ορατή φύση –έτσι καθώς διακατέχεται από έναν ανείπωτον πόθο να δει και να συμβιώνει πάντα με τα θεία– αμέσως περνά και στην διερεύνηση της άϋλης και αόρατης φύσεως που μπορεί να συλλάβει νοητικά.
Δεν υπάγεται σε καμία από τις αισθήσεις αλλά αφενός απορρίπτει το άλογο τμήμα της ψυχής και αφετέρου χρησιμοποιεί μόνο το τμήμα εκείνο της ψυχής που λέγεται νους και λογισμός.
Ο Νώε, λοιπόν –ο κυρίαρχος της υστεροφημίας την οποίαν αγαπά ο Θεός– υπήρξε κι ο πρώτος που ξεκινώντας από την ματαιοδοξία όρμησε προς την Αλήθεια και (επειδή για τον σκοπό της τελειοποίησης χρησιμοποίησε την διδακτικήν αρετή) έλαβε ως έπαθλο την πίστη προς τον Θεό –και βραβείο η χαρά σ’ αυτόν που την απέκτησε την Αρετή αυτοδίδακτος, χωρίς να την ακούσει από κανέναν άλλον και που την έμαθε από μόνος του. Δαφνοστεφανώθηκε με την θέαση του Θεού αυτός ο ασκητής επειδή υπηρέτησε το καλό παρά τους αδιάκοπους και άκαμπτους πόνους.
Και ποιός θα ήταν δυνατόν να επινοήσει κάτι πιο ωφέλιμο ή πιο σεμνό από την πίστη προς τον Θεό, την χαρά εφ’ όρου ζωής και την θέαση του Όντος εσσαεί;
Θα ρίξουμε καταυγάζον φως με μεγαλύτερην ακρίβεια σε κάθε ένα από αυτά δίχως να δίνουμε τα ονόματά τους αλλά εγκύπτοντας προς αυτά και εμβαθύνοντας με την σκέψη μας.
Αυτός που αληθινά πιστεύει στον Θεό έχει μάθει να απιστεί σε όλα τα άλλα που γεννώνται και φθείρονται, εκκινώντας από το πνεύμα της λογικής και της συναίσθησης από το οποίο διαπνέεται. Γιατί –ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο κάθε ένα– έχει διαμοιραστεί στον λογισμό ο στοχασμός για τα νοητά με σκοπό την αλήθεια ενώ στις αισθήσεις η αντίληψη των ορατών με σκοπό την δόξα.
Όσον αφορά την δόξα, είναι φανερή αφ’ εαυτής η πλάνη και η ματαιότητα διότι στηρίζεται σε εικοτολογίες και πιθανολογήσεις ενώ κάθε είδωλο του οποίου η ομοιότητα αναπαράγεται εύκολα παραποιεί το αρχέτυπο.
Όσον αφορά την λογική –η οποία κυριαρχεί επί των αισθήσεων– αυτή θεωρεί πως έχει αναλάβει να διατυπώνει κρίσεις για τα νοητά ενώ αναλώνεται συνέχεια στα ίδια με αυτά (και σε άλλα παρόμοια) και γίνεται ευπαθής σε πολλά σημεία. Διότι η λογική, όταν δέχεται συνεχείς προσβολές –καθώς τα επί μέρους ζητήματα είναι χιλιάδες– τότε αδυνατίζει, εξασθενεί και καταρρέει χωρίς μιλιά, εκτραχηλισμένη (όπως κι ένας αθλητής που του βγαίνει ο τράχηλος λόγω μιας δύναμης ισχυρότερης).
Αυτός, όμως, που του ανατέθηκε ο εποπτικός ρόλος να υπερπηδά και να ξεπετά τα υποταγμένα σώματα καθώς και να στηρίζεται μόνο στον Θεό με μιαν λογική ισχυρογνώμονα και με μιαν πίστην απαρέγκλιτη και με πολύ βεβαιότητα, θα είναι αληθινά ευτυχισμένος και τρισμακάριος.
Μετά την πίστην, η χαρά –αυτό είναι το έπαθλο που πρόκειται να λάβει αυτός που –δίχως κόπους και δίχως να κερδίσει καμίαν μάχη– υπηρετεί εκ φύσεως την Αρετή. Και ονομάστηκε έτσι επειδή οι Χαλδαίοι την λένε «Ισαάκ» και οι Έλληνες «γέλιο» και το γέλιο είναι αυτό το φανερό σημείο που προκαλείται στο σώμα όταν δεν φαίνεται η χαρά που υπάρχει στην διάνοια.
Συμβαίνει, ωστόσο, η χαρά να είναι η πιο άριστη και η πιο καλή από τα ευαίσθητα σημεία και κάτω από την επιρροή της ολόκληρη η ψυχή πλημμυρίζει πέρα ως πέρα από ευθυμία και νοιώθει αγαλλίαση τόσο για τον Πατέρα και τον Δημιουργό των συμπάντων Θεό όσο και για αυτά που διαπράττονται άνευ κακίας –ακόμη κι αν τυχαίνει να αποσκοπούν στην ηδονή– επειδή όλα έχουν γίνει για καλό σκοπό και με σκοπό την κοινήν διατριβή όλων σε αυτά. Διότι όπως στις μεγάλες και επισφαλείς νόσους ο γιατρός αφαιρεί ορισμένες φορές κάποια μέλη του σώματος επειδή σκέπτεται την υγεία του υπόλοιπου σώματος κι όπως τον χειμώνα ο καπετάνιος ενός πλοίου πετά το περιττό φορτίο επειδή προνοεί για την σωτηρία των επιβατών –και έπεται πως κανείς δεν μέμφεται ούτε τον γιατρό για τον ακρωτηριασμό των μελών ούτε τον καπετάνιο για την αποβολή της σαβούρας αλλά, το αντίθετο, επαινούνται ο καθένας επειδή διέκρινε και επιτέλεσε το ωφέλιμο και όχι το τερπνό– κατά τον ίδιον τρόπο πρέπει πάντοτε να θαυμάζουμε την φύση των Όλων και να αντλούμε ικανοποίηση από όλα όσα αυτή η φύση διαπράττει στον κόσμο χωρίς καμίαν κακή πρόθεση. Και αυτό, δίχως να ελέγχουμε αν κάτι συνέβη με αντικειμενικό σκοπό την ίδια την ηδονή αλλά να εξετάζουμε αν ο κόσμος κυβερνάται και κρατάται από τα ηνία με σκοπό την σωτηρία (όπως και μια ευνομούμενη πολιτεία).
Δεν υπήρξε, επομένως, διόλου λιγότερο μακάριος και αυτός έναντι του προηγούμενου –διότι δεν γνώρισε την κατήφεια και την σκυθρωπότητα, έδρεψε τους καρπούς μιας ζωής δίχως λύπες και φόβους ενώ ούτε κατά φαντασία δεν του προσήψε κανείς ότι έζησε έναν βίον αυστηρό και αποστερημένο– κι αυτό επειδή κάθε τμήμα της ψυχής του διακατεχόταν εκ των προτέρων από χαρά.
Μετά από τον αυτοδίδακτο και μετά από αυτόν που χάρηκε πλούσια την φύση –ακολουθεί ο τρίτος ασκητής ο οποίος έφθασε στην τέλεια ολοκλήρωση λαμβάνοντας ως εξαιρετικό βραβείο το να βλέπει τον Θεό.
Διότι αφού αυτός ήρθε σε επαφή με όλα όσα αποτελούν την ανθρώπινη ζωή και συνομίλησε με όλους (όχι ως δεύτερη ασχολία του) και δεν απέφυγε κανέναν πόνο ή κίνδυνο ώστε με τον τρόπον αυτό να ανακαλύψει τα ίχνη της αξιέραστης αλήθειας, ανακάλυψε ότι στο γένος των θνητών υπάρχει πολύς ζόφος και στην γη και στο νερό και στον αέρα και στον αιθέρα. Και –επειδή ολόκληρη η αισθητή φύση είναι αόριστη και το αόριστο είναι (α)δελφικό και συγγενές με το σκότος– ο αιθέρας και ολόκληρος ο ουρανός τον έκαναν την νύχτα να τρέφει φαντασιώσεις. Αργά, με προσοχή και μετά από διαρκείς προσπάθειες μπόρεσε σιγά-σιγά να αρχίσει να διανοίγει τα μάτια της ψυχής και να διακρίνει και να αποβάλη την καταχνιά και το πούσι που τα επισκίαζε. Ξαφνικά, το καταυγάζον φως της Αυγής που έλαμψε πιο καθαρό κι από τον αιθέρα του έκανε να φανεί το άρμα του νοητού κόσμου με τον εωσφόρο ηνίοχό του και γύρω από τον ηνίοχο –που ‘ταν σκοτεινός και δυσδιάκριτος καθώς το βλέμμα του ήταν θαμπό λόγω της ακτινοβολίας– έλαμπε ένας κύκλος που φεγγοβολούσε ασυγκράτητα.
Το βλέμμα του άντεχε, ωστόσο, να κοιτά (αν και έρρεε πολύ φλόγα σε αυτό) λόγω του ανείπωτου έρωτα για την θέαση του ηνίοχου.
Ο Πατήρ και Σωτήρ, όμως –βλέποντας αυτό το γνήσιο ερωτικό πάθος και τον πόθο του– τον λυπήθηκε και δεν έδειξε φθόνο επειδή ο Ιακώβ επέτρεψε στα μάτια του να προσβάλουν την θέα του κοιτώντας τον (στην έκταση που μπορούσε να το αντέξει αυτό μια φύση δημιουργημένη και θνητή) διότι η θέαση αυτή εμφάνιζε ότι αυτός Υπάρχει αλλά όχι αυτόν που Υπάρχει. Διότι είναι αδύνατον να αντικρύσει κανείς άλλος εκείνο το οποίο είναι και από το αγαθό πιο ισχυρό και από την μονάδα πιο παλαιό και από το Ένα πιο ανυπόκριτο.
Διότι είναι θεμιτό μόνον αυτό το ίδιο να καταλαβαίνει τον εαυτό του.
Τώρα, το γεγονός ότι Υπάρχει –αν και εν ονόματι της υπάρξεώς του είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς– είτε δεν το καταλαβαίνουν όλοι είτε δεν το καταλαβαίνουν μέσω της καλύτερη οδού.
Αντιθέτως, άλλοι αποφαίνονται ότι συνολικά δεν υπάρχει Θεός και άλλοι είναι γεμάτοι ενδοιασμούς και τηρούν στάση επαμφοτερίζουσα σαν να μην ξέρουν να πουν αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός ενώ υπάρχουν και αυτοί που –έχοντας πάρει τις έννοιες περί υπάρξεως του Θεού μάλλον από τις συνήθειες αυτών που τους ανέθρεψαν παρά από την λογική– νομίζουν πως είναι επιτυχημένα ευσεβείς επειδή θέτουν στην ευσέβεια την σφραγίδα της δεισιδαιμονίας. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλοι που μέσω της επιστήμης κατέστη για αυτούς εφικτό να φαντάζονται τον Ποιητή και Κυρίαρχο του Παντός βάσει της αντίληψης ότι –όπως είναι το κοινώς λεγόμενον– ό,τι υπάρχει κάτω πρέπει να προήλθε από πάνω.
Περνούν από τον κόσμο όπως θα επισκέπτονταν και μιαν ευνομούμενη πολιτεία και βλέπουν την θέα μιας γης χωρισμένης σε όρη και πεδιάδες, γεμάτης σπαρτά και δένδρα και καρπούς και κάθε είδους ζώα και πάνω της να έχουν χυθεί πελάγη, λίμνες, ποταμοί και χειμμάροι πουγεννώνται από μόνοι τους εκ νέου αλλά αντικρύζουν και εύκρατους ανέμους και αέρηδες όπως και τις αρμονικές εναλλαγές των εποχών του έτους και κοιτούν γύρω από τον ήλιο και την σελήνη κι όλα τ’ αστέρια (τους πλανήτες αλλά και τα απλανή άστρα) κι όλον τον ουρανόν να είναι συνταιριασμένα με τάξη, στρατιές ολόκληρες, να αποτελούν έναν ολόκληρον κόσμο που περιπολεί τον κόσμο –κι αφού τα θαύμασαν και κατεπλάγησαν από τα φαινόμενα αυτά, συνέλαβαν συνεπώς την έννοιά τους, δηλαδή ότι τόσα όμορφα κάλλη και τόση υπερβάλλουσα τάξη δεν γεννήθηκε αυτόματα από κάποιον Δημιουργό που φτιάχνει κόσμους καθώς και ότι υπάρχει Θεία Πρόνοια αφού είναι νόμος της φύσεως να επιμελείται ο γεννήτορας το γέννημα, ο δημιουργός το δημιούργημα και ο ποιητής το ποίημα.
Αυτοί, όμως, οι θεσπέσιοι άνθρωποι –που διαφέρουν από τους υπόλοιπους αφού (όπως είπα) προερχόμενοι από κάτω ανέβηκαν πάνω με κάποιου είδους ουράνια σκάλα– στοχάστηκαν για τον Ποιητή κάνοντας εικασίες για την λογική του με βάση τα έργα του.
Kαι αν κάποιοι από αυτούς μπόρεσαν να καταλάβουν τον Ποιητή μέσα από τον ίδιο τους τον εαυτό χωρίς να χρησιμοποιήσουν κανέναν άλλον συλλογισμό ως συμπαραστάτη στην θέα του κόσμου –αλήθεια το λέω– ας αναγραφούν και ας καταχωρηθούν μαζί με τους άγιους και γνήσιους θεραπευτές και αυτούς που αγαπά ο Θεός.
Και ένας από αυτούς είναι και ο Ιακώβ, αυτός που στην γλώσσα των Χαλδαίων ονομάζεται Ισραήλ και που στην Ελληνική σημαίνει «αυτός που βλέπει Θεό» –όχι, όμως, ποιος είναι ο Θεός (γιατί αυτό, όπως είπα, είναι αδύνατον) αλλά ότι Υπάρχει Θεός.
Και αυτό όχι επειδή το έμαθε από κάποιον άλλον από τους ανθρώπους που βρίσκονται είτε στην γη είτε στον ουρανό είτε από τα πνεύματα ή τα στοιχειά που συντίθενται από θνητούς και αθανάτους αλλά επειδή μόνος του άλλαξε το όνομά του, θέλοντας ως ικέτης να φέρει στο φως την δική του ύπαρξη. Αξίζει, όμως, να δούμε μέσω κάποιας εικόνας το πώς έγινε αυτή η προσβολή. Δεν θωρούμε αυτόν τον αισθητόν ήλιον ως τίποτε άλλο παρά ώς τον Ήλιο;
Δεν θωρούμε και τ’ άστρα ως τίποτ’ άλλο εκτός από άστρα;
Άρα, και συνολικά δεν βλέπεται το φως ως φως;
Ε, κατά τον ίδιον τρόπο βλέπεται κι ο Θεός που φωτίζει από μόνος του τον εαυτό του και για να γίνουμε ανυπόκριτα κάτοχοι της κατανόησης της υπάρξεώς του δεν συνεργεί ή δεν μπορεί να συνεργεί τίποτε άλλο.
Κι ας μην σπεύδουν αυτοί που στοχάζονται να κάνουν εικασίες με βάση τα γεγονότα για τον Αγέννητο και Δημιουργό των Όλων γιατί κάνουν κάτι παρόμοιο με εκείνους που ερευνούν την φύση της μονάδας μέσω της δυάδας ενώ πρέπει να εξετάζουν την δυάδα μέσω της μονάδας –διότι αυτή αποτελεί την αρχή– και στο πλευρό της αλήθειας βρίσκονται εκείνοι που τρέφουν φαντασιώσεις για τον Θεό ως Θεό, όπως και για το φως ως φως.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———


Ειπώθηκε, λοιπόν, το μεγαλύτερο έπαθλο –όμως, εκτός από αυτά, ο ασκητής λαμβάνει επιπλέον ένα βραβείο που από λεκτικής πλευράς είναι δυσφημιστικό αλλά από νοητικής πλευράς είναι άριστο. Το βραβείο αυτό ονομάζεται συμβολικά «νάρκη πλάτους» και μένα μ’ αρέσει να το μεταφράζω ως «εύρους περιτομή»: διότι με το «εύρος» γίνεται εμφανής η αλαζονεία και η υπεροψία καθώς έτσι η ψυχή διαχέεται άμετρα προς την κατεύθυνση όσων δεν πρέπει να διαχύνεται ενώ με την «περιτομή» γίνεται εμφανής η συστολή που επέρχεται σε ένα πράγμα που μένει μετέωρο και ξεφυσημένο –δηλαδή, στην έπαρση.
Και τίποτε δεν συμφέρει τόσο όσο το να ανακοπούν και να περικοπούν οι ορμές μέσω της παράλυσης των πνευματικών τους νεύρων έτσι ώστε η άμετρη ισχύ των παθών –αφού εξασθενήσει σε πλάτος– να εμφυσήσει το καλύτερο μέρος αυτού του εύρους στην ψυχή.
Επιπλέον, πρέπει να εξετάσουμε και το γεγονός ότι πολύ ταιριαστά απονεμήθηκε στον κάθε έναν από τους τρεις το έπαθλο.
Η πίστη –σε αυτόν που έφθασε στην ολοκλήρωση μέσω της διδασκαλίας, και τούτο επειδή αυτός που μαθαίνει πρέπει να πιστεύει σε αυτόν που του διδάσκει, όσον αφορά εκείνα που του προτείνει (γιατί είναι δύσκολο ή αδύνατο μάλλον να εκπαιδευθεί ένας δύσπιστος).
Η χαρά –σε αυτόν που άγγιξε την αρετή μέσω της καλής τύχης με την οποία τον προίκισε η φύση, και τούτο επειδή είναι χαριτωμένο πράγμα η ευφυΐα και τα δώρα της φύσης ενώ η διάνοια αγαλλιάζει– λες και το υπαγορεύει κάποιος υποβολέας από μέσα της– λόγω της ευθιξίας που δείχνει απέναντι στις επιβουλές των καλοθελητών στις οποίες βρίσκει δίχως κόπο αυτά που ζητά (γιατί προκαλεί χαρά το να βρει σύντομα αυτά που της λείπουν).
Η όραση –σε αυτόν που με την άσκηση εξυπηρέτησε την φρόνηση, και τούτο επειδή μετά την πρακτική ζωή που υπάρχει στην νεότητα του ανθρώπου ακολουθεί στα γηρατειά του ο άριστος και ιερώτατος θεωρητικός βίος (γιατί αυτόν τον βίο τον ορίζει ως κυβερνήτη στην πρύμνη του πλοίου ο Θεός και του παραδίδει στα χέρια του το τιμόνι για να κρατάει το πηδάλιο και στις επίγειες υποθέσεις).
Διότι κανένα από όσα διαπράττονται δεν είναι καλό εάν δεν υπάρχει και η επιστημονική θεωρία για να τα στηρίζει.
Θα στρέψω στην συνέχεια τα λόγια μου προς έναν ακόμη άνδρα που θυμήθηκα, έχοντας κατά νου να μην μακρηγορήσω.
Ο άνδρας αυτός είναι που ανακηρύχθηκε δαφνοστεφανωμένος νικητής στον ένα μετά τον άλλον αυτούς τους ιερούς αγώνες –και ονομάζω «ιερούς» όχι αυτούς τους αγώνες που νομίζουν ως ιερούς αυτοί που επιδίδονται σε αυτούς (γιατί είναι αγώνες ανίεροι εφόσον βραβεύουν την βία και την ύβρη και τις αδικίες με τιμές και δόξες αντί να τους αποδίδουν τις ανώτατες ποινές) αλλά τους αγώνες αυτούς όπου εκ φύσεως αγωνίζεται η ψυχή προελαύνοντας με την φρόνηση κατά της ηλιθιότητας και της πανουργίας, με την σωφροσύνη κατά της ασωτίας και της τσιγκουνιάς, με την ανδρεία κατά της θρασύτητας και της δειλίας και με τις υπόλοιπες αρετές που είναι αντίθετες με την κακία (και οι οποίες αρετές από μόνες τους δεν είναι ωφέλιμες και συμφέρουσες ούτε για τις ίδιες αλλά ούτε και για την κακία).
Διότι όλες οι αρετές είναι παρθένες αλλά αυτή που παίρνει την πρώτη θέση όπως σε μιαν συγκέντρωση καλλιστείων είναι η Ευσέβεια, αυτή με την οποία ήταν εξαιρετικά προικισμένος ο θεολόγος Μωϋσής και για την οποία (μαζί με χιλιάδες άλλες, όπως πληροφορούμαστε από τις Γραφές για την –κατ’ αυτόν– ζωή του) έτυχε να τιμηθεί με 4 εξαιρετικά αξιώματα: βασιλεύς, νομοθέτης, προφήτης και αρχιερεύς.
Βασιλιάς έγινε όχι κατά την καθεστωτική συνήθεια με τον στρατό και τα όπλα και τις δυνάμεις ναυτικού, πεζικού και ιππικού αλλά επειδή με την εκούσια και σύμφωνη γνώμη των υπηκόων του χειροτονήθηκε από τον Θεό, ο οποίος ήταν αυτός που προκάλεσε στους υπηκόους του Μωϋσή αυτήν την ηθελημένην τους επιλογή.
Είναι ο μοναδικός βασιλιάς μας που ανεγράφη πως ήταν μουγκός και πως δεν είχε κτήματα και περιουσία επειδή ασπάστηκε πρώτα τον πλούτο που έχει μάτια και βλέπει και όχι τον τυφλό πλούτο και επειδή –εάν πρέπει να μιλήσουμε δίχως αναστολές– εξέλαβε τον πλούτο του Θεού ως δική του περιουσία.
Ο ίδιος, όμως, γίνεται και νομοθέτης (διότι ο βασιλιάς επιβάλλεται να εκδίδει διαταγές και απαγορεύσεις. Και νόμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα λόγια αυτά που προστάζουν τι πρέπει και απαγορεύουν ό,τι δεν πρέπει να κάνουμε).
Κι επειδή και στις 2 περιπτώσεις δεν είναι ξεκάθαρο τι συμφέρει και τι δεν συμφέρει να κάνουμε (διότι λόγω αγνοίας πολλές φορές προστάζουμε όσα δεν πρέπει και απαγορεύουμε όσα πρέπει να κάνουμε), παρουσιάστηκε η ανάγκη να λάβει ο Μωϋσής και ένα 3ο αξίωμα, αυτό του προφήτη (ώστε να είναι και αλάνθαστος διότι ο προφήτης είναι αυτός που διερμηνεύει και απηχεί εκ των έσω τα λόγια του Θεού και ό,τι προέρχεται από τον Θεό για τίποτε δεν μπορεί να κατηγορηθεί) καθώς και ένα 4ο αξίωμα, αυτό του αρχιερέα (διότι με την αρχιεροσύνη και τις επιστημονικές του προφητείες θα υπηρετήσει το Ον προσφέροντάς του ευχαριστίες για τα επιτεύγματα των υπηκόων του ενώ, αν αυτοί αμαρτήσουν, τότε θα κάνει ευχές και ικεσίες για να εξιλεωθούν).
Καθώς αυτά αποτελούν όλα μία ιδέα, οφείλουν (ενωμένα με τους δεσμούς της αρμονίας) να έχουν λογική αλληλουχία και να τα ελέγχει ο ίδιος άνθρωπος εφόσον, εάν κάποιος από τους 4 υστερεί, τότε δεν είναι εντελώς κατάλληλος για την διακυβέρνηση και χωλαίνει ως προς την διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Μπορεί αυτά να επαρκούν όσον αφορά τα έπαθλα που θεσπίστηκαν για τον κάθε άνδρα αλλά θεσπίστηκαν έπαθλα και για όλες τις οικογένειες και για τις συγγενικές σχέσεις μεταξύ πολλών ανθρώπων.
Λόγου χάρη, επειδή το έθνος χωριζόταν σε 12 φυλές, στις φυλές αυτές υπάρχουν ισάριθμοι ηγέτες –αρχηγοί όχι μόνο μιας οικογένειας ή μιας συγγενικής σχέσης αλλά και μιας σχέσης οικειότητας περισσότερο γνήσιας– διότι οι αδελφοί έχουν όλοι τον ίδιον πατέρα ενώ και ο παππούς και ο προπάππους τους έγιναν γενάρχες του έθνους τους μαζί με τον πατέρα τους.
Ο πρώτος εξ αυτών, ο Αβραάμ, επειδή μετέβη από την ματαιοδοξία προς την αλήθεια και περιφρόνησε τις απάτες που δίδασκε η αστρολογία των Χαλδαίων για χάρη του να αποκτήσει πιο τέλεια θέαση του Θεού και, αντικρύζοντας το θέαμα, ακολούθησε αυτό το πλάσμα της φαντασίας του (γοητευμένος κατά τον ίδιον τρόπο που λένε πως έλκεται και το σίδερο από τον μαγνήτη) και αντί να γίνει σοφιστής έγινε σοφός από την διδασκαλία που του έγινε και απέκτησε πολλά παιδιά που όλα ήταν αξιόμεμπτα –εκτός από ένα, το οποίο απάλλαξε από τα πείσματα του γένους και εκεί βρήκε μιαν ασφαλήν αγκαλιά.
Επειδή πάλι, αυτός ο γιος, ο Ισαάκ, είχε μια φύση που του επέτρεψε να τα μάθει όλα από μόνος του, αυτοδίδακτο, συνέβη να αποκτήσει 2 παιδιά. Το πρώτο παιδί ήταν άγριο και ατίθασο, γεμάτο θυμό και επιθυμίες και γενικά με το άλογο τμήμα της ψυχής να επικαλύπτει το λογικό τμήμα.
Το δεύτερο παιδί ήταν ήρεμο και με ανθρωπιά, εραστής της καλοσύνης, της ισότητας και της αιδούς, ταγμένος στις τάξεις των καλύτερων στρατιωτών, πρωταθλητής στην λογική και αντίπαλος της απερισκεψίας. Αυτός είναι ο 3ος από τους γενάρχες, ο πολύτεκνος και ο μόνος που είχε καλά παιδιά ενώ ως προς όλα τα μέλη της οικίας του είχε την τύχη να μην του συμβεί καμιά αναποδιά, το ίδιο όπως κι ένας ευτυχής γεωργός που επιβλέπει ώστε όλη του η σπορά να είναι ήρεμη και καρποφόρα.
Και για κάθε έναν εκ των 3 υπάρχει κατηγορηματικά και ρητά μια διήγηση που συμβολίζει ένα διανόημα που δεν φαίνεται και που πρέπει να εξετάσουμε. Για παράδειγμα, συμβαίνει σε κάθε μαθητή που κατευθύνεται προς την επιστήμη να εγκαταλείπει την αμάθεια –και η αμάθεια έχει πολλές μορφές.
Για τον λόγον αυτό λέγεται πως ο πρώτος ήταν πολύτεκνος αλλά δεν εκτιμούσε πως κανένα από τα άλλα παιδιά του ήταν άξιο να αποκαλείται γιος του εκτός από ένα. Και ο μαθητής αποκηρύττει –κατά κάποιον τρόπο– τα απότοκα της αμάθειας και παραιτείται από αυτά επειδή είναι δυσμενή και εχθρικά προς αυτόν.
Διότι εκ φύσεως όλοι οι άνθρωποι (πριν ολοκληρωθεί μέσα μας η λογική σκέψη) βρισκόμαστε στο όριο μεταξύ κακίας και αρετής και δεν κλίνουμε προς καμιά κατεύθυνση. Όμως, επειδή ο νους (όταν βγάλει φτερά και διατρέξει όλην την ψυχή σε όλα της τα μέρη) δημιουργεί με την φαντασία του την εικόνα του καλού, ενδίδει σε αυτό κι ορμά πετώντας προς αυτό αφήνοντας πίσω του το κακό με το οποίο έχουν αδελφικούς δεσμούς και με το οποίο μαζί γεννήθηκαν –ενώ το κακό αυτό αποφεύγει αμεταστρέπτως την αντίθετην οδό.
Αυτό είναι που υπαινίσσεται όποιος λέει πως όταν γεννήσει 2 γιους δίδυμους κανείς έχει την εύνοια της φύσης, διότι κατ’ αρχάς σε όλους τους ανθρώπους από την πρώτη στιγμή που γεννιούνται η ψυχή κυοφορεί δίδυμους γιους –το κακό και το καλό, όπως είπα– και με την φαντασία της πλάθει εικόνες για το καθένα.
Όταν η ψυχή τύχει να έχει κληρονόμους μακάριους κι ευτυχισμένους, εμφανίζει μιαν ροπή προς το αγαθό με μιαν τόσο μεγάλην έλξη που ούτε ταλαντεύεται ποτέ προς την αντίθετη κατεύθυνση ούτε εμφανίζεται επαμφοτερίζουσα προς την κατεύθυνση της ισορροπίας. Και η ψυχή αυτή που της έτυχε ο λαχνός να έχει αγαθή φύση και αγαθή εκπαίδευση και, τρίτον, να έχει εξασκηθεί επιπλέον και με τις θεωρίες περί αρετής (τόσο που τίποτε από αυτά να μην είναι πλαδαρό λόγω επιπολαιότητας αλλά να είναι όλα συγκολλημένα και εντυπωμένα όπως τα νεύρα ενωμένα) αποκτά και υγεία και δύναμη και σε αυτά η αιδώς προσθέτει ωραίο χρώμα προσώπου, ευεξία και ομορφιά.
Και όταν αυτή η ψυχή γεμίσει ολοκληρωτικά από τις 3 καλύτερες αρετές –την φύση, την μάθηση και την άσκηση– και δεν αφήνει κανέναν κενό μέσα της για να εισέλθουν άλλες, τότε με σκοπό των βελτίωση των αρετών που βρίσκονται μέσα της γεννά τον τέλειο αριθμό, διπλές εξάδες τέκνων, είδωλο και ομοίωμα του ζωδιακού κύκλου.
Αυτός είναι ο καλότυχος, ο τέλειος και συνεκτικός οίκος (σύμφωνα με τις κατηγορηματικές και ρητές Γραφές και τις καθ’ υπόνοιαν αλληγορικές διηγήσεις) που έλαβε ως ανταμοιβή –όπως είπα– την ηγεμονία επί των φυλών του έθνους. Και από αυτόν τον οίκο (που με τα χρόνια αυξήθηκε κατά πολύ μεγάλον αριθμό ανθρώπων) κτίστηκαν ευνομούμενες πολιτείες όπου διδάσκονται η σύνεση, η δικαιοσύνη και η αγιότητα και όπου με μεγαλοπρέπεια διερευνάται και η μεταλλαγή των υπολοίπων ειδών της αρετής.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———

Με εντυπωσιακόν τρόπο, λοιπόν, έχουν αναφερθεί τα έπαθλα που απονεμήθηκαν παλιότερα –δημοσίως και κατ’ ιδίαν– στους ενάρετους και θα μπορούσε κανείς με ακόμη πιο πλούσια και ζωηρά χρώματα να φανταστεί και αυτά που παραλείφθηκαν.
Στην συνέχεια, πρέπει να εξεταστούν με την σειρά τους πάλι και οι κολασμοί που ορίστηκαν για τους πονηρούς ανθρώπους αλλά με έναν γενικότερον τρόπο, επειδή δεν είναι η κατάλληλη ώρα να αναφερθούν και οι επιμέρους τιμωρίες. Κατ’ αρχάς, την στιγμή που ακόμα δεν είχε πολλαπλασιαστεί το γένος των ανθρώπων, αμέσως γεννήθηκε ένας αδελφοκτόνος.
Αυτός είναι το πρώτο βδέλυγμα, ο πρώτος που πρόσβαλε την καθαρή ακόμα γη με το ανήθικο μίασμα του ανθρώπινου αίματος, ο πρώτος που εμπόδισε την γη από το να βλασταίνει και να γεννά όλα τα είδη ζώων και φυτών και να θηλάζει όλα όσα με τον τοκετό έρχονταν με ευκολία στο φως, ο πρώτος που εξόπλισε την φθορά ενάντια στην γένεση και τον θάνατο κατά της ζωής και το πένθος αντί της χαράς και το κακό εναντίον του καλού. Ποιά ισάξια τιμωρία θα ήταν δυνατόν να υποστεί από την δικαιοσύνη αυτός που με μιαν του πράξη δεν παρέλειψε να κάνει τίποτε από εκείνα που είναι βίαια και ασεβή;
Θα ‘λεγε ίσως κανείς: αν του αφαιρείτο η ζωή. Αυτή η σκέψη αποτελεί συλλογισμό ενός ανθρώπου που δεν βλέπει το μεγάλο δικαστήριο. Διότι οι άνθρωποι νομίζουν ότι το έσχατο όριο των ποινών είναι ο θάνατος ενώ για το δικαστήριο του Θεού ο θάνατος είναι μόλις η αρχή.
Επειδή, λοιπόν, η πράξη αυτή ήταν καινοφανής, έπρεπε να βρεθεί και μια καινούργια τιμωρία για να επιβληθεί συγκεκριμένα σε αυτόν. Ποιά είναι, λοιπόν, αυτή;
Να ζει για πάντα ενώ ψυχορραγεί και να υπομένει έναν θάνατο –κατά κάποιον τρόπο– αθάνατο και ατελεύτητο.
Διότι υπάρχουν 2 είδη θανάτου –το ένα, να ξεψυχάς (κάτι το οποίο είναι θετικό ή αδιάφορο) και το δεύτερο, να ψυχορραγείς (κάτι το οποίο είναι οπωσδήποτε κακό και μάλιστα, για όσον πιο πολύ χρόνο, τόσο πιο βαρύ).
Κοίτα, λοιπόν, πώς ο θάνατος διαιωνίζεται σε αυτόν.
Καθώς στην ψυχή υπάρχουν 4 πάθη, 2 που αφορούν το καλό τώρα ή στο μέλλον –η ηδονή και η επιθυμία– και 2 που αφορούν το κακό το παρόν ή το προσδοκώμενο –η λύπη και ο φόβος– ο Θεός έκοψε σύρριζα το ζεύγος του καλού ώστε να μην τύχει ποτέ να δοκιμάσει ή να επιθυμήσει κάτι γλυκό ενώ του εμφύτευσε μόνο την ρίζα του κακού ώστε να αισθάνεται πραγματική λύπη και ακραιφνήν φόβο χωρίς αυτά να αναμειγνύονται με την ευθυμία.
Διότι λέγεται πως ο Θεός καταράστηκε για πάντα τον αδελφοκτόνο με το ανάθεμα «ΣΤΕΝΕΙΝ ΚΑΙ ΤΡΕΜΕΙΝ» και έθεσε πάνω του ένα σημάδι για να μην τον σκοτώνει κανείς: ώστε να μην πεθάνει μιαν φορά αλλά να ζει ανά τους αιώνες– όπως είπα– ψυχορραγώντας με οδύνη που’ ταν τρομερή και με αδιάκοπες συμφορές και δεινά καθώς και (αυτό είναι το πιο δυσάρεστο από όλα) να αισθάνεται ο ίδιος την κακία του και να νοιώθει στα χέρια του το φορτίο των πράξεών του και ενώ προβλέπει την εξέλιξη των μελλοντικών κακών που τον περιμένουν να μην μπορεί να προφυλαχθεί διότι του αφαιρέθηκε η ελπίδα –η ελπίδα που ο Θεός την διέσπειρε στο γένος των ανθρώπων ώστε αυτοί οι οποίοι κάνουν πράξεις που είναι ιάσιμες να έχουν ως εκ της φύσεώς του μιαν παρηγόρια ώστε να ελαφρύνονται από τον πόνο τους.
Όπως, λοιπόν, για εκείνον που τον αρπάζει ένας χείμαρρος μπορεί να είναι φοβερό το κοντινό του ρεύμα το οποίο τον παρασέρνει αλλά είναι πιο φοβερό το ρεύμα που έρχεται από ψηλά και το οποίο τον απωθεί με βία επίμονα και ακατάπαυστα αλλά και τον κατακλύζει καθώς σηκώνεται μετέωρο από πάνω του, κατά τον ίδιον τρόπο και τα ανίατα κακά είναι φοβερά για τα χέρια αλλά πολύ πιο τρομερή είναι η οδύνη που απορρέει από τον φόβο –διότι ο φόβος προκαλεί τον πόνο όπως ένας χείμαρρος.
Αυτές είναι, λοιπόν, οι τιμωρίες που ορίστηκαν κατά του πρώτου ανθρώπου που έγινε αδελφοκτόνος αλλά υπάρχουν και άλλες ποινές που ορίστηκαν για τους οίκους εκείνους που συνέθεταν κοινοπραξία αμαρτημάτων.
Υπήρχε η τάξη των νεωκόρων και των ιερόδουλων που είχαν οριστεί ως φύλακες της πύλης των ναών. Αυτοί –διαπνεόμενοι από άλογο φρόνημα– επαναστάτησαν κατά των ιερέων, οι οποίοι ήθελαν να σφετεριστούν τις τιμές που ανήκαν σε εκείνους.
Έχρισαν ως αρχηγό της στάσης αυτής τον πιο ηλικιωμένο (ο οποίος και πρότεινε μαζί με λίγους ακόμα απελπισμένους το απονεννοημένο αυτό τόλμημα) και, αφού παράτησαν τα προπύλαια και τα προκεχωρημένα φυλάκια, εισήλθαν στα άδυτα για να πάρουν την θέση εκείνων που ήθελαν να είναι ιεράρχες με την βοήθεια των χρησμών.
Όπως ήταν φυσικό, ταραχή κατέλαβε όλην την πόλη διότι κουνιώνταν τα αμετακίνητα, επιτελούνταν παρασπονδίες κατά των νόμων και επειδή ο κόσμος γύρω από τα ιερά οδηγούνταν σε σύγχυση λόγω της τρομερής αταξίας που υπήρχε– γι’ αυτά αγανακτούσε και ο επιστάτης και προστάτης του έθνους. Και πρώτα-πρώτα, χρησιμοποιώντας χωρίς οργή πιο βαρειά και δύσθυμα εκφραστικά μέσα (διότι εκ φύσεως δεν οργιζόταν ποτέ), έκανε απόπειρες με τους λόγους του να τους επιπλήξει ώστε να μεταβάλουν γνώμη και να μην υπερβούν τα όρια της τάξης ούτε και να εισάγουν νεωτερισμούς στα άγια και καθιερωμένα από τα οποία κρέμονταν οι ελπίδες του έθνους. Ακόμα, όμως, κι αν τίποτε δεν κατάφερε επειδή εκκώφευαν σε όλα του τα λόγια (νομίζοντας ότι είχε υποχωρήσει στο πάθος του για την φιλία των οικείων του καθώς είχε κάνει αρχιερέα τον αδελφό του και είχε εγχειρίσει το αξίωμα της ιερωσύνης στα ανήψια του) ωστόσο, δεν την θεωρούσε αυτήν τρομερή –που’ ταν τρομερή– αξίωση αλλά θεωρούσε ως πολύ πιο δυσάρεστη εξέλιξη μήπως και φανεί σωστό και στους μορφωμένους λόγιους κι αυτοί να οδηγηθούν σε παράλογες ενέργειες όπως η αίρεση των νεωκόρων και των ιερόδουλων.

Περί ευχής και ευλογιών
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μια ξεκάθαρη μαρτυρία γι’ αυτό καταγράφεται επί των ιερών Γραφών.
Ιδού πρώτα οι ευχές του Μωϋσή, τις οποίες ο ίδιος το σύνηθες ονομάζει «ευλογίες».
Λέει πως αν φυλάτε τις εντολές του Θεού έχοντας γίνει ευπειθείς στις προσταγές του και δεν καταδέχεστε μόνο να ακούτε τις εντολές του αλλά τις εκτελείτε έμπρακτα στην ζωή σας, ως πρώτη δωρεά θα λάβετε την νίκη κατά των εχθρών σας.
Διότι οι προσταγές του Θεού δεν είναι πιο υπέρμετρες και πιο βαρειές από την δύναμη αυτών που θα τις υποστούν ούτε και το καλό βρίσκεται μακριά, πέρα από την θάλασσα ή την άκρη της γης σαν να έπρεπε να αποδημήσετε για πολλά χρόνια και να υποστείτε πολύν κάματο ούτε και έτσι ξαφνικά έφυγε το καλό από την γην αυτή για να σταλεί στον ουρανό –έτσι ώστε μπορεί κανείς με λίγη προσπάθεια (αν ανασηκωθεί, αιωρηθεί και πετάξει) να το φτάσει. Διότι το καλό βρίσκεται πλάϊ μας και πολύ κοντά μας, εντοπίζεται στα 3 μέλη του σώματος καθενός από εμάς «ΣΤΟΜΑΤΙ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΡΣΙ» ή –για να το πούμε πιο μεταφορικά– στον λόγο, στην διάνοια και στις πράξεις. Διότι αν ισχύει ότι ανάλογα με την βούληση είναι και τα λόγια και ανάλογες με τα λόγια είναι και οι πράξεις και αν αυτά έπονται το ένα του άλλου και είναι αλληλένδετα με τους ακατάλυτους δεσμούς της αρμονίας, τότε καλά κρατεί η ευτυχία –τουτέστιν, η αδιάψευστη σοφία και η σύνεση (η σοφία με σκοπό την λατρεία του Θεού και η σύνεση με σκοπό την διοίκηση της ανθρώπινης ζωής).
Έως τώρα έχουν αναφερθεί μόνο τα παραγγέλματα των νόμων που τυχαίνει να έχουν ελάχιστη ή καμίαν αποδοχή.
Εάν, όμως, προστεθούν και τα έργα που ακολουθούν και έπονται αυτών των εντολών σε κάθε επιτηδευμένην ασχολία της ζωής, τότε θα λάμψουν περίλαμπρα με δόξα και υστεροφημία λες και έφεραν το φως μέσα από το βαθύ και ζοφερό σκότος.
Διότι ποιός ακόμα και από αυτούς που εκ φύσεως έχουν κακό και βάσκανο μάτι δεν θα παραδεχόταν ότι σοφό –και άρα πιο επιστημονικό– είναι μόνο το γένος αυτό που εξελισσόμενο δεν άφησε καινές και έρημες τις παραινέσεις του Θεού από τις οικείες πράξεις που τις συνοδεύουν αλλά εκπλήρωσε τα λόγια και με επαινετά έργα;
Διότι αυτό το γένος δεν μένει μακριά από τον Θεό, στην φαντασία του κατοικούν πάντοτε τα αιθέρια κάλλη και ποδηγετείται από τον ουράνιον έρωτα έτσι ώστε ακόμα κι αν ρώταγε κανείς ποιό έθνος είναι σπουδαίο, προσφυέστατα θα απάνταγε κανείς: Αυτό το έθνος στο οποίο ο Θεός καθίσταται ακροατής των πιο ιεροπρεπών ευχολογίων και στο οποίο τον προσεγγίζουν με παρακλήσεις που έχουν καθαρή την συνείδηση.
Ύστερα υπάρχουν 2 είδη εχθρότητας –το μίσος των ανθρώπων το οποίο χρησιμοποιείται με επιτήδευση και προκαλείται από την πλεονεξία και η αγριάδα των θηρίων που ασκείται άνευ επιτηδεύσεως και προκαλείται από την φυσικήν αλλοτρίωση– στα οποία πρέπει να γίνει αναφορά ξεχωριστά για το καθένα.
Και προηγείται, βέβαια, αυτό που αφορά τους κυνηγούς που από την φύση τους είναι εχθρικοί.
Διότι αυτών το μίσος δεν στρέφεται κατά μιας πόλεως ή ενός έθνους αλλά η εχθρότητά τους στρέφεται ενάντια σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και όχι μόνο για ένα ορισμένο διάστημα χρόνου αλλά επ’ αόριστον και κατά τρόπον απερίγραπτον εις τον αιώνα.
Από αυτούς, όσοι φοβούνται τον άνθρωπο ως κυρίαρχο στέκουν σούζα μπροστά του με ένα κακόβουλο μίσος και όσοι είναι τολμηροί και με μεγαλύτερο θράσος καιροφυλακτούν ώστε να επιτεθούν πρώτοι –και αν είναι πιο ασθενείς επιτυγχάνουν τον σκοπό τους λόγω της ενέδρας που έστησαν ενώ αν είναι δυνατότεροι πετυχαίνουν τον σκοπό τους είναι φανερό πώς.
Διότι αυτός είναι ένας πόλεμος αδιάλλακτος και ακύρυχτος, όπως αυτός των λύκων κατά των αρνιών και όπως αυτός όλων των θηρίων, αμφίβιων και χερσαίων, προς όλους τους ανθρώπους.
Από αυτούς που κανένας θνητός δεν μπορεί να τους αφαιρέσει την ζωή, μόνον ο Αγέννητος μπορεί να τους αφαιρέσει την ζωή όταν κρίνει ότι κάποιοι είναι άξιοι για την σωτηρία και φιλειρηνικοί ως προς το ήθος και τον χαρακτήρα καθώς και ότι ασπάζονται την ομόνοια και την κοινωνικότητα, αυτούς στους οποίους ο φθόνος ή συνολικά δεν εισήλθε ποτέ ή αποχώρησε αμέσως επειδή έχουν συμπεράνει ότι πρέπει να καταθέτουν τα προσωπικά τους αγαθά σε δημόσια θέα με τον σκοπό της κοινής μετουσίωσης και απόλαυσης.
Μακάρι κάποτε να μπορούσαμε να δούμε τον καιρό εκείνο που τ’ ατίθασα θηρία θα επικαλεστούν την Θεία Χάρη και μακάρι αυτό το καλό να έλαμπε πάνω από τα κεφάλια μας. Πολύ πρωτύτερα, όμως, θα τιθασευτούν τα θηρία στην ψυχή και από αυτό δεν είναι δυνατόν να βρεθεί μεγαλύτερο καλό.
Ή δεν είναι αφελές να νομίζει κανείς ότι θα διαφύγουμε από τις βλάβες που μας προκαλούν τα έξω θηρία όταν διαρκώς καθιστούμε τρομερά πιο άγρια τα θηρία μέσα μας;
Εξ ου και συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να απελπιζόμαστε γιατί όταν εξημερωθούν τα θηρία της διάνοιας τότε θα εξημερωθούν και τα ζώα.
Μου φαίνεται πως τότε θα μεταστραφούν από την μοναξιά και την μοναχικότητά τους προς την κοινωνικότητα και οι αρκούδες και τα λιοντάρια και οι λεοπαρδάλεις –ακόμα και αυτά τα ζώα που βρίσκονται στην Ινδία, οι ελέφαντες και οι τίγρεις –και όσα άλλα είναι αήττητα ως προς την ρώμη και την δύναμη κι έτσι, με την μίμηση, θα εξημερωθούν σιγά-σιγά και τα ζώα στις αγέλες και δεν θα ερεθίζονται όπως πρώτα με την θέα του αλλά θα μένουν κατάπληκτα από την φαντασίαν του ανθρώπου και θα τον σέβονται ευλαβικά ως άρχοντα και εκ φύσεως κυρίαρχο ενώ μερικά λόγω της υπερβολικής τους ζήλειας για την Θεία Χάρη και την αγάπη του Θεού που απολαμβάνει το ζώο-άνθρωπος θα πλησιάζουν προς αυτόν (όπως και τα σκυλάκια Μάλτας που κουνούν με χάρη τις ουρές τους) με ακόμα πιο φαιδρές κινήσεις. Τότε και τα γένη των σκορπιών και των όφεων και των άλλων ερπετών άδικα θα φέρουν το δηλητήριο. Κι ο ποταμός της Αιγύπτου φέρει πλάϊ στους κατοίκους της χώρας ανθρωποφάγα ζώα, τους λεγόμενους κροκόδειλους και ιπποπόταμους ενώ και τα πελάγη φέρουν εκατομμύρια είδη πιο άγριων ζώων.
Μεταξύ όλων αυτών, ιερό και απαραβίαστο θα μπορούσε να γίνει το πιο σπουδαίο ζώο, ο άνθρωπος, αν τιμούσε την αρετή του Θεού και την δόξαζε προσφέροντάς του ως ανταπόδοση την παραίτηση από κάθε επιβουλή.
Έτσι θα καταλυθεί ο πόλεμος που είναι πιο παλιός και προγενέστερος από τον χρόνο και από την φύση όταν εξημερωθούν και τιθασευτούν τα θηρία ενώ, ως προς το πιο νέο δημιούργημα, πολύ εύκολα θα λυθεί και το ζήτημα εκείνου που χρησιμοποιεί λόγω πλεονεξίας την επιτήδευση διότι –μου φαίνεται– οι άνθρωποι δεν θα φανούν αδυσώπητοι αν πρόκειται να θεωρηθούν πιο άγριοι και από τα άλογα ζώα όταν θα έχουν ήδη αποφύγει τις ζημίες και τις βλάβες που προέρχονται από αυτά.
Διότι θα αποτελεί όνειδος, φυσικά, για αυτούς εάν μεταστρεφόμενα προς την ειρήνη τα δηλητηριώδη και ανθρωποφάγα και ακοινώνητα ζώα γίνουν διαλλακτικά απέναντί τους ενώ το εκ φύσεως ήμερο ζώο –ο άνθρωπος– που είναι συγγενής με την κοινωνικότητα και την ομόνοια φανεί αδιάλλακτος και φονεύει τους ομοίους του.
Όπως λέει ο Μωϋσής, όμως:
Είτε τότε δεν θα διέλθει ο πόλεμος από την χώρα των ευσεβών αλλά θα καταρρεύσει και θα συντριβεί ο ίδιος ο πόλεμος από μόνος του όταν αισθανθεί έναντι ποίων αντιπάλων θα διεξαχθεί η μάχη, αυτών που κάνουν χρήση της ασυναγώνιστης συμμαχίας του δικαίου –διότι είναι μεγαλοπρεπής και περιβάλλεται από σεμνότητα η αρετή και μπορεί (όταν μένει μόνη και σιωπηλή μέσα στην ησυχία) να εξευμενίζει τις παραφορές των μεγάλων κακών.
Είτε κάποιοι (απαρηγόρητοι λόγω της σφοδρής τους επιθυμίας για πόλεμο) που προχωρούν μέσα στην παραφορά τους με ακάθεκτη ορμή μέχρι κει μόνο θα φτάσουν, στο να αποθρασυνθούν και να καταληφθούν από αλαζονεία –διότι, επειδή δεν μπορούν να νικήσουν, όταν φτάσουν να εμπλακούν σε αγώνα επικράτησης με γυμνά χέρια θα αισθανθούν ότι κενό καύχημα καυχήθηκαν και (λόγω της αντιβίας που τους ασκήθηκε με ισχυρότερην ένταση) θα φύγουν πάρα πολύ γρήγορα –κυνηγημένοι εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτούς από 5 και 100 ανθρώπους αντιστοίχως– από πολλές οδούς έναντι μιας οδού την οποίαν επιχείρησαν να παραβιάσουν. Μερικοί, μάλιστα, δίχως να τους καταδιώκει κανείς εκτός από τον φόβο, στρέφουν τα νώτα προς τους αντιπάλους εκθέτωντάς τα σε εύστοχες βολές που έχουν καλό σκοπό λες και θα περάσουν καλά όταν όλοι πέσουν ανάσκελα κάτω.
Λέει ο χρησμός «ΕΞΕΛΕΥΣΕΤΑΙ ΓΑΡ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» που θα χειραγωγήσει έθνη μεγάλα και με μεγάλον πληθυσμό πολεμώντας με τον στρατό του διότι ο Θεός του απέστειλε επικουρικά τις εφεδρείες που αρμόζουν στους αγίους και αυτές οι εφεδρείες είναι το τολμηρό θράσος στις ψυχές και η ισχυρή ρώμη στα σώματα –το κάθε ένα εκ των οποίων κι αν ακόμα είναι τρομερό για τους εχθρούς, αν ωστόσο συνευρεθούν μαζί, τότε γίνονται και παντελώς ανυπόστατα.
Και ο χρησμός λέει, ακόμη, πως μερικοί από τους εχθρούς είναι ανάξιοι να ηττηθούν από τους ανθρώπους και γι’ αυτό, προκειμένου να υποστούν τον πιο ταπεινωτικόν όλεθρο, θα τους αντιταχθούν σμήνη από σφήκες που θα πολεμούν στην πρώτη γραμμή των αγίων.
Και οι άγιοι στον πόλεμο όχι μόνο θα καταγάγουν (αναίμακτα, βεβαίως) την νίκη αλλά θα κερδίσουν και την ασυναγώνιστη επικράτηση επί της εξουσίας επ’ ωφελεία των υπηκόων τους –την εξουσία που πηγάζει από την ευνοιοκρατία ή τον φόβο ή την αιδώ. Διότι οι άγιοι εξασκούν με επιτήδευση τα 3 πράγματα –σεμνότητα και ικανότητα και ευεργεσία– που είναι πιο σημαντικά και συντείνουν προς μιαν ηγεμονία που δεν μπορεί να καταργηθεί ενώ από αυτά αποτελούνται και τα 3 προηγούμενα για τα οποία μιλήσαμε. Διότι η σεμνότητα κατασκευάζει την αιδώ, η ικανότητα τον φόβο και η ευεργεσία την ευνοιοκρατία και όταν αυτά αποτελέσουν ένα κράμα και προσαρμοστούν στην ψυχή –τότε καθιστούν τους υπηκόους πειθήνιους απέναντι στους εξουσιαστές.
Αυτά, λοιπόν, είναι τα πρώτα που λέει ο χρησμός πως θα συμβούν προς όσους ακολουθήσουν τον Θεό και θα τηρούν παντού και πάντοτε τις εντολές του και θα τα εφαρμόζουν ο καθένας στην ζωή του ώστε να μην πάθουν τίποτε από κανενός είδους ασθένεια.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ——
Και, δεύτερον, υπάρχει και ο πλούτος ο οποίος ακολουθεί αναγκαστικά όταν υπάρχει ειρήνη και εξουσία.
Ο απλούς πλούτος της φύσεως, όμως, είναι τροφή και καταφυγή και αυτό διότι η τροφή συντίθεται από άρτο και νάμα που αναβλύζει από τις πηγές των υδάτων και διαχέεται απανταχού της οικουμένης ενώ η καταφυγή έχει 2 είδη, αφενός τα άμφια και αφετέρου την οικία για να αποφύγει κανείς τις ζημίες που προκαλούνται από το κρύο και την θαλπωρή που ακολουθούν κατά πόδας ενώ το κάθε ένα από αυτά μπορεί πολύ εύκολα να το αποκτήσει κανείς –αν ήθελε βέβαια να εξαλείψει από την ζωή του την αδιάκριτη και περιττή πολυτέλεια.
Αυτοί που ζηλεύουν τον συγκεκριμένον πλούτο για τον οποίον γίνεται αναφορά και θα ασπαστούν τα δώρα της φύσεως –και όχι τα δώρα της κενής δοξασίας με τα οποία θα ασκούνταν στην ολιγάρκεια και στην εγκράτεια– θα αποκτήσουν κάτι παραπάνω από απλή περιουσία αλλά, επιπλέον, δίχως εξαιρετικήν επιτήδευση θα αποκτήσουν και τον πλούτον εκείνον που βρίσκεται στην τροφή της καλοπέρασης.
Διότι αυτός ο πλούτος (αφού θα έχει αποδράσει ευχαρίστως από τα συμπόσια των ακόλαστων και των υβριστών) είναι που θα αναπηδήσει πάνω από τα κεφάλια των πιο επιτήδειων και σεμνοπρεπών που γνωρίζουν επιστημονικώς να τον χρησιμοποιούν όπως αρμόζει –ώστε να μην ανταμοίβει αυτούς που ζουν βλάπτοντας τους πλησίον τους και παραβλέπει αυτούς που ζουν με σκοπό το κοινό όφελος.
Διότι υπάρχει ένα γνωμικό που λέει ότι σε αυτούς που φυλούν τις ιεροπρεπείς εντολές ο ουρανός θα υγρανθεί στην ώρα του από βροχές, η γη θα σηκωθεί με οίστρο για να φέρει κάθε είδους καρπούς (στην πεδιάδα σπαρτά και στα υψώματα μπουμπούκια στις άκρες των βαλανιδιών) και ότι δεν θα υπάρξει χρόνος που θα μείνει άδεις από ευεργεσίες αλλά με τις συνεχείς και αλλεπάλληλες Χάριτες του Θεού «θα τρυγηθούν τα άσπαρτα και ο τρύγος θα πιάσει σπόρο» έτσι ώστε ανελλιπώς και αδιάκοπα στις πεδιάδες να γίνεται η τρύγος και τα υψώματα να ελπίζουν ότι θα τρυγηθούν κι αυτά καθώς οι αρχές των υψωμάτων και τα άκρα των πεδιάδων θα καιροφυλακτούν εκατέρωθεν μεταξύ τους με σκοπό, περνώντας τα πρώτα από τα δεύτερα, να συνάπτουν μαζί έναν κύκλο –κατά κάποιον τρόπο– και να αποτελούν έναν χορό από τον οποίον δεν απουσιάζει κανέναν αγαθό.
Διότι το πλήθος των καρπών που θα παραχθούν θα επαρκέσει τόσο για την άμεση χρήση και απόλαυση αλλά και για την μελλοντικήν απόκτησην άφθονης περιουσίας καθώς οι νέοι θα ακμάζουν έναντι των ωριμότερων καρπών και θα αναπληρώνουν την δικήν τους ανικανότητα. Και μερικές φορές θα είναι κατειλημμένοι από τόσο ανείπωτη ευφορία που κανείς απολύτως δεν θα φροντίσει για την συγκομιδή των ωριμότερων αλλά θα τους αφήσουν σε ελεύθερη χρήση –δίχως να τους αποταμιεύσουν και δίχως να τους μαζέψουν– για να τους απολαύσουν εκείνοι που το θέλουν.
Διότι αυτοί –των οποίων ο αληθινός τους πλούτος βρίσκεται απλωμένος στον ουρανό επειδή ασκήθηκε με σοφία και αγιότητα– αποκτούν και την περιουσία του πλούτου των χρημάτων επί της γης καθώς τα ταμεία πάντοτε πληρώνονται μέσω της πρόνοιας και της επιμέλειας του Θεού επειδή οι ορμές της διάνοιας και των χεριών δεν εμποδίζονται από την επίτευξη των πραγμάτων τα οποία αυτοί ανέκαθεν σπουδάζουν.
Εκείνοι, όμως, που δεν τους έλαχε ο κλήρος να έχουν αποκτήσει την επουράνιο περιουσία λόγω της ασέβειας και της αδικίας τους είναι φυσικό να μην ευοδώνονται και οι προσπάθειές τους για την απόκτηση και των αγαθών επί της γης –αλλά κι αν ακόμα συμβεί αυτό, πολύ γρήγορα αναπηδά πάλι και φεύγει επειδή αυτή η εξουσία δεν δόθηκε για να ωφελούνται αυτοί που την λαμβάνουν αλλά προκειμένου να επιβαρύνει περισσότερο την πλήξη τους, η οποία αναγκαστικά έπεται της στερήσεως.
Λέει, λοιπόν, ο χρησμός πως αυτό που τώρα παθαίνεις, λόγω της υπερβολικής ευφορίας και αφθονίας, θα το κάνεις τότε εσύ.
Διότι τώρα, επειδή δεν δείχνεις αιδώ ούτε απέναντι στους νόμους ούτε απέναντι στα έθιμα της πατρίδας σου αλλά δείχνεσαι υπερβολικά παράλογος σε όλα, στερείσαι τα αναγκαία για την διαβίωση και αναγκάζεσαι να υπηρετείς και να κάθεσαι έξω από τα σπίτια των δανειστών και των τοκογλύφων για να σε δανείσουν με μεγάλο επιτόκιο.
Όμως, ο χρησμός λέει –όπως είπα– πως τότε εσύ θα πράξεις ακριβώς τα αντίθετα.
Διότι λόγω της άφθονης περιουσίας σου εσύ ο ίδιος θα δανείζεις άλλους –και μάλιστα όχι λίγα ούτε σε λίγους– αλλά πολλά σε πολλούς, σε όλα τα έθνη γιατί η ευτυχία θα σε συνοδεύει σε όλες τις υποθέσεις σου και στην πόλη σου και στην χώρα σου (στα ζητήματα σχετικά με την πόλη μέσω της εξουσίας, των τιμών και της καλής σου υπόληψης λόγω της ευθυδικίας και της ορθοφροσύνης που θα σε διακρίνει, στα αγροτικά θέματα μέσω της ευφορίας και των απαραιτήτων για την ζωή όπως είναι το σιτάρι, το κρασί, το λάδι και μέσω όσων συντείνουν σε μια ζωή καλοπέραση(ς) –κι αυτά είναι τα αμύθητα είδη των μπουμπουκιών στις άκρες των βαλανιδιών– και, ακόμα, μέσω της καρπερότητας στα βόδια, τις γίδες και τα άλλα θρεφτάρια.
Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει, ωστόσο, τί όφελος έχουν αυτά για εκείνον που δεν πρόκειται να αφήσει πίσω τους κληρονόμους και διαδόχους!
Για τον λόγον αυτό, λοιπόν, λέει ο χρησμός επισφραγίζοντας τα ευεργετήματα: «Κανένας δεν θα γεννηθεί άκαρπος και καμία δεν θα γεννηθεί στείρα αλλά όλοι οι γνήσιοι υπηρέτες του Θεού θα εκπληρώσουν τον νόμο της φύσεως για την τεκνογονία και οι άνδρες θα γίνουν πατέρες και μάλιστα θα είναι πατέρες με πολλά και καλά τέκνα και οι γυναίκες θα γίνουν μητέρες και μάλιστα μητέρες με πολλά και καλά τέκνα ώστε κάθε οικογένεια να είναι πλήρης πολλών συγγενών για να μην λείπει από αυτήν κανένα μέλος ή όνομα από όσα αποδίδονται σε όλους τους πρέποντες εξ αίματος και στους προγενέστερους (γονείς, θείους, παππούδες) και, πάλι με όμοιον τρόπο, στους μεταγενέστερους (γιους, αδέλφια, ανήψια από τον αδελφό, εγγόνια, ανήψια από την αδελφή, ξαδέρφια, δεύτερα ξαδέρφια) και κανείς εξ όσων συμμορφώνονται με τους νόμους δεν θα πεθάνει νέος ούτε πριν την ώρα του ούτε θα στερηθεί κάποιο από τα ηλικιακά στάδια που διένειμε ο Θεός στο γένος των ανθρώπων αλλά, αντιθέτως, όποιος ζει στο πλευρό της αλήθειας θα ανέβει από βρέφος συνεχώς προς τα πάνω τα χρόνια κάθε ηλικίας όπως τα σκαλοπάτια και συμπληρώνοντας τους αριθμούς που έχουν οριστεί για τις αντίστοιχες περιόδους, θα γεράσει καλά, θα αφήσει στην θέση του πολλά και καλά παιδιά στην οικογένειά του και θα φθάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι που συνορεύει με τον θάνατο –ή, μάλλον, με την αθανασία.
Αυτό είναι που εννοούσε ο χρησμός όταν έλεγε: «ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟΝ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΣΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΕΙΣ» και πολύ ορθώς και προσφυέστατα συνάμα έκανε χρήση των κυρίων ονομάτων «αριθμός» και «ημέρα».
Διότι –όπως λέγεται– οι αμαθείς και αυτοί που δεν τηρούν τους νόμους δεν βρίσκονται «ΟΥΤ’ ΕΝ ΛΟΓΩ ΟΥΤ’ ΕΝ ΑΡΙΘΜΩ» ενώ αυτός που μεταστρέφεται υπέρ της εκμάθησης και υπέρ των ιερών νόμων μεταλαμβάνει της πρώτης Χάριτος επειδή φάνηκε λογικός και δοκιμασμένος –και η πρώτη Χάρις είναι ότι του πέφτει το λαχείο της τάξεως και του «αριθμού». Υπερευφυέστατη είναι και η αναφορά στην αναπλήρωση όχι μηνών ή ετών αλλά «ημερών» επειδή κάθε ημέρα του σπουδαίου αυτού ανθρώπου πρέπει να μην περνά έρημη και κενή οπότε θα εισχωρούν μέσα της αμαρτήματα αλλά όλα της τα μέρη και τα διαστήματα να αναπληρώνονται από την καλοκαγαθία –διότι η αρετή και το καλό δεν κρίνονται από την ποσότητα αλλά από την ποιότητα.
Εξ ου και ο χρησμός θεώρησε ότι έστω και μια ημέρα αν σηκώσει το κεφάλι ένας τέτοιος σπουδαίος άνθρωπος στην ζωή του, η ημέρα είναι ισότιμη με ολόκληρη την ζωή ενός σοφού.
Αυτό είναι που υπαινίσσεται και σε άλλα σημεία ο χρησμός όταν φάσκει περί του ότι θα γίνει άξιος να λάβει ευλογία αυτός ο άνθρωπος και όταν εισέρχεται και όταν εξέρχεται. Διότι είναι άξιος επαίνου ο άνθρωπος που αποδεικνύεται σπουδαίος σε όλες τις κινήσεις και σε όλες της σχέσεις όπου είναι συμφέρον να σηκώνει κεφάλι –και μέσα και έξω, δηλαδή στα εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα (στα εσωτερικά διότι πρέπει να σηκώνει κεφάλι από οικονομικής πλευράς και στα εξωτερικά διότι πρέπει να σηκώνει κεφάλι από πολιτικής πλευράς).
Αν, λοιπόν, τυχαίνει να βρίσκεται σε μιαν πόλη ένας τέτοιος άνδρας αυτός θα αρθεί υπεράνω όλης της πόλης, εάν σε μια χώρα τυχαίνει να βρίσκεται μια τέτοια πόλη αυτή η πόλη θα αρθεί υπεράνω της περιφέρειας της χώρας –κι αν τύχει ένα έθνος, τότε θα επιβεί υπεράνω όλων των εθνών όπως σηκώνεται το κεφάλι στο σώμα αυτού του άνδρα (όχι για χάρη της περηφάνειας ούτε για χάρη της διαφήμισης αλλά μάλλον επ’ ωφελεία αυτών που έχουν όραση).
Διότι οι συνεχείς φαντασιώσεις των καλών παραδειγμάτων εγχαράσσουν παραπλήσιες εικόνες στις ψυχές που δεν είναι πολύ σκληρές και άκαμπτες.
Για τον λόγον αυτόν, επομένως, λέγεται προς όσους θέλουν να μιμηθούν τα σπουδαία και θαυμαστά κάλλη να μην απογοητεύονται όταν δεν επιτυγχάνουν την βελτίωση προς το καλύτερο ούτε όταν δεν επανέρχονται στην οδό της αρετής και της σοφίας επειδή βρίσκονται διεσπαρμένοι ψυχικά εξαιτίας της κακίας –διότι όταν εξιλεώνει ο Θεός, τότε όλα εξευμενίζονται.
Και ο Θεός εξιλεώνει αυτούς που δείχνουν αιδώ ενώ πριν ήταν ασυγκράτητοι, εισέρχονται στους κόλπους της εγκράτειας, κακίζουν την ένοχη ζωή τους βδελύσσονται όσα αισχρά είδωλα είχαν μαζέψει στην ψυχή τους, γίνονται ζηλωτές των ηθών της καλοπέρασης και επιδιώκουν στην ζωή τους να έχουν γαλήνη και ειρήνη.
Όπως ο Θεός θα μπορούσε με ένα παράγγελμα πολύ εύκολα, ραδίως, από τα πέρατα της γης να συναγάγει σε όποιον τόπο ήθελε τους ανθρώπους που έχουν μεταναστεύσει στις εσχατιές του κόσμου, έτσι ο Σωτήρας θα μπορούσε να βγάλει από το αδιέξοδο και την διάνοια, η οποία λόγω της πολύχρονης αλητείας περιπλανήθηκε παντού και υπέστη κακουχίες, για χάρη αυτών των 2 αξιότιμων κυριών (της Ηδονής και της Επιθυμίας), για να την οδηγήσει προς την ανάμνηση μιας οδού όπου εύκολα –αφού μάθει– μπορεί να βγάλει φτερά και να πετάξει φεύγοντας αμεταστρέπτως από την εξορία σε μιαν φυγή όχι από αυτές που λέγονται επονείδιστες αλλά από αυτές που είναι σωτήριες και που δεν θα έσφαλλε κανείς αν την χαρακτήριζε καλύτερη σε σχέση με μια κάθοδο.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Αναφέρθηκαν τα αγαθά που προκύπτουν από έξω –νίκες κατά εχθρών, επικρατήσεις στους πολέμους, διαβεβαιώσεις ειρήνης και εξασφάλιση των περιουσιακών αγαθών που προκύπτουν από την ειρήνη, πλούτη, τιμές και εξουσίες– καθώς και τα εγκώμια που συνοδεύουν όσους ευημερούν και οι οποίοι είναι αυτοί που επαινούνται από όλα τα στόματα φίλων και εχθρών (άλλων επειδή τους φοβούνται και άλλων επειδή θέλουν την εύνοιά τους).
Πρέπει, όμως να αναφερθούν και τα αγαθά που είναι πιο οικεία σε αυτούς, τα αγαθά ως προς το σώμα.
Λέει ο χρησμός πως θα κερδίσουν το αγαθό να μην αρρωσταίνουν ποτέ από νόσους αυτοί που καταπονούνται χάριν της αρετής και θέτουν ενώπιόν τους τους ιερούς νόμους ως κυριάρχους των λόγων και των έργων της ζωής τους –ιδιαιτέρως και δημοσίως.
Και πως αν τους προκαλούνταν κάποια ασθένεια, αυτό δεν γινόταν προκειμένου να υποστούν δεινά αλλά ώστε –μέσω της εξαφάνισης του υπερβολικά αλαζονικού φρονήματος και της βελτίωσης των ηθών– να λάβει υπενθύμιση ο θνητός ότι είναι θνητός.
Και την υγεία θα την ακολουθήσει και η ευαισθησία και η ολοκλήρωση και τελειότητα σε όλα τα μέρη του σώματος ώστε ο καθένας να προσφέρει δίχως κωλύμματα τις υπηρεσίες για τις οποίες γεννήθηκε.
Διότι ο Θεός χάρισε στους σπουδαίους ως βραβείο το δικαίωμα σε μιαν οικία καλά οικοδομημένη και συναρμοσμένη από τα θεμέλια έως την στέγη –και η πλέον έμφυτη εκ γενετής οικία της ψυχής είναι το σώμα– ώστε να έχουν τα πολλά αναγκαία και χρήσιμα αγαθά της ζωής.
Και, κυρίως, το χάρισε για να υπάρξει μια κάθαρση με τέλεια καθάρσια αυτής ακριβώς εδώ συγκεκριμένα της διάνοιας των σπουδαίων.
Και αυτόν τον νου του Μωϋσή –που έγινε μύστης των θείων τελετών και περιπολεί τον κόσμο μαζί με τον χορό και τις περιφορές των ουρανίων σωμάτων– τον δόξασε ο Θεός αποτίωντάς του ως τιμή την ηρεμία, θέλοντας να τον αφήσει απερίσπαστο ώστε να μην έλκεται και να μην επηρεάζεται από κανένα πάθος που γεννούν οι ανάγκες του σώματος όταν του επιτίθενται κατά πλεονεξία σε σύγκριση με τα πάθη της δυναστείας του.
Και τον κατασκεύασε –για την περίπτωση που κάτι τον έψυχε ή τον έκαιγε ολόγυρα– αντιστοίχως διεστραμμένο και αιχμηρό ή (για την αντίθετη περίπτωση) ροώδη. Και, με όλα αυτά, αδυνατεί ο νους να ευθυγραμμιστεί με την πορεία της –κατ’ αυτόν– ζωής του (όταν, όμως, ο νους αυτός κατοικεί σε ένα υγιές σώμα θα επιλεγεί για να έχει μακάρια και ευτυχισμένη ζωή διότι θα ενδιατρίψει με πολλή άνεση και θα διαπαιδαγωγηθεί σχολαστικά από τα θεωρήματα της σοφίας).
Αυτός είναο ο νους που γλέντησε ασυγκράτητα με την ευεργετική δύναμη του Θεού και γεύθηκε τα ιερά λόγια και δόγματα. Είναι αυτός μέσα στον οποίο –όπως λέει ο προφήτης– «εμπεριπατεί» ο Θεός όπως σε ένα βασιλικό παλάτι (διότι πράγματι η διάνοια του σοφού είναι παλάτι και οίκος του Θεού). Αυτός είναι ο νους στον οποίον Θεός καλείται ιδίως ο Θεός των συμπάντων και όπου εκλεκτός λαός καλείται και πάλι αυτός που δεν έχει εκλεγεί από επί μέρους άρχοντες αλλά έχει εκλεγεί από τον έναν και μοναδικόν αληθινόν άρχοντα –επειδή είναι άγιος εκλεγμένος από Άγιο.
Αυτός είναι ο λαός που πριν λίγο ήταν υποτελής σε πολλές ηδονές, σε πολλές επιθυμίες, σε χιλιάδες ανάγκες που ξυπνούν τα αίσχη και οι επιθυμίες αλλά ο Θεός συνέτριψε τα φαύλα δεσμά της δουλείας και τον οδήγησε στην ελευθερία.
Αυτός είναι ο λαός που έτυχε μιας ευεργεσίας –όχι άγνωστης αλλά διαβόητης και διακηρυγμένης παντού με παρρησία– μέσω της εξουσίας που είχε ο προστάτης του και από την οποία δεν σύρθηκε προς τα πίσω από την ουρά αλλά παραπέμφθηκε προς τα πάνω από το κεφάλι.
Αυτά είναι αλληγορικά και εκφέρονται με μεταφορική έννοια.
Διότι όπως σε ένα ζώο το κεφάλι είναι το πρώτιστο και πιο άριστο μέλος του σώματος ενώ η ουρά το ύστατο και πιο φαύλο μέρος και δεν συμπληρώνει τον αριθμό των μελών του σώματος αλλά χρησιμεύει για να απομακρύνουν τα πτερωτά, κατά τον ίδιον τρόπο –λέει ο χρησμός– επικεφαλής του ανθρώπινου γένους θα τεθεί είτε ο σπουδαίος άνδρας είτε ο σπουδαίος λαός ενώ όλοι οι άλλοι θα μοιάζουν με μέλη του σώματος που ζουν χάρη στις δυνάμεις της κεφαλής και των δυνάμεων υπεράνω αυτής.
Αυτές είναι, λοιπόν, οι ευχές υπέρ των ανθρώπων των αγαθών που υπακούουν έμπρακτα στους νόμους και οι οποίες –λέει ο χρησμός– θα τελεσφορήσουν με την χάρη του φιλόδωρου Θεού που ανταμοίβει και αποτίει φόρο τιμής προς τους καλούς λόγω της ομοιότητάς τους με αυτόν.
Πρέπει να εξετάσουμε και τα αναθέματα που έχουν οριστεί ενάντια σε όσους δεν τηρούν τους νόμους και τους θεσμούς.




Περί αναθεμάτων
Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

Το πρώτο ανάθεμα –που κατά παράδοξον τρόπον αναγράφεται ως το πιο κενό περιεχομένου κακό– είναι η φτώχεια και η ένδεια και η έλλειψη των αναγκαίων και η κατάσταση της απόλυτης στέρησης.
Γιατί –όπως λέει η κατάρα– τον σπόρο θα τον καταστρέψουν ενώ είναι ακόμα ανολοκλήρωτος ενώ όταν ολοκληρωθεί θα τον δρέψουν ξαφνικά επιτιθέμενοι οι εχθροί καθιστώντας διπλή την συμφορά καθώς έτσι στους φίλους θα επέλθει ο λιμός και στους εχθρούς μεγαλύτερη περιουσία αγαθών. Διότι αυτό που προκαλεί την λύπη δεν είναι κυρίως τα προσωπικά κακά που υφίσταται κανείς αλλά περισσότερο –ή, τουλάχιστον, όχι λιγότερο– τα αγαθά των εχθρών.
Κι αν ακόμα μείνουν ήσυχοι οι εχθροί, δεν μένουν ήσυχες οι πιο δυσάρεστες καταστροφές που προκαλεί η φύση.
Διότι εσύ θα σπείρεις βαθειά στην γη αλλά ένα νέφος από ακρίδες που θα πετάξει ξαφνικά πάνω από την πεδιάδα θα θερίσει και τα υπόλοιπα ενώ αυτό που θα μείνει για συγκομιδή θα είναι ένα ελάχιστο μέρος αυτών που έσπειρες. Και συ θα φυτέψεις αμπέλια δαπανώντας χρήματα αφειδώς και με αδιάκοπες ταλαιπωρίες που φυσικό είναι να τις αποδέχονται υπομονετικά οι γεωργοί και όταν ο αμπελώνας ολοκληρωθεί και βλαστήσει και διακατέχεται από ευφορία θα τον τρυγήσουν κάποια σκουλήκια που θα επιδράμουν.
Όπως είναι φυσικό, τους ελαιώνες όταν τους δεις να προκόβουν και το άφθονο πλήθος των καρπών όταν αντικρύσεις θα αισθανθείς χαρούμενος λόγω των ελπίδας σου ότι θα υπάρξει ευτυχής συγκομιδή και όταν η συγκομιδή αρχίσει, θα αισθανθείς άτυχος –ή μάλλον, ασεβής– διότι το λάδι και όσο παχύρρευστο υγρό υπάρχει θα εκρεύσει όλο ενώ, εξαπατώντας μιαν ψυχή κενή, κενό θα μείνει και το τελευταίο υπόλειμμα του περιεχομένου. Και συνολικά όσα σπαρτά ή δένδρα υπάρχουν στους καρπούς αυτούς θα αναλωθούν από τους μύκητες.
Από πίσω, όμως, ελλοχεύουν και άλλες συμφορές ξέχωρα από αυτές που ειπώθηκαν έως τώρα, συμφορές που προκαλούν την στέρηση και την ανημπόρια.
Διότι θα γίνουν στείρα αυτά μέσω των οποίων χορηγεί τα αγαθά της η φύση –η γη και ο ουρανός.
Η γη θα γεννήσει εκτρώματα και θα αδυνατεί να τελειοποιήσει τους καρπούς της ενώ ο ουρανός θα μεταβληθεί σε άγονον καθώς οι εποχές του χρόνου δεν θα ανεβαίνουν με αύξουσα σειρά ως προς τα οικεία τους γένη (χειμώνας, θέρος, άνοιξη, φθινόπωρο) αλλά θα αντιπαραβάλλονται σε ένα δίχως ποιότητα συνονθύλευμα και θα είναι υπόλογοι με την βία στην εξουσία μιας δεσποτικής δύναμης.
Διότι δεν θα υπάρχουν πρωτοβρόχια ούτε νεροποντές ούτε καν λεπτή ψιχάλα ούτε λίγη νοτιά ούτε δροσούλα ή ό,τιδήποτε άλλο από αυτά που μπορούν να φέρουν ευφορία αλλά, αντιθέτως, θα φυτρώνουν μόνον όσα λυμαίνονται την ευφορία και φθείρουν τους ώριμους καρπούς έτσι ώστε να μην μπορεί να τελειώσει η παρασκευή τους.
Διότι λέει ο αφορισμός «ΘΗΣΩ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΥΜΙΝ ΧΑΛΚΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ ΣΙΔΗΡΑΝ» -υπαινισσόμενος ότι κανένα από αυτά δεν θα μπορεί να επιτελέσει τα έργα που του είναι οικεία και προς την ικανοποίηση των οποίων δημιουργήθηκε.
Διότι πότε το σίδερο βλάστησε στάχυα ή ο χαλκός προκάλεσε βροχή, αυτά δηλαδή τα οποία χρειάζονται τα ζώα –και κυρίως το πιο ευάλωτο και το πιο απαιτητικό ζώο, ο άνθρωπος;
Προμηνύει, μάλιστα, όχι μόνον ότι θα υπάρξει στειρότητα και διαφθορά των εποχών του έτους αλλά προαναγγέλλει και γενέσεις πολέμων και των αφόρητων και αμύθητων δεινών που προκαλούν οι πόλεμοι –διότι ο χαλκός και το σίδερο είναι οι ύλες από τις οποίες φτιάχνονται τα όπλα του πολέμου.
Και η γη, επίσης, θα φέρει σύννεφα σκόνης και χώμα θα πέσει εξ ουρανού φέροντας μέσα του έναν πολύ βαρύ καρπό ώστε να υπάρξουν απώλειες από πνιγμούς για να μην παραλειφθεί τίποτε από όλα εκείνα που φέρνουν τον όλεθρο. Θα ερημωθούν πολυμελείς συγγένειες, πόλεις θα εκκενωθούν από τους κατοίκους τους καταλαμβανόμενες εξαπίνης –και, για να βάζουν μυαλό αυτοί που μπορούν να συνετιστούν ενθυμούμενοι την παλιά τους πρόσκαιρην ευτυχία και την κακοδαιμονία τους, θα απομείνουν μόνο μνημεία.
Και τόσο μεγάλη θα είναι η ανεπάρκεια των αναγκαίων για την ζωή που θα επικρατήσει ώστε οι αλλοτριωθέντες από αυτά θα στραφούν στην ανθρωποφαγία και στον καννιβαλισμό μεταξύ τους και δεν θα τρώνε μόνο τους αλλοεθνείς που δεν θεωρούν του γούστου τους αλλά και τους πιο οικείους και αγαπημένους τους. Διότι και ο πατέρας θα αγγίξει τις σάρκες του γιου και η μητέρα τα σπλάγχνα της κόρης και οι αδελφοί των αδελφών και τα παιδιά των γονιών.
Διότι πάντοτε οι ασθενέστεροι αποτελούν την κακή και επάρατο τροφή των δυνατοτέρων.
Η δολοφονία των παιδιών του Θυέστη δεν θα είναι τίποτε συγκρινόμενα με τις υπερβολικές συμφορές που θα αποτελέσουν τα μεγαλουργήματα των καιρών που έρχονται.
Διότι, μετά από όλα τα υπόλοιπα, όπως κατά την διάρκεια της ευτυχίας η ζωή είναι ποθητή με σκοπό την απόλαυση των αγαθών, έτσι και στις κακοδαιμονίες εκείνες θα προκληθεί πολύς έρωτας για την ζωή με σκοπό την συνουσία άμετρων και ακατάπαυστων κακών –που είναι όλα ανίατα.
Διότι θα ήταν μικρότερο συγκριτικά το κακό αν αυτοί που νοιώθουν πλήξη απαλλάσσονταν μέσω του θανάτου από τα άλγη τους –όπως συνηθίζεται να πράττουν αυτοί που δεν είναι πολύ φρενοβλαβείς.
Αυτοί, όμως, που νοιώθουν ανία λόγω της παράλυσης των άκρων τους θα προτιμούσαν να παρατείνουν την ζωή τους στο έπακρο καθώς είναι άπληστοι και ακόρεστοι να δοκιμάσουν την ανώτατη δυστυχία.
Κατά την γνώμη τους, αυτό είναι το πιο τρομερό κακό από τα δεινά –η ανικανότητα– που είναι φυσικό επόμενο να επέρχεται όταν επιβάλλεται η Θεία Δίκη.
Κι αν είναι ανυπόφερτα τώρα το κρύο, η δίψα και η έλλειψη τροφής, θα μπορούσαν να γίνουν άκρως επιθυμητά με τον καιρό αν απλά και μόνο λειτουργούσε ανυπερθέτως η φθορά.
Όταν, όμως, αυτά που φαίνεται πως μυθογραφούμε με υπερβολές χρονίζουν και φθείρουν την ψυχή και το σώμα αυτών που διεκτραγωδούμε, είναι φυσικό να εμφανίζονται και νέα, βαρύτερα.
Για τους ελεύθερους ανθρώπους το πλέον αφόρητο πράγμα είναι η δουλεία –η δουλεία για την επίτευξη της οποίας σπουδάζουν πώς να πεθάνουν καλύτερα οι συνετισμένοι όταν αγωνίζονται διακινδυνεύοντας την ζωή τους υπέρ εκείνων που αποβλέπουν στην εγκαθίδρυση νέας τυραννίας.
Και το να μην αντιμετωπίζει, όμως, κανείς, τον εχθρό στην μάχη είναι κάτι το αφόρητο.
Διότι αν, πάλι, ο εχθρός γίνει και τα 2 μαζί –τύραννος και ένοπλος– ποιός θα μπορούσε να υποστεί αφενός το να μην μπορεί αυτός να προβαίνει σε άδικες πράξεις λόγω της τυραννικής του εξουσίας και αφετέρου το να μην συγχωρεί τίποτε λόγω της αδιάλλακτης εχθρικότητάς του;
Λέει, λοιπόν, το ανάθεμα ότι οι τύραννοι θα φανούν ανελέητοι απέναντι σε εκείνους που αψηφούν τους ιερούς νόμους και οι οποίοι θα έχουν υπαχθεί σε αυτούς όχι μόνον εξαιτίας επίθεσης των εχθρών αλλά και με την δική τους θέληση λόγω των αθέλητων κακών που επιφέρει ο λιμός και η έλλειψη των αναγκαίων για την ζωή.
Διότι νομίζουν μερικοί πως τα μικρότερα κακά μπορούν να προτιμηθούν επειδή αποτελούν καταφυγή για τα μεγαλύτερα κακά –εάν βέβαια είναι μικρό κακό κάποιο από όσα αναφέρθηκαν.
Διότι αυτοί, κάτω από τον ζυγό της δουλείας, θα δεχθούν επιτακτικά στα σώματά τους πικρές διαταγές ως υπηρέτες –και ακόμη πιο πικρά θα είναι τα θεάματα που θα τους υπαγορεύσουν αυτοί που η ψυχή τους διακατέχεται από πλήξη.
Διότι θα δουν πως οι εχθροί τους αυτοί έγιναν κληρονόμοι αυτών που οι ίδιοι οικοδόμησαν ή φύτεψαν ή καλλιέργησαν και απολαμβάνουν ξένα και ετοιμασμένα αγαθά.
Και αυτοί –οι ληστεμένοι– θα δουν τους εχθρούς τους –τους ληστές– να γλεντοκοπούν και να γεύονται ιεροτελεστικά και τα καλύτερα ακόμα από τα δικά τους τα θρεφτάρια, παραβιάζοντας την νηστεία και απολαμβάνοντάς τα με σκοπό την πιο ηδονική απόλαυση.
Και θα δουν και τις γυναίκες (τις οποίες παντρεύτηκαν με θρησκευτική τελετή για να σπείρουν γνήσια τέκνα) συνετισμένες, σπιτωμένες και στοργικές προς τους άνδρες να υβρίζονται λες και είναι εταίρες.
Και θα ορμήσουν για να τις υπερασπιστούν αλλά τίποτε δεν θα μπορέσουν να καταφέρουν εκτός από το να σφαδάζουν από τους πόνους καθώς θα τους έχει ευνουχιστεί κάθε δύναμη και νεύρο. Διότι –προκειμένου κανένα από τα βλήματα που θα ριχτούν εναντίον τους να μην μείνει κενό περιεχομένου αλλά να είναι όλες εύστοχες οι βολές– θα δώσουν στόχο ώστε να τους προξενήσουν βλάβες, αίσχη και πανωλεθρία όσοι θέλουν να τους αρπάξουν, να τους εξυβρίσουν, να τους καταστήσουν τρωτούς, να τους άγουν και να τους φέρουν.
Και θα καταστούν επάρατοι αυτοί στις πόλεις και στα χωριά, επάρατοι και στις οικίες και στις επαύλεις. Καταραμένη η πεδιάδα και όσα σπέρματα ρίχτηκαν εκεί, καταραμένη και η βαθειά γη στα υψώματα και όσα είδη δένδρων καλλιεργούνται εκεί. Καταραμένες οι αγέλες των θρεφταριών γιατί θα στειρωθούν ώστε να είναι άγονες, καταραμένοι όλοι οι καρποί διότι θα τους πάρει και θα τους σηκώσει ο άνεμος την εποχή της πιο μεγάλης τους ακμής. Τα ταμεία που είναι πλήρη τροφών και χρημάτων θα αδειάσουν και κανένας κερδοσκοπικός πόρος δεν θα ευοδωθεί ενώ κανένα από όλα τα τεχνάσματα και τις πολυμήχανες ασχολίες δεν θα φέρει όφελος σε αυτούς που εκμεταλλεύονται χιλιάδες ιδεολογίες ζωής για να βγάλουν χρήματα. Διότι οι ελπίδες αυτών που σπουδάζουν αυτά τα τεχνάσματα θα μείνουν ανολοκλήρωτες όπως και συνολικά δεν θα τελειώσει τίποτε από αυτά που άγγιξαν με τα χέρια τους με πονηρές, επιτηδευμένες ασχολίες ή έργα –των οποίων αρχή και τέλος είναι η παράλειψη της υπηρέτησης του Θεού.
Διότι όλα αυτά είναι τα επίχειρα της ασέβειας και της παρανομίας.
Και, επιπλέον σε αυτά, υπάρχουν οι σωματικές νόσοι –οι πυρετοί, τα ρίγη, οι εξαντλητικές φθίσεις, οι άγριες ψώρες, οι ίκτεροι, η σήψη των οφθαλμών, τα πυώδη έλκη και οι έρπητες που χύνονται σε όλο το δέρμα, οι κακώσεις των εντοσθίων, οι αναταραχές του στομαχιού, οι αποφράξεις των πόρων του πνεύμονα ώστε να μην μπορεί να επιτυγχάνεται η λειτουργία της αναπνοής– που προσβάλλουν και καταβροχθίζουν λαίμαργα κάθε μέλος και κάθε μέρος του σώματος ξεχωριστά και κατατρίβουν και πάλι όλα τα μέλη μεταξύ τους. Όμως, αν και αυτά –η παράλυση της γλώσσας, η κώφωση των αυτιών, η αναπηρία των οφθαλμών, η αδυναμία και η σύγχυση των υπολοίπων αισθήσεων– συνέπεια που ‘ταν τρομερή για τα δεινά, ωστόσο δεν φαίνεται τρομερή συγκρινόμενη με βαρύτερα δεινά –με τις φλέβες του αίματος που αποβάλλουν από μέσα τους όσο αίμα τους έδινε ζωή, με την ροή των αρτηριών που ομοίως δεν μπορεί να αναμειχθεί κατά σωτήριον τρόπο με τον προερχόμενον απέξω αέρα όπως θα έπρεπε κανονικά, με τα νεύρα που έχουν χαλαρώσει και χαλάσει.
Και, ύστερα από αυτά, ακολουθεί παράλυση της αρμονίας και της συμφωνίας των μελών του σώματος που πριν λειτουργούσαν σωστά καθώς αυτά καταπονούνται όταν βυθίζεται μέσα τους ένα ρεύμα με αλμυρή και υπερβολικά πικρή κίνηση και το οποίο –όποτε αποκλείεται μέσα στους στενούς πόρους δίχως να υπάρχουν βολικές διέξοδοι– συμπιέζεται και συμπιέζει με αποτέλεσμα να γεννώνται πικρά και ανυπόφερτα άλγη και από αυτά να προκαλούνται ποδάγρες, αρθριτικά, παθογένειες και νοσήματα προς αντιμετώπιση των οποίων δεν επινοήθηκε κανένα φάρμακο αλλά είναι ανίατα για την ανθρώπινη σκέψη.
Μερικοί εκπλήσσονται βλέποντάς τα αυτά και αναρωτιούνται πώς αυτοί που πριν λίγο ήταν εύρωστοι, σωματώδεις και έθαλλαν μάλιστα από ευεξία αιφνιδίως μαράζωσαν και συρρικνώθηκαν λόγω μιας και μόνο λεπτής εκδοράς –της περιτομής των ινών του δέρματος– και πώς γυναίκες λεπτεπίλεπτες και πολύ τρυφερές έφθασαν σε βαθμόν εξαγρίωσης εξαιτίας της ηδυπάθειας που αναπτύχθηκε μέσα τους λόγω των κακώσεων από τις οποίες δεινοπάθησαν από την νεαρή τους ηλικία τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα.
Κι όταν έλθει η εποχή εκείνη, τότε και η δικαιοσύνη «λάβουσα μάχαιραν» θα ζητήσει εκδίκηση και θα εκδιωχθούν οι εχθροί –όλοι αυτοί, όμως, θα καταφύγουν στις πόλεις ενώ όταν νομίσουν ότι είναι ασφαλείς θα οδηγηθούν στην οδό της απωλείας ξαπλώνοντας ανάσκελα χάμω επειδή –εξαπατημένοι από την φενάκη της ελπίδας– θα πέσουν στην ενέδρα των εχθρών τους.
Κι αν ύστερα από αυτά δεν κάτσουν φρόνιμα και δεν πλαγιάσουν συνετισμένοι και δεν παρεκτραπούν παίρνοντας τις ευθυτενείς οδούς που οδηγούν στην αλήθεια, τότε θα εισχωρήσει η δειλία και ο φόβος στις ψυχές τους και θα φύγουν χωρίς κανείς να τους καταδιώκει καθώς θα πέσουν πάρα πολύ γρήγορα κάτω λόγω των ψεύτικων διαδόσεων που πολυαγαπούν. Ακόμα και ο πιο κενός περιεχομένου κτύπος ενός φύλλου που θα έχει σηκωθεί από το αέρα, θα τους προξενήσει τόσην αγωνία και κατάπτωση όση και ο πλέον τραχύς πόλεμος απέναντι σε πιο δυνατούς εχθρούς ώστε –προσδοκώντας από τους άλλους την αλληλοβοήθεια για να επιτευχθεί η μεταξύ τους άλωση και από τους εαυτούς τους την απόδραση προς την σωτηρία– θα παραβλέψουν και τα παιδιά τους γονείς τους και οι γονείς τα παιδιά τους και οι αδελφοί τις αδελφές.
Είναι ανολοκλήρωτες οι ελπίδες των ανθρώπων των πονηρών.
Αυτοί που νόμισαν πως διέφυγαν θα αλωθούν περισσότερο –ή, τουλάχιστον, όχι λιγότερο– από εκείνους που είχαν κυριευτεί πρωτύτερα.
Κι αν, όμως, περάσουν απαρατήρητοι μερικοί, υπάρχουν σε εφεδρεία οι εκ φύσεως αντίπαλοί τους για να τους αντιμετωπίσουν και αυτοί είναι κυνηγοί πιο άγριοι και θηρία με καλύτερα όπλα καθώς ο Θεός τα δημιούργησε ταυτόχρονα με την πρώτη γένεση του παντός ώστε να φοβούνται οι άνθρωποι που μπορούν να βάζουν μυαλό και να καταδικάζονται αυτοί που είναι ανίατοι και δεν συνετίζονται.
Και όσοι δουν την θέα των πόλεών τους που θα έχουν καταστραφεί εκ θεμελίων δεν θα πιστεύουν πώς αυτές κάποτε κατοικούνταν και θα θεωρούν ως κάποιο είδος παροιμιών και αλληγορικών αινιγμάτων τις πληγές –και όσες περιέχονται στις Γραφές και όσες είναι από τις άγραφες– τις πληγές της κακοτυχίας που τους βρήκαν λόγω της λαμπρής τους ευτυχίας. Οι θανάσιμες πληγές θα τους διαπεράσουν και θα φτάσουν μέχρι και στα σπλάγχνα τους δημιουργώντας τους δυσθυμία και αδημονία μαζί με την κατάθλιψη. Η ζωή θα καταστεί ανεπανόρθωτη από τα πλήγματα και θα κρέμεται άψυχη όπως ένα σώμα από μιαν αγχόνη λόγω του τρόμου που θα προκαλείται και θα κλυδωνίζει διαδοχικά την ψυχή κάθε μέρα και νύχτα κάνοντάς την άνω-κάτω έτσι ώστε το πρωΐ να εύχεται να έρθει το απόγευμα και το απόγευμα να έρθει το πρωΐ. Και αυτό θα γίνεται και στον ξύπνιο, όταν είναι σε εγρήγορση (μέσω των εμφανών σωματικών κακώσεων) και στον ύπνο, όταν κοιμούνται (μέσω των αποτρόπαιων φαντασιώσεων στα ονείρατά τους).
Ο μυημένος προσήλυτος περιέρχεται έτσι σε περίοπτη θέση και σηκώνεται μετέωρος ψηλά πανευτυχής καθώς τον θαυμάζουν και τον μακαρίζουν για 2 από τους καλύτερους λόγους, και επειδή αυτομόλησε προς τον Θεό και επειδή έλαβε ως πολύ οικείο του βραβείο την εξασφαλισμένη θέση του στις τάξεις του Παραδείσου –ο οποίος δεν κάνει να περιγράφεται– ενώ ο ευπατρίδης που παραχάραξε το νόμισμα της ευγένειας θα συρθεί στα πιο σκοτεινά Τάρταρα (ακριβώς από κάτω του) και θα μεταφερθεί στο πιο βαθύ σκότος ώστε βλέποντας αυτά τα παραδείγματα να σωφρονίζονται όλοι οι άνθρωποι, μαθαίνοντας ότι ο Θεός ασπάζεται την αρετή που εκφυτρώνει από την έλλειψη ευγένειας και εγκαταλείπει με χαρά τις ρίζες της ενώ τον ώριμο μίσχο τον αποδέχεται επειδή με την καλλιέργεια μετεστράφη προς την καρπερότητα.
Ακριβώς έτσι όπως έγιναν παρανάλωμα του πυρός οι πόλεις και ερημώθηκε η χώρα, θα αρχίσει κάποτε να ξαναπνέει και να σηκώνει το κεφάλι της η γη που εκγμνάστηκε και αποχαλινώθηκε από την αφόρητη βία των κατοίκων της –οι οποίοι απέλασαν τις ανά 7άδα εποχές της γονιμότητας ως παρθένες στην εξορία, έξω από τα όρια και της χώρας και της διάνοιάς τους.
Διότι η φύση ανέδειξε ως μόνες ή –είναι ασφαλέστερο να πούμε, βέβαια– ως πρώτες γιορτές αυτές τις ανά 7άδα εποχές της ευφορίας και της καρπερότητας καθώς και τις ημέρες και τα έτη έτσι ώστε να υπάρχει μια ανάπαυλα για τους ανθρώπους τις ημέρες και για τις χώρες τα έτη.
Αυτοί, όμως, που έκλεισαν τα μάτια για να παρακάμψουν και να καλύψουν ολόκληρον αυτόν τον νόμο –το αλάτι, τις σπονδές, τον βωμό του ελέους, την κοινήν εστία– με τον οποίο συνδέονταν αρμονικά η φιλία και η ομόνοια και, μάλιστα, πάντοτε κατά 7άδες και με βάση το 7 –κατ΄αρχάς επιβάρυναν ως πιο δυνατοί τους ασθενέστερους ανθρώπους με τις συνεχείς και αδιάκοπες διαταγές τους και, δεύτερον, επιβάρυναν τα εδάφη της γης επιδιώκοντας διαρκώς άδικα κέρδη λόγω της πλεονεξίας τους αφήνοντας αχαλίνωτες τις επιθυμίες και ακόρεστες τις άδικες ορμές τους.
Αντί να δώσουν το εντεταλμένο δικαίωμα της εκεχειρίας για τις 6 ημέρες στους ανθρώπους (αυτούς που κατά τον πλέον αδιάψευστον τρόπον είναι αδελφοί τους και που μία μητέρα είναι η κοινή τους φύση) και της αγρανάπαυσης 6 ετών στην χώρα (δίχως να την επιβαρύνουν με σπορές και φυτέματα για να μην αποκάμει από τον αλλεπάλληλο μόχθο του καμάτου του ανθρώπου) –αμέλησαν όλες τούτες δω τις χρηστοήθεις παραινέσεις, κάλεσαν τα σώματα να ηρεμήσουν, καταπίεσαν τις ψυχές όλων όσων μπορούσαν να πιέσουν μέσω των αδιάκοπων αναγκών τους, ευνούχισαν την ισχύ της βαθειάς γης επιδιδόμενοι με απληστία σε προσοδοφόρες κινήσεις υπερβολικά δυνατές και την οδήγησαν όλην σε απόλυτην αποχαλίνωση επιβάλλοντάς της δασμούς– όχι μόνον ετήσιους αλλά και εφήμερους.
Για τον λόγον αυτόν, αυτοί θα δεχθούν τις αναφερόμενες κατάρες και καταδίκες –ενώ η χώρα, της οποίας αυτοί έσπασαν τα νεύρα και υπέμεινε χιλιάδες κακώσεις, θα ελαφρυνθεί επειδή θα απαλλαχθεί από το άχθος αρούρης των ασεβών κατοίκων της.
Και όταν η χώρα αυτή, μέσα από τον κυκλικό χορό στον οποίον συμμετείχε, κοιτάξει γύρω της και δεν δει κανέναν από αυτούς που της αφαίρεσαν το μεγάλο της καύχημα και αξίωμα αλλά διαπιστώσει ότι οι κερδοφόρες της αγορές είναι εκκενωμένες από θορύβους και πολέμους και αδικίες και γεμάτες ησυχία και ειρήνη και δικαιοσύνη, τότε θα ανέβει και θα ακμάσει και θα ηρεμήσει –αποκαθιστώντας τα γιορτινά ανά 7άδα διαστήματα των ιερών εποχών– και θα αναπαυθεί συγκεντρώνοντας δύναμη όπως ένας αθλητής πριν τον αγώνα.
Έπειτα, σαν μια φιλόστοργη μητέρα, θα φανεί οικτίρμων και θα λυπηθεί για τους γιους και τις θυγατέρες που απέβαλε, αυτούς τους γιους και τις κόρες που ‘ταν τρομερή και στον θάνατο –αλλά κι όταν ζούσαν πολύ περισσότερο– αιτία οδύνης για τους γονείς τους.
Όταν, όμως ανανεωθεί θα νοιώσει ευφορία και θα γεννήσει νέαν, ανεπίληπτην και άμεμπτην γενιά προς ανόρθωση της προηγούμενης.
Διότι η έρημος –για την οποία μιλά ο προφήτης– θα γεννήσει πολλά και καλά παιδιά.
Αυτό είναι αποφθεγματικό και αποτελεί και μιαν αλληγορία περί της ψυχής.
Όταν η ψυχή είναι καρπερή και σπουδαία –δηλαδή, βρίθει από πάθη καθώς εκχύνονται γύρω της τα τέκνα της οι ηδονές, οι επιθυμίες, η απερισκεψία, η ακολασία, η αδικία– τότε ασθενεί, νοσεί, λιώνει και βρίσκεται του θανατά.
Όταν, όμως, στειρωθεί, γίνει άγονη και της αφαιρεθούν αυτά ή τα αποβάλλει ομαδικά, τότε μεταβάλλεται σε μιαν αγνή παρθένο, δέχεται τον σπόρο του Θεού και τον διαπλάθει ώστε να αναζωογονήσει στις φύσεις εκείνες που είναι περιζήτητες και ακαταμάχητες τα πιο θαυμαστά κάλλη –την φρόνηση, την ανδρεία, την σωφροσύνη, την δικαιοσύνη, την αγιότητα, την ευσέβεια και τις άλλες αρετές και παθογενείς ευπείθειες– εκ των φύσεων των οποίων καλό, αγαθό κι ενάρετο καλό παιδί δεν είναι μόνον η γένεση αλλά και η προσδοκία της γενέσεως επειδή προλαβαίνει την ασθένεια μέσω της ελπίδας.
Και η ελπίδα της ευφορίας είναι μια χαρά που προηγείται της χαράς αλλά –έστω κι αν είναι ελλιπής χαρά μάλλον παρά ολοκληρωμένη χαρά– είναι αντιστοίχως καλύτερη από την χαρά και ως προς το ότι με τις φροντίδες της ελπίδας σπέρνει λίπασμα, λιπαίνει και επαναφέρει την υγρασία και ως προς το ότι φθάνοντας στην ολοκλήρωση ευαγγελίζεται για το μέλλον το απόλυτα καλό.
Δίχως να παραλείψω τίποτα έχω, λοιπόν, καταστήσει έκδηλες τις κατάρες και τις ποινές τις οποίες είναι άξιοι να υποφέρουν αυτοί που παραβλέπουν αφ’ υψηλού τους ιερούς νόμους της δικαιοσύνης και της ευσέβειας.
Αυτοί που υποτάσσονται κάτω από τον ζυγό των πολυθεϊστικών δοξασιών –των οποίων το έσχατο τέρμα είναι η αθεΐα.
Αυτοί που λησμονούν την συγγενική και πατρογονική διδασκαλία του γένους τους, από την οποία διαπαιδαγωγήθηκαν από τα παιδικά τους χρόνια ώστε να θεωρούν ως ανώτατο Θεό την φύση του Ενός στον οποίον μόνο πρέπει να ανήκουν όσοι επιδιώκουν την μη κατασκευασμένην αλήθεια αντί των κατασκευασμένων μύθων.
Εάν, όμως, τις πιέσεις που ασκούνται τις κάνουν δεκτές υπό την έννοια της νουθεσίας περισσότερο παρά υπό την έννοια ότι αποβλέπουν στον αφανισμό τους και ντραπούν τόσο πολύ ώστε να μεταβάλουν άποψη με όλην τους την ψυχή, να κακίσουν τους εαυτούς τους για την πλάνη, να εξομολογηθούν και να ομολογήσουν όσες αμαρτίες διέπραξαν πρώτα προς την ίδια την σκέψη μέσα τους (ώστε να αποκαθαρθεί η διάνοιά τους και να αποκτήσουν ειλικρινή και άδολη συνείδηση) και έπειτα προφορικά (ώστε να ωφεληθούν και να γίνουν καλύτεροι αυτοί που τους ακούν), τότε υα έχουν την εύνοια του σωτήρος και ελεήμονος Θεού ο οποίος, εξάλλου, στο γένος των ανθρώπων έδωσε και την εξαίρετη και μέγιστη δωρεά, την συγγένεια με τον δικόν του Λόγο, από τον οποίο γεννήθηκε ο ανθρώπινος νους όπως από ένα αρχέτυπο υπόδειγμα.
Διότι κι αν ακόμα είναι δούλοι στα πέρατα της γης στους εχθρούς που τους πήραν αιχμαλώτους, μέσα σε μιαν ημέρα θα ελευθερωθούν όλοι λες και πήραν ένα σύνθημα και με την ομαδική τους μεταστροφή προς την αρετή θα καταπλήξουν τους δεσπότες τους που θα τους αφήσουν ελεύθερους έτσι καθώς θα ντραπούν να κυβερνούν επί ανθρώπων καλύτερών τους.
Κι όταν αυτοί τύχουν αυτής της απροσδόκητης ελευθερίας και εξαναστηθούν –αυτοί που πριν λίγο ήταν διασκορπισμένοι στα νησιά αλλά και στα ηπειρωτικά της Ελλάδας και των βαρβαρικών χωρών– θα συντείνουν προερχόμενοι από όλες τις άλλες κατευθύνσεις με μιαν συνολικήν ορμητικότητα προς τον υποδειχθέντα τόπο καθοδηγημένοι από κάποιαν μορφή με θεϊκή ή ανθρώπινη φύση που θα είναι κρυφή για τους άλλους αλλά θα είναι εμφανής για τους διασωθέντες.
Θα χρησιμοποιήσουν 3 Παρακλήτους ως διαμεσολαβητές για την συνδιαλλαγή τους με τον Πατέρα:
Πρώτη παράκληση, η επιείκεια και η χρηστοήθεια του Θεού ο οποίος πάντοτε προτιμά την συγχώρεση αντί της τιμωρίας.
Δεύτερη παράκληση, η αγιότητα των αρχηγών, ηγετών και γεναρχών του έθνους επειδή, επιδεικνύοντας μιαν ανυπόκριτη και γυμνή λατρεία προς τον Πατέρα μέσω των απελευθερωμένων από τα σώματά τους ψυχών, δεν συνήθιζαν να αφήνουν ανολοκλήρωτες τις ικεσίες τους υπέρ των γιων και των κορών τους ενώ ως ανταμοιβή τους έδινε ο Πατέρας το ότι εισάκουγε τις ευχές τους. Τρίτη παράκληση –και για την οποία μάλιστα καταφθάνει για να τους προϋπαντήσει και η εύνοια των αρχηγών, ηγετών και γεναρχών του έθνους– η βελτίωση εκείνων οι οποίοι οδηγούνταν να κάνουν σπονδές και συνδιαλλαγές και οι οποίοι μόλις που μπόρεσαν να έλθουν από το αδιέξοδο στην οδόν αυτή που το τέρμα της δεν είναι κανένα άλλο παρά να προκαλούν ευχαρίστηση στον Θεό όπως οι γιοί προκαλούν ευχαρίστηση στον πατέρα τους.
Και όταν φθάσουν στο τέρμα, θα κατοικηθούν και πάλι η έρημος και οι πριν λίγο ερειπωμένες πόλεις ενώ και η στείρα γη θα μεταβληθεί σε εύφορη. Και θα θεωρούν πως η ευημερία των πατέρων και των προγόνων τους είναι ένα ελάχιστο κομμάτι σε σχέση με τα άφθονα περιουσιακά αποκτήματα που θα πιάσουν στα χέρια τους και τα οποία (λες και ρέουν από τις αέναες πηγές των Χαρίτων του Θεού) θα περιποιήσουν ως τιμή –στον καθέναν ξεχωριστά αλλά και σε όλους από κοινού– έναν πλούτον τόσο βαθύ που θα είναι ανώτερος από τον φθόνο. Και ξαφνικά, θα υπάρξει μια μεταβολή των πάντων.
Διότι θα στρέψει τα αναθέματά του ο Θεός ενάντια στους εχθρούς των μετανοημένων. Στους εχθρούς που αντλούσαν ηδονή από την κακοπέραση του έθνους και το κακομεταχειρίζονταν και το χλεύαζαν έτσι ώστε να αποκτήσουν οι ίδιοι μερίδιο στην ευτυχία που να μην μπορεί να τους αφαιρεθεί και το οποίο ήλπιζαν ότι θα αφήσουν διαδοχικά και κατά διαδοχήν στα παιδιά και στους απογόνους τους.
Στους εχθρούς που μέσα στην φρενοβλάβειά τους –επειδή νόμιζαν ότι θα βλέπουν πάντα αφ’ υψηλού τους αντιπάλους τους να βρίσκονται σε μιαν βέβαιη και σταθερή δυστυχία που θα αποταμιευόταν και για τις μετέπειτα γενιές– δεν αντιλήφθηκαν ότι και την πριν λίγο αίγλη που απολάμβαναν, δεν την απολάμβαναν χάρη στους εαυτούς τους αλλά για να συνετίζονται οι άλλοι, αυτοί που κατέλυσαν τα πατροπαράδοτα ήθη.
Για αυτούς τους άλλους βρέθηκε ως φάρμακο της σωτηρίας τους η λύπη ώστε να πονούν εξαιτίας των αγαθών των εχθρών τους.
Όσοι, λοιπόν, δεν συνέβη να ναυαγήσουν και να χαθούν ολοκληρωτικά, θα κλάψουν και θα αναστενάξουν για την τροπή που πήραν οι ίδιοι και θα επανακάμψουν –περνώντας μέσα από μιαν στενωπό– στην αρχαίαν ευτυχία των προγόνων τους.
Ενώ οι εχθροί τους –που γέλαγαν με τους ολοφυρμούς τους και για να γιορτάσουν τις αποφράδες ημέρες της ήττας τους καθιέρωναν δημοφιλή πανηγύρια και διασκέδαζαν με το πένθος τους και συνολικά ευτυχούσαν με την δυστυχία τους– θα το πληρώσουν όταν αρχίσουν να εισπράττουν τα επίχειρα των ωμοτήτων τους γιατί θα καταλάβουν ότι αμάρτησαν εναντίον όχι κάποιων άσημων και αδιάφορων αλλά εναντίον ευπατρίδων που διατηρούσαν μιαν φλόγα ευγένειας που ‘ταν ζωντανή, μιαν φλόγα που όταν αναζωπυρώθηκε έκανε να λάμψει η καλή τους φήμη που πριν λίγο έσβηνε.
Διότι όπως στα γερασμένα δένδρα σηκώνονται νέα βλαστάρια όταν περιτμηθούν οι κορμοί και δεν αφαιρεθούν οι ρίζες με αποτέλεσμα να καλοπερνούν άνετα στην ζωή τους, κατά τον ίδιον τρόπο –ή, τουλάχιστον, όχι λιγότερο όμοια– κι αν ακόμα στις ψυχές μείνει ένα πολύ μικρό υπόλειμμα σπέρματος της αρετής αλλά περιτμηθούν τα υπόλοιπα σπέρματα της αρετής, από αυτό το πολύ μικρό υπόλειμμα γεννιούνται στους ανθρώπους τα πιο τίμια και καλά αγαθά, αυτά με τα οποία κατοικούνται και πάλι οι πόλεις από καλούς και ανδρειωμένους και επιδίδονται μαζικά τα έθνη στην φιλανθρωπία. 


ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΩΝ
Περί αρετών, οι οποίες –μαζί με άλλες– περιγράφησαν από τον Μωϋσή, τουτέστιν περί Ανδρείας και Σεβασμού και Φιλανθρωπίας και Μετανοίας
Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Περί ανδρείας
Το θέμα της δικαιοσύνης και όλα τα σχετικά σημεία που απαιτεί η περίσταση έχουν ήδη συζητηθεί και άρα, ακολούθως, θα αναπτύξω το ζήτημα της ανδρείας. Με την λέξη «ανδρεία» εννοώ όχι ό,τι καταλαβαίνουν οι περισσότεροι άνθρωποι (και, ειδικότερα, τον λυσσασμένο πυρετό του πολέμου που λαμβάνει ως υπερασπιστή της η μήνις) αλλά εκείνο το είδος ανδρείας το οποίο αποτελεί η γνώση.
Διότι κάποιοι, κάτω από το ερέθισμα της αστόχαστης τόλμης, υποστηριζόμενοι από την σωματική ρώμη και παρατεταγμένοι με πλήρη εξάρτυση για πόλεμο, ξαπλώνουν κατάχαμα πλήθη ανταγωνιστών τους μέσα σε μιαν γενική σφαγή. Ακόμη κι αν η νίκη τους αυτή τους εμφανίζει υπερβολικά ενδόξους στα μάτια εκείνων οι οποίοι αρέσκονται να εκδίδουν κρίσεις επί παρομοίων θεμάτων, αυτοί πάντως κερδίζουν τον –ελάχιστα αντάξιό τους– τίτλο του ευγενούς άθλου που, ωστόσο, ακούγεται αρκετά ευχάριστος (μολονότι η φύση και η πρακτική εξάσκηση έχουν συνεργαστεί προκειμένου να τους καταστήσουν βίαιους και κτηνώδεις μέσα στην δίψα τους για ανθρώπινο αίμα).
Υπάρχουν, όμως, και άλλοι οι οποίοι μένουν στις οικίες τους με τα σώματά τους καταπονημένα από μιαν μακρόχρονη ασθένεια ή από το βάρος του γήρατος και παραμένουν ωστόσο υγιείς και νέοι ως προς το καλύτερο τμήμα της ψυχής τους, ξεχειλίζοντας από υψηλές ηθικές αρχές και από την πιο αφοσιωμένη ανδρεία. Αυτοί ποτέ δεν μπορούν ούτε καν να ονειρευτούν πως θα μπορέσουν να αγγίξουν τα όπλα της άμυνας αλλά προσφέρουν την πιο υψηλή υπηρεσία προς το κοινό καλό μέσω των άριστων συμβουλών που δίδουν ενώ, καθοδηγημένοι από την απτόητη και απαρασάλευτη μελέτη του επωφελούς, θεραπεύουν ό,τι έχει διαρραγεί στην προσωπική ζωή κάθε ατόμου καθώς και στην δημόσια ζωή της χώρας τους.
Επομένως, την αληθινή ανδρεία την καλλιεργούν εκείνοι οι οποίοι εξασκούνται στην σοφία. Η ανδρεία εκείνων των άλλων (των οποίων η ζωή επιχρίεται με μίαν άγνοια που είναι ανεπίδεκτη κάθε θεραπείας) λάθος αποκαλείται με αυτόν τον τρόπο και θα έπρεπε κανονικά να ονομάζεται «αστόχαστη τόλμη» όπως γίνεται και στην περίπτωση των νομισμάτων εκείνων όπου λέμε πως το πλαστό έχει ομοιότητα με το αληθινό πρωτότυπο.
Περαιτέρω, υπάρχουν και αρκετές άλλες συνθήκες στην ανθρώπινη ζωή που είναι κατά κοινή ομολογία δύσκολο να τις υποφέρει κανείς (όπως η ανέχεια, η ανυποληψία, και η νοσηρότητα στις πολύπλευρες μορφές της) και ενώπιον των οποίων εκείνοι οι οποίοι στερούνται ευστροφίας πνεύματος δειλιάζουν, αδυνατώντας με άνανδρο τρόπο και στης ανδρείας ακόμα το ύψος να σταθούν.
Όσοι, όμως, είναι πλήρεις σοφίας και υψηλών ηθικών αρχών φορούν με μεγαλοψυχία την πανοπλία τους για την μάχη και αντιστέκονται με όλην τους την δύναμη στον αντίπαλο, εκτιμώντας τις απειλές και τις φοβέρες του ως αντικείμενο που αξίζει την χλεύη και την καταφρόνια. Ενάντια στην ανέχεια αυτοί αντιπαρατάσσουν τα πλούτη –όχι τα τυφλά κι αλόγιστα αλλά τα οξυδερκή πλούτη, των οποίων τα κοσμήματα και οι θησαυροί απορρέουν από την φυσική πηγή της ψυχής. Διότι υπό το κράτος της ανέχειας πλήθη έχουν ξαπλώσει κατάχαμα και έχουν πέσει σαν εξουθενωμένοι αθλητές στο έδαφος αποδυναμωμένοι εξαιτίας της έλλειψης ανδρείας.
Για να είμαστε, όμως, αντικειμενικοί κρίνοντας ως προς την αλήθεια, ούτε ένας από αυτούς δεν βρίσκεται σε ανέχεια και τούτο επειδή οι ανάγκες του πληρούνται από τον πλούτο της φύσης, ο οποίος δεν μπορεί να του αφαιρεθεί: Πρώτα, ο αέρας (η πρώτη, η πιο ζωτική, αέναος πηγή της συντήρησης στην ζωή) τον οποίον εισπνέουμε διαρκώς νυχθημερόν. Ύστερα, οι άφθονες κρήνες και οι ποταμοί που τροφοδοτούνται πάντοτε από τις πηγές κατά τον χειμώνα ενώ τα νερά τους αναβλύζουν κάθεν άνοιξη για να μας προσφερθούν κατάλληλα προς πόση. Κατόπιν πάλι, το κρέας, ο θερισμός της σοδειάς κάθε λογής και τα διαφορετικά είδη δένδρων που ποτέ δεν παραλείπουν να αποδώσουν κάθε φθινόπωρο τους ετήσιους καρπούς τους. Κανείς δεν τα στερείται όλ’ αυτά αλλά όλοι παντού έχουν πλουσιοπάροχη επάρκεια.
Όμως, κάποιοι επιδιώκουν τα πλούτη των κενών πεποιθήσεων δίχως να λαμβάνουν υπόψη τον πλούτο της φύσης. Επιλέγουν να εξαρτώνται από έναν πλούτο που υστερεί ως προς το χάρισμα της όρασης και είναι υποχρεωμένοι αναγκαστικά –εξαιτίας αυτής της ελαττωματικής κατεύθυνσης της γνώμης τουςνα πέφτουν κατάχαμα.
Αυτά, λοιπόν, ισχύουν για τον πλούτο που αποτελεί τον προστάτη του σώματος –ΤΟΝ ΔΟΡΥΦΟΡΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟτο ευτυχές δώρο που χαρίζει η φύση.
Πρέπει, όμως, να αναφέρουμε και τον υψηλότερο, ευγενέστερο πλούτο ο οποίος δεν ανήκει σε όλους παρά μόνο σε αληθινά ευγενείς και με θεία χαρίσματα ανθρώπους.
Αυτός ο πλούτος απονέμεται από την σοφία μέσω των διδαγμάτων και των αρχών της ηθικής, της λογικής και της φύσης και από αυτά εκπηγάζουν οι αρετές που λυτρώνουν την ψυχή από την τάση της προς την υπερβολική πολυτέλεια και γεννούν την αγάπη της ήρεμης ικανοποίησης και της ολιγάρκειας η οποία θα συνενώσει την ψυχή με τον Θεό.
Διότι ο Θεός δεν έχει απαιτήσεις, ο Θεός δεν έχει χρεία ουδενός αφού αφ’ εαυτού είναι υπερεπαρκής προς τον εαυτό Του ενώ ο μωρός έχει πολλές απαιτήσεις, διψά πάντα για ό,τι δεν έχει, ποθεί να ικανοποιήσει την άπληστη και ακόρεστη επιθυμία του την οποίαν ανεμίζει σαν ξίφος πυρωμένο για να αποκτήσει όλα τα σπουδαία και ασήμαντα. Ο άνθρωπος που έχει αξία, ωστόσο, έχει ελάχιστες απαιτήσεις καθώς στέκεται στο μέσο μεταξύ θνητότητας και αθανασίας.
Έχει κάποιες ανάγκες επειδή το σώμα του είναι θνητό, πολλές ανάγκες όμως δεν τις έχει διότι η ψυχή του επιθυμεί την αθανασία.
Αυτή είναι η μέθοδος με την οποία οι σοφοί αντιπαρατάσσουν τα πλούτη ενάντια στην ανέχεια. Ενάντια στην ανυποληψία αντιτάσσουν την δόξα –για χάρη ενός επαίνου που, ενώ έχει την προέλευση της σοφίας στην ευγενική αγωγή και ως εκ τούτου απορρέει από εκεί σαν να κυλά από μιαν αιώνια πηγή, δεν έχει πέραση στις αστόχαστες μάζες που έχουν την συνήθεια να εκθέτουν την ευμεταβλητότητα των ψυχών τους σε συζητήσεις στην τύχη, συχνά προκειμένου να εξαγοράσουν κάποιαν επονείδιστην ανταμοιβή που στοχεύει ανερυθρίαστα ενάντια στους ανθρώπους της πλέον εκλεκτής αρετής. Ο αριθμός, ωστόσο, αυτών των διαλεχτών ανθρώπων είναι μικρός διότι η αρετή δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στα θνητά είδη.
Άλλωστε, υπάρχει και η αδυναμία των αισθήσεων. Η συνύπαρξη με αυτήν την αναπηρία ισοδυναμεί με πρόωρο θάνατο για χιλιάδες ανθρώπους, επειδή δεν μπόρεσαν να βρουν καμία θεραπεία για να προστατευθούν ενάντια στα δεινά που αυτή συνεπάγεται.
Αντίπαλός της είναι η σοφία –η καλύτερη ποιοτική αρετή που διαθέτουμεη οποία εμφυτεύει μάτια στο πνεύμα ενώ όταν το πνεύμα διαθέτει οξύνοια τόσο πολύ υπερβαίνει τα μάτια του σώματος ώστε αν συγκριθεί μαζί τους τότε μπροστά του αυτά (κατά το κοινώς λεγόμενο) δεν πιάνουν τίποτα.
Τα μάτια του σώματος παρατηρούν την ορατή επιφάνεια των πραγμάτων και χρειάζονται την εξωτερική βοήθεια του φωτός ενώ το πνεύμα διαπερνά εις βάθος τα υλικά πράγματα, διακρίνοντας με ακρίβεια το σύνολο της ουσίας τους και των διαφόρων μερών τους, επισκοπώντας επίσης και την φύση των άϋλων πραγμάτων που οι αισθήσεις αδυνατούν να διακρίνουν.
Επομένως, μπορούμε να πούμε για τον λόγον αυτόν ότι η νόηση επιτυγχάνειν όλην την οξύτηταν όρασης που είναι δυνατόν να έχουν τα μάτια δίχως να χρειάζεται κανένα τυχαίο ψεύτικο φως αφού αποτελεί άστρο η ίδια και –θα μπορούσαμε να πούμεαπεικόνιση και μίμηση των επουρανίων.
Εξάλλου, οι ασθένειες του σώματος κάνουν πολύ μικρή ζημία εάν η ψυχή είναι υγιής. Και η υγεία της ψυχής ισοδυναμεί με το να έχει αρμονικά μετριασμένες τις πνευματικές της ικανότητες –δηλαδή, την λογική, το θυμικό και την επιθυμίαμε την λογική στα ηνία για να χαλιναγωγεί το θυμικό και την επιθυμία όπως τα ανήσυχα άλογα.
Το ιδιαίτερο όνομα αυτής της υγείας είναι εγκράτεια, δηλαδή σωφροσύνη ή πρόνοια, διότι δημιουργεί μιαν διατήρηση μιας εκ των ικανοτήτων μας και, ειδικότερα, της δύναμης της συνετής φρόνησης. Διότι όταν αυτή η δύναμη βρίσκεται σε κίνδυνο να βυθιστεί από την πλημμυρίδα των παθών, αυτή η πνευματική υγεία την αποτρέπει από το να χαθεί στα βάθη και την τραβά και την ανασύρει ψηλά, αναζωογονώντας την και δίνοντάς της νέο σκίρτημα, ένα είδος αθανασίας.
Όλα τα προηγηθέντα αποτελούν διδακτικά μαθήματα και οδηγίες οι οποίες βρίσκονται καταγεγραμμένες σε πολλά μέρη της νομοθεσίας ώστε να ωθούν (με την πιο ευρεία και επιεικήν έννοια) τους υπάκουους και (με την πιο στενή και αυστηρήν έννοια) τους ανυπάκουους ώστε να αποστρέφονται τα σωματικά και εξωτερικά αγαθά, να θεωρούν ως τον έναν και μοναδικό σκοπό την ενάρετη ζωή και να επιδιώκουν ο,τιδήποτε άλλο οδηγεί σε αυτήν.
Κι αν στα προηγούμενα γραπτά μου δεν είχα ασχοληθεί πλήρως με τον κάθε έναν από τους κανόνες που προάγουν την απλότητα και την λιτότητα, θα επιχειρούσα να τους πραγματευθώ πιο αναλυτικά στο σημείο αυτό και να συμπεριλάβω σε έναν συγκεντρωτικό κατάλογο τις υποθήκες εκείνες που είναι διασκορπισμένες και εμφανίζονται σε διάφορα μέρη.
Καθώς, όμως, έχω πει όλα όσα απαιτεί η περίσταση, το θεωρώ καλύτερο να μην επαναλαμβάνομαι.
Εν τούτοις, όσοι δεν φοβούνται από τον όγκο του έργου αυτού και μπαίνουν στον κόπο να μελετήσουν τα βιβλία που έχουν προηγηθεί αυτού εδώ, θα όφειλαν να συγκρατήσουν πως σχεδόν ο,τιδήποτε έχει ειπωθεί σε αυτά συμπεριλαμβάνει υπόψη του την έννοια της ανδρείας, η οποία –εφόσον αποτελεί το χαρακτηριστικό σημάδι μιας ψυχής ρωμαλέας, γενναιόφρονης και γεμάτης σθένουςαποστρέφεται όλα όσα τείνει να δοξάζει η ματαιοδοξία και οδηγούν στην καταστροφή της εν πνεύματι αληθείας ζωής.
Με τόση ειλικρίνεια και προσεκτικότητα επιθυμεί όντως η νομοθεσία να εκπαιδεύσει και να εξασκήσει την ψυχή στο να έχει αντρίκια ανδρεία ώστε διατυπώνει νόμους ακόμη και για το είδος των ρούχων που πρέπει να φορούνται. Απαγορεύει αυστηρά σε έναν άνδρα να φορέσει γυναικεία αμφίεση ώστε κανέναν ίχνος, ούτε και η πιο απλή σκιά θηλυπρέπειας να μην του προσαφθεί και καταστρέψει την αρρενωπότητά του.
Διότι, καθώς πάντα ο νόμος έπεται της φύσεως, θέλησή του είναι να διατυπώσει νόμους ταιριαστούς και συνεπείς που να συναρμόζουν μεταξύ τους ακόμη και στα κατ’ εξοχήν πιο ασήμαντα θέματα των οποίων, όμως, την κοινή συνισταμένη φαίνεται πως η φύση την έχει θέσει στο παρελθόν.
Διότι –αφού διέκρινε τόσο ξεκάθαρα πόσο ανόμοια είναι τα σχήματα του ανδρικού και του γυναικείου σώματος λες κι αποτελούν ανάγλυφα σε μιαν επίπεδην επιφάνεια καθώς και ότι σε καθέναν από τους 2 έχει αποδοθεί ένας διαφορετικός τρόπος ζωής (στην γυναίκα οικιακή ζωή ενώ στον άνδρα πολιτική ζωή)επομένως, έκρινε καλό να θεσπίσει κανόνες και για άλλα θέματα επίσης. Κανόνες οι οποίοι, αν και δεν τέθηκαν ευθέως από την φύση, υπήρξαν το αποτέλεσμα συνετής σκέψης και βρίσκονταν σε συμφωνία με την φύση. Κανόνες όπως αυτοί που αφορούν τα ήθη της ζωής και την ένδυση και όποια παρόμοια θέματα.
Θεώρησε η νομοθεσία ότι σε τέτοια θέματα ο αληθινός άντρας πρέπει να διατηρεί την ανδροπρέπειά του, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ενδύματά του, τα οποία καθώς πάντοτε τα φορά νυχθημερόν δεν θα έπρεπε να έχουν τίποτε που να υπονοεί ότι δεν ταιριάζουν στον άνδρα. Κατά τον ίδιον τρόπο, εξάσκησε την γυναίκα ως προς την ευπρέπεια των στολιδιών της και την εμπόδισε να φορά ανδρικά ενδύματα με την περαιτέρω επιδίωξη να λάβει αποτρεπτικά μέτρα εξίσου ενάντια στην ανδρογυναίκα όσο και ενάντια στον θηλυπρεπή και ερμαφρόδιτο άνδρα.
Ήξερε η νομοθεσία ότι, όπως συμβαίνει και με τα κτίρια, εάν αφαιρεθεί ένας από τους θεμέλιους λίθους, ούτε οι υπόλοιποι δεν θα μείνουν όμοιοι όπως ήταν.
Για να συνεχίσω, εφόσον ο χρόνος κατά τον οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα στους ανθρώπους είναι δυνατόν να διακριθούν στον καιρό της ειρήνης και στον καιρό του πολέμου, είναι επίσης δυνατόν να μελετήσουμε το πεδίο που καταλαμβάνουν οι αρετές και στους 2 αυτούς καιρούς. Σε σχέση με άλλα θέματα, αυτό έχει ήδη αναπτυχθεί και θα γίνει πάλι λόγος γι’ αυτό εάν παραστεί ανάγκη αλλά στο σημείο αυτό η έννοια της ανδρείας απαιτεί μιαν στενή εξέταση.
Τα αποτελέσματα που παράγει η ανδρεία εν καιρώ ειρήνης εκθειάζονται από την νομοθεσία σε πολλά σημεία των νομικών βιβλίων και η νομοθεσία είναι πάντοτε έτοιμη να αδράξει την ευκαιρία ώστε να τα εξυμνήσει. Έχουμε μιλήσει γι’ αυτά στα κατάλληλα μέρη και θα ξεκινήσουμε τώρα να περιγράφουμε τα επιτεύγματά της εν καιρώ πολέμου.
Πρέπει, όμως, να γίνει ένα προεισαγωγικό σχόλιο.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Η νομοθεσία θεωρεί πρώτον πως όταν καταρτίζεται η λίστα στρατολογίας, οι κλήσεις για κατάταξη δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλους τους νέους που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία αλλά δεύτερον ότι πρέπει κάποιοι να εξαιρούνται εάν παρέχουν λογικές δικαιολογίες για την απαλλαγή από την στράτευση.
Οι νέοι αυτοί είναι, στο πρώτο ενδεχόμενο, οι κιοτήδες και οι δειλοί που πρόκειται οπωσδήποτε να πέσουν θύματα της έμφυτης μαλθακότητάς τους και να προκαλέσουν τον φόβο στους υπολοίπους συμπολεμιστές.
Διότι συχνά το κακό μέσα σε έναν άνθρωπο αναπαράγεται κιόλας από τον πλησίον του και ειδικά μάλιστα στον πόλεμο όπου ο τρόμος έχει οδηγήσει σε σύγχυση τον λογισμό και τον έχει καταστήσει ανίκανο να αντιλαμβάνεται με ακρίβεια τα πράγματα.
Οι άνθρωποι τότε αποκτούν την συνήθεια να αποκαλούν την δειλία «επιφύλαξη», την ατολμία «προνοητικότητα», την ανανδρία «ασφάλεια» και με τον τρόπον αυτόν επενδύουν τις πιο αισχρές πράξεις με ευπρεπείς και σεμνές ονομασίες.
Και, επομένως, η νομοθεσία –επειδή ακριβώς δεν θέλει να επέλθει βλάβη στους δικούς της σκοπούς από την ανανδρία εκείνων που θα μπουν στην μάχη ούτε και να δοξαστεί υπερβολικά ο εχθρός νικώντας εύκολα ένα αξιοθρήνητο σώμα εκφυλισμένων αλλά και γνωρίζοντας πως ένας όχλος αργόσχολων δεν ωφελεί σε τίποτε αλλά αποτελεί αντιθέτως εμπόδιο για την επιτυχία– εξαιρεί από την κατάταξη τους άτολμους και λιπόψυχους με βάση την ίδιαν αρχή, νομίζω, που και ένας στρατηγός δεν επιβάλλει σε εκείνους που νοσούν σωματικώς να πολεμήσουν, απαλλάσσοντάς τους λόγω ασθενείας.
Όμως, και η δειλία είναι μια ασθένεια και μάλιστα πιο βαρειά από τις νόσους του σώματος επειδή καταστρέφει τις δυνάμεις της ψυχής.
Διότι οι ασθένειες του σώματος βρίσκονται σε ακμή μόνο για ένα βραχύ χρονικό διάστημα ενώ η δειλία αποτελεί κακό σύντροφο καθώς βρίσκεται εγγενώς τόσο στενά στον άνθρωπο όσο καμιά άλλη σωματική λειτουργία και είναι έμφυτη από τα πρώτα χρόνια της ηλικίας του έως τα ύστατα γηρατειά –εάν τυχόν δεν την θεραπεύσει ο Θεός, διότι για τον Θεό είναι όλα δυνατά.
Επιπλέον, η νομοθεσία ούτε καν όλους τους πιο τολμηρούς δεν καλεί σε κατάταξη ακόμη κι αν αυτοί έχουν μεγάλη ρώμη τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή και επιθυμούν σφόδρα να πολεμήσουν και να διακινδυνεύσουν στο μέτωπο. Ενώ, όμως, τους επαινεί για την αποφασιστικότητά τους καθώς και για το κοινωνικό ήθος, τον ζήλο και την απτόητη στάση που επιδεικνύουν, η νομοθεσία διερευνά προσεκτικά μήπως ενδεχομένως υπάρχουν κάποιες πειστικές αιτίες που τους δεσμεύουν αναγκαστικά και με την βία στην αίτηση απαλλαγής.
Η νομοθεσία λέει πως πρέπει να απαλλάσσεται κατ’ εξαίρεσιν κάποιος άνθρωπος από κάθε στρατιωτική υπηρεσία αν έχτισε πρόσφατα ένα σπίτι αλλά δεν πρόλαβε να το κατοικήσει ή αν μόλις φύτεψε αμπέλια βάζοντας ο ίδιος με τα χέρια του στο χώμα τα βλαστάρια και δεν είχε την ευκαιρία να απολαύσει τους καρπούς ή αρραβωνιάστηκε με μιαν κόρη παρθένον αλλά δεν είχε τον χρόνο να την παντρευτεί –κι έτσι, να παίρνει άδεια αναβολής μέσω της ανθρωπιάς του νόμου.
Και αυτό συμβαίνει για χάρη δύο λόγων.
Ο ένας λόγος είναι ότι, επειδή είναι άδηλη η έκβαση των πολέμων, δεν πρέπει άλλοι που δεν ταλαιπωρήθηκαν να απολαμβάνουν την περιουσία εκείνων που μόχθησαν. Διότι πιστεύεται πως είναι απάνθρωπο να μην μπορεί ένας άνθρωπος να απολαύσει ο ίδιος τους κόπους του αλλά άλλος να χτίζει μιαν οικοδομή και άλλος να κατοικεί στο σπίτι ή άλλος να φυτεύει έναν αμπελώνα και ένας άλλος που δεν τον φύτεψε να δρέπει τους καρπούς ή άλλος να δίνει υπόσχεση μνηστείας σε μιαν ανύπαντρη και άλλος που δεν έδωσε καμία δέσμευση να την παντρεύεται –και, άρα, πως δεν είναι σωστό να δίνονται κατασκευασμένες και φρούδες ελπίδες ως ανταπόδοση σε εκείνους οι οποίοι προσδοκούν να έχουν μια ζωή σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και ευτυχισμένη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, όταν πολεμούν τα σώματα των ανθρώπων, δεν πρέπει οι ψυχές να υστερούν.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, οι διάνοιες των ανθρώπων αισθάνονται εξ ανάγκης την ένταση εκείνη που προκύπτει από την λαχτάρα της απολαύσεως όλων αυτών από τα οποία έχουν αποχωριστεί.
Διότι ακριβώς όπως οι πεινασμένοι ή οι διψασμένοι τρέχουν μέσα στον ζήλο τους χωρίς καν να κοιτάξουν πίσω προκειμένου να πιάσουν και να γευθούν ένα φαγητό ή ένα ποτό που τους παρουσιάζεται, κατά τον ίδιο τρόπο εκείνοι οι οποίοι κουράστηκαν για να αποκτήσουν μιαν νόμιμη γυναίκα ή μια οικία ή ένα χωράφι και καλλιεργούν ελπίδες νομίζοντας ότι πολύ σύντομα θα έρθει ο καιρός που ο καθένας τους θα τα χρησιμοποιήσει, όταν αποστερηθούν από την απόλαυση των καρπών του μόχθου τους, σφαδάζουν από την συντριβή –με αποτέλεσμα, αν και παρόντες στην μάχη να είναι απόντες ως προς το καλύτερο τμήμα του σώματος, την ψυχή, η οποία συμβαίνει να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας που κρίνει την νίκη ή την ήττα.
Έτσι, λοιπόν, η νομοθεσία δεν θεώρησε πως θα έπρεπε να καλεί σε κατάταξη αυτούς τους ανθρώπους καθώς και τους παρομοίους τους αλλά μάλλον εκείνα τα άτομα στα οποία δεν είχε εισέλθει κανένα προγενέστερο πάθος με σκοπό, αποδεσμευμένα και ελεύθερα από ορμές, να αποδυθούν σε δράση με ζέση και δίχως προφάσεις.
Διότι ακριβώς όπως μια ολόκληρη πανοπλία είναι άχρηστη σε ένα σώμα το οποίο υποφέρει από ασθένειες ή πληγές ή στίγματα επειδή, αν το σώμα αισθάνεται αδυναμία θα απορρίψει την πανοπλία γιατί είναι κάτι πέρα από τις δυνάμεις του, κατά τον ίδιο τρόπο κι ένα ρωμαλέο σώμα θα φθαρεί εάν η ψυχή φέρει κάποιο πάθος που δεν ταιριάζει με τις περιστάσεις.
Η νομοθεσία –έχοντας ενώπιόν της αυτούς τους αντικειμενικούς παράγοντεςδεν υποβάλλει σε κρίση μόνο τους στρατηγούς και τους λοχαγούς και τους άλλους αξιωματικούς του στρατού αλλά επιλέγει και τον κάθε στρατιώτη δοκιμάζοντάς τον για να διαπιστώσει πώς τα πάει από πλευράς υγείας του σώματός του και από πλευράς ευστάθειας λογισμού.
Εξετάζει το σώμα αφενός ολόκληρο για να δει αν όλο είναι υγιές καθ’ όλα και αφετέρου τμηματικά και ανά κάθε μέλος ώστε να δει εάν όλα είναι προσαρμοσμένα σωστά για τις επιβαλλόμενες σχέσεις και κινήσεις που θα απαιτηθούν από τον κάθε στρατιώτη. Την ψυχή την εξετάζει ως προς το αν είναι θαρραλέα και έχει ευτολμία, αν είναι μεστή φρονήσεως και αν καταπλήσσεται εύκολα ή όχι, αν είναι ευγενική, αν είναι φιλότιμη και αν προτιμά τον ένδοξο θάνατο από την άδοξη ζωή.
Κάθε μια από αυτές τις ποιοτικές αρετές από μόνη της ξεχωριστά, για να πούμε την αλήθεια, αποτελεί δύναμη. Αν όλες τους συγκεντρωθούν και συνδυαστούν, τότε αυτοί που τις κατέχουν θα επιδείξουν μιαν ισχύ παραπάνω από επαρκή ώστε να αποδειχθούν ασυναγώνιστοι σε ρώμη μέσα στους συμμάχους τους ενώ θα νικήσουν αναίμακτα τους εχθρούς τους.
Μια πολύ ξεκάθαρη απόδειξη των ανωτέρω λεχθέντων περιλαμβάνεται στα ιερά βιβλία
Οι Άραβες –των οποίων η ονομασία παλαιότερα ήταν «Μαδιηναίοι» ή «Μεδειοινέοι»είναι ένας λαός με πολύ μεγάλο ανθρώπινο πληθυσμό. Ήταν προδιατεθειμένοι αρνητικά προς τους Εβραίους όχι για κανέναν άλλον λόγο μάλλον αλλά κυρίως επειδή αυτός ο λαός ο αφιερωμένος στον Πατέρα και Δημιουργό των Όλων σέβεται και τιμά την Υπέρτατη Θεότητα και το Πρώτο Κινούν Αίτιο.
Κατά συνέπεια, κατέφυγαν σε κάθε δυνατό τέχνασμα και επιχείρησαν κάθε πιθανή απόπειρα ώστε να τους αποτρέψουν από την απόδοση τιμών προς το Εν και πραγματικό Ον και να τους μεταστρέψουν από την αγιότητα προς την ασέβεια. Διότι αν το επιτύγχαναν αυτό, νόμιζαν πως θα έκαναν μιαν κατάκτησην εύκολη. Όταν, όμως, ύστερα από αμέτρητες προσπάθειες με λόγια και έργα εξουθενώθηκαν εντελώς (όπως οι άνθρωποι που απειλούνται με θάνατο και όπου δεν υπάρχει καμία ελπίδα σωτηρίας) επινόησαν ένα στρατήγημα που είχε ως εξής: Βρήκαν τις πιο θεσπέσια όμορφες γυναίκες τους και τους είπαν «Δείτε, είναι τόσο άπειρος ο πληθυσμός των Εβραίων. Όμως, ο πληθυσμός τους δεν αποτελεί τόσο γερό οχυρό όσο η ομόνοια και η συμφωνία τους. Και το ανώτατο και μέγιστο αίτιο της ομοψυχίας τους είναι η πίστη τους στον Ένα Θεό, δια μέσου της οποίας νοιώθουν αναμεταξύ τους μιαν ενωτική και αδιάλυτη φιλία. Ο άνθρωπος, όμως, μπορεί να αλωθεί μέσω της ηδονής και ιδιαιτέρως μάλιστα μέσω της συνουσίας με την γυναίκα. Εσείς είστε διαπρεπέστατες σε ομορφιά. Το κάλλος είναι εκ φύσεως δελεαστικό ενώ η νεότητα εύκολα διολισθαίνει στον σαρκικό εκτραχηλισμό. Μην φοβηθείτε ότι, αν σας αποδώσουν τους ντροπιαστικούς χαρακτηρισμούς εταίρα ή μοιχαλίδα, αυτό μπορεί να σας ατιμάσει αλλά εσείς να αντιπαραθέσετε τα οφέλη που προκύπτουν από την πράξη σας, οφέλη που θα σας επιτρέψουν να μετατρέψετε εκ των υστέρων την εφήμερη ανυποληψία και το όνειδος σε αειθαλή και ατελεύτητη καλή φήμη. Επειδή, αν και επιφανειακά εκδίδετε τα σώματά σας ως σόφισμα και στρατήγημα κατά των εχθρών σας, θα διαφυλάξετε παρθένους τις ψυχές σας και θα τις επισφραγίσετε με μιαν μελλοντικήν αγνότητα. Και ο πόλεμος αυτός θα είναι εντελώς καινοφανής και δεν θα έχει κανένα ιστορικό προηγούμενο επειδή θα βγάλει το όνομα ότι κερδήθηκε όχι από άνδρες αλλά από γυναίκες. Γιατί, το ομολογούμε, είναι το δικό μας φύλο το οποίο θα υποστεί την ήττα καθώς οι αντίπαλοί μας είναι σε όλα καλύτεροι από εμάς ενώ το δικό σας φύλο θα καταγάγει πέρα για πέρα παντελώς μιαν νίκη. Εξάλλου –κι αυτό είναι το πιο μεγάλο καλόη νίκη θα έρθει εις πέρας με το ανώτατο αριστείο ότι δεν συνεπάγεται κανέναν κίνδυνο και, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, η νίκη θα είναι δική σας δίχως αιματοχυσία ή ακόμα και δίχως καν να μπει στον κόπο να σηκωθεί λίγη σκόνη». Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά οι γυναίκες οι οποίες ούτε καν στα όνειρά τους δεν είχαν φανταστεί ότι υπάρχει κάτι που λέγεται βίος αγνός κι ούτε είχαν γευθεί αυτό που λέγεται ορθή παιδεία, έδωσαν την συναίνεσή τους. Διότι, τον υπόλοιπο χρόνο έως την στιγμήν εκείνη, υποκρίνονταν με ένα επίπλαστο ήθος συνετισμού. Φόραγαν πολυτελείς εσθήτες και περιδέραια ως διακοσμητικά και όλα τα άλλα με τα οποία συνηθίζουν οι γυναίκες να ψευτοστολίζονται και κατέστρωναν σχέδια πώς με τις επιμέλειες να κάνουν την φυσική τους ομορφιά ακόμη πιο ελκυστική.
Διότι το έπαθλο δεν ήταν διόλου ασήμαντο, ήταν η θήρα νέων θηραμάτων που έως τότε δεν είχαν πιαστεί.
Εμφανίζονται τότε ανοιχτά σε δημόσιο χώρο. Και όταν ήρθαν πιο κοντά στο προκείμενο (με εκμαυλιστικά βλέμματα σαν από εταίρες, με γαλιφιές στα λόγια και με ακόλαστες κινήσεις ή στάσεις) βάζουν, λοιπόν, δέλεαρ στο τμήμα εκείνο της νεότητας με την λιγότερη φρόνηση –στα ανερμάτιστα, ανίδρυτα και μη καθιερωμένα ήθη.
Και όταν έπιασαν στο αγκίστρι τους τις ψυχές των συγκεντρωμένων στην ομήγυρη μέσω της καταισχύνης του σώματος, τους κάλεσαν σε επιστράτευση ώστε να σμίξουν για να προσφέρουν προς τα είδωλα (τα χειροποίητα από τον άνθρωπο) θυσίες που δεν ήταν θυσίες και σπονδές που δεν οδηγούσαν σε ειρήνευση –κι έτσι, αλλοτριώνουν την λατρεία του Ενός και όντως Όντος– και, αφού το διέπραξαν αυτό, στέλνουν τα καλά νέα στους άντρες τους.
Και θα προσήλκυαν κι άλλους που δεν ήταν πολύ βέβαιοι για την πίστη τους εάν δεν είχε δείξει οίκτο για τα πάθη τους ο ευεργέτης και ελεήμων Θεός και δεν είχε σπεύσει ανυπερθέτως, χωρίς να χάσει χρόνο, να κολάσει τους αποννοηθέντες –που ήταν 24.000– και να τους αναχαιτίσει μέσω νουθεσιών που έγιναν με τον φόβο (όπως θα το έκανε κι αν κινδύνευαν να κατακλυστούν από έναν χείμαρρο).
Ο ηγέτης του έθνους έσταξε στα αυτιά των υπηκόων του τα δόγματα υπέρ της ευσέβειας και, αφού με αυτά επιβλήθηκε στις ψυχές τους, επέλεξε και κατήρτισε έναν κατάλογο με 1.000 άνδρες αριστίνδην από κάθε φυλή για να εκδικάσει το ζήτημα της ενέδρας που είχαν μηχανευθεί μέσω των γυναικών ελπίζοντας ότι με το τέχνασμα αυτό θα κατέβαλαν ολόκληρον τον πληθυσμό και θα τον έριχναν από το ανώτατο σημείο της άκρας αγιότητας όπου βρισκόταν –ενώ μπόρεσαν μόνο να διαφθείρουν εκείνους που προαναφέρθησαν.
Απέναντι σε πολλές χιλιάδες αντιτάχθηκε ένας στρατός ελαχίστων σε αριθμό ανθρώπων οι οποίοι, εφοδιασμένοι με εμπειρίες και ευτολμία –λες και κάθε ένας τους ήταν ένας λόχος από μόνος του που καταφρονούσε όλους τους κινδύνους, πάνω-κάτω έτρεχαν στις πυκνές τους φάλαγγες, καθάριζαν όσους έμπαιναν στα πόδια τους, ερήμωναν τα συμπαγή στίφη των στρατευμάτων που είχαν συγκεντρωθεί και όλα όσα υπήρχαν ως εφεδρείες προς αναπλήρωση των γραμμών που εκκενώνονταν– κατάφεραν ευθύς εξαρχής και με την πρώτη επίθεση να ξαπλώσουν χάμω πολλές χιλιάδες και να μην αφήσουν ζωντανόν κανέναν από τους νέους που τους αντιτάχθηκαν. Φόνευσαν, επίσης, τις γυναίκες που συνυπέγραψαν τα ανόσια σχέδια των ανδρών αλλά έδειξαν έλεος προς τις παρθένους, ευσπλαγχνιζόμενοι την αθώα ηλικία τους.
Και με τόση επιτυχία διεξήχθη ο πόλεμος, κατά τον τρόπον αυτόν, ώστε κανέναν από τους δικούς τους δεν έχασαν αλλά επέστρεψαν άτρωτοι, αλώβητοι και άθικτοι, ίδιοι ακριβώς σε αριθμό με όσους είχαν ξεκινήσει για την μάχη –ή, καλύτερα (αν πρέπει να πούμε ολόκληρη την αλήθεια) με διπλάσια ισχύ. Διότι η χαρά που τους προξένησε η νίκη δεν ήταν διόλου μικρότερη σε ένταση από την χαρά που εξ αρχής ένοιωθαν.
Και για τούτα δεν υπήρξε κανένα άλλο κίνητρο παρά μόνον ο ζήλος και η αγάπη για τους κινδύνους που τους οδήγησε να κερδίσουν τον υπέρ της ευσεβείας αγώνα που έδωσαν με επιφανέστερον μαχητή τον Θεό –μια συμμαχία αήττητη– ο οποίος ενέπνευσε στις διάνοιές τους αγαθές σκέψεις και προίκισε τα σώματά τους με ακατανίκητη ρώμη.
Η απόδειξη ότι σύμμαχός τους ήταν ο Θεός είναι ότι πολλές χιλιάδες κατατροπώθηκαν από λίγους άνδρες και ότι κανείς από τους εχθρούς δεν διέφυγε ενώ από τους φίλους κανείς δεν εφονεύθη και ούτε κατ’ αριθμό ούτε κατά την σωματική δύναμη δεν ελαττώθηκαν.
Εξ ου και λέει ο Θεός στις προτρεπτικές Παραινέσεις του:
«Εάν ασχολείσαι επιτηδευμένα με την δικαιοσύνη και την αγιότητα και τις άλλες αρετές, θα έχεις έναν απόλεμο βίο και ειρηνικό σε όλα. Στην περίπτωση που προκύψει πόλεμος, θα επικρατήσεις εύκολα των πολεμίων με την βοήθεια του Θεού. Ο Θεός θα είναι αοράτως ο στρατάρχης. Στον Θεό ανήκει η μέριμνα της διάσωσης των καλών ανθρώπων».
Μην πανικοβληθείς, λοιπόν, και φοβηθείς από κατάπληξη μήτε αν ένας καλά εξοπλισμένος στρατός με πολλές χιλιάδες πεζούς και ιππότες μαζί χυμήξουν πάνω σου τρέχοντας –μήτε αν έχουν γίνει κύριοι της κατάστασης επειδή κρατάνε μιαν περιοχή όπου εκ των προτέρων έχουν καταλάβει τα αμυντικά οχυρώματα και τα επίμαχα σημεία μήτε αν τους χορηγούνται άφθονα εφόδια– ακόμα κι αν έχεις έλλειψη σε όλα όσα έχουν στην περιουσία τους οι πολέμιοί σου (συμμάχους, όπλα, τόπους ευκαιρίας, προμήθειες).
Διότι όλα εκείνα μοιάζουν με ένα εμπορικό πλοίο βαρυφορτωμένο και πλήρες από ποικίλα αγαθά που ξαφνικά, μετά από πολλές εφορμήσεις του ανέμου, ανετράπη και βυθίστηκε από ένα μπουρίνι.
Στους ταπεινούς και λυπημένους, όμως, ο Θεός στέλνει τις σωτήριες δυνάμεις του για να τους αναζωογονήσουν και να τους τελειοποιήσουν (όπως παρέχει την βροχή και το χιόνι στους σπόρους τα στάχυα που μαραίνονται από την ξηρασία και την ανομβρία).
Εξ ου και είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να επιμένουμε σε ό,τι είναι δίκαιο και άγιο. Διότι ζουν σε άκρα ευδαιμονία όποιοι αντιμετωπίζονται φιλικά από τον Θεό ενώ ζουν σε έσχατη δυστυχία όποιοι αντιμετωπίζονται εχθρικά από τον Θεό. Αρκετά είπαμε τώρα για το θέμα της ανδρείας και το θέμα αυτό πρέπει προς το παρόν να το αφήσουμε.

Περί φιλανθρωπίας
Το επόμενο προς εξέταση ζήτημα είναι όντως η Φιλανθρωπία, η αρετή η οποία συγγενεύει ιδιαιτέρως με την Ευσέβεια, την αδελφή και δίδυμή της.
Ο προφήτης των νόμων –ο οποίος την είχε αγαπήσει όπως και γω δεν ξέρω αν την αγάπησε άλλος κανείς εφόσον γνώριζε ότι επρόκειτο για μιαν λεωφόρο που οδηγούσε στην αγιότητα– καθοδηγούσε και κρατούσε οργανωμένους σε κοινωνία όλους όσους βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του δίνοντάς τους το καλό παράδειγμα ενώ, παράλληλα, τους διαπαιδαγωγούσε εκθέτοντας μπροστά τους την δική του ζωή ως πρότυπο για να το ακολουθήσουν.
Όσον αφορά τα πεπραγμένα του κατά την διάρκεια των παιδικών του χρόνων έως τα γηρατειά, αυτά έχουν ήδη γίνει γνωστά πρωτύτερα, σε 2 πραγματείες που έγραψα περί του βίου του Μωϋσή για να τα λάβουν υπόψη τους και να προστατευθούν ο καθένας αλλά και όλοι οι άνθρωποι. Υπάρχουν, όμως, 1 ή 2 κατορθώματα στο τέλος της ζωής του που αξίζει να μνημονευθούν ως δείγματα της συνεχούς και αδιάσπαστης καλοκαγαθίας του και τα οποία, πέρα από κάθε σύγχυση, αποτύπωσε ο Μωϋσής ως τελική σφραγίδα σε μιαν ψυχή που είχε εγχαραχθεί με θεϊκούς χαρακτήρες.
Διότι αυτός γνώριζε μέσω αλάνθαστων οιωνών περί της μετανάστασής του πέρα από τον τόπον αυτό και, όταν επρόκειτο να φθάσει στο τέρμα της η προθεσμία της θνητής ζωής του, δεν μιμήθηκε κανέναν από τους άλλους (είτε βασιλιάδες είτε απλούς πολίτες) των οποίων η μόνη σπουδή και ευχή είναι να αφήσουν πίσω τους παιδιά ως κληρονόμους. Όμως, αν και είχε γίνει πατέρας 2 παιδιών, ο Μωϋσής δεν παρέδωσε την εξουσία σε κανέναν εκ των 2 επειδή δεν ηττήθηκε από την ευνοιοκρατία υπέρ των συγγενών και από το πάθος για την οικογένειά του. Αν και οι διεκδικήσεις των παιδιών του ήταν ύποπτες, είχε ωστόσο ανήψια που οπωσδήποτε δεν τους έλειπε η καλοσύνη και που κατείχαν την ανωτάτη ιεροσύνη ως ανταμοιβή για την ανθεκτική τους αρετή. Ίσως, όμως, για να μην τους αποσπάσει από την υπηρεσία του Θεού ή –και όπως αυτό είναι εύλογο– να σκέφτηκε ότι είναι αδύνατον τα ίδια άτομα να μεριμνούν σωστά για αμφότερα τα 2, και για την Ιεροσύνη που επαγγέλλεται ότι υπηρετεί τον Θεό και για την Βασιλεία που επαγγέλλεται την μέριμνα για τους ανθρώπους. Ίσως, ακόμα, να μην είχε την αξίωση να γίνει ο ίδιος κριτής ενός τόσο σημαντικού ζητήματος –και το πιο σημαντικό ζήτημα είναι το να υποβάλη κανείς σε δοκιμασία και να επιλέξει αυτόν που είναι εκ φύσεως ο καλύτερος για να διοικεί, ένα ζητούμενο που απαιτεί σχεδόν θεϊκή δύναμη, την μόνη δύναμη που μπορεί να καθορίσει με ευκολία το ήθος ενός ανθρώπου.
Η σαφέστερη απόδειξη που μπορεί να υπάρχει για την άποψη αυτή είναι η ακόλουθη:
Ο Μωϋσής είχε έναν φίλο που τον γνώριζε σχεδόν από τα παιδικά του χρόνια –Ιησούς του Ναμπεί λεγόταν– αλλά την φιλία με αυτόν δεν την προξένησε τίποτε από εκείνα που συνήθως δημιουργούν τις φιλίες στους άλλους ανθρώπους παρά μόνον ο έρωτας ο επουράνιος ο οποίος και όντως είναι και άφθαρτος και θείος και από αυτόν συμβαίνει να προέρχεται κάθε αρετή.
Ο Ιησούς έμενε και έτρωγε στο σπίτι του εκτός από εκείνες τις φορές που επιτασσόταν να μείνει μόνος ο Μωϋσής για να λάβει θεία έμπνευση και χρησμούς. Ο Ιησούς διέφερε πάντοτε από το πλήθος ως προς τις υπόλοιπες υπηρεσίες που προσέφερε, ήταν σχεδόν υπαρχηγός του Μωϋσή και συνδιοικούσε μαζί του ως ηγέτης.
Ακόμα, όμως, κι αν ο Ιησούς είχε υποστεί την βάσανο της προσεκτικής δοκιμασίας του ως προς την καλοκαγαθία του επί πολλά χρόνια τόσο στα λόγια και στις πράξεις του όσο και (το πιο απαραίτητο) στην αφοσίωσή του προς το έθνος, διόλου δεν σκέφτηκε ο Μωϋσής να αφήσει αυτόν ως διάδοχο –και αυτό, επειδή φοβήθηκε μήπως πλανιέται θεωρώντας τον Ιησού ως καλόν άνθρωπο ενώ στ’ αλήθεια δεν ήταν.
Διότι τα κριτήρια των ανθρωπίνων κρίσεων συμβαίνει να είναι εκ φύσεως αμυδρά και αβέβαια.
Άρα, δίχως να έχει εκ των προτέρων εμπιστοσύνη στον εαυτό του, παρακαλεί και ικετεύει τον Θεό –αυτόν που κοιτά από ψηλά την αόρατη ψυχή, τον μοναδικό στον οποίον επιτρέπεται να θωρεί με ακρίβεια την ανθρώπινη διάνοια– να επιλέξει εκ των αρίστων εκείνον που είναι ο πλέον επιτήδειος για την ηγεσία και ο οποίος θα φροντίζει με επιμέλεια για τους υπηκόους του σαν πατέρας.
Και (ανυψώνοντας προς τον ουρανό τα χέρια του τα καθαρά και –όπως θα ‘λεγε κανείς, με πιο αλληγορικό τρόπο– τα παρθένα) λέει: «Κύριος ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός επισκεψάσθω άνθρωπον εκ του πλήθους για να τεθεί τούτος άμεμπτος ως επικεφαλής και να τους φροντίζει και να τους προστατεύει ως ποιμένας ώστε να μην αποσαθρωθεί το έθνος όπως μια διασκορπισμένη αγέλη που δεν έχει ποιμενάρχη».
Και ποιός, όμως, που θα άκουγε την προσευχή αυτή δεν θα έμενε κατάπληκτος;
Ποιός δεν θα ‘λεγε:
«Ω δέσποτα, τί εννοείς; Δεν έχεις νόμιμα παιδιά, δεν έχεις ανήψια; Ως πρώτη επιλογή, παράδωσε την εξουσία στους γιους σου που είναι κι οι πρώτοι σου κληρονόμοι. Αν τους αποδοκιμάζεις, τότε παράδωσέ την στα ανήψια σου ή, αν τους θεωρείς κι αυτούς ανεπιτήδειους, πρόκρινε από το έθνος τους πιο συγγενείς σου και τους πιο οικείους. Έχεις, πάντως, έναν φίλο άμεμπτον ο οποίος σε σένα τον πάνσοφο έχει δώσει αποδείξεις για την τέλεια αρετή του. Γιατί, λοιπόν, δεν τον κρίνεις άξιο εφόσον η εκλογή δεν θα γίνει με βάση το γένος αλλά με βάση την καλοκαγαθία;»
Και ο Μωϋσής θα αποφανθεί:
«Είναι θεμιτό να παίρνουμε τον Θεό ως κριτή των πάντων και ιδιαιτέρως στα σημαντικά ζητήματα όπου σε 1.000 ανθρώπους μια καλή κρίση φέρνει ευδαιμονία ή, τουναντίον, μια κακή κρίση φέρνει δυστυχία. Και κανένα ζήτημα δεν είναι πιο σοβαρό από την κυβέρνηση, στην οποία επιτρέπονται όλες οι υποθέσεις των πόλεων και των χωρών τόσο εν καιρώ ειρήνης όσο και εν καιρώ πολέμου. Διότι ακριβώς όπως η επιτυχής πλοήγηση απαιτεί έναν κυβερνήτη ικανό και ως προς την αντίληψη και ως προς την επιστήμη, κατά τον ίδιον τρόπο χρειάζεται κα κάποιος πάνσοφος ηγεμόνας για να υπάρχει ευνομία παντού, απανταχού και οπουδήποτε στους εκάστοτε υπηκόους. Την σοφία, βέβαια –και επειδή είναι πιο παλαιά όχι μόνον από την δική μας εποχή γεννήσεως αλλά και όλου του κόσμου– δεν είναι θεμιτό ούτε και δυνατό να την κρίνει κανείς άλλος εκτός από τον Θεό και όσους την αγαπούν άδολα, αγνά και γνήσια. Και έχω διδαχθεί πέρα από τον εαυτό μου κανέναν άλλον από εκείνους που φαίνονται ότι είναι επιτήδειοι για την εξουσία να μην κρίνω. Δεν υπήρξα εθελοντής για να αναλάβω την φροντίδα και την προστασία των δημοσίων υποθέσεων ούτε χειροτονήθηκα από κάποιον άλλον άνθρωπο αλλά, όταν ο Θεός με εναργείς χρησμούς και με αλάνθαστους οιωνούς μου έθεσε νόμο και με διέταξε να εξουσιάζω, εγώ (επειδή αναλογίστηκα την βαρύτητα του ζητήματος) προσπάθησα να το αποφύγω εκλιπαρώντας με ικεσίες και παρακλήσεις –ώσπου, επειδή με πρόσταξε πολλές φορές, πειθάρχησα με δέος.
Εφόσον όταν έμελλε να κυβερνήσω εγώ χρησιμοποίησα τον Θεό ως κριτή, πώς λοιπόν δεν θα ήταν ατόπημα εκ μέρους μου αν δεν ακολουθούσα τα ίδια χνάρια και δεν ανέθετα και πάλι σ’ Αυτόν και μόνο την χειροτονία του διαδόχου μου και, μάλιστα, δίχως να έχει καμία σχέση με αυτό η γνώμη των ανθρώπων η οποία είναι πολύ πιο συγγενής με την υποκρισία φυσικά παρά με την αλήθεια; Άλλωστε, μιλάμε για την προστασία όχι ενός τυχαίου έθνους αλλά για την προστασία του έθνους με τον μεγαλύτερο ανθρώπινο πληθυσμό απ’ όλα απανταχού τα έθνη, του έθνους εκείνου που προσφέρει το πιο μεγάλο και σπουδαίο λειτούργημα –να είναι ιεροί δούλοι του όντως Όντος, ο οποίος είναι ο Δημιουργός των Όλων και Πατήρ. Διότι αυτό ακριβώς που αποκομίζουν μέσω της πλέον δόκιμης φιλοσοφίας όσοι μιλούν για αυτήν την φιλοσοφία, οι Ιουδαίοι το αποκομίζουν μέσω των νόμων και των εθίμων τους. Και αυτό είναι η επιστήμη του ανωτάτου και του πλέον παλαιού Αιτίου των πάντων και η απόρριψη της πλάνης των κατασκευασμένων θεών διότι κανείς θεός δημιουργημένος δεν είναι στ’ αλήθεια Θεός αιώνιος παρά μόνο κατά δοξασία και, επιπλέον, στερείται το πιο αναγκαίο –αιωνιότητας».
Τούτη είναι, λοιπόν, η πρώτη ενεργέστερη απόδειξη της φιλανθρωπίας και της αφοσίωσης που επεδείκνυε προς όλους τους ομοφύλους του ο Μωϋσής, αν και υπάρχει και μια άλλη απόδειξη που δεν είναι κατώτερη αυτής.
Όταν με βάση αυτά τα θεϊκά κριτήρια ο Ιησούς –μαθητής και μιμητής των αξιεράστων ηθών του Μωϋσή– επελέγη αριστίνδην στην εξουσία, ο Μωϋσής δεν αισθάνθηκε κατήφεια (όπως θα συνέβαινε με οποιονδήποτεν άλλον) επειδή δεν συνέπεσε να εκλεγούν οι γιοί ή τα ανήψια του αλλά έπλεε σε πελάγη ανείπωτης χαράς γιατί επρόκειτο το έθνος να έχει κυβερνήτη άριστον σε όλα –αφού εξ ανάγκης πρέπει να είναι καλός κι αγαθός αυτός που είναι ευχάριστος στον Θεό.
Εκ δεξιών του, λοιπόν, τον τοποθετεί και τον περιφέρει στο συναθροισμένο πλήθος δίχως να σέβεται καθόλου το δικό του επερχόμενο τέλος αλλά προσθέτει και νέες τέρψεις στις παλαιές. Και με πρόσωπο ιλαρό χάρη στην ευθυμία που είχε στην ψυχή του –όχι μόνον επειδή θυμήθηκε τα προηγούμενα ευτυχή του πάθη (στα οποία εντρύφησε κατά κόρον με κάθε αρετή) μα και επειδή ήλπιζε να μείνει αθάνατο στο μέλλον το όνομά του καθώς ο ίδιος θα περνούσε από τον φθαρτό βίο στην άφθαρτη ζωή– λέει μεγαλόφωνα και με φαιδρότητα: «Για μένα έχει έρθει πια ο καιρός να απαλλαγώ από την ζωή του σώματός μου, Αυτός εδώ, όμως, είναι ο διάδοχος που επελέγη από τον Θεό για να σας κυβερνήσει».
Και –σε όσους τον πίστεψαν– απήγγειλε αμέσως τους στίχους με τους χρησμούς που έκριναν την δοκιμασία. Και, στρέφοντας το βλέμμα προς τον Ιησού, του εύχεται καλό κουράγιο και τον παραινεί να είναι ενάρετος, να κάνει έγκυρες προτάσεις, να τηρεί ανένδοτη και αποφασιστική στάση ώστε να φέρνει σε αίσιο πέρας τις εισηγήσεις του και να εμμένει στις σωστές αποφάσεις του. Και έστω κι αν αυτά τα έλεγε σε κάποιον που ίσως δεν χρειαζόταν παραινέσεις, ο Μωϋσής δεν έκρυβε εκείνο το φιλοπατριωτικό πάθος και κείνη την φιλαλληλία και την αγάπη του για τον πλησίον που –κατά κάποιον τρόπο– τον κέντριζε για να ξεγυμνώσει όσα νόμιζε πως θα τον συνέφεραν.
Επιπλέον, του είχε δοθεί και ο χρησμός να παρακαλέσει τον διάδοχό του να διαχειριστεί με θάρρος την διακυβέρνηση του έθνους και να μην τρομάξει από το βάρος της εξουσίας ώστε αυτό να γίνει έπειτα κανόνας και νόμος σε όλους τους ηγέτες που θα προσβλέπουν τον Μωϋσή ως παράδειγμα προς μίμηση και κανείς να μην φθονεί τις τέλειες αποφάσεις των διαδόχων αλλά, αντιθέτως, να καθοδηγούν και να διαπαιδαγωγούν τις ψυχές τους με συμβουλές και παραινέσεις.
Διότι η παραίνεση από έναν ενάρετο άνδρα μπορεί να εμψυχώσει τους αποθαρρυμένους και, αφού τους έλξει και τους εξυψώσει ώστε να φανούν ανώτεροι από τους καιρούς και τις περιστάσεις, να τους εμπνεύσει ώστε να αποκτήσουν γενναίο και ατρόμητο φρόνημα.
Έχοντας πει τα αρμόζοντα προς τους υπηκόους και προς τον κληρονόμο της ηγεμονίας, αρχίζει λοιπόν να υμνεί τον Θεό με μιαν ωδή (την τελευταία για τον ίδιο) προκειμένου να αποδώσει τις ευχαριστίες της σωματικής του ζωής σε ανταπόδοση των καινοφανών –και όχι των συνηθισμένων– χαρίτων με τις οποίες ευεργετήθηκε από την ώρα που γεννήθηκε ως και τα γηρατειά. Και αφού συνήγαγε αθροισμένα σε μιαν συγκέντρωση θεϊκή τα στοιχεία του παντός καθώς και τα πιο συνεκτικά μέρη του κόσμου –την γη και τον ουρανό, την Εστία των θνητών και τον Οίκο των Αθανάτων– έψαλλε τις υμνωδίες με κάθε είδους μουσική αρμονικότητα και συμφωνικότητα για να τις ακούσουν τόσο οι άνθρωποι όσο και οι τάξεις των αγγέλων (οι άνθρωποι ως πρωτάρηδες προκειμένου με τον τρόπον αυτό να διδαχθούν την ευχάριστη διάθεσή του ενώ οι άγγελοι ως έμπειροι επόπτες προκειμένου να επιβλέψουν μήπως υπάρχει κάποια παραφωνία στο άσμα και ταυτόχρονα να διαπιστώσουν αν είναι δυνατόν κάποιος άνθρωπος ενδεδυμένος με φθαρτό σώμα να μπορέσει –όπως ο Ήλιος και η Σελήνη και ο πανίερος χορός των άλλων αστέρων– να εναρμονίσει την ψυχή του με την μουσική του θείου οργάνου κατά τον ίδιον τρόπο που κι ο Μωϋσής συντόνισε τον ουρανό και τον σύμπαντα κόσμο).
Και όταν ο ιεροφάντης συντάχθηκε με τους χορωδούς του αιθέρα, οδήγησε τις ευχάριστες υμνωδίες προς τον Θεό σε έναν συγκερασμό με τα γνήσια πάθη που πέρασε λόγω της αγάπης του προς το έθνος (και στα οποία συγκαταλέγονταν τα ελεγκτέα αμαρτήματά του στο παρελθόν, οι νουθεσίες και οι σωφρονισμοί στο παρόν καθώς και οι παραινέσεις που έκανε για το μέλλον –και τις οποίες ήταν ανάγκη να ακολουθήσει η αίσια ευόδωσή τους).
Μόλις τέλεψε την ποιητική του χορεία που ‘ταν –κατά κάποιον τρόπο– συνυφασμένη με την αγιότητα και την φιλανθρωπία, ο Μωϋσής άρχισε να μεταμορφώνεται, περνώντας από τον θνητό βίο στην αθάνατη ζωή και ύστερα από λίγο συναισθάνθηκε ότι διαλυόταν εις τα εξ ων συνετέθη –και ειδικότερα, ότι αποβαλόταν το σώμα του που τον περιέβαλε σαν ένα όστρακο και ότι η ψυχή απογυμνωνόταν και ποθούσε την φυσική μετανάστασή της πέρα από τον τόπο αυτό.
Κατόπιν, με το που ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες για την έξοδό του –και προτού καν προλάβει να γίνει μεταστάς– έστειλε αμέσως τις πιο ταιριαστές με την περίσταση ευχές του σε όλες τις 12 τον αριθμό φυλές του έθνους, αναφέροντας τους γενάρχες των φυλών ονομαστικά.
Πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτές οι ευχές θα τελεσφορήσουν διότι και αυτός που τις ευχήθηκε ήταν προσφιλής στον Θεό και ο Θεός αυτός ήταν φιλάνθρωπος αλλά και επειδή αυτοί για τους οποίους έγιναν οι ευχές ήταν ευπατρίδεις και ευγενείς στην τάξη και είχαν παραταχθεί κατά φάλαγγα από τον Στρατάρχη, τον Δημιουργό των Όλων και Πατέρα (οι παρακλήσεις του Μωϋσή αφορούσαν αληθινά αγαθά και όχι απλά να υπάρχουν αυτά τα αγαθά μόνο στην θνητή ζωή των γεναρχών των Εβραίων αλλά πολύ περισσότερο να συνεχίσουν να βρίσκονται με άνεση ακόμα και όταν απελευθερωθεί η ψυχή τους από τα δεσμά της σάρκας).
Διότι μόνον ο Μωϋσής, όπως φαίνεται ξεκάθαρα, είχε καταλάβει ότι από την αρχή το έθνος των Εβραίων είχε με τα θεία μιαν εξ ανάγκης επιβαλλόμενη συγγένεια, πολύ γνησιότερη από την εξ αίματος συγγένεια. Και, άρα, ανακήρυξε αυτό το έθνος ως κληρονόμο όλων των αγαθών που χωρά η ανθρώπινη φύση –και αφενός τα αγαθά που αυτός είχε ήταν έτοιμος να τα δώσει, αφετέρου για όσα δεν κατείχε ικέτευε τον Θεό να του τα παράσχη (γνωρίζοντας ότι αν και είναι αέναες οι πηγές της χάριτός Του, ωστόσο η Χάρις δεν διανέμεται σε όλους αλλά μόνο στους ικέτες –και ικέτες είναι εκείνου που αγαπούν την καλοκαγαθία και στους οποίους είναι θεμιτό να ξεδιψούν την δίψα τους για σοφία με τα ύδατα που αντλούν από τις ιερώτερες πηγές).
Έχουν ήδη προσκομιστεί οι αποδείξεις για την φιλανθρωπία και την κοινωνικότητα του νομοθέτη Μωϋσή, μιαν αρετή ποιοτική που κατέκτησε και λόγω της καλοτυχίας του να έχει αγαθή φύση αλλά και λόγω του χαρίσματος να του υπαγορεύονται ιεροί χρησμοί.
Επιβάλλεται, όμως, να λεχθούν και όσα διέταξε και για τις επόμενες γενιές, αν και όχι όλα (επειδή δεν είναι εύκολο), τουλάχιστον όμως εκείνα τα οποία βρίσκονται πιο κοντά στον δικό του τρόπο σκέψης. Δεν έθεσε την ευαισθησία και την ηρεμία μόνον ως θεμελιώδεις αρχές που να διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων στις κοινωνίες αλλά και τις επιδαψίλευσε αφειδώς και προς τις παράλογες φύσεις των ζώων και προς τα διάφορα είδη των καλλιεργούμενων δένδρων.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———

Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε κατά ένα μέρος όσα θέσπισε με νόμους για κάθε ένα από αυτά, ξεκινώντας από τον άνθρωπο.
Ο Μωϋσής απαγορεύει σε οποιοδήποτε να δανείζει χρήματα με τόκο σε έναν αδελφό του, ονομάζοντας ως αδελφό όχι μόνον εκείνον που έχει γεννηθεί από τους ίδιους γονείς αλλά οποιονδήποτε μένει στην ίδιαν πόλη και ανήκει στην ίδια φυλή και τούτο διότι δεν το θεωρεί δίκαιο να συσσωρεύονται χρήματα από μικρά θρεφτάρια. Και προτρέπει να μην το θεωρούν αυτό ως λόγο για να κάνουν πίσω ή να δείχνουν οκνηρία αλλά με απλωμένα χέρια και ανοιχτή καρδιά να χαρίζουν δώρα σε όσους τα έχουν ανάγκη, αναλογιζόμενοι ότι και όταν κάνουν χάρες πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για ένα δάνειο το οποίο θα ανταποδοθεί εκουσίως (εν καιρώ, όταν οι συνθήκες βελτιωθούν) από αυτόν που το δέχθηκε.
Αν, όμως, δεν θέλουν να κάνουν δώρα, θα πρέπει τουλάχιστον να είναι πανέτοιμοι και προθυμότατοι να δανείζουν και να μην ζητούν να πάρουν πίσω τίποτε πλην του αρχικού κεφαλαίου.
Διότι με τον τρόπον αυτόν ούτε οι φτωχοί δεν θα γίνουν πιο ανήμποροι (αναγκαζόμενοι να πληρώσουν παραπάνω απ’ όσα έλαβαν) ούτε αυτοί που συνεισφέρουν δεν θα αδικηθούν ακόμη κι αν πληρωθούν όσα ξόδεψαν εξαρχής και μόνο –αν και όχι μόνον αυτά. Διότι (μαζί με το κεφάλαιο που αντικαθιστά τον τόκο τον οποίο δεν αξίωσαν να λάβουν) τους προσφέρονται τα καλύτερα και τα πιο τίμια πράγματα που υπάρχουν στους ανθρώπους και αυτά είναι η ηρεμία, η κοινωνικότητα, η χρηστότητα, η μεγαλοφυΐα, η εύφημος μνεία και η δόξα.
Και ποιό άλλο περιουσιακό απόκτημα είναι εφάμιλλο αυτών;
Ε λοιπόν, ακόμη και ο Μέγας Βασιλεύς θα φανερωθεί ως ο πιο ταπεινός από τους ανθρώπους εάν συγκριθεί με μία μόνον αρετή. Διότι αυτουνού ο πλούτος του (ο οποίος έγκειται βαθειά στα ορύγματα των ταμείων και στα μύχια της γης) είναι άψυχος ενώ ο πλούτος της Αρετής βρίσκεται στο κυρίαρχο τμήμα της ψυχής όπου εκεί μεταμορφώνεται ακόμη και το πιο καθαρό τμήμα της ύλης –ο Παράδεισος– και ο Δημιουργός των συμπάντων Θεός.
Και στην περίπτωση αυτή πρέπει ακόμη να θέτουμε και την εξής εύλογη απορία στους φιλοχρήματους και στους τοκογλύφους, πώς άραγε είναι δυνατόν να τους φαίνεται ότι είναι βαθύπλουτοι βασιλιάδες όταν δεν έχουν δει ούτε στα όνειρά τους τον πλούτον εκείνον που έχει μάτια και μπορεί να βλέπει μέσα στην διάνοιά του;
Υπάρχουν, όμως, μερικοί που –ενώ δεν έχουν χρήματα– έχουν φθάσει σε μιαν τόσο μεγάλη υπερβολή μοχθηρίας που ακόμα και τροφή δανείζουν για να αποκομίσουν το κέρδος μιας ποσότητας τροφής μεγαλύτερης από αυτήν που έδωσαν. Πολύ βιαστικοί θα ‘ταν όλοι αυτού –σε καιρούς όπου οι τιμές είναι φθηνές και υπάρχει αφθονία τροφής– να προκαλέσουν τάχιστα έναν λιμό και να ζητήσουν να γίνει φιλανθρωπικός έρανος ώστε να αντλήσουν ένα τσάμπα πρόσθετο εισόδημα, εκμεταλλευόμενοι την ένδεια στα στομάχια των εξαθλιωμένων, και να μετρήσουν με το ζύγι την σίτιση και την πόση για να μην γείρει η πλάστιγγα.
Παραγγέλνει, λοιπόν, ο Μωϋσής σε αυτούς που θα συμμετάσχουν στην μέθεξη της –κατ’ αυτόν– ιεράς πολιτείας να μην παρεκτραπούν προς αυτές τις ιδέες περί άντλησης τέτοιου είδους πόρων επειδή αυτά τα επιτηδευμένα επαγγέλματα είναι χαρακτηριστικά δουλοπρεπούς και υπερβολικά ανελεύθερης ψυχής και την μεταμορφώνουν σε αγριότητα και σε θηρίων φύση.
Κι ένα ακόμα παράγγελμα από εκείνα που τείνουν προς την φιλανθρωπία διέταξε ο Μωϋσής, αυτό: να παραδίδεται αυθημερόν ο μισθός ενός φτωχού, όχι μόνον επειδή ήταν δίκαιο να πληρωθεί ανυπερθέτως τον μισθό του αυτός που προσελήφθη και προσέφερε μιαν υπηρεσία για την οποίαν υπήρχε ανάγκη αλλά, επιπλέον, επειδή ο χειροτέχνης ή ο αχθοφόρος –ο οποίος ζει «μεροδούλι-μεροφάϊ» (καθώς λένε μερικοί) και υποφέρει δεινά σε όλο του το σώμα λες και είναι υποζύγιο– έχει τοποθετήσει κάθε του ελπίδα στον μισθό. Και ενώ ευθύς μόλις τον πάρει τον μισθόν αυτό, χαίρεται και ενδυναμώνεται ώστε την επόμενην ημέρα να εργαστεί με διπλάσια προθυμία ενώ, αν δεν τον πάρει, το ηθικό του δεν αναπτερώνεται και αυτός λυγίζει και εξασθενεί από το υπερβολικό φορτίο και τους τόνους λύπης επειδή αισθάνεται μεγάλην αδυναμία να ανταποκριθεί στην συνηθισμένη του εργασία.
Λέει, ακόμα, ο Μωϋσής ότι αφενός δεν πρέπει να εισέρχεται ο δανειστής στις οικίες των χρεωστών για να πάρει με την βία κάποιο ενέχυρο ή εγγυητικό για το δάνειο αλλά πρέπει να αναμένει παραμένοντας στα πρόθυρα του σπιτιού και να τους προτρέπει ήσυχα να του το φέρουν και ότι αφετέρου πρέπει οι χρεωστές αν το έχουν να μην το κατακρατούν –αν, βέβαια, αρμόζει ο δανειστής να μην καταχράται την δύναμή του για να γίνεται αυθάδης και να υβρίζει τους χρεωστές ενώ, ως υπόμνηση της ανταπόδοσης, οι χρεωστές να παρέχουν ενέχυρα ίσα σε αξία με την οφειλή τους.
Και πάλι, ποιός θα αδυνατούσε να θαυμάσει το διάταγμα που αφορούσε τους θεριστές και τους τρυγητές; Διότι αυτό τους προστάζει για την ώρα της συγκομιδής να μην μαζεύουν ό,τι πέφτει από τα δεμάτια μήτε να κόβουν με το δρεπάνι όλα τα σπαρτά αλλά να αφήνουν κάποιο μέρος της σοδειάς ατρύγητο.
Ώστε ο Μωϋσής κάνει τους εύπορους μεγαλόψυχους και ανοιχτοχέρηδες με τον τρόπον αυτό –θυσιάζοντας κάτι από την δική τους περιουσία– και τους μαθαίνει να μην εποφθαλμιούν, να μην μαζεύουν και να μην αποθηκεύουν τα πάντα στα θησαυροφυλάκια των σπιτιών τους.
Ταυτόχρονα, κάνει τους φτωχούς να έχουν χαρούμενη διάθεση επειδή (ακόμα και αν αυτοί στερούνται δικών τους κτημάτων) τους επιτρέπει να εισέρχονται στα κτήματα των ομοφύλων τους και να κόβουν κάποια υπολείμματα σαν να ήταν δικά τους.
Το φθινόπωρο, πάλι, ο Μωϋσής προστάζει τους ιδιοκτήτες που δρέπουν τους καρπούς ούτε τις ρώγες που πέφτουν κάτω να μην συλλέγουν μήτε να ξανατρυγούν τα αμπέλια. Και για όσους μαζεύουν ελιές τα ίδια διατάζει –όπως ένας πολύ φιλόστοργος και δίκαιος πατέρας παιδιών που δεν είχαν την χαρά να φτάσουν την δικήν του ευημερία αλλά ενώ μερικά ζουν με αρκετή περιουσία, μερικά έχουν περιέλθει σε έσχατη φτώχεια. Και είναι αυτά ακριβώς τα οποία, δείχνοντάς τους έλεος και οικτιρμό, ο Μωϋσής τα καλεί (όχι αναίσχυντα αλλά προκειμένου να υπάρξει αποζημίωση για την φτώχεια τους) αφενός σε μιαν μέθεξη για να καταδράμουν στα κτήματα των αδελφών τους σαν να ήταν αυτών των ίδιων και εφετέρου σε μιαν συνουσία για να απολαύσουν όχι μόνο τους καρπούς αλλά και τα κτήματα –καθ’ όλα τα φαινόμενα.
Υπάρχουν, βέβαια, και αυτοί που είναι τόσο ανήθικοι στην διάνοιά τους –επειδή έχουν απορροφηθεί από την φιλαργυρία και αγωνιούν ως το τέλος της ζωής τους (λες και είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου) για κάθε ιδέα κέρδους δίχως να σκέπτονται από πού μπορεί αυτό το κέρδος να προέρχεται– ώστε ξανατρυγούν τους αμπελώνες και τους ελαιώνες, ξαναθερίζουν την γη με τα κριθάρια και τους σίτους, αποδεικνύοντας έτσι πως είναι ελεγκτέοι για ασέβεια καθώς και για δουλοπρεπή και ανελεύθερη μικροψυχία.
Διότι αυτοί ελάχιστα συνεισέφεραν οι ίδιοι στις γεωργικές εργασίες –ενώ τα περισσότερα και τα πιο απαραίτητα πράγματα που συνεισφέρουν στην καρποφορία και στην ευφορία τα παρέχει η φύση: τις καίριες βροχές, τον εύκρατον άνεμο, τις συνεχείς και μαλακές δροσοσταλίδες που προηγούνται της βλάστησης, τις ζωτικότατες αύρες, τις εποχές του έτους που γεννιώνται ακίνδυνα έτσι ώστε ούτε το θέρος να φλεγόμαστε ούτε τον χειμώνα να κάνει ψύχος ούτε οι εναλλαγές άνοιξης και φθινοπώρου να βλάπτουν την γονιμότητα.
Κι όμως, αν και τα γνωρίζουν αυτά (βλέποντας την φύση πάντοτε να φέρει εις πέρας αυτήν την τελετουργία και να δωρίζει την χάρη της) εκείνοι τολμούν να σφετερίζονται αυτές τις ευεργεσίες της –λες και τις προκάλεσαν όλες αυτοί– και δεν δίνουν τίποτε σε κανέναν, ασκώντας ταυτόχρονα και την μισανθρωπία και την ασέβεια.
Αυτούς, λοιπόν, ο Μωϋσής άθελά τους (επειδή ηθελημένα δεν καταπονήθηκαν για να αποκτήσουν αρετή) τους νουθετεί και τους σωφρονίζει με ιερούς νόμους –νόμους στους οποίους οι μοχθούντες πειθαρχούν άθελά τους και οι σπουδαίοι εθελοντικά.
Οι νόμοι κελεύουν να δίνουμε πρώτα στους ιερωμένους για να το ευλογήσουν το ένα δέκατο από το σιτάρι και από το λάδι και από τον οίνο και από τα εξημερωμένα μας θρεφτάρια και από τα βοσκήματα ενώ από τα οπωρικά στις αγροτικές καλλιέργειες και τους άλλους καρπούς των δένδρων να τους δίνουμε σε γεμάτα τελάρα ένα ποσοστό ανάλογα με την περιουσία μας –συν τις ωδές προς τον Θεό που έχουμε συνθέσει και είναι αναγεγραμμένες πάνω στις πλάκες των ιερότατων βίβλων.
Οι νόμοι κελεύουν, επιπρόσθετα, να μην κατατάσσουμε σε μιαν αγέλη τα πρωτότοκα από τα βόδια, τα πρόβατα και τις γίδες ως δικά μας αλλά και αυτά να τα θεωρούμε ως απαρχές των καρπών και να τα δίνουμε ως επικαρπία –ώστε και εμείς να συνηθίσουμε αφενός να τιμούμε τα θεία και αφετέρου να μην τα βλέπουμε όλα με κέρδος και οι νόμοι να έχουν την τιμή να στολιστούν, επιπλέον, με το κόσμημα των ηγετιδών της αρετής, της Ευσέβειας και της Φιλανθρωπίας.
Και λέει η νομοθεσία ότι αν πάλι δεις να περιπλανιέται στην ερημιά υποζύγιο (ένα ζώο το οποίο να ανήκει σε κάποιον από τους οικείους σου ή σε κάποιον από τους φίλους σου ή συνολικά σε κάποιους ανθρώπους που γνωρίζεις) να το αρπάξεις και να το καρπωθείς –και, άρα, αν τύχει και ο κύριός του βρίσκεται μακριά, φύλαξέ το μαζί με τα δικά σου ζώα ώσπου, αν επανέλθει, να σου φέρει ενέχυρο για την παρακαταθήκη που δεν σου έδωσε για να την φυλάξεις αλλά την οποία εσύ, αφού την βρήκες ο ίδιος, την αποδίδεις πίσω ένεκα την φυσικής σου κοινωνικότητας.
Δεν είναι, άρα, φιλάνθρωπα και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη και τα νομοθετηθέντα περί του 7ου έτους, σύμφωνα με τα οποία πρέπει κατά την διάρκειά του να αφεθεί όλη η γη σε αγρανάπαυση, να δοθεί στους φτωχούς η άδεια να εκδράμουν στις εκτάσεις των πλουσίων για να δρέψουν τον καρπό που δεν παρήχθη από τους ιδίους αλλά είναι δώρο της φύσης;
Ας απολαύσουν –λέει η νομοθεσία– οι ιδιοκτήτες σε ανταπόδοση όσων κατέχουν και όσων καλλιέργησαν στην γη για μιαν 6ετία ενώ οι ακτήμονες και αυτοί που δεν έχουν χρήματα για ένα 7ο έτος, αυτό κατά την διάρκεια του οποίου καμία γεωργική εργασία δεν έχει επιτελεστεί. Ήταν άδικο, βέβαια, άλλος να κουράζεται και άλλος να καρπούται αλλά αυτό γινόταν ώστε (αφού οι εκτάσεις έμειναν χωρίς δεσπότες –αδέσποτες, κατά κάποιον τρόπο– και την γεωργία δεν την άγγιξε χέρι) όσοι είχαν ανάγκες να προϋπαντήσουν τις Χάριτες που μόνον ο Θεός προσφέρει άθικτες και αρτιμελείς.
Μα, και τα διατάγματα για το 50ο έτος δεν βρίσκουμε πως υπερβάλλουν σε πάσα φιλανθρωπία; Και ποιός απ’ όσους δεν έχουν γευθεί με τα άκρα των χειλιών τους την νομοθεσία αλλά επιπλέον έχουν εστιάσει και εντρυφήσει στα καλύτερα –και πιο ήδιστα, συνάμα– δόγματα δεν θα μπορούσε να μην συμφωνήσει σ’ αυτό;
Διότι στο 50ο έτος επιτελούνται όσα και στο 7ο έτος αλλά η νομοθεσία επιπροσθέτως πρόσθεσε μέτρα, ακόμη πιο σπουδαία –όπως η επιστροφή και ανάληψη των ιδίων κτημάτων που οι ιδιοκτήτες σε άλλους καιρούς παραχώρησαν χωρίς την θέλησή τους. Ειδικότερα, δεν επιτρέπει ούτε στους ιδιοκτήτες να έχουν απόλυτη ιδιοκτησία σε όλες τις εκτάσεις που ανήκουν σε άλλους (κι έτσι, φράζει τις οδούς που οδηγούν σε πλεονεξία με σκοπό να καταστείλει την ύπουλη επιθυμία, την αιτία όλων των κακών) ούτε και θεωρεί πως οι ακτήμονες πρέπει ποτέ να αποστερηθούν το δικαίωμα χρήσης των οικιών τους τιμωρούμενοι για την φτώχεια τους –κάτι για το οποίο δεν ήταν θεμιτό να τιμωρούνται αλλά για το οποίο ήταν αναγκαίο να ελεημονούνται.
Προς τους ομοεθνείς υπάρχουν και άλλα χιλιάδες από αυτά τα χρηστοήθη και φιλάνθρωπα διατάγματα. Καθώς, όμως, τα έχω επαρκώς μνημονεύσει σε προηγούμενες πραγματείες, θα αρκεστώ σε όσα μόλις ανέφερα και τα οποία τα πρόσθεσα καίρια ως απόδειξη.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Αφού η νομοθεσία θέσπισε νόμους περί των ομοεθνών, θεωρεί λοιπόν ότι πρέπει και οι ξένοι να είναι άξιοι κάθε προνομίου διότι –εφόσον εγκατέλειψαν και το εξ αίματος γένος τους και την πατρίδα και τα έθιμα και τα ιερά και τις εικόνες των Θεών και τις τιμές και τα βραβεία– μετανάστευσαν από την γη των μυθικών πλασμάτων για να ιδρύσουν αποικία στην γη της ενάργειας της αλήθειας και του σεβασμού του Ενός και όντως Όντος Θεού.
Επιτάσσει, μάλιστα, όσους είναι από το έθνος να αγαπούν τους επήλυδες όχι μόνον ως φίλους αλλά και ως εαυτούς και κατά την ψυχή και κατά το σώμα –κατά το σώμα να συμπράττουν από κοινού ενώ κατά την διάνοια να χαίρονται και να λυπούνται από κοινού– έτσι ώστε να φαίνονται πως είναι διαιρεμένα μέρη ενός μονάχα ζώου το οποίο γεννάται, συμφύεται και συναποτελείται από την συντροφικότητά τους σε αυτό.
Δεν θα πω πια άλλα περί τροφών και ποτών και εσθήτων και των υπολοίπων σχετικά με τον τρόπο διαβίωσης και των φυσικών αναγκών που παραδίδει ο νόμος των αυτοχθόνων προς τους ξένους επήλυδες –διότι όλα αυτά διέπονται από τα θέσμια περί της ευνοίας που απολαμβάνει ο ξένος από αυτόν που του δείχνει στοργή ομοίως όπως αγαπά τον εαυτό του.
Επελαύνοντας, λοιπόν, η νομοθεσία (και επιτείνοντας την έλξη την οποία ασκεί εκ φύσεως η φιλανθρωπία) εκδίδει διατάγματα και για τους μέτοικους αξιώνοντας από τους μετανάστες όταν ωριμάσουν οι συνθήκες να απονείμουν κάποιου είδους τιμή προς αυτούς που τους υποδέχθηκαν –πάσα τιμή αν όλα έγιναν καλώς και δέχθηκαν φιλόξενες προσφορές και μετριώτερη τιμή αν δεν τους έδωσαν τίποτε άλλο πλην της υποδοχής.
Διότι το να εφορμήσουν σε μιαν πόλη που δεν τους ταιριάζει καθόλου ή προκειμένου μάλλον να επιβιβαστούν απλά σε ένα ξένο έδαφος, αυτό αφ’ εαυτού ενέχει κάποιαν αποχρώσαν ένδειξη πως πρόκειται περί δωρεάς σε εκείνους που δεν μπορούν να μένουν μόνοι τους. Η απλή τιμιότητα από μόνη της, επομένως, απαιτεί αυτές τις τιμές αλλά υπερβαίνει τα όριά της όταν θεωρεί πως δεν πρέπει να κρατούμε μνησικακία σε εκείνους από τους φιλοξενούντες που πραγματοποιούν άσχημες πράξεις –ακόμα κι αν, ενώ είναι κατ’ όνομα φιλάνθρωποι, οι πράξεις τους δεν είναι.
Λέει, λοιπόν, η νομοθεσία για να το αντικρούσει αυτό: «Μην θεωρήσεις βδέλυγμα έναν Αιγύπτιο διότι ήσουν κι εσύ από τους παροικούντες την Αίγυπτο». Αν και ποιό κακό παρέλειψαν να διαπράξουν στις προστριβές τους με το έθνος οι Αιγύπτιοι που πάντα συνυφαίνουν νέα και παλαιά κακά καθώς και καινούργιες επινοήσεις προκειμένου να διαπράξουν ωμότητες; Αλλά όμως, επειδή αρχικά αυτοί μας δέχθηκαν και δεν απέκλεισαν τις πόλεις ούτε θέσπισαν άβατο για την χώρα τους απέναντι σε όσους προετοιμάζονταν να πάνε εκεί, ας έχουν προνόμια –λέει– ως ένδειξη φιλικής αναγνώρισης αυτής της υποδοχής. Κι αν κάποιοι από αυτούς θα ήθελαν να αλλάξουν και να περάσουν προς την πολιτεία των Ιουδαίων, δεν πρέπει να απορριφθούν με αδιαλλαξία ως παιδιά εχθρών αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή ώστε η τρίτη γενιά Αιγυπτίων να καλείται στην εκκλησία και να τους μεταδίδονται τα λόγια του Θεού, στα οποία είναι θεμιτό να συμμετέχουν ως ιεροφάντες και οι αυτόχθονες και οι ευπατρίδεις. Αυτοί είναι, λοιπόν, οι νόμοι τους οποίους θεσπίζει η νομοθεσία υπέρ αυτών που υποδέχονται τους μετοίκους αλλά υπάρχουν και άλλοι χρηστοί νόμοι υπέρ των αντιπάλων στον πόλεμο, νόμοι που είναι μεστοί από πραότητα. Διότι η νομοθεσία αξιώνει να μην τους θεωρούμε εχθρούς (ακόμη κι αν βρίσκονται ήδη επί θύραις ή έχουν φθάσει κοντά στα τείχη με τις πανοπλίες και τους πολιορκητικούς τους κριούς) ώσπου να στείλουν κήρυκες και να μας ζητήσουν ειρήνη.
Κι έτσι, αν παραδοθούν θα βρουν το μεγαλύτερο αγαθό –την φιλία– ενώ, αν μας εναντιωθούν και φανούν απειθείς, μπορούμε να προχωρήσουμε και να πάρουμε θέσεις άμυνας, προσθέτοντας στην ελπίδα της νίκης και την συμμαχία του δικαίου.
Λέει, ακόμα, η νομοθεσία πως αν από τα λάφυρα επιθυμήσεις κάποιαν όμορφη γυναίκα, μην την μεταχειριστείς ως αιχμάλωτη αλλά, με πιο ήρεμο τρόπο, δείξε της οικτιρμό για την αλλαγή της τύχης της και ανακούφισέ την στην συμφορά της προσαρμόζοντάς τα όλα προς το καλύτερο. Και θα την ανακουφίσεις κόβοντας τις τρίχες του κεφαλιού της και τα νύχια της, γδύνοντάς την από την εσθήτα που φόραγε όταν πιάστηκε, αφήνοντάς την μόνη επί 30 ημέρες και επιτρέποντάς της να πενθήσει και να κλάψει με την άδειά σου για τον πατέρα και την μητέρα και τους άλλους οικείους της (τους οποίους αποχωρίστηκε επειδή πέθαναν ή επειδή υπομένουν κι αυτοί τις συμφορές της δουλείας που είναι χειρότερες κι από τον θάνατο)–
Και μετά από αυτά μπορείς, σύμφωνα με τον νόμο, να την πάρεις ως σύζυγο. Διότι είναι άγιο το να έχει την αξίωση αυτή η οποία μέλλει να ανέβει στην κλίνη ενός άνδρα να γίνει δεκτή στους θεσμούς που χαρακτηρίζουν τους τέλειους γάμους όχι ως εταίρα επί μισθώ –οπότε θα καπηλευθεί το άνθος της ώρας εκείνης– αλλά είτε λόγω έρωτα για το σύζυγο είτε για να γεννήσει παιδιά.
Πάρα πολύ καλώς έχει διαταχθεί το κάθε τι.
Πρώτα-πρώτα, επειδή δεν αφέθηκε η επιθυμία αχαλίνωτη να κόβει λαιμούς αλλά επειδή κατεστάλη η ορμή της σπαταλώντας μόνο 30 ημέρες.
Δεύτερον, επειδή θέτει υπό δοκιμασία τον έρωτα για να διαπιστώσει εάν είναι μανιώδης και αψίκορος και γεμάτος πάθος ή μετέχει στην πιο καθαρή ιδέα, την επίσημα διακηρυγμένη λογική. Διότι η λογική θα βάλει τροχοπέδη στην επιθυμία και δεν θα την αφήσει να διαπράξει οποιαδήποτεν ύβρη αλλά απλώς να τηρήσει την προθεσμία του ενός μηνός.
Τρίτον, επειδή ελεεί την αιχμάλωτη (αν είναι παρθένος, γιατί δεν υπάρχουν γονείς να εγγυηθούν γι’ αυτήν ότι ο πολύ ευκταίος αυτός γάμος θα γίνει στα σίγουρα –ενώ αν είναι χήρα και έχει στερηθεί τον νόμιμο σύζυγό της, γιατί θα ζητήσει να δοκιμάσει έναν άλλον για να της επαναφέρει τον φόβο του δεσπότη ακόμα και αν την μεταχειρίζεται ως ίση).
Διότι ο υπήκοος πάντοτε φοβάται την δύναμη του κρατούντος, ακόμα και αν αυτή η δύναμη είναι ήρεμη.
Και η νομοθεσία, αν κανείς –έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία του και έχοντας κορεστεί– αξιώνει να μην έρχεται πλέον σε συνομιλία με την αιχμάλωτη, μάλλον δεν του κάνει καμίαν ζημία παρά τον νουθετεί και τον σωφρονίζει για να βελτιώσει τα ήθη του. Διότι προστάζει να μην την πουλήσει ούτε να την κρατά ως δούλα αλλά να της χαρίσει την ελευθερία και να της δώσει επιπλέον και την άδεια να φύγει από το σπίτι του μην τυχόν και πάθει κάτι ανεπανόρθωτο σε περίπτωση που –όπως συνηθίζεται στα πάθη από ζηλοτυπία– προκύψει κάποια φιλονικία της με κάποιαν άλλην γυναίκα που αγαπά ο κύριος, ο οποίος ταυτόχρονα θα έχει υπαχθεί κάτω από την επιρροή των καινούργιων φίλτρων του έρωτα και θα έχει ξεχάσει τα παλιά.
Προς την κατεύθυνση της πραότητας, η νομοθεσία προστάζει και άλλα προς τα ευήκοα ώτα έτσι ώστε και αν ακόμα πέσουν τα υποζύγια ζώα των εχθρών από το βάρος που μεταφέρουν, να μην τα προσπεράσουμε αλλά να τα βοηθήσουμε και να τα ανορθώσουμε. Με τον τρόπον αυτό, διδάσκει περαιτέρω πως δεν πρέπει κανείς να βρίσκει ευχαρίστηση στην εχθρότητα που του δείχνουν εκείνοι που τον μισούν.
Γνώριζε η νομοθεσία ότι επρόκειτο για χαιρεκακία, παρόμοια και συνάμα αντίθετη από τον φθόνο –παρόμοια διότι ανήκουν και τα 2 στην κατηγορία του πάθους και δρώντας επάνω μας καλύπτουν το ίδιο πεδίο αλληλοδιαδοχικά, αντίθετη διότι το αποτέλεσμα του φθόνου είναι να λυπάται κανείς για τα αγαθά του γείτονα –ενώ η χαιρεκακία είναι η άντληση ηδονής από τα δεινά του γείτονα.
Και πάλι, εάν δεις ένα υποζύγιο του εχθρού να περιπλανιέται, άφησε τις διαφορές σας (ώστε να λειτουργήσουν ως κίνητρα για περισσότερο μνησίκακες διαθέσεις), άρπαξε το ζώο και, αφού το απαγάγεις και το καρπωθείς, μετά να το δώσεις πίσω.
Εσύ θα επωφεληθείς περισσότερο από αυτόν.
Αυτός θα κερδίσει ένα ζώο χωρίς λογική και πιθανώς για τίποτε άξιο ενώ εσύ θα κερδίσεις τον μεγαλύτερο και τον πιο πολύτιμο θησαυρό σε ολόκληρη την φύση, την καλοκαγαθία –και ύστερα από αυτό έπεται η διάλυση της έχθρας, με τόση σιγουριά όσο και του σώματος έπεται η σκιά.
Αυτός, ο αποδέκτης μιας ευεργεσίας που δεν την θέλησε, σύρεται προς την φιλία μέσω της ευγένειας η οποία τον κρατά δεσμευμένο. Εσύ που τον βοήθησες, καθώς μια καλή σου πράξη ήρθε να συνδράμει τις συμβουλές σου, είσαι προδιατεθειμένος να κάνεις πράξεις συμφιλίωσης.
Αυτό είναι που ο πιο ιερός μας προφήτης επιθυμεί ιδιαιτέρως να δημιουργήσει μέσα από όλην την νομοθεσία –ομόνοια, κοινωνικότητα, συμφωνία φρονημάτων, συγχώνευση ηθών– εξ ου και οι οικίες και οι πόλεις και τα έθνη και οι χώρες και όλο το ανθρώπινο γένος μπορεί πλέον να προχωρήσει στην ανώτατη ευδαιμονία. Προς το παρόν, όμως, αυτά είναι ευχές αλλά θα γίνουν –πείθω και γω τον εαυτό μου– αψευδέστατα έργα αν ο Θεός μας δώσει (όπως και τους ετήσιους καρπούς) ευφορία με τις αρετές εκείνες στις οποίες δεν είχαμε μερίδιο όσοι σχεδόν από τα πρώτα μας χρόνια περιφέρουμε τον πόθο μας γι’ αυτές).
Αυτά και άλλα παραπλήσια γνωστοποίησε ο Μωϋσής στους ελεύθερους ανθρώπους.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Συνοδευτικά, όπως φαίνεται, νομοθετεί και για τους δούλους και τους επιτρέπει και αυτοί να επωφεληθούν από τα μέτρα που συντείνουν στην πραότητα και στην φιλανθρωπία.
Ο Μωϋσής θεωρεί πως οι σκλάβοι που εξαιτίας της έλλειψης των στοιχειωδών αναγκών της ζωής υπόκεινται στην δουλεία άλλων δεν θα πρέπει να υποφέρουν τίποτε που να είναι ανάξιο ως προς την ελευθερία με την οποία γεννήθηκαν. Ακόμη, προτρέπει αυτούς που τυχαίνει να τους έχουν υπό την διακονία τους να σκεφτούν να σκεφτούν πόσο ανυπολόγιστη είναι η περιουσία τους και να δείξουν αιδώ απέναντι στην αλλαγή της θέσεως των δούλων.
Όσον αφορά τους χρεωστές που έχασαν την ελευθερία τους μέσω προσωρινών δανείων –φέροντας τόσο το όνομα όσο και τα πάθη της προσβολής αυτής– και εκείνους που έγιναν από ανάγκη δούλοι, ο Μωϋσής δεν τους επιτρέπει να μείνουν για πάντα στην κακή τους κατάσταση αλλά τους δίνει ολοκληρωτική απαλλαγή στο 7ο έτος.
Για τους δανειστές που δεν πήραν πίσω τα χρωστούμενα ή τα πήραν πίσω με κάποιον άλλον τρόπο –αποκτώντας την κυριότητα εκείνων που πριν ήταν ελεύθεροι– ο Μωϋσής λέει ότι θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι που οι χρεωστές θα είναι υπηρέτες επί μιαν 6ετία. Και αυτοί οι χρεωστές που δεν γεννήθηκαν δούλοι –λέει– δεν θα πρέπει να χάνουν εντελώς την ελπίδα τους αλλά θα πρέπει να περιμένουν να τους δοθεί η άδεια ελευθερίας που είχαν παλιά και την οποία έχασαν άθελά τους λόγω των αντιξοοτήτων.
Λέει, ακόμα, αν κάποιος είναι δούλος άλλου ανθρώπου άνω των 2 ετών και καταφύγει σε σένα ζητώντας βοήθεια –είτε από τον φόβο των απειλών του αφεντικού του είτε επειδή βαραίνουν κάποια αμαρτήματα την συνείδησή του είτε επειδή δεν διέπραξε κανένα αδίκημα αλλά βρίσκει τον κύριό του αμείλικτον, εξαγριωμένον και μωρόν– να μην τον αγνοήσεις.
Διότι είναι ιεροσυλία να παραδίδεις έναν ικέτη και ο δούλος είναι ένας ικέτης που κατέφυγε στην οικία σου όπως σε ένα ιερό και έχει σε αυτήν δικαίωμα να τύχει ασύλου και, αποφεύγοντας έτσι τον δόλο και τις ενέδρες που τον παραφυλάνε, να έλθει σε μιαν τίμια και ανοιχτή συμφωνία να επιστρέψει στο αφεντικό του
ή αλλιώς, αν αυτό δεν είναι πιθανόν(,)ως τελευταία καταφυγή(,)ας πουληθεί.
Διότι, αν και δεν είναι σίγουρο που θα κλίνουν την ζυγαριά οι αλλαγές των κυρίων, ωστόσο αυτό το άγνωστο κακό είναι πιο ελαφρύ από το γνωστό.
Αυτή είναι, λοιπόν, η νομοθεσία για τους συγγενείς και τους ξένους και τους φίλους και τους εχθρούς και τους δούλους και τους ελεύθερους και για το σύνολο των ανθρώπων.
Παράλληλα, όμως, παίρνει και κάτι από την ευαισθησία και την ηρεμία της φύσης των άλογων ζώων και τους μεταδίδει κάτι το ηθικό, σαν να το έχει αντλήσει από μιαν γλυκιάν πηγή.
Τους προστάζει να μην επωφελούνται από τις σχέσεις τους με τις αγέλες τις εξημερωμένες –τα πρόβατα στα ποίμνια, τις γίδες στα κοπάδια και τα βόδια που διαβουκολώνται εύκολα –και να μην απολαμβάνουν αμέσως τα μικρά νεογέννητα (είτε πρόκειται για φαγητό είτε με την πρόφαση ότι θα τα προσφέρουν θυσία). Διότι θεώρησε ότι είναι δείγμα σκληρής ψυχής να είναι ξαπλωμένο χάμω το νεογέννητο και να χωρίζονται αμέσως τα νεογνά από την μητέρα τους μόνο και μόνο για την στομαχική ηδονή ενώ, επίσης, θεώρησε ότι ένα τόσο αφύσικα παραλλαγμένο γεύμα θα γέμιζε την ψυχή αηδία.
Λέει, λοιπόν, ο Μωϋσής σε αυτούς που θα ενταχθούν στην πιο ιερή του πολιτεία: «Ω γενναίε, υπάρχει πολλή αφθονία εδώ για να την απολαύσεις χωρίς να σε μεμφθεί κανείς. Ειδάλλως, θα μπορούσε ίσως κάτι τέτοιο να συγχωρεθεί επειδή πολλά μας αναγκάζει να κάνουμε χωρίς την θέλησή μας η έλλειψη και η σπανιότητα. Εσύ, όμως, οφείλεις να διαφέρεις ως προς την εγκράτεια και ως προς τις υπόλοιπες αρετές καθώς έχεις ταχθεί στην καλύτερη θέση, υπό τις διαταγές του Ορθού Λόγου, του ταξιάρχη της φύσεως για την χάρη του οποίου πρέπει να εξημερωθείς και τίποτε σκαιό να μην σκέπτεσαι ούτε κατά διάνοια».
Και τί θα μπορούσε να είναι πιο σκαιό από το να επιφέρεις απ’ έξω και άλλες, επιπρόσθετες ωδίνες στις ωδίνες της γέννας με τον άμεσο διαχωρισμό των νεογνών; Διότι αναγκαστικά σφαδάζει η φυσική μητέρα από φιλοστοργία όταν της αποσπώνται τα νεογνά –και μάλιστα, την ίδιαν εκείνη στιγμή της κύησης– επειδή οι μαστοί (που συνεχίζουν να αναβλύζουν ενώ λείπει το νεογέννητο για να θηλάξει) σκληραίνουν, ανακόπτεται η ροή και πιέζονται από το βάρος του γάλατος που έχει εντός τους παγώσει προκαλώντας μεγάλους πόνους.
«Χάρισε» λέει «το νεογνό στην μητέρα και –αν όχι για όλον τον χρόνο– άσ’ το τουλάχιστον να πιει γάλα τις πρώτες 7 ημέρες και μην αφήσεις να εργάζονται ανώφελα οι πηγές που ενστάλαξε η φύση στους μαστούς καταστρέφοντας το δεύτερο δώρο που έδωσε η φύση στα ζώα. Τα 2 αυτά δώρα η φύση τα προετοίμασε μετά από βαθειά περίσκεψη στο παρελθόν κι έτσι τα παρακολουθεί εκ του μακρόθεν με αιώνια και τέλεια φρόνηση. Διότι το πρώτο της δώρο στα ζώα ήταν η γέννηση μέσω της οποίας το μη ον άγεται προς το είναι. Το δεύτερο δώρο είναι η εκπήγαση του γάλατος, μια κατάλληλα μαλακή τροφή που εξ απαλών ονύχων διαποτίζει το κάθε τι και αποτελεί συνάμα σίτιση και πόση (γιατί το πιο υδατώδες μέρος του γάλατος αποτελεί πόση και το πιο παχύρρευστο σίτιση) και παρέχονται οι 2 επειδή έχει ληφθεί πρόνοια ώστε να μην υποφέρει το νεογνό που μόλις ήρθε στην ζωή από τις ανάγκες αυτές, τις 2 πικρές κυρίες –την Πείνα και την Δίψα– που πάντοτε ελλοχεύουν σε διαστήματα χρονικά σύντομα αλλά αποφεύγονται με τον τρόπον αυτό από την μία και αυτή προσφορά των δύο θρεπτικών ουσιών».
Καλυφθείτε και κρύψτε τα πρόσωπά σας από ντροπή, διαβάζοντας τούτον τον νόμο, όλοι εσείς οι χρηστοήθεις και περιζήτητοι γονείς, εσείς που πάντοτε σκοτώνετε τα βρέφη, εσείς που καιροφυλακτείτε και ενεδρεύετε για να τα σκοτώσετε μόλις βγουν από την κοιλιά της μάνας, εσείς οι άσπονδοι πολέμιοι ολόκληρου του γένους των ανθρώπων.
Γιατί σε ποιόν θα δείξετε την οποιαδήποτε καλή διάθεση εσείς που δολοφονήσατε με το ίδιο σας το χέρι τα ίδια σας τα τέκνα;
Εσείς που κάνετε ότι μπορείτε για να ερημώσετε τις πόλεις και παίρνετε την οδό της απωλείας ξεκινώντας από το ίδιο σας το αίμα, εσείς που ανατρέπετε τους θεσμούς της φύσεως και γκρεμίζετε όλα όσα αυτή έχει οικοδομήσει, εσείς που με την ωμότητα της ανήμερης και ατίθασης ψυχής σας εξοπλίζετε την φθορά κατά της δημιουργίας και τον θάνατο κατά της ζωής;
Ή δεν βλέπετε ότι ο κατά τα πάντα άριστος νομοθέτης μας κατέβαλε μόχθο πολύ ώστε ούτε ακόμα και στην περίπτωση των άλογων ζώων δεν θα διαχωρίζονταν τα νεογνά από την μητέρα που τα γέννησε –ώσπου να απογαλακτιστούν;
Για εσάς, ω γενναίοι, ακόμα περισσότερο έγινε αυτό έτσι ώστε –αν ακόμα και η φύση δεν καταφέρει να σας διδάξει– ίσως να διδαχθείτε να αγαπάτε τους οικείους σας αν κοιτάξετε τα αρνιά και τα ερίφια που τίποτε δεν τα εμποδίζει να εντρυφούν σε όσα αναγκαία τους χορηγεί άφθονα η φύση. Γιατί η φύση τα έχει παρασκευάσει αυτά στα πλέον κατάλληλα μέρη –όπου όσοι το δεηθούν θα απολαύσουν ευμάρεια– ενώ ο νομοθέτης εποπτεύει με πολλήν προνοητικότητα για να μην εμποδίζει κανείς τις ευεργετικές και σωτήριες δωρεές του Θεού.
Τόσο μεγάλην επιθυμία έχει ο Μωϋσής να διασπείρει –με πολυποίκιλους τρόπους– τους σπόρους της ευαισθησίας και της ηρεμίας μέσα στα μυαλά τους που θέτει κι άλλο διάταγμα (παρόμοιο με τα προηγούμενα) και τους απαγορεύει να θυσιάζουν από κοινού και την ίδιαν ημέρα την μητέρα και το νεογνό: διότι πρέπει να θυσιαστούν αλλά, οπωσδήποτε, σε διαφορετικό χρόνο.
Διότι είναι το αποκορύφωμα της αγριότητας να σκοτώνονται σε μια ημέρα αυτή που αποτέλεσε την αιτία της γεννήσεως και αυτό που γεννήθηκε.
Και εν ονόματι ποίου λόγου γίνεται αυτό;
Είτε στο όνομα μιας πρόφασης για να γίνονται θυσίες είτε στο όνομα μιας απόλαυσης της κοιλιάς.
Και αν αυτό γίνεται ένεκα θυσιών, διαψεύδεται και το ίδιο το όνομα γιατί τέτοιου είδους πράξεις δεν λέγονται θυσίες αλλά σφαγές.
Και ποιός βωμός θεού θα δεχτεί τόσο ανίερες προσφορές;
Και ποιό πυρ δεν θα διαλυόταν από μόνο του, διασπώμενο με τρόμο σε 2 κομμάτια, για να ξεφύγει από την ένωση με κάτι που δεν θέλει να έχει μαζί του καμία ανάμειξη;
Νομίζω πραγματικά ότι ούτε για λίγο δεν θα μπορούσε να το αντέξει αλλά παρευθύς θα έσβηνε λαμβάνοντας κάθε πρόνοια ώστε να μην μολυνθεί από το μίασμα της φλόγας ο αέρας και η ιερώτατη φύση του πνεύματος.
Αν πάλι, γίνεται στο όνομα ενός συμποσίου, και ποιός δεν θα πρόβαλε αντιρρήσεις για αυτές τις καινοφανείς και ανώμαλες ορέξεις της υπερβολικής λαιμαργίας της κοιλιάς στο φαγοπότι;
Διότι αυτό που επιδιώκουν τέτοιου είδους άνθρωποι είναι οι αφύσικες ηδονές. Και τί ηδονή υπάρχει, άραγε, για όσους τρώνε κρέας και γεύονται τις ίδιες σάρκες μητέρας και νεογνών μαζί;
Πράγματι, αν κανείς ήθελε να αναμείξει τα μέλη και των 2 και τα έβαζε στην σούβλα για να πέσει με τα μούτρα στο ψητό, μου φαίνεται πως αυτά τα μέλη δεν θα κάθονταν ήσυχα αλλά θα ‘βγαζαν φωνή μεγάλη και με αγανάκτηση για την υπερβολή του καινοφανούς πάθους και θα εκστόμιζαν υπεράνω των χιλίων λοιδοριών κατά της λαιμαργίας αυτών που στρέφονται σε μιαν τέτοιαν ακολασία δίχως πραγματική τροφή.
Αλλά ο νόμος αυτός εκδιώκει από τους ιερούς ναούς και δεν επιτρέπει να σφαγιάζονται και όσα από εκείνα τα ζώα κυοφορούν –ώσπου να ξεγεννήσουν.
Αυτό συμβαίνει επειδή, κατά την συλλογιστική του, τίθενται σε ίση μοίρα αυτά τα μωρά που κυοφορούνται με αυτά που έχουν ήδη γεννηθεί, όχι γιατί αυτά που δεν έχουν ακόμα έρθει στο φως δεν βρίσκονται στην ίδια θέση αλλά προκειμένου να περιορίσει την ευχέρεια που έχουν αυτοί που συνηθίζουν στα πάντα να συμφύρονται και παντού να χώνονται.
Όμως, τα μικρά είναι τώρα δα ενωμένα με την μητέρα και εξακολουθούν ακόμα να μεγαλώνουν –σαν τα φυτά, κατά κάποιον τρόπο– και θεωρούνται σαν μέρη της μητέρας. Ωστόσο, ακριβώς για να μην συμβεί το παραπάνω αναφερθέν μίασμα, υπάρχει η ελπίδα πως –σε μια περίοδο μηνών και αμέσως μόλις αποσπαστούν από αυτήν την συνένωση της φύσης τους– θα αποκτήσουν ζωή και υα διαφυλάσσονται μέσω της προστασίας της μητέρας.
Πολύ περισσότερο, λοιπόν, δεν πρέπει να αποτρέπουμε να συμβεί αυτό το μίασμα όταν τα νεογνά θα έχουν γεννηθεί και θα έχουν χωριστεί από το σώμα της μητέρας τους;
Γιατί το μεγαλύτερο ανοσιούργημα απ’ όλα είναι η σφαγή της μητέρας και του νεογέννητου βρέφους σε μιαν μόνο στιγμή και την ίδια μέρα.
Από το σημείο αυτό, μου φαίνεται, εκκίνησαν κάποιοι εκ των νομοθετών και εισηγήθηκαν τον νόμο σχετικά με τις καταδικασμένες γυναίκες, έναν νόμο ο οποίος διατάζει να κρατιούνται ζωντανές στην φυλακή οι έγκυοι, εφόσον έχουν διαπράξει κάτι που να τιμωρείται με θάνατο –ώσπου να γεννήσουν.
Αυτό γίνεται προκειμένου, όταν αυτές θανατωθούν, να μην χαθούν μαζί τους και τα μωρά.
Αυτά, όμως, τα έκαναν αυτοί γνωστά στους ανθρώπους.
Ο Μωϋσής, ωστόσο –ο οποίος εγέρθη τόσο πιο ψηλά από αυτούς– επέκτεινε το αίσθημα της ευαισθησίας έως και τα άλογα ζώα έτσι ώστε, εξασκούμενοι σε ζώα ανομοιογενή με εμάς, μα μπορέσουμε να επιδείξουμε ακόμη πιο άφθονα την φιλανθρωπία μας σε όντα που είναι ομοιογενής με εμάς.
Και αυτό γίνεται αν αποφεύγουμε το να λυπεί και να στενοχωρεί ο ένας τον άλλον, αν δεν συσσωρεύουμε τα προσωπικά μας αγαθά στα θησαυροφυλάκια αλλά τα προσφέρουμε για την επιτυχία ενός σκοπού όπως θα τα προσφέραμε στους συγγενείς μας και, εν γένει, στα φυσικά μας αδέλφια.
Κι αφήστε μετά τους δεινότατους συκοφάντες να συνεχίζουν να κατηγορούν κι άλλο το έθνος με τις διαβολές τους, να καταγγέλλουν τους νόμους ως ασυνάρτητους και αντικοινωνικούς όταν είναι ολοφάνερο πως οι νόμοι αυτοί απλά επεκτείνουν το έλεος και την συμπόνοια και στα κοπάδια τα θρεφτάρια και επιχειρούν να τιθασεύσουν τους ανθρώπους του έθνους –με τις νομικές εισηγήσεις που τους κάνουν από την παιδική ηλικία– ώστε να προσαρμόσουν όσο τμήμα της ψυχής τους παραμένει απειθές.
Ο Μωϋσής, όμως, είναι τόσο πλούσιος σε αρετή και τόσο πολυτάλαντος και καλότροπος στο να δίνει μαθήματα που αποδύεται επιπλέον σε έναν αγώνα με τον ίδιο του τον εαυτό. Διότι έδωσε διαταγή να μην αποσπαστεί από την μητέρα του κανένα αρνίον ή ερίφιο ούτε κανένα άλλο ζώο από τα ποίμνια –πριν κοπεί ο ομφάλιος λώρος.
Διέταξε, επίσης, να μην σκοτώνεται η μητέρα και το νεογνό την ίδια μέρα και το επιδαψίλευσε λέγοντας αυτό: «Ουχ εψήσεις άρνον εν γάλακτι μητρός». Διότι θεώρησε πως είναι υπερβολικά ανάρμοστο να χρησιμοποιείται η ίδια ουσία –το γάλα– που έτρωγε το ζώο ζωντανό ως ήδυσμα και ως νοστιμιά όταν αυτό το αρνίον σκοτωνόταν.
Ακόμα, ενώ η φύση φρόντιζε επιμελώς για την επιβίωση του ζώου παρέχοντάς του γάλα και τα είχε κανονίσει όλα ώστε η ροή του γάλατος να διέρχεται μέσα από τους μαστούς της μητέρας του, ο Μωϋσής θεώρησε ότι ο άνθρωπος είχε την άδεια να υπερβεί τόσο πολύ την εγκράτεια ώστε να καταχραστεί την ίδια την αιτία της ζωής και να καταστρέψει και την υπόλοιπη ζωή του σώματος που είχε μείνει προς ανάλωση –κι αν κανείς έχει την αξίωση να βράσει το κρέας μεσ’ στο γάλα, ας το κάνει χωρίς καμία ωμότητα και χωρίς καμία ασέβεια.
Υπάρχουν παντού στην γη ολόκληρες αγέλες θρεφτάρια που ταΐζουν γάλα βοσκοί και ποιμένες, κτηνοτρόφοι των οποίων το μεγαλύτερο εισόδημα αποδίδεται από το γάλα (άλλες φορές χυμένο και άλλες φορές πυκνό και πηγμένο σε τυρί) ώστε αφού υπάρχει σε αφθονία, αυτός που βράζει το κρέας απ’ τα αρνάκια ή τα ερίφια ή κάποιο άλλο θρεφτάρι μέσ’ στο γάλα της ίδια της μητέρας του επιδεικνύει την σκαιότητα των δυσάρεστων τρόπων του καθώς και ότι το έλεος, το πιο απαραίτητο και πιο συγγενές πάθος, έχει αποκοπεί από την ψυχή του.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Θαυμάζω, επίσης, και κείνον τον νόμο που –συνάδοντας με τους προηγούμενους όπως ακριβώς μια πολύ αρμονική χορωδία– ασκεί την εξής ρητορική: λέει να μην βάζουμε φίμωτρο στο βόδι που μουγκανίζει.
Γιατί αυτό είναι το βόδι που πριν γίνει η σπορά στην εύφορη πεδιάδα χαράσσει, ανατέμνει και προετοιμάζει τα αυλάκια στο χώμα για τον γεωργό και για τον ουρανό –για τον γεωργό προκειμένου να σπείρη στον κατάλληλο καιρό και για τον ουρανό ώστε οι Χάριτες που στέλνει μέσω των βροχών να γίνουν δεκτές από τις βαθειές κοιλότητες που θα τις κατακρατήσουν και θα τις ξεδιαλέξουν ως πλούσια τροφή για τους σπόρους ώσπου να έρθει η ώρα που θα θερίσει τα στάχυα και θα τελειοποιήσει τον τέλειο καρπό.
Και μετά από την τελείωση αυτή, το βόδι θα είναι εκ νέου αναγκαίο για κάποιαν άλλη υπηρεσία, να καθαρίσει τα δεμάτια στους αγρούς και να διακρίνει τα άχρηστα σκύβαλα από τα γνήσια και τα χρήσιμα.
Μιας, όμως, και ανέφερα την ευαίσθητη και χρηστή προσταγή περί των βοδιών που μουγκανίζουν, θα συνεχίσω με τον τεθέντα νόμο –της ιδίας συγγενείας– περί των ζωντανών που οργώνουν την γη.
Διότι απαγορεύει να ζεύονται στο ίδιο άροτρο το βόδι και το γαϊδούρι όχι μόνον επειδή σκέπτεται την ανομοιογένεια των ζώων –γιατί το βόδι είναι καθαρό ενώ τα γαϊδούρι όχι και δεν πρέπει να γίνεται σύζευξη των ανομοίων ζώων κατ’ αυτόν τον τρόπο– αλλά επειδή είναι άνισα και κατά την ισχύ τους. Απαιτείται να προσέχουν τα ασθενέστερα ζώα ώστε να μην συνθλιβούν και συντριβούν από την ισχύ των δυνατοτέρων, αν και στην περίπτωση αυτή το ασθενέστερο –ο όνος– εκδιώκεται από τους ιερούς ναούς ενώ το δυνατότερο –ο βους– ο νόμος το δέχεται να θυσιάζεται στις πιο ιερές ιερουργίες όπου απαιτείται τελειότητα.
Ο νόμος αυτός, όμως, δεν φοβήθηκε την ασθένεια των ακάθαρτων ζώων ούτε επέτρεψε στα καθαρά ζώα να χρησιμοποιήσουν την ισχύ και όχι την δικαιοσύνη και με τον τρόπον αυτό βοά και κράζει σε όσους έχουν ώτα στην ψυχή να μην αδικούν κανέναν ετεροεθνή αν δεν έχουν να τους κατηγορήσουν για τίποτε εκτός από το ότι ανήκουν σε άλλη φυλή, κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται.
Διότι όσα δεν είναι άσχημα ή δεν προέρχονται από το κακό και άσχημο στέκονται έξω και πέρα από κάθε μομφή.
Τόσο πλούσια επιδαψιλεύει την ευαισθησία του και της κάνει κατά κόρον χρήση που την μετέρχεται και σε όλο το φάσμα από τα λογικά έως και τα άλογα όντα, από τα άλογα ζώα έως και τα φυτά περί των οποίων πρέπει ευθύς να μιλήσω –επειδή έχω ήδη μιλήσει για τα προηγούμενα, για τους έμψυχους ανθρώπους και για όσα έχουν προικιστεί με άψυχη ζωή.
Ο Μωϋσής έδωσε τις κατευθύνσεις ώστε να μην κόβεται κανέναν από τα δένδρα που καλλιεργούνται και ανήκουν στην ήμερη ύλη ούτε να καταπατούνται οι εύφορες πεδιάδες προς εκμετάλλευση πριν την κατάλληλη ώρα του θερισμού ούτε συνολικά να καταστρέφονται οι καρποί της ώστε πλουσιοπάροχα να παρέχονται στο ανθρώπινο γένος άφθονες τροφές, όχι μόνον οι αναγκαίες αλλά και εκείνες που κάνουν την ζωή γλυκιά.
Διότι ο καρπός του σιταριού ξεχωρίζει ως ένα από τα απαραίτητα στην ζωή των ανθρώπων αλλά οι αμύθητες ποικιλίες των φρούτων παρέχουν τα αναγκαία για την γλυκιά ζωή –και μάλιστα, όταν αυτές σπανίζουν, τότε γεννώνται πολλές φορές και επιπρόσθετες ποικιλίες φρούτων.
Και, υπερυψούμενος έτι περαιτέρω, ο Μωϋσής δεν επιτρέπει να ερημώνεται στον πόλεμο ούτε καν η χώρα των εχθρών και παραγγέλλει να μην κόβονται τα δένδρα και να μην γίνονται καταστροφές, θεωρώντας πως είναι παράλογο να ενσκήπτει η οργή των ανθρώπων σε αυτά που δεν υπήρξαν υπαίτια για καμιάν ασχήμια.
Έπειτα, ο Μωϋσής αξιώνει να μην βλέπουν οι άνθρωποι μόνο το παρόν αλλά να βλέπουν και προς το μέλλον με οξύτητα σκέψης και λογισμού (ακριβώς όπως από ένα μακρινό παρατηρητήριο).
Διότι, εφόσον τίποτε δεν μένει το ίδιο αλλά τα πάντα υπόκεινται σε μετατροπές και σε μεταβολές, θεωρεί ότι αυτοί που παλιότερα προκάλεσαν εχθρικά αισθήματα μπορεί να στείλουν κήρυκες και να ζητήσουν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις ώστε να γίνουν αμέσως φίλοι.
Διότι είναι δυσάρεστο να αποστερεί κανείς τους φίλους από τις αναγκαίες τροφές ώστε να μην έχουν αποταμιεύσει τίποτε απ’ όσα μπορούν να τους επωφελήσουν για να αντιμετωπίσουν το άδηλο μέλλον.
Διότι πολύ καλά έχει ειπωθεί από τους παλαιούς ότι και στην φιλία πρέπει να συμμετέχουμε δίχως να ξεχνούμε το ενδεχόμενο να εξελιχθεί σε έχθρα και την έχθρα πρέπει να την αποκρούουμε δίχως να ξεχνούμε το ενδεχόμενο να εξελιχθεί σε φιλία, έτσι ώστε ο καθένας μέσα στην δική του φύση να αποθηκεύει κάτι από αυτά που τον κάνουν να αισθάνεται ασφάλεια και –χωρίς να μένει εντελώς απογυμνωμένος– να μετανοεί και να κατηγορεί τον ίδιο του τον εαυτό, κάτι που είναι υπερβολικά εύκολο όταν τίποτε καλό κι ωφέλιμο δεν προκύπτει. Αυτό το ρητό πρέπει να το τηρούν και οι πόλεις, δηλαδή εν καιρώ ειρήνης να προνοούν και για τον πόλεμο και εν καιρώ πολέμου να προνοούν και για την ειρήνη και ούτε τους συμμάχους να πιστεύουν άνετα εκ των προτέρων (υποθέτοντας ότι δεν θα μεταβάλλουν γνώμη και δεν θα γίνουν αντίπαλοι) ούτε στους εχθρούς να δείχνουν απόλυτη δυσπιστία (υποθέτοντας ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν πιο φιλικοί).
Ακόμα, όμως, και αν τίποτα δεν πρέπει να κάνουμε υπέρ του εχθρού με την ελπίδα της καταλλαγής των παθών, ωστόσο από τα φυτά κανένα δεν είναι εχθρός αλλά όλα είναι φιλικά κι ωφέλιμα –και μάλιστα, τα φυτά εκείνα που καλλιεργούνται είναι ιδιαιτέρως αναγκαία καθώς η απόκτηση των καρπών τους είτε είναι τροφή είτε είναι ισοδύναμη με τροφή.
Γιατί, λοιπόν, να πρέπει να πολεμούμε αυτά που δεν μας πολεμούν –κόβοντάς τα ή καίγοντάς τα ή τραβώντας τα από τις ρίζες– αυτά ακριβώς που τα τελειοποίησε η φύση (γεννώντας τα με την ροή των υδάτων και τον εύκρατον άνεμο) και που αποδίδουν στον άνθρωπο κάθε χρόνο τους δασμούς τους λες και αυτός είναι βασιλιάς;
Εμέλησε, όμως, ο Μωϋσής ακριβώς όπως ένας καλός προστάτης να παράσχη όχι μόνο στα ζώα αλλά και στα φυτά την ισχύ και την ρώμη που προκύπτει από την εκλέπτυνση –και μάλιστα, ιδιαίτερα στα φυτά εκείνα που είναι καλλιεργήσιμα (τόσο επειδή είναι άξια περισσότερη φροντίδας καθώς δεν είναι εξίσου εύρωστα με τα άγρια τα φυτά όσο και επειδή απαιτούν την γεωργική επιστήμη προκειμένου να αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη).
Προστάζει, λοιπόν, να καλλιεργούνται τα νεόφυτα δένδρα επί μια 3ετία –περιτέμνοντας τις περιττές τους επιφύσεις έτσι ώστε να μην πιέζονται από το βάρος και να μην εξασθενούν λόγω ένδειας εξαιτίας της τροφής που κατακερματίζεται προς αυτές, σκάβοντάς τα ολόγυρα και φτιάχνοντας αυλάκια έτσι ώστε να μην βλασταίνει κανένα από τα παράσιτα που είναι επιζήμια για τα δένδρα και να μην εμποδίζει την άνθησή τους και, τέλος, να μην κόβονται οι καρποί των δένδρων με τον σκοπό της απόλαυσης όχι μόνον επειδή η απόλαυση αυτή που προέρχεται από ατελή φρούτα μέλλει να είναι ατελής (διότι και όσα των ζώων δεν είναι τέλεια δεν γεννούν τέλειους απογόνους) αλλά και επειδή βλάπτονται τα νεόφυτα και, καθώς εμποδίζεται η ανάπτυξη τους, πρόκειται έτσι να ζηλεύουν –κατά κάποιον τρόπο– το σύρσιμο χάμω.
Πολλοί γεωργοί, λοιπόν, κατά την άνοιξη επιτηρούν τα νέα δένδρα έτσι ώστε, αν καρποφορούν, αμέσως να συνθλίβουν τους καρπούς τους πριν αποδώσουν και αναπτυχθούν, λόγω του φόβου ότι τα δένδρα θα εξασθενήσουν. Διότι συμβαίνει να παραμένουν άγονα ή να παράγουν εξαμβλώματα –αν κανείς δεν πάρει τις προφυλάξεις του– όταν ακριβώς θα έπρεπε να φέρουν τον ολοκληρωμένον και τέλειον καρπό.
Και οι καρποί αυτοί εξασθένησαν λόγω του ότι καταπονήθηκαν πρόωρα τις φορές εκείνες που τα παλαιά κλήματα λόγω του επαχθούς έργου που ανέλαβαν οι ρίζες τους αδυνάτισαν και τους κορμούς των νέων κλημάτων.
Μετά από μια 3ετία, όμως, όταν οι ρίζες μπαίνουν πιο βαθειά και πιο γερά στο έδαφος και ο κορμός αναπτυχθεί και γίνει εύρωστος ακριβώς σαν να έχει ακλόνητα θεμέλια, θα είναι εφικτό στο 4ο έτος να γεννηθούν τέλειοι καρποί κατά τον τέλειο αριθμό -4.
Και για αυτό το 4ο έτος διατάζει να μην δρέπονται οι καρποί προς απόλαυση αλλά όλοι να προσφέρονται από τις απαρχές ως αφιέρωση στον Θεό, αποτελώντας εν μέρει χάρισμα για το παρελθόν και εν μέρει ελπίδα για την ευφορία των καρπών στο μέλλον και για το πρόσθετο εισόδημα που ακολουθεί μετά από αυτήν.
Βλέπεις πόση είναι η ευμένεια και η χρηστότητα που επιδεικνύει ο Μωϋσής και πώς το εγχύει αυτό σε κάθε ιδέα –πρώτα στους ανθρώπους (ακόμα κι αν αυτοί είναι από άλλη φυλή ή εχθροί) κι έπειτα στα άλογα ζώα (ακόμα κι αν τυχαίνει να μην είναι καθαρά ζώα) και, επιπλέον, σε όλα τα σπαρτά και τα δένδρα μαζί. Διότι αυτός που ξέρει εκ των προτέρων την ηπιότητα επειδή την έμαθε σε φυσικούς κόσμους πέρα από κάθε φαντασία δεν θα διαπράξει καμία αμαρτία εναντίον κανενός πλάσματος στο οποίο έχει μοιραστεί ψυχή ενώ αυτός που δεν επιχειρεί κανέναν νεωτερισμό ως προς τα έμψυχα βρίσκεται πολύ πέραν του να εκπαιδευθεί σωστά και να διδαχθεί για μιαν ακόμη φορά πώς να φροντίζει τα λογικά πλάσματα.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Αφού με τέτοιες εισηγήσεις εξημέρωσε τις διάνοιες όσων πολιτεύονταν κατ’ αυτόν, επιπλέον τους απομάκρυνε από την υπεροψία και την αλαζονεία, αυτά τα δεινότατα και επαχθέστατα κακά που ασπάζονται οι πολλοί ως τα μεγαλύτερα αγαθά –και ιδιαιτέρως, μάλιστα, όταν τα πλούτη και οι δόξες και οι ηγεμονίες χορηγούν άφθονα υλικά αγαθά.
Διότι η αλαζονεία φυτρώνει τόσο στους παραμελημένους όσο και στους αφανείς ανθρώπους όπως και κάθε άλλο από τα πάθη και τις νόσους και τις αρρώστιες της ψυχής, αν και δεν αυξάνεται επιπλέον κατόπιν αλλά σιγοκαίει δίχως να λάμπει, όπως η φωτιά όταν υπάρχει σπανιότητα καύσιμου υλικού.
Ξεχωρίζει, όμως, περιφανώς αυτό το κακό στους μεγάλους χορηγούς οι οποίοι –όπως έχω πει– κατέχουν από την αλαζονεία ολόκληρα πλούτη και δόξες και εξουσίες και είναι χορτασμένοι από αυτά (όπως ακριβώς οι μεθυσμένοι που εμφορούνται από άκρατο οίνο) και ξεθυμαίνουν πάνω σε δούλους και ελεύθερους μαζί –και, ορισμένες φορές, και πάνω σε ολόκληρες πόλεις.
«ΤΙΚΤΕΙ ΓΑΡ ΚΟΡΟΣ ΥΒΡΙΝ», όπως λένε κι οι παλιοί.
Γι’ αυτό και πάρα πολύ καλώς ο Μωϋσής –λειτουργώντας ως ιεροφάντης– παρακινεί να απέχουν από όλα τα αμαρτήματα αλλά, ιδιαιτέρως, από την υπεροψία.
Έπειτα, υπενθυμίζει ποιες αιτίες συνήθως κάνουν το πάθος να αναφλέγεται, δηλαδή η άμετρη ικανοποίηση της κοιλιάς και τα άφθονα υλικά αγαθά σε σπίτια και κτήματα και θρεφτάρια. Διότι με αυτά οι άνθρωποι γίνονται αμέσως ακρατείς, ενθουσιάζονται και αρχίζουν να αγκομαχούν ξεφυσώντας και μόνο μία ελπίδα έχουν για να θεραπευτούν, να μην κάνουν ποτέ το λάθος να ξεχνούν τον Θεό. Διότι ακριβώς όπως το σκότος εξαφανίζεται μόλις ανατείλει ο ήλιος και τα πάντα πληρούνται φωτός, με τον ίδιον τρόπο όταν ανατείλει και λάμψει επί της ψυχής ο νοητός ήλιος –ο Θεός– ο ζόφος των παθών και των δεινών διασκορπίζεται και η καθαρώτατη και αξιέραστη μορφή της εωσφόρου αρετής ξεχωρίζει λάμποντας επιφανώς.
Και επιπλέον, θεωρώντας ο Μωϋσής σωστό να καταστείλει και να εξολοθρεύσει την υπεροψία, απαγγέλλει τις αιτίες για τις οποίες πρέπει να διατηρείται ως αλήστου μνήμης το είδωλο του Θεού.
Λέει: «ΟΥΤΟΣ ΓΑΡ ΣΟΙ ΔΙΔΩΣΙΝ ΙΣΧΥΝ ΠΟΙΗΣΑΙ ΔΥΝΑΜΙΝ» –και υπερβολικά σωστά, από άποψη διαπαιδαγώγησης.
Διότι αυτός που μαθαίνει με ακρίβεια και δίχως παρεκκλίσεις την διδασκαλία ότι η ευρωστία και η ρώμη είναι ένα δώρο που έλαβε από τον Θεό, όταν αναλογιστεί την αδυναμία που ο ίδιος είχε πριν γίνει αποδέκτης της δωρεάς αυτής, θα αποτινάξει το υπερβολικά υψηλό φρόνημα της μεγαλαυχίας και θα ευχαριστήσει τον αίτιο για αυτήν την μεταβολή προς την απόκτηση μεγαλύτερης δύναμης.
Γιατί η ευγνωμονούσα ψυχή είναι η αντίπαλος της αλαζονείας επειδή και, αντιστρόφως, η αχαριστία είναι συγγενής με την υπεροψία.
Σου λέει δηλαδή ότι αν τα οικονομικά σου είναι εύρωστα, επειδή έλαβες και απέκτησες ισχύ την οποία ίσως δεν προσδοκούσες, «ΠΟΙΕΙ ΔΥΝΑΜΙΝ» –και το τι σημαίνει αυτό το «ποίει» στην προστακτική πρέπει να εξηγηθεί επακριβώς για όσους δεν συλλαμβάνουν το δηλούμενον.
Πολλοί επιχειρούν να κάνουν τα αντίθετα από αυτά που έχουν μάθει.
Είτε αν πλουτίσουν προσπαθούν να κάνουν τους άλλους φτωχούς είτε αν τους αποδοθούν μεγάλες δόξες και τιμές προσπαθούν να γίνουν αίτιοι για να αποδοθεί ασημαντότητα και ατιμία σε άλλους –ενώ θα ‘πρεπε να κάνει τους πλησίον του πιο έξυπνους ο άνθρωπος ο φρόνιμος, πιο εγκρατείς ο σώφρων, πιο γενναίους ο ανδρείος, πιο δικαίους ο δίκαιος και συνολικά πιο καλούς ο καλός ο άνθρωπος (και μάλιστα, μέχρι και τον τελευταίον από αυτούς).
Διότι, όπως φαίνεται, αυτές είναι δυνάμεις που κι ο πιο αστείος άνθρωπος τις έχει κάνει κτήμα του ως πλέον οικείες –ενώ οι αντίθετές τους, η αδυναμία και η εξασθένηση, είναι άσχετες με τα ήθη τα σπουδαία.
Άλλωστε, ο Μωϋσής υπενθυμίζει στην διδασκαλία του προς την λογική φύση και ένα εξαιρετικά πρέπον δίδαγμα, δηλαδή πώς να μιμείται τον Θεό όσο περισσότερο το νομίζει και τίποτε να μην παραλείπει από όσα συντελούν στην ενδεχόμενη εξομοίωσή τους.
Λέει, ακόμα, ο Μωϋσής πως επειδή έλαβες ισχύ από τον πλέον δυνατό, μετάδωσε και συ αυτήν την ισχύ σου σε άλλους για να μιμηθείς τον Θεό χαρίζοντας και συ παραπλήσια πράγματα όπως αυτός. Διότι είναι κοινωφελείς οι δωρεές αυτές του Πρώτου Ηγεμόνα που δίνονται σε μερικούς με τον σκοπό, αφού τις λάβουν, να μην τις αποκρύψουν ή να τις καταχραστούν αλλά να τις φέρουν σε δημόσια θέα ώστε να τις χρησιμοποιήσουν και να τις απολαύσουν όλοι όσοι πιθανόν να κληθούν.
Λέμε, λοιπόν, και σε αυτούς που έχουν πολλά χρήματα και φήμη και οικονομική ευπορία να προσπαθούν να κάνουν πιο εύπορους και πιο πολυμαθείς και συνολικά πιο καλούς ανθρώπους όσους συναντούν και να μην αντιπαρατίθενται –προτιμώντας τον φθόνο και την ζήλεια αντί της αρετής– με όσους μπορούν να ευημερούν.
Και πάρα πολύ καλά έπραξε ο νόμος και δεν οδήγησε ενώπιον της ανθρώπινης δικαιοσύνης αυτούς που διαπνέονται μετ’ επιτάσεως από μεγάλη, αθεράπευτη αλαζονεία αλλά τους παρέδωσε μόνο στο δικαστήριο του Θεού.
Διότι λέει ο νόμος πως αν κάποιος επιχειρεί να πράξει κάτι με υπερηφάνεια «ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΠΑΡΟΞΥΝΕΙ». Γιατί;
Πρώτα-πρώτα, διότι η αλαζονεία αποτελεί κακία της ψυχής και η ψυχή είναι αόρατη σε όλους τους ανθρώπους εκτός από τον Θεό.
Οι τυφλοί ως τιμωροί-κολαστές είναι επίμεμπτοι επειδή έχουν κατήγορό τους την άγνοια ενώ όσοι έχουν όραση είναι επαινετοί ως τιμωροί-κολαστές επειδή αυτοί δρουν σε όλα με επιστημονική γνώση.
Έπειτα, διότι κάθε αλαζόνας θεωρεί τον εαυτό του «ΟΥΤΕ ΑΝΔΡΑ ΟΥΤΕ ΗΜΙΘΕΟΝ ΑΛΛ’ ΟΛΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ» (κατά τον Πίνδαρο) όταν καταλαμβάνεται πλήρως από το συναίσθημα του παραλογισμού και αξιώνει να υπερβεί τους όρους της ανθρώπινης φύσεως.
Και σε αυτόν είναι και το σώμα επιλήψιμο (όπως ακριβώς και η ψυχή) σε όλες τις σχέσεις και τις κινήσεις του επειδή με ακροβατισμούς προχωρά στα άκρα. Κορδώνεται υψώνοντας τον λαιμό του και επαίρεται πέραν της ανθρώπινης φύσεως καθώς εισπνέει τραβώντας μέσα το στομάχι του, ρίχνει πλάγιες ματιές με το βλέμμα του κάνοντας πως δεν βλέπει, όταν ακούει κάνει πως παρακούει. Τους υπηρέτες τους μεταχειρίζεται σαν ζώα, τους ελεύθερους τους μεταχειρίζεται σαν δούλους, τους συγγενείς του σαν ξένους, τους φίλους του σαν κόλακες και τους συμπολίτες του σαν ξένους. Νομίζει πως είναι πιο πλούσιος, πιο έντιμος, πιο καλός, πιο ισχυρός, πιο μυαλωμένος, πιο δίκαιος, πιο μορφωμένος, πιο πολυμαθής απ’ όλους. Έπειτα, θεωρεί τους άλλους ως κακομοίρηδες, άσημους, άτιμους, άφρονες, άδικους, αμόρφωτους, καθάρματα, ως το απόλυτο μηδέν.
Εύλογο είναι, λοιπόν, λοιπόν –όπως λέει ο ιεροφάντης Μωϋσής– ότι αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον Θεό ως αντίδικο και ως τιμωρό-κολαστή.

Περί μετανοίας

Αφού, λοιπόν, ο ιερώτατος Μωϋσής είναι ενάρετος, αγαπά την καλοσύνη –και, ιδιαιτέρως, την Φιλανθρωπία– προτρέπει όλους απανταχού της οικουμένης να είναι ζηλωτές της Ευσέβειας και της Δικαιοσύνης ενώ σε όσους μετανοούν προσφέρει ως μεγάλο έπαθλο της νίκης την συμμετοχή τους στην άριστη πολιτεία και την απόλαυση των ασήμαντων και των σημαντικών αγαθών που προσφέρει αυτή η άριστη πολιτεία.
Διότι τα αγαθά που προηγούνται σε σημασία είναι η υγεία άνευ νόσων για το σώμα, η πλοήγηση άνευ κινδύνων για τα πλοία καθώς και το να διατηρεί κανείς άσβεστα στην μνήμη του όλα όσα είναι άξια μνημόνευσης.
Δεύτερα έρχονται όλα εκείνα τα αγαθά που συνίστανται στην επανόρθωση, δηλαδή και η θεραπεία από τις ασθένειες και η πάρα πολύ ευκταία σωτηρία από τους κινδύνους των ναυτικών ταξιδιών και η ανάμνηση που εκπηγάζει από την λήθη. Αυτή η ανάμνηση –με την οποία η μετάνοια είναι αδελφική και πολύ συγγενική– δεν κατατάσσεται στην πρώτη και ανώτατη κατηγορία των αγαθών αλλά κατατάσσεται στην δεύτερη θέση, παίρνοντας το βραβείο που ακολουθεί αυτήν την πρώτη κατηγορία.
Διότι το να έχει κανείς μηδενικές αμαρτίες συνολικά, αυτό είναι χαρακτηριστικό ίδιον του Θεού ή και –ποιός ξέρει, τάχα– θεϊκού ανθρώπου ενώ το να μεταστρέφεται κανείς προς μια ζωή άμεμπτη είναι χαρακτηριστικό που προσιδιάζει στους συνετούς που δεν αγνοούν εντελώς το συμφέρον τους.
Εξ ου και ο Μωϋσής –αφού τους συναθροίζει όλους αυτούς και τους εισάγει στα μυσταγωγικά του μυστήρια– τους προσκαλεί να συμμετάσχουν στην άριστη πολιτεία του με τις συμβιβαστικές και φιλικές εισηγήσεις που κάνει.
Οι προτάσεις αυτές τους προτρέπουν να εξασκούνται να μην λένε ψέματα αλλά να προβάλλονται ως απλοί, να ασπάζονται ως τις πιο απαραίτητες αξίες την αλήθεια και την έλλειψη ματαιοδοξίας που αποτελούν τα αίτια της ευτυχίας καθώς και να εξανίστανται κατά των μυθικών πλασμάτων, αυτών ακριβώς των δημιουργημάτων που εγχάραξαν στις τρυφερές τους ακόμη ψυχές από την παιδική τους ηλικία και οι γονείς και οι τροφοί και οι παιδαγωγοί και χιλιάδες άλλοι από τους συνήθεις που απεργάστηκαν για αυτούς ένα σχέδιο περί της επιδίωξης της άριστης γνώσης, ένα σχέδιο μάταιο και άσκοπο που δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί.
Και ποιό, άραγε, είναι το πλέον άριστο από όλα τα όντα παρά ο Θεός;
Του οποίου, επιπλέον, τις τιμές –ξεφεύγοντας πέραν του μέτρου από κάθε όριο αλαζονείας– τις διένειμαν σε εκείνους που δεν είναι θεοί ενώ τον ίδιον τον Θεό τον ξέχασαν αυτοί, οι κενοί φρενών;
Έτσι, λοιπόν, πρέπει να έχουμε σε υπόληψη ως φιλτάτους και πολύ συγγενικά μας πρόσωπα όλους όσοι αν και δεν αναγνώρισαν από την αρχή το καθήκον τους να σέβονται τον Κτίστη και Πατέρα του Παντός, ύστερα ωστόσο ασπάστηκαν την μοναρχία του αντί της πολυαρχίας –και πρέπει να απολαμβάνουμε μαζί την ηδονή με αυτούς, που έδειξαν το ήθος εκείνο το πολύ αγαπητό στον Θεό που είναι το σημαντικότερο για την φιλία και την εγκαρδιότητα, ακριβώς επειδή ανέβλεψαν όταν είδαν να ξεπροβάλη από το βαθύτατο σκότος ένα καταυγάζον φως– αν και προηγουμένως ήταν τυφλοί. Ειπώθηκε, λοιπόν, το πρωτεύον και το πιο απαραίτητο από αυτά που οδηγούν στην μετάνοια.
Κι ας μετανοεί κανείς όχι μόνον επειδή εξαπατήθηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα θαυμάζοντας όσα γεννήθηκαν προ του Αγεννήτου και Δημιουργού αλλά επειδή εξαπατήθηκε και για τα υπόλοιπα που είναι αναγκαία στην ζωή. Κι ας μεταπηδά –όπως ακριβώς μετέβαλε γνώμη και από το πιο φαύλο πολίτευμα, την οχλοκρατία, μετήλθε στην πλέον ευνομούμενη πολιτεία, στην δημοκρατία– από την απερισκεψία στην φρόνηση, από την έλλειψη αυτοσυγκράτησης στην εγκράτεια, από την αδικία στην δικαιοσύνη, από την ατολμία στο θάρρος –και όλα αυτά, που είναι αισχρό να τα αγνοεί κανείς, σημαίνουν να περνά από την αμάθεια στην επιστήμη.
Διότι είναι πάρα πολύ καλό και συμφέρει να αυτομολούν οι άνθρωποι αμεταστρέπτως προς το στρατόπεδο της αρετής εγκαταλείποντας τις τάξεις αυτής της κακοήθους κυρίας, της Κακίας.
Και, ταυτόχρονα, της συμμετοχής στις υπόλοιπες αυτές αρετές είναι αναγκαίο να έπεται κάθε τιμή προς τον όντως Θεό (όπως κάτω από τον ήλιο η σκιά ακολουθεί το σώμα) –κι αμέσως, οι νίοφερτοι γίνονται σώφρονες, εγκρατείς, συνεσταλμένοι, πράοι, χρηστοήθεις, φιλάνθρωποι, σεμνοί, δίκαιοι, μεγαλόψυχοι, εραστές της αλήθειας, ανώτεροι από τα χρήματα και την ηδονή.
Και από αυτό, αντιθέτως, έπεται ότι οι αποστάτες πρέπει να θεωρούνται ως ακόλαστοι, επαίσχυντοι, άδικοι, άσεμνοι, μικροπρεπείς, απεχθείς, εταίροι της ψευδολογίας και της ψευδορκίας και ως άνθρωποι που πούλησαν την ελευθερία τους έναντι τροφής, κρασιού και εδεσμάτων και υπέρ του κάλλους (τόσο ως προς τις απολαύσεις του στομαχιού όσο και ως προς τις απολαύσεις κάτω απ’ το στομάχι –οι οποίες στο τέλος αποτελούν βαρύτατη ζημία και για το σώμα και για την ψυχή).
Πάρα πολύ καλά έπραξε, πράγματι, ο Μωϋσής και για όσα οδηγούν στην μετάνοια υπέβαλε αυτές τις προτάσεις του με τις οποίες διδασκόμαστε να αλλάζουμε την ζωή μας και να την προσαρμόζουμε σε μιαν μεταβολή προς το καλύτερο και το κάλλιστο.
Διότι λέει πως αυτό δεν είναι ούτε υπερβολικά δύσκολο ούτε απρόσιτο ούτε είναι κάτι το αιθεροβάμον πέρα από τα έσχατα πέρατα της γης ούτε καν πέρα από την μεγάλη θάλασσα που αδυνατούμε να το έχουμε αλλά βρίσκεται πολύ κοντά –εντοπίζεται στα 3 μέρη του σώματός μας (στο στόμα, στην καρδιά και στα χέρια) και συμβολίζεται με λόγια, σκέψεις και έργα διότι το στόμα είναι σύμβολο της ομιλίας, η καρδιά των επιθυμιών και τα χέρια των πράξεων– κι εκεί έγκειται η ευτυχία.
Διότι ο βίος είναι αξιέπαινος και τέλειος όταν η γνώμη διαμορφώνεται σε αναλογίες με τον λόγο κι όταν οι ενέργειές του ακολουθούν τις επιθυμίες του ενώ όταν αυτά διαφωνούν μεταξύ τους τότε ο βίος είναι ατελής και επίμεμπτος. Αν κανείς δεν λησμονήσει να λάβει υπόψιν του αυτήν την αρμονία, τότε θα ευχαριστήσει τον Θεό γιατί θα είναι συνάμα και αγαπητός στον Θεό αλλά και θα αγαπάει τον Θεό.
Εξ ου και –σε πλήρη συμφωνία με όσα έχουν ειπωθεί– χρησιμοποιήθηκε και εκείνο το λόγιο απόφθεγμα «ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΕΞΕΛΑΒΕΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΙ ΘΕΟΝ, ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΣ ΕΞΕΛΕΞΕ ΣΟΙ ΣΗΜΕΡΟΝ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΛΑΟΝ ΑΥΤΩ». Και ασφαλώς είναι πάρα πολύ καλή η ανταπόδοση αυτής της εκλογής καθώς ο άνθρωπος σπεύδει να υπηρετήσει το Ον.
Ο Θεός σπεύδει ανυπερθέτως να γνωρίσει, να αποκτήσει εξοικείωση με τον ικέτη και να ανταποκριθεί εκ των προτέρων στην θέληση αυτουνού που επιθυμεί γνήσια και ανόθευτα να τον υπηρετήσει σαν μια θεραπαινίδα ενώ αυτός ο αληθινός υπηρέτης και ικέτης –κατά πως αυτός προτιμά να πιστεύει– αποτελεί εν δυνάμει ολόκληρον τον λαό γιατί έχει γίνει ισότιμος με όλο το έθνος (ακόμα κι αν τυχαίνει να είναι ένας στον αριθμό).
Και είναι πολύ φυσικό να έχουν έτσι τα πράγματα.
Διότι, όπως λειτουργούν ως αντίρροπη δύναμη σε ένα πλοίο ο καπετάνιος που αντισταθμίζει όλους τους ναύτες και σε ένα στρατόπεδο ο στρατηγός που εξουδετερώνει όλους τους στρατιώτες (και αν διαφθαρούν και καταστραφούν αυτοί συμβαίνει να έρχεται η ήττα και για τον στρατό και για τον στόλο λες και συνετρίβησαν μαζί όλες τους οι δυνάμεις), με τον ίδιον τρόπο –περικλειόμενος από ένα απόρθητο τείχος, την θεοσέβεια– και ο σοφός είναι εφάμιλλος σε αξία με ολόκληρο το έθνος.
Περί ευγενείας

Να και γιατί δεν πρέπει να επιτιμούμε και λίγο αυτούς που υμνούν την ευγένεια ως το μέγιστο αγαθό που προκαλεί τα μεγάλα καλά –και πρωτίστως στην περίπτωση εκείνη που θεωρούν ως ευγενείς εκείνους που προέρχονται από παλαιές οικογένειες με πλούτη και δόξα, ακόμη κι αν ούτε αυτοί οι πρόγονοι (για τους οποίους καυχώνται ότι κατάγονται) δεν βρήκαν την ευτυχία στην περίσσια περιουσία τους.
Διότι το αληθινά αγαθό σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται σε τίποτε που να βρίσκεται ούτε έξω ούτε μέσα στο σώμα και πολύ περισσότερο δεν βρίσκεται σε κανένα επί μέρους τμήμα της ψυχής αλλά εντοπίζεται μόνο στο κυρίαρχο και ηγεμονικό τμήμα της ψυχής.
Επειδή όταν ο Θεός θέλησε να ενσταλάξει και σε εμάς το αληθινό κάλλος για να μας κάνει πράους και φιλάνθρωπους, δεν βρήκε κανέναν άλλο πιο αξιοπρεπέστερον ναό πάνω στην γη παρά την λογική.
Διότι μόνο στην λογική (η οποία αποτελεί το καλύτερο τμήμα της ψυχής) διατηρείται το καλό –ακόμη κι αν δυσπιστούν κάποιοι που δεν έχουν γευθεί την σοφία ούτε με την άκρη των χειλιών τους.
Διότι σε όσους υπηρετούν την ισχύ των βασιλέων τόσο το ασήμι και το χρυσάφι όσο και οι τιμές και οι εξουσίες καθώς και η ευεξία μαζί και με την ομορφιά του σώματος μοιάζουν με στρατιώτες που έχουν ταχθεί να τους υπηρετούν (όπως τους βασιλιάδες) επειδή δεν έχουν αντικρύσει το εωσφορικό φως της αυγής.
Επειδή τέτοια είναι, λοιπόν, η ευγένεια που γνωρίζουν ως κληρονομιά τους αυτοί των οποίων η διάνοια έχει εκκαθαριστεί με τέλεια καθάρσια –πρέπει, επομένως, να ονομάζουμε ως ευγενείς μόνο τους σώφρονες και δίκαιους ακόμη κι αν τυχαίνει να προέρχονται από προγόνους αργυρώνητους ή δούλους. Διότι για όσους έχουν γίνει πονηροί ενώ προέρχονται από καλούς ανθρώπους θα πρέπει να είναι άβατο έστω και ένα κομματάκι από την κληρονομιά τους μιας και οι φαύλοι είναι ανέστιοι και δεν έχουν δική τους πόλη καθώς είναι αποδιωγμένοι από την πατρίδα της αρετής (και η οποία, πράγματι, είναι η πατρίδα των σοφών ανδρών).
Στους φαύλους αναγκαστικά πρέπει να αποδίδεται το όνομα «δυσγένεια» –ακόμα κι αν οι ζωές των παππούδων ή των προγόνων τους ήταν άψογες και ανεπίληπτες– επειδή απαλλοτριώνουν την κληρονομιά τους με επιτηδειότητα και από μόνοι τους, με λόγια και έργα, παίρνουν διαζύγιο από την ευγένεια και απέχουν πάρα πολύ από αυτήν.
Μα, επιπρόσθετα –ακριβώς για να μην περνούν οι πονηροί για ευγενείς– τους βλέπω όλους αυτούς ως ασυμβίβαστους εχθρούς της ευγένειας και θεωρώ ότι έχουν καθαιρεθεί από το αξίωμα των προγόνων τους επειδή έχουν αμαυρώσει και έχουν σβήσει όσην λαμπρότητα υπήρχε στην γενιά τους.
Γι’ αυτόν το λόγο μου φαίνεται πως πολύ στοργικοί γονείς αποκληρώνουν επίσημα τους γιους τους και τους αποκόβουν από τα σπίτια τους –όταν η μοχθηρία των γιων τους επικρατήσει της περιττής και υπερβάλλουσας εύνοιας που αυτοί οι γονείς τρέφουν μέσα τους για τα παιδιά τους.
Είναι εύκολο να διαγνώσει κανείς την αλήθεια αυτού του λόγου και από άλλα παραδείγματα.
Γιατί τί όφελος από την οξύτητα της όρασης των προγόνων του θα έχει ώστε να δει κάποιος που είναι ανάπηρος στα μάτια;
Ή μήπως, όταν έχει παραλύσει η γλώσσα του, θα μπορέσει να εκφραστεί για να τα ερμηνεύσει όλα αυτά επειδή οι γονείς ή ο παππούς του μίλαγαν χαμηλόφωνα;
Αν έχει μείνει κατασκελετωμένος από μιαν μακρά νόσο που τον έχει εξαντλήσει, ποιό κέρδος θα έχει ακόμη κι αν τα ονόματα των αρχηγών, ηγετών και γεναρχών του γένους του αναγραφούν στους πίνακες των Ολυμπιονικών ή μαζί με τους άλλους νικητές αγώνων λόγω της αθλητικής τους ρώμης;
Διότι ίδιες ακριβώς παραμένουν και διόλου δεν γίνονται καλύτερες οι σωματικές τους αδυναμίες ούτε επιδέχονται βελτίωση λόγω της οικονομικής ευμάρειας των οικείων τους. Και κατά τον ίδιον τρόπο δεν αποτελούν όφελος οι δίκαιοι γονείς για τους άδικους ούτε οι συνετοί για τους ακόλαστους ούτε συνολικά οι καλοί για τους πονηρούς –και ούτε και οι νόμοι κάνουν κανένα καλό στους παρανομούντες τους οποίους κολάζουν.
Διότι υπάρχουν κάποιοι άγραφοι νόμοι όπως και οι ζωές αυτών που ‘ταν ζηλωτές της αρετής.
Εξ ου και θεωρώ πως αν ο Θεός είχε αποδώσει στην ιδέα της ευγένειας μορφή ανθρώπινη, η Ευγένεια θα στεκόταν απέναντι στους αφηνιασμένους απογόνους και θα ‘λεγε τούτα τα λόγια:
«Όταν πρυτανεύει η αλήθεια, η συγγένεια δεν μετριέται μόνο με το αίμα αλλά με την μίμηση των ίδιων πράξεων και με την επιδίωξή τους. Εσείς, όμως, πράξατε με επιτήδευση ακριβώς τα αντίθετα γιατί αυτά τα οποία αγαπώ νομίσατε ότι τα εχθρεύομαι ενώ αυτά που μου προξενούν την δυσμένεια εσείς θεωρήσατε ότι μου προκαλούν την φιλία. Διότι η αιδώς και η αλήθεια, η μετριοπάθεια, η έλλειψη ματαιοδοξίας και η καλοσύνη όταν βρίσκονται στην δικαιοδοσία μου είναι τίμια ενώ σε εσάς άτιμα. Κι εχθρεύομαι την αναισχυντία, το ψεύδος, τα άμετρα πάθη, την ματαιοδοξία, την κακία, αυτά που σε εσάς είναι πάρα πολύ οικεία. Γιατί, λοιπόν, υποκρίνεστε και υποδύεστε πως φέρετε το ευπρεπές όνομα αυτής ακριβώς της συγγένειας την οποία μελετήσατε επισταμένως ώστε να την κάνετε ξένη σε σας με τα έργα σας και να την απαλλοτριώσετε; Διότι δεν ανέχομαι τις παραπλανήσεις και τις κομψές απάτες γιατί είναι πανεύκολο και στον πρώτον τυχόντα να βρει εντυπωσιακά λόγια ενώ δεν είναι καθόλου εύκολο να απαλλαγεί από τα πονηρά ήθη και να τα αλλάξει σε χρηστά ήθη. Και στην έκταση που με αφορά, θεωρώ ως εχθρούς και θα πρωτοστατήσω εφεξής εναντίον εκείνων που αναζωπυρώνουν τις φλόγες στα προσανάμματα της έχθρας και θα τους αποδοκιμάζω στο μέλλον περισσότερο από εκείνους των οποίων το όνειδος οφείλεται στην ταπεινή καταγωγή. Διότι στους καταγόμενους από ταπεινή γενιά υπάρχει ως απολογία ότι δεν είχαν εξοικειωθεί με την καλοσύνη ενώ εσείς, οι βλαστοί των μεγάλων οίκων που καυχιώνται και φημίζονται για την λαμπρή τους γενιά, είστε υπόδικοι. Διότι δεν διανοηθήκατε τίποτα καλό να αναπαράγετε, αν και πρωτότυπα υποδείγματα αγαθού σας είχαν δοθεί –και κατά κάποιον τρόπο, σας είχαν εμφυτευθεί– ως αρχέτυπα».
Είναι από τα πολλά πράγματα προφανές, βέβαια, το ότι ο Μωϋσής έθεσε την ευγένεια κατά τρόπον ώστε να αποκτάται μέσω της αρετής και το ότι θεώρησε ως ευγενή μόνον αυτόν που κατέχει την αρετή αλλά όχι αυτόν που κατάγεται από καλούς και αγαθούς γονείς.
Και ποιός δεν θα ονόμαζε άμεσα τους γηγενείς ως ευπατρίδεις και ως αρχηγούς, ηγέτες και γενάρχες αυτών;
Αυτούς που τους έλαχε να προέρχονται από ένα γένος εξαίρετο σε σύγκριση με τους μεταγενεστέρους αφού βλάστησαν από το πρώτο ζευγάρι που νυμφεύθηκε τότε που πρώτη φορά συνήλθαν σε κοινή συνομιλία ο άνδρας και η γυναίκα για να σπείρουν τον ομοιότυπό τους;
Όμως, επειδή γεννήθηκαν 2, ο μεγαλύτερος ο Κάϊν δεν βιάστηκε να δολοφονήσει τον νεώτερον Άβελ και –καθώς απεργάστηκε το μεγαλύτερο άγος, την αδελφοκτονία– μίανε πρώτος την γη με ανθρώπινο αίμα.
Σε τι τον ωφέλησε η ευγένεια αφού αποδείχθηκε αγενής ως προς την ψυχή του; Για την οποίαν έλλειψην ευγενείας ο επόπτης των ανθρωπίνων πραγμάτων Θεός –όταν είδε το στυγερό έγκλημα– τον απέπεμψε και τον καταράστηκε, ορίζοντας τιμωρίες. Ωστόσο, δεν του αφαίρεσε αμέσως την ζωή (οπότε δεν θα αισθανόταν τις συμφορές που θα τον έπλητταν) αλλά επικρέμασε από πάνω του χιλιάδες αλλεπάλληλους θανάτους, λύπες και φόβους ώστε να αντιληφθεί με τις αισθήσεις του τα πλέον οδυνηρά δεινά.
Μετά από αυτά τα εξαιρετικώς δόκιμα γεγονότα, γεννήθηκε κάποιος πανάγιος άνδρας (για του οποίου την ευσέβεια αυτός που θέσπισε τους νόμους αξίωσε να υπάρχει αναγραφή επί των ιερών βιβλίων). Είναι αυτός ακριβώς ο οποίος την εποχή του μεγάλου κατακλυσμού –όταν σημειωνόταν πανωλεθρία από τις πόλεις που αφανίζονταν και καταπίνονταν ακόμα και τα πιο ψηλά των ορέων από την μετ’ επιτάσεως διόγκωση της πλημμύρας των ρευμάτων των υδάτων– διασώθηκε μόνος μαζί με τους οικείους του λαμβάνοντας για την καλοκαγαθία του ένα έπαθλο που μεγαλύτερό του δεν μπορεί να βρεθεί. Ωστόσο, ένα από τα τρία παιδιά που έκανε και που είχαν απολαύσει την πατρική δωρεά τόλμησε να ξεσκίσει –με το γέλιο και με τον χλευασμό– τον αίτιο για την σωτηρία του πατρός (διερωτώμενος μήπως έκανε κάποιο σφάλμα παρά την θέλησή του) κι έτσι, προς καταισχύνη του ιδίου πατρός του που τον γέννησε, τον εξέθεσε ξεγυμνωμένο για όσα θεμιτόν είναι να αποκρύπτονται.
Κι αυτός ο Χαμ, λοιπόν, δεν είχε κανένα όφελος από την λαμπρή ευγενική του καταγωγή, αφού έγινε καταραμένος και αποτέλεσε την αρχή της κακοδαιμονίας που επακολούθησε μετά από αυτόν –τύχη την οποία αξίζει να έχει κανείς όταν αμελεί να τιμά τους γονείς του.
Μα γιατί να κάνουμε μνεία αυτών των ανθρώπων και να ξεχνούμε και τον πρώτο σπαρτό και γηγενή;
Αυτόν ακριβώς που –ένεκα της ευγενείας του– δεν συγκρίνεται με κανέναν θνητό διότι ο ανδριάντας του κατασκευάστηκε με το σχήμα του σώματός του στο καλούπι και με την έπακρη τέχνη από τα χέρια του πλάστη Θεού;
Και του οποίου, μάλιστα, η ψυχή που αξιώθηκε να έχει δεν προερχόταν από κανένα πλάσμα που είχε έως τότε δει το φως της δημιουργίας αλλά του την ενέπνευσε ο Θεός με την ίδιαν ένταση που ήταν εφικτό να δεχθεί ποτέ η θνητή φύση;
Άρα, δεν αποτελεί αυτό μιαν υπέρβαση σε ευγένεια με την οποία, μάλιστα, κανένα από τα υπόλοιπα είδη ευγένειας δεν μπορεί να συγκριθεί;
Διότι στα υπόλοιπα είδη ευγένειας η καλή φήμη οφείλεται στην επιτυχία των προγόνων, όπου πρόγονοι είναι οι άνθρωποι (δηλαδή, ζώα αδύναμα και φθαρτά) και η καλή τους οικονομική κατάσταση είναι τις περισσότερες φορές αβέβαιη και εφήμερη –ενώ από τους προγόνους του Μωϋσή κανένας δεν ήταν θνητός αλλά ο ίδιος ο αιώνιος Θεός ήταν πατέρας του.
Και του οποίου πατέρα του Θεού την εικόνα ο Μωϋσής (αφού –κατά κάποιον τρόπο– έγινε κατ’ εικόναν ως προς την ηγεμονική νόηση εντός της ψυχής) θα έπρεπε να του την είχε διαφυλάξει ακηλίδωτη, όσο ήταν δυνατόν, ως προς τις αρετές. Όταν, όμως, τέθηκε μπροστά στο δίλημμα να επιλέξει αυτές τις αρετές του πατέρα του ή να αποφύγει τις αντίθετες αρετές –να επιλέξει ανάμεσα στο αγαθό και το κακό, στο καλό και στο αισχρό, στην αλήθεια και στο ψεύδος– αυτός διάλεξε με προθυμία το ψεύδος, το αισχρό και το κακό ενώ απέρριψε το αγαθό, το καλό και την αλήθεια.
Εύλογα, όπως είναι φυσικό ύστερα από αυτά, αντάλλαξε την θνητή με την αθάνατη ζωή –καθώς αστόχησε ως προς την μακαριότητα και την ευτυχία– και την θνητή ζωή την μετέβαλε σε μια ζωή επίπονη, μέσα στην δυστυχία.
Αλλά αυτά, όμως, μπορεί να αποτελούν συνθήκες κοινές σε όλους τους ανθρώπους ώστε αυτοί που στερούνται καλοσύνης να μην υπερηφανεύονται πως προέρχονται από μεγάλη γενιά. Εκτός από τις κοινές αυτές συνθήκες, ωστόσο, οι Ιουδαίοι έχουν και άλλα εξαιρετικά γνωρίσματα.

——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Διότι μεταξύ των αρχηγών, ηγετών και γεναρχών του γένους τους υπάρχουν και αυτοί που συνολικά δεν επωφελήθηκαν καθόλου από τις αρετές των προγόνων τους και δεν διάλεξαν καμιάν επιλήψιμη και κακή πράξη –αν και ποτέ δεν ελέγχθηκαν από κανέναν αλλά βεβαίως από την συνείδησή τους, η οποία αποτελεί την μοναδική δικαστική έδρα από όλα τα δικαστήρια που δεν πλανάται από τα τεχνάσματα του λόγου.
Ο πρώτος εξ αυτών, ο Αβραάμ, ήταν πολύτεκνος και είχε αποκτήσει παιδιά από 3 γυναίκες (όχι με σκοπό την απόλαυση της ηδονής αλλά επειδή ήλπιζε ότι θα πολλαπλασιάσει τον πληθυσμό του γένους) αλλά από τα πολλά του παιδιά μόνον ένας, ο Ισαάκ, αποδείχθηκε ότι θα κληρονομούσε τα πατρικά αγαθά ενώ όλοι οι υπόλοιποι έσφαλαν ως προς την υγιή κρίση –αφού δεν αναπαρήγαγαν κανένα από τα αγαθά του πατέρα τους– και εκδιώχθηκαν από το σπίτι ενώ τους αφαιρέθηκαν τα δικαιώματα σε αυτήν την ευγένεια, την άξια να ψάλλεται. Εξάλλου, από τον εγκεκριμένο κληρονόμο γεννήθηκαν 2 δίδυμα τέκνα που δεν έφεραν κανένα όμοιο χαρακτηριστικό ούτε στο σώμα (εκτός από τα χέρια, και σε αυτά ένεκα κάποιου είδους οικονομίας) ούτε στην σκέψη.
Διότι ο νεώτερος γιος ήταν υπάκουος και στους 2 γονείς του, τον Αβραάμ και την Ρεβέκκα, και έτσι γινόταν τόσο ευχάριστος που έως και ο Θεός τύχαινε να τον επαινεί ενώ ο μεγαλύτερος ήταν απείθαρχος και ασυγκράτητος ως προς τις ηδονές του στομαχιού αλλά και κάτω από το στομάχι, ηδονές οι οποίες τον έπεισαν να εκχωρήσει τα δικαιώματά του ως πρωτότοκος στον αδελφό του και –αφού μετανόησε αμέσως για ό,τι έκανε– να προσπαθήσει να τον φονεύσει και με τίποτε άλλο να μην ασχολείται παρά πώς θα στενοχωρήσει τους γονείς τους. Αυτοί, επομένως, έκαναν για αυτόν τον μεγαλύτερον τις μεγαλύτερες προσευχές (τις οποίες όλες επικύρωσε ο Θεός και καμίαν δεν άφησε απραγματοποίητη) ενώ για τον μικρότερόν του έδειξαν έλεος και του χάρισαν το δικαίωμα να είναι υποτελής ώστε να δουλεύει για τον αδελφό του, νομίζοντας –και σωστά– ότι καλόν είναι ο φαύλος να μην είναι αυτεξούσιος.
Και αν αυτός ο Βενιαμίν είχε πράγματι υπομείνει ασμένως την δουλεία, θα μπορούσε να διεκδικήσει το δικαίωμα να έρθει δεύτερος στις αθλοπαιδιές για την αρετή που επέδειξε. Επειδή, όμως, απηύδισε και αυθαδίασε –ούτως ειπείν– και δραπέτευσε από την άριστην επίβλεψην που απολάμβανε, προξένησε στους απογόνους του τόσο μεγάλο όνειδος που ο αβίωτος βίος του πρέπει να στηλιτεύεται και να αναγράφεται δημοσίως σε μαρμάρινη πλάκα ώστε να αποδεικνύεται ότι διόλου δεν ωφελεί η ευγένεια αυτούς που είναι ανάξιοι για αυτήν.
Αυτοί, λοιπόν –που ενώ κατάγονται από καλούς γονείς έγιναν πονηροί– ανήκουν στην επιλήψιμη τάξη και είναι αυτοί που σε τίποτε δεν τους ωφέλησαν οι αρετές των πατέρων τους αλλά εξαιτίας τους υπέστησαν χιλιάδες δεινά στην ψυχή. Μπορώ να αναφέρω και άλλους που έχουν ταχθεί στην απέναντι ακριβώς και καλύτερη τάξη, αυτούς που –αν και οι προγονοί τους ήταν υπεύθυνοι κακών– η ζωή τους ήταν αξιοζήλευτη και χορτασμένη από υστεροφημία.
Ο πρεσβύτερος του έθνους των Ιουδαίων ήταν Χαλδαίος στο γένος και είχε πατέρα αστρολόγο. Ήταν από εκείνους τους αστρολόγους που διατρίβονται με τα μαθηματικά και νομίζουν για Θεούς τ’ αστέρια κι όλον τον ουρανό κι όλον τον κόσμο. Κατ’ αυτούς, το καλό και το κακό απλά συμβαίνει στον κάθε άνθρωπο δίχως να θεωρούν ότι υπάρχει κάτι έξω από τα αισθητά πράγματα που να το προκαλεί.
Μα τι δεν θα ήταν πιο δυσάρεστο ή, καλύτερα, δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι πρέπει να ελεγχθούν για την έλλειψη ευγένειας της ψυχής τους από αυτήν την επιστήμη των πολλών και δεύτερων και γεννημένων Θεών;
Μιαν επιστήμη που οδηγεί στην ανεπιστημοσύνη του Ενός και Πρεσβυτάτου και Αγέννητου και Δημιουργού των Όλων, ο οποίος είναι άριστος και για τους λόγους αυτούς αλλά και για χιλιάδες άλλους λόγους που λόγω του μεγέθους τους δεν τους χωρά η ανθρώπινη λογική;
Αφού, λοιπόν, ο Αβραάμ συνέλαβε με την θεία έμπνευση την έννοια όλων αυτών, εγκατέλειψε την πατρίδα του, την γενιά του και τον πατρικό του οίκο επειδή γνώριζε ότι αν έμενε εκεί, θα έμεναν μέσα του και οι απάτες της δοξασίας του πολυθεϊσμού και θα καθιστούσαν για αυτόν άσκοπη, ανώφελη και ανολοκλήρωτη εις το διηνεκές την εύρεση του Ενός Θεού –ο οποίος είναι ο μοναδικός αιώνιος Θεός και Πατήρ όλων των νοητών και αισθητών πραγμάτων– ενώ αν προχωρούσε σε μετανάσταση, τότε θα προχωρούσε σε μετανάσταση και η απάτη της διάνοιάς του προσαρμόζοντας την ψεύτικη δοξασία σε αληθινή πίστη.
Συνάμα, η φλόγα με την οποία ποθούσε να γνωρίσει το Ον αναζωπυρώθηκε από τους χρησμούς εκείνους από τους οποίους ποδηγετούμενος προχωρούσε ακούραστος και σπεύδοντας προς την αναζήτηση του Ενός.
Και δεν σταμάτησε να το αναζητεί νωρίτερα από την στιγμή εκείνη και μόνο που δέχθηκε ακόμη πιο διαυγείς φαντασιώσεις, όχι περί της ουσίας του Όντος –γιατί αυτό είναι αδύνατον– αλλά περί της ύπαρξης και της θείας πρόνοιας του Όντος.
Για τον λόγον αυτό και λέγεται πως ήταν ο πρώτος που πίστεψε στον Θεό –και επειδή πρώτος επινόησε με τρόπον ακλόνητο και βέβαιο ότι πάνω από όλα υπάρχει ένα Ανώτατο Κινούν Αίτιο που προνοεί και για τον κόσμο και για όσα βρίσκονται στον κόσμο.
Κι αφού απέκτησε πίστη (την πιο βέβαιη από τις αρετές) συναπέκτησε μαζί και όλες τις άλλες αρετές –έτσι ώστε αυτοί που τον υποδέχθηκαν τον πήραν για βασιλιά όχι λόγω της εμφάνισής του (διότι ήταν απλός, ιδιώτης πολίτης) αλλά λόγω του μεγαλείου της ψυχής του που είχε βασιλικό φρόνημα.
Και πράγματι, εκτελούσαν τα υπηρετικά τους καθήκοντα απέναντί του όπως οι υπήκοοι υπηρετούν έναν άρχοντα καθώς είχαν μείνει κατάπληκτοι σε όλα από το μεγαλείο της φύσης του, η οποία ήταν η τελειότερη από κάθε άνθρωπο. Διότι ούτε που τους απηύθυνε τον λόγο αλλά, αντιθέτως, τις περισσότερες φορές –λόγω της θείας εμπνεύσεως– επεδίωκε να είναι σεμνότυφοι.
Όποτε, λοιπόν, καταλαμβανόταν από θεία έμπνευση τα μεταμόρφωνε όλα προς το καλύτερο (τις όψεις των προσώπων, την χροιά της επιδερμίδας, το μέγεθος, τις σχέσεις, τις κινήσεις, την φωνή) με την βοήθεια του θείου πνεύματος το οποίο, απεσταλμένο με άνωθεν πνοή, εγκαταστάθηκε στην ψυχή του Αβραάμ και περιέβαλε το σώμα του με εξαιρετική ομορφιά, τα λόγια του με πειθώ –και όσους τον άκουγαν, με σύνεση.
Άρα, πώς δεν θα ‘λεγες πως είναι ευγενέστατος τούτος δω ο μετανάστης –ο παντέρημος από φίλους και συγγενείς– επειδή ορέχθηκε να γίνει συγγενής με τον Θεό και επειδή επέδειξε σπουδή για να μελετήσει κάθε γνωστή μηχανορραφία ώστε να τον έχει φίλο;
Αυτός που κατετάγη στην πιο άριστη τάξη των προφητών και δεν πίστεψε σε κανέναν γεννημένο θεό αλλά μόνο στον Αγέννητο και Πατέρα των πάντων Θεό; Αυτός που –όπως είπα– τον νόμισαν για βασιλιά αυτοί που τον υποδέχθηκαν; Αυτός που αναδείχθηκε στην εξουσία όχι λόγω των όπλων του και των στρατιωτικών του δυνάμεων (όπως έχει γίνει συνήθεια σε ορισμένους) αλλά επειδή χειροτονήθηκε από τον Θεό –ο οποίος αγαπά την Αρετή και ανταμοίβει τους εραστές της Ευσεβείας χαρίζοντάς τους αυτοκρατορικές εξουσίες επ’ ωφελεία όσων τους συναντούν;
Αυτός αποτελεί το μέτρο για την ευγένεια όλων των εποίκων οι οποίοι εγκαταλείπουν την έλλειψην ευγενείας που προέρχεται από τους αλλόκοτους νόμους και τα εξωθεσμικά ήθη –σύμφωνα με τα οποία αποδίδονται τιμές σε πέτρες και ξύλα και συνολικά σε άψυχα πράγματα που τα θεωρούν ίσα με τον Θεό– και έρχονται ως άποικοι προς μιαν πραγματικά έμψυχη και ζώσα πολιτεία στην οποία επόπτης και δεσπότης είναι η αλήθεια.
Αυτήν την ευγένεια δεν την ζήλεψαν μόνον άνδρες αγαπητοί στον Θεό αλλά και γυναίκες που βγήκαν από την αμάθεια –την αμάθεια που αποτελεί σύντροφο των γυναικών ώστε να περιποιούν τιμή σε χειροποίητα είδωλα– και διαπαιδαγωγήθηκαν στην επιστήμη της μοναρχίας με την οποία κυβερνάται μοναρχικά ο κόσμος.
Η Θαμάρ ήταν ένα γύναιο που καταγόταν από την Συρία της Παλαιστίνης και είχε ανατραφεί βάσει του πολυθεϊσμού σε μιαν πόλη και σε ένα σπίτι που ήταν γεμάτα από ξόανα και αγάλματα και αφιερώματα εν γένει. Επειδή κατάφερε μέσα από το βαθύ σκότος να διακρίνει την βραχεία κεφαλή της εωσφόρου αλήθειας, αυτομόλησε προς την ευσέβεια κάτω από θανάσιμο κίνδυνο και δεν νοιάστηκε παρά με ελάχιστη φρόνηση για την ζωή της –δεν νοιάστηκε για την ζωή της στην περίπτωση, βέβαια, που αυτή δεν θα έμελλε να ήταν μια ζωή ευτυχισμένη (και η ευτυχισμένη αυτή ζωή δεν αναφερόταν σε τίποτε άλλο παρά στο να τεθεί ως θεραπαινίδα στην ιεροδουλία και στην λατρεία του Ενός Αιτίου). Αν και είχε έλθει εν μέρει εις γάμου κοινωνία 2 αδελφών που ‘ταν πονηροί και οι 2 (με τον πρώτο με θρησκευτική τελετή δίχως να του αφήσει παιδιά και με τον δεύτερο με νομική επιδίκαση) κατόρθωσε, ωστόσο, να διαφυλάξει ακηλίδωτο τον βίο της και να τύχει του καλού ονόματος που προσήκει στους καλούς και να αποτελέσει την αφορμή ώστε να αποδοθεί ο τίτλος της ευγένειας σε όλους τους μεταγενεστέρους της.
Αν και ανήκε σε άλλην φυλή, αυτή το κατόρθωσε –αλλά ήταν, βέβαια, ελεύθερη, προερχόταν από ελεύθερους (και ίσως όχι και άσημους) ανθρώπους.
Πέρα, όμως, από τον Ευφράτη και στις εσχατιές της Βαβυλώνας υπήρχαν και γυναίκες που γεννήθηκαν δούλες, δόθηκαν σε σπίτια ως προίκα για τον γάμο των οικοτρόφων δεσποινίδων που συντηρούνταν εκεί και, όταν κρίθηκαν άξιες να περάσουν από το κρεβάτι ενός σοφού άνδρα, πρώτα-πρώτα αντιπαρήλθαν την ονομασία και την ιδιότητα της «παλλακίδας» και, κατόπιν, απέκτησαν τον τίτλο και το σχήμα της «νύφης» και δεν τις μεταχειρίζονταν πλέον ως θεραπαινίδες αλλά τις κατέστησαν σχεδόν ισότιμες με τις οικοδέσποινες οι οποίες –όσο απίστευτο κι αν είναι– τις προήγαγαν στο ίδιο αξίωμα που είχαν και αυτές.
Διότι ο φθόνος δεν σπιτώνεται στις ψυχές των σοφών ανδρών, οι οποίοι –όταν ο φθόνος δεν είναι παρών– συνευρίσκονται με τις ενάρετες γυναίκες.
Και τα νόθα παιδιά που γεννήθηκαν δεν διέφεραν σε τίποτε από τα γνήσια τέκνα όχι μόνον από το πλευρό του πατρός (διότι δεν πρέπει να θαυμάζει κανείς αν ο κοινός πατέρας όλων έδειχνε εξίσου την ίδιαν εύνοια και προς τα παιδιά που δεν προέρχονταν από την ίδια μητέρα) αλλά και από τις μητριές τους που απαλλάχθηκαν από το μίσος για τα θετά παιδιά τους και τα προσάρμοσαν σε μιαν απερίγραπτη κηδεμονία για τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Και τα παιδιά, προκειμένου να ανταποδώσουν την εύνοια που απολάμβαναν, εξετίμησαν τις μητριές τους ως φυσικές τους μητέρες και –αν και θεωρούνταν κατά το ήμισυ αδέλφια εξ αίματος– δεν αξίωσαν να δείχνουν μεταξύ τους στοργή κατά το ήμισυ αλλά την προσαύξησαν με πάθος την στοργή κατά το διπλάσιο στα φιλιά και στους ασπασμούς ενώ εκείνο στο οποίο φαίνονταν να υστερούν το αναπλήρωσαν προς αμφότερα τα φύλα των γονιών τους δείχνοντας σπουδή για να τα συνδράμουν με σκοπό την αρμονία και την ανάμειξη των ηθών.
Πρέπει, επομένως, μετά από αυτό να συνεχίζουν οι υποκριτές να διαδίδουν ότι είναι δική τους αρετή και τους ανήκει η ευγένεια, την οποία στην πραγματικότητα έχουν απαλλοτριώσει και είναι ξένη προς αυτούς;
Δεν θα πρέπει –με την εξαίρεση που έχει αναφερθεί– να θεωρούνται δίκαια ως εχθροί και του έθνους των Ιουδαίων και όλων απανταχού των ανθρώπων;
Πρώτον, επειδή στους ομοφύλους τους δημιουργούν την πεποίθηση ότι μπορούν να δείχνουν αδιαφορία για μιαν σωστή και υγιή ζωή γιατί αυτήν την εξασφαλίζει η αρετή των προγόνων τους και, δεύτερον, επειδή στους υπόλοιπους δημιουργούν την πεποίθηση ότι ακόμα και αν φθάσουν στην άκρα καλοσύνη αυτό σε τίποτε δεν θα τους ωφελήσει διότι δεν τυχαίνει να έχουν άμεμπτους γονείς και παππούδες.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει κάποια πιο βλαβερή εισηγητική πρόταση από αυτήν –ότι δηλαδή ούτε εκείνους που από καλοί έγιναν πονηροί δεν θα τους ακολουθήσει η τιμωρός δίκη ούτε εκείνους που από πονηροί έγιναν καλοί δεν θα τους ακολουθήσει η τιμή– ενώ ο νόμος με βάση τις δικές του πράξεις κρίνει τον κάθε άνθρωπο αφ’ εαυτού και δεν τον επαινεί ούτε τον τιμωρεί με βάση τις αρετές ή τις ασχήμιες των συγγενών του.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου